Παναγιώτης Αρ. Υφαντής Αν. Καθηγητής Τμ. Θεολογίας Α.Π.Θ.
Η ιουδαιοχριστιανική εμπειρία και οι κατοπινές θεωρητικές και εμπειρικές εμπεδώσεις της βιβλικής κληρονομιάς μιλούν για ένα Θεό που πορεύεται στο πλευρό του ανθρώπου και της ανθρωπότητας στα μονοπάτια της ιστορίας. H κορύφωση αυτής της παρουσίας που απλώνεται σωστικά στον ιστορικό χρόνο συντελείται στη Γέννηση του Χριστού. Δηλαδή σε αυτό το γεγονός που μετατρέπει την πυρετική ένταση της μεσσιανικής προσδοκίας σε σπασμό χαράς, την αγωνία της προετοιμασίας ή και την αποκαραδοκία ολόκληρης της κτίσης σε γιορτή ενότητας και πληρότητας σηματοδοτώντας τη μετάβαση από τον Παλαιό στον Νέο Ισραήλ, δηλαδή το πέρασμα από μια κοινότητα που αδημονεί σε μια σύναξη που δοξολογεί.
Κι όμως αυτό το γεγονός στο οποίο η χριστιανική κοινότητα συλλάβισε ένα πολύτιμο αλφαβητάρι θεογνωσίας και συγκρότησε την πνευματική της φυσιογνωμία και αποστολή μοιάζει μάλλον απογοητευτικά αδιάφορο ή και προκλητικά ανατρεπτικό για τα κριτήρια μιας συμβατικής θρησκευτικότητας. Οι πρώτες ύλες της συλλογικής πρόσληψης και νοηματοδότησης του γεγονότος εκ μέρους της Εκκλησίας συγκρούονται με μια συμβατική η τυπική θρησκευτικότητα, η οποία συνδέεται αιτιακά με ένα πλέγμα ενστικτικών αναγκών για μεταφυσική προστασία, ψυχολογική ασφάλεια και απαλλαγή από τα λογής δεινά που συνοδεύουν την περιπέτεια της ύπαρξης, γι’ αυτό και εκδηλώνεται σε νοοτροπίες και συμπεριφορές ανταλλακτικής ιδιοτέλειας.
Το γεγονός της Γέννησης όπως το περιγράφουν οι Συνοπτικοί είναι ελάχιστα θεαματικό[1]. Κανένα εντυπωσιακό σκηνικό και κανένας υπερφυσικός κρότος δεν ραγίζει την ιερή σιωπή της στιγμής. Και κανείς τρόμος ή ρίγος υπερκόσμιο δεν συνοδεύει την παρουσία του Θεού. Μονάχα ένα αστέρι λαμπυρίζει στον παγωμένο στερέωμα εκείνης της νύχτας δείχνοντας τον δρόμο στους πρώτους προσκυνητές του Μεσσία.
Όλα φαντάζουν και είναι απολύτως φυσικά, ήσυχα και γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Σε αυτήν ακριβώς τη χαμηλόφωνη ηρεμία και στον απέριττο ρεαλισμό του γεγονότος, όπως το αφηγούνται οι ιεροί συγγραφείς, ανιχνεύεται ο αντισυμβατικός χαρακτήρας και συνάμα το βαθύτατα θεολογικό και σωτηριολογικό αντίκρισμά του, που υπερβαίνει τα χρονικά και γεωγραφικά όριά του μεταποιώντας την ίδια την ιστορία σε πρόναο των εσχάτων. Μια ανθρωποκεντρική και ανθρωπομορφική θρησκευτική φαντασία θα περίμενε από τον Βασιλέα του ουρανού και της γης, τον Κύριο της ζωής και του θανάτου, να εισέλθει στην ιστορία φορτωμένος με τα διάσημα της υπερβατικής του εξουσίας, ώστε όλοι να υποταχθούν στη δόξα του. Οι βιβλικές διηγήσεις, όμως, δεν αφήνουν περιθώρια για ατομικές ή συλλογικές φαντασιώσεις εξουσίας, δύναμης και υπεροχής. Και αυτό γιατί στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ο άνθρωπος που ζωγραφίζει τον Θεό του, προβάλλοντας σ’ αυτόν τις ανάγκες και τους φόβους του αλλά αντιθέτως, είναι ο Θεός που αποκαλύπτεται όπως ακριβώς είναι δείχνοντας το μέτρο της ανθρωπότητας. Δηλαδή, ως πρόσωπο που απευθύνεται ελεύθερα σε ελεύθερους ανθρώπους για να στερεώσει μαζί τους μια σχέση αγάπης.
Αν ο Θεός ερχόταν πάνω σε πύρινα άρματα από τον ουρανό, κραδαίνοντας κεραυνούς και απειλές, ποιος θα τολμούσε να μην δεχθεί τη θεότητά του; Όμως, αυτή η αποδοχή δεν θα ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και αγάπης αλλά υποταγής και φόβου. Τελικά, η αντισυμβατικότητα που εδώ μπορεί να χαρακτηριστεί και αντιθρησκευτικότητα του γεγονότος της Γέννησης έγκειται σε αυτό που αποτελεί αφορμή δοξολογίας για την κοινότητα και θεολογική κατάκτηση της θεολογικής διανόησης: Ότι ο βιβλικός Θεός αντί να ζητά την πίστη του ανθρώπου, όπως συνήθως προτείνουν οι θρησκείες, εκδηλώνει τη δική του αγάπη, τη δική του πίστη και τον δικό του σεβασμό στον άνθρωπο αποφασίζοντας να γίνει ένα με το δημιούργημα, να συναντηθεί μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο, να περπατήσει, να συνομιλήσει, να πονέσει και να γευτεί τον θάνατο μαζί του. Για την κοινότητα των πιστών καμιά λεπτομέρεια, καμιά πτυχή αυτού του γεγονότος ακόμη και η πλέον ασήμαντη ή αδιάφορη, δεν υπόκειται στην επικράτεια μιας τυφλής τυχαιότητας, τίποτε δεν λειτουργεί εκτός του θείου σχεδίου της σωτηρίας. Για τον λόγο αυτό, όλες οι πτυχές του γεγονότος αποκαλύπτουν ισάριθμες πηγές θεολογικής γνώσης και θεοκεντρικής ανθρωπολογίας.
Έτσι, η γέννηση του Ιησού στη Βηθλεέμ και όχι στον τόπο καταγωγής του, τη Ναζαρέτ, αν και φαίνεται προϊόν ενός αστάθμητου παράγοντα, όπως ήταν η απογραφή, για τους πιστούς υποδηλώνει πως αν και ο Λόγος εισήλθε στη γη και στον χρόνο, αυτός ανήκει στον ουρανό και στην αιωνιότητα. Έπειτα, το κρύο και το σκοτάδι που πλαισιώνουν απειλητικά τις πρώτες στιγμές του βρέφους καθιστά πιο χτυπητή την αντίστιξη ανάμεσα στη ζεστασιά της αυτοφανερούμενης θείας αγάπης και στο πυκνό σκοτάδι του κακού, της πνευματικής τυφλότητας και της άγνοιας που απειλούσε να καταπιεί την ανθρωπότητα. Η πιο κρύα και σκοτεινή στιγμή της νύχτας είναι ακριβώς λίγο προτού οι πρώτες ακτίνες του ήλιου αρχίσουν να διαπερνούν το σκοτάδι, προαναγγέλλοντας τη θεραπευτική θαλπωρή και το λαμπρό φως του ήλιου που εξασφαλίζει τη διατήρηση της ζωής σε όλα τα όντα. Αν κάποιος αναλογιστεί το ιστορικό και πνευματικό αδιέξοδο της εποχής κατά την οποία συντελέστηκε η ενανθρώπηση, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει γιατί η πιστεύουσα κοινότητα ατενίζει στο γεγονός της Βηθλεέμ την ανατολή του «Ηλίου της δικαιοσύνης»[2].
Ο στάβλος που δίνει πρόσκαιρη στέγη στο βρέφος από λύση ανάγκης στα μάτια της κοινότητας αισθητοποιεί τη βαθιά πίστη πως η ένσαρκη αλήθεια είναι καταδικασμένη να περιπλανιέται ανέστια και διωκόμενη σε αυτό τον κόσμο της φθοράς. Και ακόμη, ο ευτελής, ολόγυμνος από οποιοδήποτε στολίδι, χώρος της γέννησης μεταφράζει με έναν δραματικό τρόπο την «κένωση», δηλαδή το εκούσιο άδειασμα του Λόγου από την ουράνια δόξα, την εγκατάλειψη της πατρικής αγκαλιάς και τη θεληματική του μετανάστευση από την αιωνιότητα στα κράσπεδα της κτιστότητας. Με τον τρόπο αυτό, το ολοφάνερα ασήμαντο πώς υπαγορεύει και φωτίζει ερμηνευτικά το αθέατο και θεόρατο τι του γεγονότος: δηλαδή, την εκούσια και σωτήρια πρόσληψη της πραγματικής και γι’ αυτό ευάλωτης ανθρώπινης φύσης από τον Λόγο. Η συγκεκριμένη παραδοχή αισθητοποιείται εικαστικά στην τρυφερή σκηνή του λουτρού που αρτιώνει την παραδοσιακή Εικόνα της Γέννησης. Η ίδια παραδοχή πυροδοτεί τις βαθύτερες εμπνεύσεις της θεολογικής ευφυΐας η οποία σταθμίζει το δυσθεώρητο ύψος της θείας αγάπης στην απέραντη απόσταση που διένυσε ο αχώρητος Λόγος όχι μόνο ή τόσο για να «ανακλιθή» σε μια φάτνη αλλά για να χωρέσει και να συστεγάσει την Υπερουσιότητά του με την ανθρώπινη φύση σε ένα πρόσωπο[3].
Εδώ, ριζώνουν και οι συμπαντικές και ανθρωπολογικές προσλήψεις και συνέπειες του γεγονότος που γίνονται και πάλι σαφέστερες σε αντιδιαστολή προς τις συμβατικές θεωρητικές, νομικές και ηθικές θρησκευτικές επιταγές. H Γέννηση του Χριστού δεν εγκαινιάζει μια ακόμη μεταφυσική κοσμοθεωρία, δεν νομιμοποιεί ένα πλέγμα εντολών και απαγορεύσεων που εγκλωβίζουν και εξαντλούν τη ζωή και τη συμπεριφορά του ανθρώπου σε ασπρόμαυρα σχήματα αξιόμισθων και αξιόποινων πράξεων, ούτε προσφέρει ερείσματα για την οικοδόμηση εξουσιαστικών ιεραρχικών δομών με θρησκευτικό πρόσημο. Αντιθέτως, πραγματώνει την αποκατάσταση της τραυματισμένης, χαμένης ή και συκοφαντημένης -συχνά από την ίδια τη θρησκευτικότητα και τους θεσμικούς διαχειριστές της- σχέσης ανάμεσα στον Θεό και την κτίση ολόκληρη, που πλέον αρτιώνεται με την προοπτική των εσχάτων, της ανάστασης και της πλήρους ανακαίνισης. Η εικονιστική γλώσσα της Βίβλου αναφέρεται στην κατεδάφιση του μεσότοιχου που μέχρι τότε χώριζε τα άνω με τα κάτω, τον ουρανό και τη γη, το επέκεινα και το ενθάδε, την αιωνιότητα και τη χρονικότητα. Από την πλευρά του, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζοντας τη λέξη «ευδοκία» που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής Λουκάς[4] σημειώνει: «Τι εστίν ευδοκία; Καταλλαγή»[5].
Έτσι, η ενότητα και η ειρήνη που εγκαινιάζει η ενσάρκωση αντιπαραβάλλεται με την διάκριση μεταξύ ιερού και βέβηλου από το οποίο αντλούσε το διχαστικό της κύρος της η θρησκεία. Πρόκειται για μια ειρήνη και μια ενότητα που διαπερνά ολόκληρη την κτίση. Η λειτουργική ποίηση θέλοντας να εκφράσει την ενεργό συμμετοχή όλων των κτισμάτων στο γεγονός αναρωτιέται: «Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων, τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει· οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα, οἱ Μάγοι τὰ δῶρα, οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον…»[6].
Από την πλευρά της, η πατερική και σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία εμβαθύνοντας στο ανθρωπολογικό και συνεπώς σωτηριολογικό αντίκρισμα του γεγονότος βλέπουν στην ενανθρώπηση του Θεού την ανανεωμένη δυνατότητα του ανθρώπου να ανακαλύψει και να γίνει αυτό που είναι: μια τεχνητή πλην ακριβής εικόνα της φυσικής εικόνος του Δημιουργού, ένας ζωντανός θεολογικός τόπος[7]. Ωστόσο, αν και θεία δωρεά, αυτή η οντολογική ανακαίνιση συνιστά μια δυνατότητα που για να καρπίσει απαιτεί τη δραστική συμμετοχή του ανθρώπου, όπως για την ίδια την ενσάρκωση του Λόγου ήταν απαραίτητο ένα φιλόξενο μητρικό σώμα. Πράγματι, ο αγιασμός, η θέωση, η σωτηρία δεν είναι ούτε μαγική διαδικασία, ούτε ευσεβής φαντασίωση, ούτε καν θρησκευτικό καθήκον, αλλά άθλημα ελευθερίας και αγάπης, το οποίο συνεπάγεται τη συνειδητή συμμετοχή του πιστού και της κοινότητας στην ευθραυστότητα του σώματος του θείου βρέφους και στις πληγές του Εσταυρωμένου Χριστού. Εξάλλου, ο Θεάνθρωπος, όπως δείχνει ήδη με την ταπεινή είσοδό του στον κόσμο και το εκούσιο πάθος, δεν ήρθε για να απαλλάξει τους ανθρώπους από τους πειρασμούς, τον πόνο, την ασθένεια και τον θάνατο, αλλά να τους δείξει τον τρόπο της αντιμετώπισής τους. Δηλαδή την εκούσια ταπείνωση, την αγαπητική και θυσιαστική κένωση που υπακούει στη λογική του σταυρού και απηχεί τη μυστική του δύναμη μεταμορφώνοντας την έσχατη αδυναμία σε νίκη του έσχατου εχθρού[8].
Από την άλλη πλευρά, αυτή η σωτηριολογική διάσταση της Ενσάρκωσης θα παρέμενε λειψή αν περιοριζόταν στα όρια της συνείδησης, του πνευματικού αγώνα ή και των κατορθωμάτων του πιστού. Δηλαδή αν υπηρετούσε τον τυπικά θρησκευτικό πειρασμό που συρρικνώνει τη σωτηρία σε μια αποκλειστικά υποκειμενική υπόθεση και κατανοεί την αγιότητα ως ατομική αφιέρωση που συνεπάγεται την αποστασιοποίηση και τον διαχωρισμό του αγίου από την κοινότητα και τον κόσμο. Την υπέρβαση αυτού του πειρασμού τον ψηλαφίζει κανείς στις εκκλησιολογικές, λειτουργικές και κοινωνικές εμπεδώσεις της Ενανθρώπησης, οι οποίες αρτιώνουν την κατακόρυφη οντολογική της διάσταση. Πράγματι, η πνευματική ταυτότητα που διαμορφώνεται γύρω από το «γεγονός Χριστός» δεν είναι μήτε ατομική μήτε στατική. Αντιθέτως, είναι και αυτή ένα σχεσιακό και συλλογικό γεγονός μεταξύ προσώπων που χρησιμοποιώντας τον πρώτο πληθυντικό της Κυριακής Προσευχής αγιάζονται δοξολογώντας το άγιο όνομα του κοινού ουράνιου Πατέρα[9].
Η Ενσάρκωση συντονίζει και τους ιστορικούς και ιεραποστολικούς βηματισμούς της χριστιανικής κοινότητας. Πράγματι, η Εκκλησία αληθεύει στο μέτρο που συνεχίζει την ενσάρκωση του θεανδρικού της Ιδρυτή, δηλαδή καταφάσκοντας κάθε στιγμή του ιστορικού γίγνεσθαι σε πρόγευση του δείπνου της Βασιλείας και προσλαμβάνοντας την πολιτισμική σάρκα του κόσμου για να την εξαγιάσει, όπως Εκείνος προσέλαβε την ανθρωπότητα για να θεώσει το «πρόσλημμα»[10].
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Γέννηση του Χριστού εκτός από ιστορικό ή και κοσμοϊστορικό δεδομένο, αποτελεί για την πιστεύουσα κοινότητα και για κάθε μέλος της αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα μια διαρκή πρόκληση πνευματικής αυτοσυνειδησίας και δυναμικής αυτοπραγμάτωσης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Σύμφωνα με την αποφθεγματική φράση του Αθανασίου Αλεξανδρείας ο Θεός «ἐνηνθρώπησε ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[11].
Ο παραδοσιακός σχολιασμός αυτής της πατερικής έμπνευσης, τονίζει ίσως μονομερώς τη μυστική ή και κατακόρυφη δυνατότητα του ανθρώπου να τελειωθεί, ακολουθώντας μιαν ανηφορική, ασκητική ή και ατομική πορεία από την ενθαδική πραγματικότητα στον εσχατολογικό δοξασμό. Ωστόσο, ιδιαίτερα σήμερα αξίζει να τονιστεί και η άλλη όψη αυτής της φράσης. Πως δηλαδή η θεοποίηση και η λογοποίηση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας ταυτίζεται με έναν δυναμικό εξανθρωπισμό του ανθρώπου.
Αυτός ο εξανθρωπισμός συντελείται και καλείται να καρποφορήσει εντός του ιστορικού γίγνεσθαι και της κοινωνίας αντιπαλεύοντας τις ποικίλες εκφάνσεις ενός θεοποιημένου ουμανισμού και μιας απάνθρωπης θρησκευτικότητας, που στο πρόσωπο κάθε ξένου, ενδεούς, φυλακισμένου, ασθενούς και φτωχού αγνοούν ή βασανίζουν τον ίδιο τον Χριστό[12].
[1] Μτ 1, 18-25· Λκ 2, 1-21. [2] Βλ. Απολυτίκιον Χριστουγέννων. [3] Πρβλ. Μεγάλυνον ψυχή μου… Ειρμός της Θ΄ Ωδής των Χριστουγέννων, ήχος α΄. [4] Λκ 2, 14. [5] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις την Κολοσσαείς Γ΄: PG 62, 322. [6] Ιδιόμελον Εσπερινού Χριστουγέννων, ήχος β΄. [7] Πρβλ. Κολ 1, 15-20. [8] Πρβλ. Α΄ Κορ 15, 26. [9] Βλ Μτ 6, 9-13. [10] Βλ. Ιδιομελον προεορτίων. [11] Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54: PG 25, 192B. [12] Πρβλ. Μτ 25,31-46.
e-theologia
ΣΧΟΛΙΟ: Ο,ΤΙ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ.
Αμέθυστος
Παναγιώτης Αρ. Υφαντής Αν. Καθηγητής Τμ. Θεολογίας Α.Π.Θ. Η ιουδαιοχριστιανική εμπειρία και οι κατοπινές θεωρητικές και εμπειρικές εμπεδώσεις της βιβλικής κληρονομιάς μιλούν για ένα Θεό που πορεύεται στο πλευρό του ανθρώπου και της ανθρωπότητας στα μονοπάτια της ιστορίας. H κορύφωση αυτής της παρουσίας που απλώνεται σωστικά στον ιστορικό χρόνο συντελείται στη Γέννηση του Χριστού. Δηλαδή σε αυτό το γεγονός που μετατρέπει την πυρετική ένταση της μεσσιανικής προσδοκίας σε σπασμό χαράς, την αγωνία της προετοιμασίας ή και την αποκαραδοκία ολόκληρης της κτίσης σε γιορτή ενότητας και πληρότητας σηματοδοτώντας τη μετάβαση από τον Παλαιό στον Νέο Ισραήλ, δηλαδή το πέρασμα από μια κοινότητα που αδημονεί σε μια σύναξη που δοξολογεί. * Κι όμως αυτό το γεγονός στο οποίο η χριστιανική κοινότητα συλλάβισε ένα πολύτιμο αλφαβητάρι θεογνωσίας και συγκρότησε την πνευματική της φυσιογνωμία και αποστολή μοιάζει μάλλον απογοητευτικά αδιάφορο ή και προκλητικά ανατρεπτικό για τα κριτήρια μιας συμβατικής θρησκευτικότητας. Οι πρώτες ύλες της συλλογικής πρόσληψης και νοηματοδότησης του γεγονότος εκ μέρους της Εκκλησίας συγκρούονται με μια συμβατική η τυπική θρησκευτικότητα, η οποία συνδέεται αιτιακά με ένα πλέγμα ενστικτικών αναγκών για μεταφυσική προστασία, ψυχολογική ασφάλεια και απαλλαγή από τα λογής δεινά που συνοδεύουν την περιπέτεια της ύπαρξης, γι’ αυτό και εκδηλώνεται σε νοοτροπίες και συμπεριφορές ανταλλακτικής ιδιοτέλειας. Το γεγονός της Γέννησης όπως το περιγράφουν οι Συνοπτικοί είναι ελάχιστα θεαματικό[1]. Κανένα εντυπωσιακό σκηνικό και κανένας υπερφυσικός κρότος δεν ραγίζει την ιερή σιωπή της στιγμής. Και κανείς τρόμος ή ρίγος υπερκόσμιο δεν συνοδεύει την παρουσία του Θεού. Μονάχα ένα αστέρι λαμπυρίζει στον παγωμένο στερέωμα εκείνης της νύχτας δείχνοντας τον δρόμο στους πρώτους προσκυνητές του Μεσσία. Όλα φαντάζουν και είναι απολύτως φυσικά, ήσυχα και γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Σε αυτήν ακριβώς τη χαμηλόφωνη ηρεμία και στον απέριττο ρεαλισμό του γεγονότος, όπως το αφηγούνται οι ιεροί συγγραφείς, ανιχνεύεται ο αντισυμβατικός χαρακτήρας και συνάμα το βαθύτατα θεολογικό και σωτηριολογικό αντίκρισμά του, που υπερβαίνει τα χρονικά και γεωγραφικά όριά του μεταποιώντας την ίδια την ιστορία σε πρόναο των εσχάτων. Μια ανθρωποκεντρική και ανθρωπομορφική θρησκευτική φαντασία θα περίμενε από τον Βασιλέα του ουρανού και της γης, τον Κύριο της ζωής και του θανάτου, να εισέλθει στην ιστορία φορτωμένος με τα διάσημα της υπερβατικής του εξουσίας, ώστε όλοι να υποταχθούν στη δόξα του. Οι βιβλικές διηγήσεις, όμως, δεν αφήνουν περιθώρια για ατομικές ή συλλογικές φαντασιώσεις εξουσίας, δύναμης και υπεροχής. Και αυτό γιατί στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ο άνθρωπος που ζωγραφίζει τον Θεό του, προβάλλοντας σ’ αυτόν τις ανάγκες και τους φόβους του αλλά αντιθέτως, είναι ο Θεός που αποκαλύπτεται όπως ακριβώς είναι δείχνοντας το μέτρο της ανθρωπότητας. Δηλαδή, ως πρόσωπο που απευθύνεται ελεύθερα σε ελεύθερους ανθρώπους για να στερεώσει μαζί τους μια σχέση αγάπης. Αν ο Θεός ερχόταν πάνω σε πύρινα άρματα από τον ουρανό, κραδαίνοντας κεραυνούς και απειλές, ποιος θα τολμούσε να μην δεχθεί τη θεότητά του; Όμως, αυτή η αποδοχή δεν θα ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και αγάπης αλλά υποταγής και φόβου. Τελικά, η αντισυμβατικότητα που εδώ μπορεί να χαρακτηριστεί και αντιθρησκευτικότητα του γεγονότος της Γέννησης έγκειται σε αυτό που αποτελεί αφορμή δοξολογίας για την κοινότητα και θεολογική κατάκτηση της θεολογικής διανόησης: Ότι ο βιβλικός Θεός αντί να ζητά την πίστη του ανθρώπου, όπως συνήθως προτείνουν οι θρησκείες, εκδηλώνει τη δική του αγάπη, τη δική του πίστη και τον δικό του σεβασμό στον άνθρωπο αποφασίζοντας να γίνει ένα με το δημιούργημα, να συναντηθεί μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο, να περπατήσει, να συνομιλήσει, να πονέσει και να γευτεί τον θάνατο μαζί του. Για την κοινότητα των πιστών καμιά λεπτομέρεια, καμιά πτυχή αυτού του γεγονότος ακόμη και η πλέον ασήμαντη ή αδιάφορη, δεν υπόκειται στην επικράτεια μιας τυφλής τυχαιότητας, τίποτε δεν λειτουργεί εκτός του θείου σχεδίου της σωτηρίας. Για τον λόγο αυτό, όλες οι πτυχές του γεγονότος αποκαλύπτουν ισάριθμες πηγές θεολογικής γνώσης και θεοκεντρικής ανθρωπολογίας. Έτσι, η γέννηση του Ιησού στη Βηθλεέμ και όχι στον τόπο καταγωγής του, τη Ναζαρέτ, αν και φαίνεται προϊόν ενός αστάθμητου παράγοντα, όπως ήταν η απογραφή, για τους πιστούς υποδηλώνει πως αν και ο Λόγος εισήλθε στη γη και στον χρόνο, αυτός ανήκει στον ουρανό και στην αιωνιότητα. Έπειτα, το κρύο και το σκοτάδι που πλαισιώνουν απειλητικά τις πρώτες στιγμές του βρέφους καθιστά πιο χτυπητή την αντίστιξη ανάμεσα στη ζεστασιά της αυτοφανερούμενης θείας αγάπης και στο πυκνό σκοτάδι του κακού, της πνευματικής τυφλότητας και της άγνοιας που απειλούσε να καταπιεί την ανθρωπότητα. Η πιο κρύα και σκοτεινή στιγμή της νύχτας είναι ακριβώς λίγο προτού οι πρώτες ακτίνες του ήλιου αρχίσουν να διαπερνούν το σκοτάδι, προαναγγέλλοντας τη θεραπευτική θαλπωρή και το λαμπρό φως του ήλιου που εξασφαλίζει τη διατήρηση της ζωής σε όλα τα όντα. Αν κάποιος αναλογιστεί το ιστορικό και πνευματικό αδιέξοδο της εποχής κατά την οποία συντελέστηκε η ενανθρώπηση, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει γιατί η πιστεύουσα κοινότητα ατενίζει στο γεγονός της Βηθλεέμ την ανατολή του «Ηλίου της δικαιοσύνης»[2]. Ο στάβλος που δίνει πρόσκαιρη στέγη στο βρέφος από λύση ανάγκης στα μάτια της κοινότητας αισθητοποιεί τη βαθιά πίστη πως η ένσαρκη αλήθεια είναι καταδικασμένη να περιπλανιέται ανέστια και διωκόμενη σε αυτό τον κόσμο της φθοράς. Και ακόμη, ο ευτελής, ολόγυμνος από οποιοδήποτε στολίδι, χώρος της γέννησης μεταφράζει με έναν δραματικό τρόπο την «κένωση», δηλαδή το εκούσιο άδειασμα του Λόγου από την ουράνια δόξα, την εγκατάλειψη της πατρικής αγκαλιάς και τη θεληματική του μετανάστευση από την αιωνιότητα στα κράσπεδα της κτιστότητας. Με τον τρόπο αυτό, το ολοφάνερα ασήμαντο πώς υπαγορεύει και φωτίζει ερμηνευτικά το αθέατο και θεόρατο τι του γεγονότος: δηλαδή, την εκούσια και σωτήρια πρόσληψη της πραγματικής και γι’ αυτό ευάλωτης ανθρώπινης φύσης από τον Λόγο. Η συγκεκριμένη παραδοχή αισθητοποιείται εικαστικά στην τρυφερή σκηνή του λουτρού που αρτιώνει την παραδοσιακή Εικόνα της Γέννησης. Η ίδια παραδοχή πυροδοτεί τις βαθύτερες εμπνεύσεις της θεολογικής ευφυΐας η οποία σταθμίζει το δυσθεώρητο ύψος της θείας αγάπης στην απέραντη απόσταση που διένυσε ο αχώρητος Λόγος όχι μόνο ή τόσο για να «ανακλιθή» σε μια φάτνη αλλά για να χωρέσει και να συστεγάσει την Υπερουσιότητά του με την ανθρώπινη φύση σε ένα πρόσωπο[3]. Εδώ, ριζώνουν και οι συμπαντικές και ανθρωπολογικές προσλήψεις και συνέπειες του γεγονότος που γίνονται και πάλι σαφέστερες σε αντιδιαστολή προς τις συμβατικές θεωρητικές, νομικές και ηθικές θρησκευτικές επιταγές. H Γέννηση του Χριστού δεν εγκαινιάζει μια ακόμη μεταφυσική κοσμοθεωρία, δεν νομιμοποιεί ένα πλέγμα εντολών και απαγορεύσεων που εγκλωβίζουν και εξαντλούν τη ζωή και τη συμπεριφορά του ανθρώπου σε ασπρόμαυρα σχήματα αξιόμισθων και αξιόποινων πράξεων, ούτε προσφέρει ερείσματα για την οικοδόμηση εξουσιαστικών ιεραρχικών δομών με θρησκευτικό πρόσημο. Αντιθέτως, πραγματώνει την αποκατάσταση της τραυματισμένης, χαμένης ή και συκοφαντημένης -συχνά από την ίδια τη θρησκευτικότητα και τους θεσμικούς διαχειριστές της- σχέσης ανάμεσα στον Θεό και την κτίση ολόκληρη, που πλέον αρτιώνεται με την προοπτική των εσχάτων, της ανάστασης και της πλήρους ανακαίνισης. Η εικονιστική γλώσσα της Βίβλου αναφέρεται στην κατεδάφιση του μεσότοιχου που μέχρι τότε χώριζε τα άνω με τα κάτω, τον ουρανό και τη γη, το επέκεινα και το ενθάδε, την αιωνιότητα και τη χρονικότητα. Από την πλευρά του, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζοντας τη λέξη «ευδοκία» που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής Λουκάς[4] σημειώνει: «Τι εστίν ευδοκία; Καταλλαγή»[5]. Έτσι, η ενότητα και η ειρήνη που εγκαινιάζει η ενσάρκωση αντιπαραβάλλεται με την διάκριση μεταξύ ιερού και βέβηλου από το οποίο αντλούσε το διχαστικό της κύρος της η θρησκεία. Πρόκειται για μια ειρήνη και μια ενότητα που διαπερνά ολόκληρη την κτίση. Η λειτουργική ποίηση θέλοντας να εκφράσει την ενεργό συμμετοχή όλων των κτισμάτων στο γεγονός αναρωτιέται: «Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων, τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει· οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα, οἱ Μάγοι τὰ δῶρα, οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον…»[6]. Από την πλευρά της, η πατερική και σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία εμβαθύνοντας στο ανθρωπολογικό και συνεπώς σωτηριολογικό αντίκρισμα του γεγονότος βλέπουν στην ενανθρώπηση του Θεού την ανανεωμένη δυνατότητα του ανθρώπου να ανακαλύψει και να γίνει αυτό που είναι: μια τεχνητή πλην ακριβής εικόνα της φυσικής εικόνος του Δημιουργού, ένας ζωντανός θεολογικός τόπος[7]. Ωστόσο, αν και θεία δωρεά, αυτή η οντολογική ανακαίνιση συνιστά μια δυνατότητα που για να καρπίσει απαιτεί τη δραστική συμμετοχή του ανθρώπου, όπως για την ίδια την ενσάρκωση του Λόγου ήταν απαραίτητο ένα φιλόξενο μητρικό σώμα. Πράγματι, ο αγιασμός, η θέωση, η σωτηρία δεν είναι ούτε μαγική διαδικασία, ούτε ευσεβής φαντασίωση, ούτε καν θρησκευτικό καθήκον, αλλά άθλημα ελευθερίας και αγάπης, το οποίο συνεπάγεται τη συνειδητή συμμετοχή του πιστού και της κοινότητας στην ευθραυστότητα του σώματος του θείου βρέφους και στις πληγές του Εσταυρωμένου Χριστού. Εξάλλου, ο Θεάνθρωπος, όπως δείχνει ήδη με την ταπεινή είσοδό του στον κόσμο και το εκούσιο πάθος, δεν ήρθε για να απαλλάξει τους ανθρώπους από τους πειρασμούς, τον πόνο, την ασθένεια και τον θάνατο, αλλά να τους δείξει τον τρόπο της αντιμετώπισής τους. Δηλαδή την εκούσια ταπείνωση, την αγαπητική και θυσιαστική κένωση που υπακούει στη λογική του σταυρού και απηχεί τη μυστική του δύναμη μεταμορφώνοντας την έσχατη αδυναμία σε νίκη του έσχατου εχθρού[8]. Από την άλλη πλευρά, αυτή η σωτηριολογική διάσταση της Ενσάρκωσης θα παρέμενε λειψή αν περιοριζόταν στα όρια της συνείδησης, του πνευματικού αγώνα ή και των κατορθωμάτων του πιστού. Δηλαδή αν υπηρετούσε τον τυπικά θρησκευτικό πειρασμό που συρρικνώνει τη σωτηρία σε μια αποκλειστικά υποκειμενική υπόθεση και κατανοεί την αγιότητα ως ατομική αφιέρωση που συνεπάγεται την αποστασιοποίηση και τον διαχωρισμό του αγίου από την κοινότητα και τον κόσμο. Την υπέρβαση αυτού του πειρασμού τον ψηλαφίζει κανείς στις εκκλησιολογικές, λειτουργικές και κοινωνικές εμπεδώσεις της Ενανθρώπησης, οι οποίες αρτιώνουν την κατακόρυφη οντολογική της διάσταση. Πράγματι, η πνευματική ταυτότητα που διαμορφώνεται γύρω από το «γεγονός Χριστός» δεν είναι μήτε ατομική μήτε στατική. Αντιθέτως, είναι και αυτή ένα σχεσιακό και συλλογικό γεγονός μεταξύ προσώπων που χρησιμοποιώντας τον πρώτο πληθυντικό της Κυριακής Προσευχής αγιάζονται δοξολογώντας το άγιο όνομα του κοινού ουράνιου Πατέρα[9]. Η Ενσάρκωση συντονίζει και τους ιστορικούς και ιεραποστολικούς βηματισμούς της χριστιανικής κοινότητας. Πράγματι, η Εκκλησία αληθεύει στο μέτρο που συνεχίζει την ενσάρκωση του θεανδρικού της Ιδρυτή, δηλαδή καταφάσκοντας κάθε στιγμή του ιστορικού γίγνεσθαι σε πρόγευση του δείπνου της Βασιλείας και προσλαμβάνοντας την πολιτισμική σάρκα του κόσμου για να την εξαγιάσει, όπως Εκείνος προσέλαβε την ανθρωπότητα για να θεώσει το «πρόσλημμα»[10]. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Γέννηση του Χριστού εκτός από ιστορικό ή και κοσμοϊστορικό δεδομένο, αποτελεί για την πιστεύουσα κοινότητα και για κάθε μέλος της αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα μια διαρκή πρόκληση πνευματικής αυτοσυνειδησίας και δυναμικής αυτοπραγμάτωσης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Σύμφωνα με την αποφθεγματική φράση του Αθανασίου Αλεξανδρείας ο Θεός «ἐνηνθρώπησε ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[11]. Ο παραδοσιακός σχολιασμός αυτής της πατερικής έμπνευσης, τονίζει ίσως μονομερώς τη μυστική ή και κατακόρυφη δυνατότητα του ανθρώπου να τελειωθεί, ακολουθώντας μιαν ανηφορική, ασκητική ή και ατομική πορεία από την ενθαδική πραγματικότητα στον εσχατολογικό δοξασμό. Ωστόσο, ιδιαίτερα σήμερα αξίζει να τονιστεί και η άλλη όψη αυτής της φράσης. Πως δηλαδή η θεοποίηση και η λογοποίηση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας ταυτίζεται με έναν δυναμικό εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Αυτός ο εξανθρωπισμός συντελείται και καλείται να καρποφορήσει εντός του ιστορικού γίγνεσθαι και της κοινωνίας αντιπαλεύοντας τις ποικίλες εκφάνσεις ενός θεοποιημένου ουμανισμού και μιας απάνθρωπης θρησκευτικότητας, που στο πρόσωπο κάθε ξένου, ενδεούς, φυλακισμένου, ασθενούς και φτωχού αγνοούν ή βασανίζουν τον ίδιο τον Χριστό[12]. [1] Μτ 1, 18-25· Λκ 2, 1-21. [2] Βλ. Απολυτίκιον Χριστουγέννων. [3] Πρβλ. Μεγάλυνον ψυχή μου… Ειρμός της Θ΄ Ωδής των Χριστουγέννων, ήχος α΄. [4] Λκ 2, 14. [5] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις την Κολοσσαείς Γ΄: PG 62, 322. [6] Ιδιόμελον Εσπερινού Χριστουγέννων, ήχος β΄. [7] Πρβλ. Κολ 1, 15-20. [8] Πρβλ. Α΄ Κορ 15, 26. [9] Βλ Μτ 6, 9-13. [10] Βλ. Ιδιομελον προεορτίων. [11] Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54: PG 25, 192B. [12] Πρβλ. Μτ 25,31-46.
Copy the BEST Traders and Make Money : http://bit.ly/fxzulu
Copy the BEST Traders and Make Money : http://bit.ly/fxzulu
Παναγιώτης Αρ. Υφαντής Αν. Καθηγητής Τμ. Θεολογίας Α.Π.Θ. Η ιουδαιοχριστιανική εμπειρία και οι κατοπινές θεωρητικές και εμπειρικές εμπεδώσεις της βιβλικής κληρονομιάς μιλούν για ένα Θεό που πορεύεται στο πλευρό του ανθρώπου και της ανθρωπότητας στα μονοπάτια της ιστορίας. H κορύφωση αυτής της παρουσίας που απλώνεται σωστικά στον ιστορικό χρόνο συντελείται στη Γέννηση του Χριστού. Δηλαδή σε αυτό το γεγονός που μετατρέπει την πυρετική ένταση της μεσσιανικής προσδοκίας σε σπασμό χαράς, την αγωνία της προετοιμασίας ή και την αποκαραδοκία ολόκληρης της κτίσης σε γιορτή ενότητας και πληρότητας σηματοδοτώντας τη μετάβαση από τον Παλαιό στον Νέο Ισραήλ, δηλαδή το πέρασμα από μια κοινότητα που αδημονεί σε μια σύναξη που δοξολογεί. * Κι όμως αυτό το γεγονός στο οποίο η χριστιανική κοινότητα συλλάβισε ένα πολύτιμο αλφαβητάρι θεογνωσίας και συγκρότησε την πνευματική της φυσιογνωμία και αποστολή μοιάζει μάλλον απογοητευτικά αδιάφορο ή και προκλητικά ανατρεπτικό για τα κριτήρια μιας συμβατικής θρησκευτικότητας. Οι πρώτες ύλες της συλλογικής πρόσληψης και νοηματοδότησης του γεγονότος εκ μέρους της Εκκλησίας συγκρούονται με μια συμβατική η τυπική θρησκευτικότητα, η οποία συνδέεται αιτιακά με ένα πλέγμα ενστικτικών αναγκών για μεταφυσική προστασία, ψυχολογική ασφάλεια και απαλλαγή από τα λογής δεινά που συνοδεύουν την περιπέτεια της ύπαρξης, γι’ αυτό και εκδηλώνεται σε νοοτροπίες και συμπεριφορές ανταλλακτικής ιδιοτέλειας. Το γεγονός της Γέννησης όπως το περιγράφουν οι Συνοπτικοί είναι ελάχιστα θεαματικό[1]. Κανένα εντυπωσιακό σκηνικό και κανένας υπερφυσικός κρότος δεν ραγίζει την ιερή σιωπή της στιγμής. Και κανείς τρόμος ή ρίγος υπερκόσμιο δεν συνοδεύει την παρουσία του Θεού. Μονάχα ένα αστέρι λαμπυρίζει στον παγωμένο στερέωμα εκείνης της νύχτας δείχνοντας τον δρόμο στους πρώτους προσκυνητές του Μεσσία. Όλα φαντάζουν και είναι απολύτως φυσικά, ήσυχα και γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Σε αυτήν ακριβώς τη χαμηλόφωνη ηρεμία και στον απέριττο ρεαλισμό του γεγονότος, όπως το αφηγούνται οι ιεροί συγγραφείς, ανιχνεύεται ο αντισυμβατικός χαρακτήρας και συνάμα το βαθύτατα θεολογικό και σωτηριολογικό αντίκρισμά του, που υπερβαίνει τα χρονικά και γεωγραφικά όριά του μεταποιώντας την ίδια την ιστορία σε πρόναο των εσχάτων. Μια ανθρωποκεντρική και ανθρωπομορφική θρησκευτική φαντασία θα περίμενε από τον Βασιλέα του ουρανού και της γης, τον Κύριο της ζωής και του θανάτου, να εισέλθει στην ιστορία φορτωμένος με τα διάσημα της υπερβατικής του εξουσίας, ώστε όλοι να υποταχθούν στη δόξα του. Οι βιβλικές διηγήσεις, όμως, δεν αφήνουν περιθώρια για ατομικές ή συλλογικές φαντασιώσεις εξουσίας, δύναμης και υπεροχής. Και αυτό γιατί στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ο άνθρωπος που ζωγραφίζει τον Θεό του, προβάλλοντας σ’ αυτόν τις ανάγκες και τους φόβους του αλλά αντιθέτως, είναι ο Θεός που αποκαλύπτεται όπως ακριβώς είναι δείχνοντας το μέτρο της ανθρωπότητας. Δηλαδή, ως πρόσωπο που απευθύνεται ελεύθερα σε ελεύθερους ανθρώπους για να στερεώσει μαζί τους μια σχέση αγάπης. Αν ο Θεός ερχόταν πάνω σε πύρινα άρματα από τον ουρανό, κραδαίνοντας κεραυνούς και απειλές, ποιος θα τολμούσε να μην δεχθεί τη θεότητά του; Όμως, αυτή η αποδοχή δεν θα ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και αγάπης αλλά υποταγής και φόβου. Τελικά, η αντισυμβατικότητα που εδώ μπορεί να χαρακτηριστεί και αντιθρησκευτικότητα του γεγονότος της Γέννησης έγκειται σε αυτό που αποτελεί αφορμή δοξολογίας για την κοινότητα και θεολογική κατάκτηση της θεολογικής διανόησης: Ότι ο βιβλικός Θεός αντί να ζητά την πίστη του ανθρώπου, όπως συνήθως προτείνουν οι θρησκείες, εκδηλώνει τη δική του αγάπη, τη δική του πίστη και τον δικό του σεβασμό στον άνθρωπο αποφασίζοντας να γίνει ένα με το δημιούργημα, να συναντηθεί μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο, να περπατήσει, να συνομιλήσει, να πονέσει και να γευτεί τον θάνατο μαζί του. Για την κοινότητα των πιστών καμιά λεπτομέρεια, καμιά πτυχή αυτού του γεγονότος ακόμη και η πλέον ασήμαντη ή αδιάφορη, δεν υπόκειται στην επικράτεια μιας τυφλής τυχαιότητας, τίποτε δεν λειτουργεί εκτός του θείου σχεδίου της σωτηρίας. Για τον λόγο αυτό, όλες οι πτυχές του γεγονότος αποκαλύπτουν ισάριθμες πηγές θεολογικής γνώσης και θεοκεντρικής ανθρωπολογίας. Έτσι, η γέννηση του Ιησού στη Βηθλεέμ και όχι στον τόπο καταγωγής του, τη Ναζαρέτ, αν και φαίνεται προϊόν ενός αστάθμητου παράγοντα, όπως ήταν η απογραφή, για τους πιστούς υποδηλώνει πως αν και ο Λόγος εισήλθε στη γη και στον χρόνο, αυτός ανήκει στον ουρανό και στην αιωνιότητα. Έπειτα, το κρύο και το σκοτάδι που πλαισιώνουν απειλητικά τις πρώτες στιγμές του βρέφους καθιστά πιο χτυπητή την αντίστιξη ανάμεσα στη ζεστασιά της αυτοφανερούμενης θείας αγάπης και στο πυκνό σκοτάδι του κακού, της πνευματικής τυφλότητας και της άγνοιας που απειλούσε να καταπιεί την ανθρωπότητα. Η πιο κρύα και σκοτεινή στιγμή της νύχτας είναι ακριβώς λίγο προτού οι πρώτες ακτίνες του ήλιου αρχίσουν να διαπερνούν το σκοτάδι, προαναγγέλλοντας τη θεραπευτική θαλπωρή και το λαμπρό φως του ήλιου που εξασφαλίζει τη διατήρηση της ζωής σε όλα τα όντα. Αν κάποιος αναλογιστεί το ιστορικό και πνευματικό αδιέξοδο της εποχής κατά την οποία συντελέστηκε η ενανθρώπηση, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει γιατί η πιστεύουσα κοινότητα ατενίζει στο γεγονός της Βηθλεέμ την ανατολή του «Ηλίου της δικαιοσύνης»[2]. Ο στάβλος που δίνει πρόσκαιρη στέγη στο βρέφος από λύση ανάγκης στα μάτια της κοινότητας αισθητοποιεί τη βαθιά πίστη πως η ένσαρκη αλήθεια είναι καταδικασμένη να περιπλανιέται ανέστια και διωκόμενη σε αυτό τον κόσμο της φθοράς. Και ακόμη, ο ευτελής, ολόγυμνος από οποιοδήποτε στολίδι, χώρος της γέννησης μεταφράζει με έναν δραματικό τρόπο την «κένωση», δηλαδή το εκούσιο άδειασμα του Λόγου από την ουράνια δόξα, την εγκατάλειψη της πατρικής αγκαλιάς και τη θεληματική του μετανάστευση από την αιωνιότητα στα κράσπεδα της κτιστότητας. Με τον τρόπο αυτό, το ολοφάνερα ασήμαντο πώς υπαγορεύει και φωτίζει ερμηνευτικά το αθέατο και θεόρατο τι του γεγονότος: δηλαδή, την εκούσια και σωτήρια πρόσληψη της πραγματικής και γι’ αυτό ευάλωτης ανθρώπινης φύσης από τον Λόγο. Η συγκεκριμένη παραδοχή αισθητοποιείται εικαστικά στην τρυφερή σκηνή του λουτρού που αρτιώνει την παραδοσιακή Εικόνα της Γέννησης. Η ίδια παραδοχή πυροδοτεί τις βαθύτερες εμπνεύσεις της θεολογικής ευφυΐας η οποία σταθμίζει το δυσθεώρητο ύψος της θείας αγάπης στην απέραντη απόσταση που διένυσε ο αχώρητος Λόγος όχι μόνο ή τόσο για να «ανακλιθή» σε μια φάτνη αλλά για να χωρέσει και να συστεγάσει την Υπερουσιότητά του με την ανθρώπινη φύση σε ένα πρόσωπο[3]. Εδώ, ριζώνουν και οι συμπαντικές και ανθρωπολογικές προσλήψεις και συνέπειες του γεγονότος που γίνονται και πάλι σαφέστερες σε αντιδιαστολή προς τις συμβατικές θεωρητικές, νομικές και ηθικές θρησκευτικές επιταγές. H Γέννηση του Χριστού δεν εγκαινιάζει μια ακόμη μεταφυσική κοσμοθεωρία, δεν νομιμοποιεί ένα πλέγμα εντολών και απαγορεύσεων που εγκλωβίζουν και εξαντλούν τη ζωή και τη συμπεριφορά του ανθρώπου σε ασπρόμαυρα σχήματα αξιόμισθων και αξιόποινων πράξεων, ούτε προσφέρει ερείσματα για την οικοδόμηση εξουσιαστικών ιεραρχικών δομών με θρησκευτικό πρόσημο. Αντιθέτως, πραγματώνει την αποκατάσταση της τραυματισμένης, χαμένης ή και συκοφαντημένης -συχνά από την ίδια τη θρησκευτικότητα και τους θεσμικούς διαχειριστές της- σχέσης ανάμεσα στον Θεό και την κτίση ολόκληρη, που πλέον αρτιώνεται με την προοπτική των εσχάτων, της ανάστασης και της πλήρους ανακαίνισης. Η εικονιστική γλώσσα της Βίβλου αναφέρεται στην κατεδάφιση του μεσότοιχου που μέχρι τότε χώριζε τα άνω με τα κάτω, τον ουρανό και τη γη, το επέκεινα και το ενθάδε, την αιωνιότητα και τη χρονικότητα. Από την πλευρά του, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζοντας τη λέξη «ευδοκία» που χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής Λουκάς[4] σημειώνει: «Τι εστίν ευδοκία; Καταλλαγή»[5]. Έτσι, η ενότητα και η ειρήνη που εγκαινιάζει η ενσάρκωση αντιπαραβάλλεται με την διάκριση μεταξύ ιερού και βέβηλου από το οποίο αντλούσε το διχαστικό της κύρος της η θρησκεία. Πρόκειται για μια ειρήνη και μια ενότητα που διαπερνά ολόκληρη την κτίση. Η λειτουργική ποίηση θέλοντας να εκφράσει την ενεργό συμμετοχή όλων των κτισμάτων στο γεγονός αναρωτιέται: «Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων, τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει· οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα, οἱ Μάγοι τὰ δῶρα, οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον…»[6]. Από την πλευρά της, η πατερική και σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία εμβαθύνοντας στο ανθρωπολογικό και συνεπώς σωτηριολογικό αντίκρισμα του γεγονότος βλέπουν στην ενανθρώπηση του Θεού την ανανεωμένη δυνατότητα του ανθρώπου να ανακαλύψει και να γίνει αυτό που είναι: μια τεχνητή πλην ακριβής εικόνα της φυσικής εικόνος του Δημιουργού, ένας ζωντανός θεολογικός τόπος[7]. Ωστόσο, αν και θεία δωρεά, αυτή η οντολογική ανακαίνιση συνιστά μια δυνατότητα που για να καρπίσει απαιτεί τη δραστική συμμετοχή του ανθρώπου, όπως για την ίδια την ενσάρκωση του Λόγου ήταν απαραίτητο ένα φιλόξενο μητρικό σώμα. Πράγματι, ο αγιασμός, η θέωση, η σωτηρία δεν είναι ούτε μαγική διαδικασία, ούτε ευσεβής φαντασίωση, ούτε καν θρησκευτικό καθήκον, αλλά άθλημα ελευθερίας και αγάπης, το οποίο συνεπάγεται τη συνειδητή συμμετοχή του πιστού και της κοινότητας στην ευθραυστότητα του σώματος του θείου βρέφους και στις πληγές του Εσταυρωμένου Χριστού. Εξάλλου, ο Θεάνθρωπος, όπως δείχνει ήδη με την ταπεινή είσοδό του στον κόσμο και το εκούσιο πάθος, δεν ήρθε για να απαλλάξει τους ανθρώπους από τους πειρασμούς, τον πόνο, την ασθένεια και τον θάνατο, αλλά να τους δείξει τον τρόπο της αντιμετώπισής τους. Δηλαδή την εκούσια ταπείνωση, την αγαπητική και θυσιαστική κένωση που υπακούει στη λογική του σταυρού και απηχεί τη μυστική του δύναμη μεταμορφώνοντας την έσχατη αδυναμία σε νίκη του έσχατου εχθρού[8]. Από την άλλη πλευρά, αυτή η σωτηριολογική διάσταση της Ενσάρκωσης θα παρέμενε λειψή αν περιοριζόταν στα όρια της συνείδησης, του πνευματικού αγώνα ή και των κατορθωμάτων του πιστού. Δηλαδή αν υπηρετούσε τον τυπικά θρησκευτικό πειρασμό που συρρικνώνει τη σωτηρία σε μια αποκλειστικά υποκειμενική υπόθεση και κατανοεί την αγιότητα ως ατομική αφιέρωση που συνεπάγεται την αποστασιοποίηση και τον διαχωρισμό του αγίου από την κοινότητα και τον κόσμο. Την υπέρβαση αυτού του πειρασμού τον ψηλαφίζει κανείς στις εκκλησιολογικές, λειτουργικές και κοινωνικές εμπεδώσεις της Ενανθρώπησης, οι οποίες αρτιώνουν την κατακόρυφη οντολογική της διάσταση. Πράγματι, η πνευματική ταυτότητα που διαμορφώνεται γύρω από το «γεγονός Χριστός» δεν είναι μήτε ατομική μήτε στατική. Αντιθέτως, είναι και αυτή ένα σχεσιακό και συλλογικό γεγονός μεταξύ προσώπων που χρησιμοποιώντας τον πρώτο πληθυντικό της Κυριακής Προσευχής αγιάζονται δοξολογώντας το άγιο όνομα του κοινού ουράνιου Πατέρα[9]. Η Ενσάρκωση συντονίζει και τους ιστορικούς και ιεραποστολικούς βηματισμούς της χριστιανικής κοινότητας. Πράγματι, η Εκκλησία αληθεύει στο μέτρο που συνεχίζει την ενσάρκωση του θεανδρικού της Ιδρυτή, δηλαδή καταφάσκοντας κάθε στιγμή του ιστορικού γίγνεσθαι σε πρόγευση του δείπνου της Βασιλείας και προσλαμβάνοντας την πολιτισμική σάρκα του κόσμου για να την εξαγιάσει, όπως Εκείνος προσέλαβε την ανθρωπότητα για να θεώσει το «πρόσλημμα»[10]. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Γέννηση του Χριστού εκτός από ιστορικό ή και κοσμοϊστορικό δεδομένο, αποτελεί για την πιστεύουσα κοινότητα και για κάθε μέλος της αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα μια διαρκή πρόκληση πνευματικής αυτοσυνειδησίας και δυναμικής αυτοπραγμάτωσης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Σύμφωνα με την αποφθεγματική φράση του Αθανασίου Αλεξανδρείας ο Θεός «ἐνηνθρώπησε ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[11]. Ο παραδοσιακός σχολιασμός αυτής της πατερικής έμπνευσης, τονίζει ίσως μονομερώς τη μυστική ή και κατακόρυφη δυνατότητα του ανθρώπου να τελειωθεί, ακολουθώντας μιαν ανηφορική, ασκητική ή και ατομική πορεία από την ενθαδική πραγματικότητα στον εσχατολογικό δοξασμό. Ωστόσο, ιδιαίτερα σήμερα αξίζει να τονιστεί και η άλλη όψη αυτής της φράσης. Πως δηλαδή η θεοποίηση και η λογοποίηση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας ταυτίζεται με έναν δυναμικό εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Αυτός ο εξανθρωπισμός συντελείται και καλείται να καρποφορήσει εντός του ιστορικού γίγνεσθαι και της κοινωνίας αντιπαλεύοντας τις ποικίλες εκφάνσεις ενός θεοποιημένου ουμανισμού και μιας απάνθρωπης θρησκευτικότητας, που στο πρόσωπο κάθε ξένου, ενδεούς, φυλακισμένου, ασθενούς και φτωχού αγνοούν ή βασανίζουν τον ίδιο τον Χριστό[12]. [1] Μτ 1, 18-25· Λκ 2, 1-21. [2] Βλ. Απολυτίκιον Χριστουγέννων. [3] Πρβλ. Μεγάλυνον ψυχή μου… Ειρμός της Θ΄ Ωδής των Χριστουγέννων, ήχος α΄. [4] Λκ 2, 14. [5] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις την Κολοσσαείς Γ΄: PG 62, 322. [6] Ιδιόμελον Εσπερινού Χριστουγέννων, ήχος β΄. [7] Πρβλ. Κολ 1, 15-20. [8] Πρβλ. Α΄ Κορ 15, 26. [9] Βλ Μτ 6, 9-13. [10] Βλ. Ιδιομελον προεορτίων. [11] Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54: PG 25, 192B. [12] Πρβλ. Μτ 25,31-46.
Copy the BEST Traders and Make Money : http://bit.ly/fxzulu
Copy the BEST Traders and Make Money : http://bit.ly/fxzulu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου