Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Στις πηγές του Οικουμενισμού (I) -επανάληψη


Ο χωρισμός των Εκκλησιών, του Βλαδίμηρου Σολόβιεφ! [αποσπάσματα]

Πατέρας του οικουμενισμού είναι ως γνωστόν ο διάσημος και άγνωστος Σολόβιεφ (1853-1900). Παρόλο το σύντομο τής ζωής του είχε την «τύχη» να αποκτήσει πολλούς και ικανούς και διάσημους μαθητάs, πρώτος εκ των οποίων είναι ο γνωστός μας Φλωρόφσκι. Ο Γερμανικός ιδεαλισμός, βαπτίζεται με τον Σολόβιεφ, στα νερά της πίστεώς μας και αντικαθιστά ουσιαστικά την πίστη με μία Ιστορική Ιδεολογία, τον οικουμενισμό και την γνώση του Αγίου πνεύματος με τις καθολικότητες του Hegel. Η βαριά του σκιά επηρεάζει τις μοίρες μας, σαν Χριστιανών μέχρι σήμερα και μάλλον για πάντα, σύμφωνα με την επιτυχία των οικουμενιστικών του Οραμάτων, που εξακριβώνονται πλέον σήμερα!

«Ιστορικά η Χριστιανική Εκκλησία αντιπροσωπεύει την ενότητα δύο ιδρυτικών αρχών: της ανατολικής η οποία είναι παθητική παράδοση στη θεότητα και της Δυτικής η οποία ορίζει την αυτονομία του ανθρώπου. Και οι δυο αρχές είναι εξίσου απαραίτητες για την Εκκλησία, προκειμένου η ανθρωπότης να πραγματοποιήσει με την θέληση της και γι’ αυτό αυτόνομα, το θέλημα του Θεού, από την στιγμή που θα το αναγνωρίσει.
Η ανθρωπότης η οποία εισέρχεται να λάβει μέρος στην Εκκλησία πρέπει κατά πρώτον να πιστέψει στην πανανθρώπινη αλήθεια που της απεκαλύφθη και δεύτερον να δράσει, για να θέσει σε πρακτική εφαρμογή στον ανθρώπινο κόσμο της αυτή την αλήθεια!
Το ιδανικό της Εκκλησίας είναι η αρμονία αυτών των δύο πράξεων. Αυτό το ιδανικό όμως το οποίο μας εδόθη στο πρόσωπο του ανθρώπου-Θεού, πραγματοποιήθη ολοκληρωτικά μόνον από Αυτόν, ενώ η ανθρωπότης η οποία βρίσκεται ακόμη σε πορεία προς την Βασιλεία του Θεού μπορεί να θρυμματίσει και στην πράξη έχει θρυμματίσει την ισορροπία ανάμεσα στην ανθρώπινη πράξη και στην θεϊκή και από τις δύο κατευθύνσεις! Η ανθρώπινη δραστηριότητα στην Εκκλησία μπορεί να αποδειχθεί ή πολύ αδύναμη με συνέπεια να προκαλέσει στην Εκκλησιαστική ζωή αγκύλωση και σταμάτημα, ή πολύ ενεργητική και να παραμορφώσει τοιουτοτρόπως το “έργο του Θεού” εισάγοντας στην Εκκλησία τα πάθη και τα ανθρώπινα συμφέροντα! Δύο είναι λοιπόν οι απειλές που στέκονται πάνω από την Χριστιανική ανθρωπότητα: Η Ανατολική ακινησία και η υπερβολική δραστηριοποίηση της Δύσεως!
Η Ανατολή, ορθόδοξη στην Θεολογία αλλά ετερόδοξη στη ζωή, κατενόησε την θεανθρωπότητα του Χριστού αλλά δεν κατόρθωσε να συλλάβει την θεανθρώπινη σημασία της Εκκλησίας. Θέλησε να έχει στην Εκκλησία μόνον το θείο και όχι το θεανθρώπινο. Για την Ανατολή η Εκκλησία υπήρξε μόνον το Ιερό που δόθηκε από ψηλά σε ολοκληρωμένη μορφή, την οποία διατηρεί η παράδοση και την οποία η ευλάβεια οικειοποιείται. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πρώτο πράγμα για την Εκκλησία, αλλά για την Ανατολή υπήρξε και το τελευταίο. Για την Ανατολή όλη η Χριστιανική αλήθεια, η οποία αντιπροσωπεύεται από την Εκκλησία, υπήρξε μόνον υπεράνω της ανθρωπότητος και πριν από την ανθρωπότητα. Ενώ ο Χριστιανισμός είναι η αλήθεια της θεανθρωπότητος, δηλαδή της προσωπικής ενώσεως της θεότητος με την ανθρωπότητα σε όλες τις παραμέτρους. Γι’ αυτό και η Εκκλησία η οποία στην βάση της είναι έργο υπερανθρώπινο, δεν μπορεί να περιοριστεί μόνον σ’ αυτήν την θεϊκή βάση αλλά πρέπει να αγκαλιάσει ολόκληρο το οικοδόμημα τής υπάρξεώς μας. Η Εκκλησία ή η Βασιλεία του θεού, δεν πρέπει να παραμείνει μόνον πάνω από μας, να είναι μόνον αντικείμενο της λατρείας μας, αλλά πρέπει να είναι και σε μας σαν κατευθυντήριος δύναμις και Ελεύθερη ζωή για ολόκληρη την ανθρωπότητα! Η Εκκλησία δεν είναι μόνον ΙΕΡΟ αλλά είναι επίσης ΑΥΘΕΝΤΙΑ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Χωρίς αυτή την τριάδα δεν υπάρχει αληθινή ζωή στην Εκκλησία.
Η Ανατολή προσκολλήθηκε αποκλειστικώς στην θεία βάση της Εκκλησίας και ξέχασε να ολοκληρώσει αυτή την βάση στην ανθρωπότητα.
Η Εκκλησία είναι κάτι αΐδιο, κάτι αναλλοίωτο το οποίο διατηρείται ανεξάρτητα από εμάς και είναι επίσης και κάτι το οποίο ολοκληρώνεται από εμάς, το οποίο αλλάζει και βρίσκεται σε κίνηση!
Αυτό που στην Εκκλησία παραμένει αναλλοίωτο είναι η αδιάκοπη συνέχεια του κλήρου, η αιώνια αλήθεια του δόγματος, η αγιότης των Μυστηρίων! Όλα αυτά σχετίζονται με την Θεότητα και απαιτούν από τον άνθρωπο αποδοχή και αναγνώριση. Αυτό όμως που κινείται και αλλάζει στην Εκκλησία, το οποίο οικοδομείται σταδιακά και ιστορικά πάνω στην θεία βάση της, αναφέρεται απευθείας στον άνθρωπο και απαιτεί την θεληματική δραστηριότητα του ιδίου. Ο θεανθρώπινος χαρακτήρας της εκκλησίας απαιτεί την απόλυτη ένωση αυτών των δύο στοιχείων! Σαν αληθινό σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Η εκκλησία πρέπει να είναι σαν κι Εκείνον, η ασύγχυτη και αδιαίρετη ένωση του θείου και του ανθρωπίνου. Στο Χριστό το ανθρώπινο (η λογική θέληση) υποτάχθηκε ολοκληρωτικά στη θέληση του πατρός και μέσα απ’ αυτόν τον ηρωισμό της απαρνήσεως του εαυτού του, υπέταξε στον εαυτό του την υλική του φύση, την θεράπευσε, την μεταμόρφωσε και την ανέστησε σε μία νέα πνευματική μορφή. Με τον ίδιο τρόπο στην εκκλησία το ΙΕΡΟ το οποίο γίνεται αποδεκτό από την θέληση και την νόηση του ανθρώπου μέσω της απαρνήσεως του εαυτού, από τα πρόσωπα και τους λαούς, πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις ανθρώπινες παραμέτρους, σε όλη την φυσική ζωή και μέσα απ’ αυτό στη ζωή όλου του κόσμου για να τον θεραπεύσει, να τον μεταμορφώσει και να τον αναστήσει.
Η Θεία Αρχή της εκκλησίας δεν πρέπει να διατηρηθεί και να συντηρηθεί στον κόσμο αλλά πρέπει να κυβερνήσει τον κόσμο. Η εκκλησία, η οποία είναι αΐδιο και αναλλοίωτο Ιερό, πρέπει να είναι επίσης και αποτελεσματική δύναμις. Αυτή η πνευματική δύναμις της εκκλησίας θα οδηγήσει την ανθρωπότητα και θα κατευθύνει τον κόσμο στον σκοπό του, δηλαδή στην ενότητα όλων σ’ ένα μοναδικό θεανθρώπινο σώμα στο οποίο όλες οι δυνάμεις της δημιουργίας ενσαρκώνουν ενεργητικά καθ’ εαυτές την μοναδική θεότητα!

[Σ’ αυτή την αρχή στηρίζεται η πρόταση αναμόρφωσης της εκκλησίας του Παντελή Καλαϊτζίδη, η οποία κυκλοφορεί ήδη στην Αγγλική γλώσσα στο περιοδικό The Ecumenical Review, July 2009. Ο κ. Καλαϊτζίδης θεολόγος της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας, Golden boy της εκκλησίας της Δημητριάδος και της θεολογικής Θεσσαλονίκης, χρησιμοποιεί φρέσκιες δικές του ιδέες ηλικίας τουλάχιστον 100 ετών, όπως και όλοι οι συνάδελφοί του που 'χουν ξετινάξει τα παγκάρια της εκκλησίας.]

Το Ιερό της εκκλησίας που δόθηκε στην αποκάλυψη και φυλάχτηκε στην παράδοση (κλήρος, δόγμα, μυστήρια) είναι η Αρχή, η πνευματική δύναμις η οποία συνδυάζεται με την Αρχή, είναι το μέσον και η ελεύθερη θεανδρική ζωή, είναι ο σκοπός, το τέλος του έργου του θεού!
Εάν η Ανατολή αναλώθηκε στην συντήρηση, στην Ιερή καταγωγή της Βασιλείας του θεού η Ρώμη λόγω του πρακτικού χαρακτήρος της ενδιαφέρθηκε πάνω απ' όλα για τα μέσα με τα οποία θα επιτύγχανε την Βασιλεία του θεού πάνω στη γη. Το πρώτο και κύριο μέσον ή η συνθήκη γι' αυτό είναι η ενότης της πνευματικής αυθεντίας και η Ρώμη έβαλε όλη της την ψύχη στην προσπάθειά της να ενώσει και να δυναμώσει την πνευματική εξουσία, κάτι που αντιστοιχεί στο Ρωμαϊκό δαιμόνιο.
Η Χριστιανική Ρώμη λόγω της Ιστορικής της ιδιαιτερότητος υπήρξε ίδια με την ειδωλολατρική Ρώμη, αντιπροσωπεύοντας όπως κι εκείνη, την Αρχή της βουλήσεως, δηλαδή της πρακτικής νοήσεως η οποία εκφράζεται αντικειμενικώς σαν νόμος και σαν αυθεντία! Αυτή η Αρχή υπήρξε κενή και χωρίς κανένα περιεχόμενο στη διάρκεια της ειδωλολατρίας και γι' αυτό προς το τέλος της αυτοκρατορίας ενσαρκώνεται άσκοπα στον καισαρισμό. Με τον Χριστιανισμό όμως δέχεται την πληρότητα του περιεχομένου και χρησιμοποιείται στο έργο του θεού πάνω στη γη.
Εάν η στοχαστική Ανατολή αμάρτησε με το να μην σκεφτεί τα πρακτικά μέσα και τις συνθήκες με τις οποίες θα πραγματοποιούσε το έργο του θεού πάνω στη γη, η πρακτική Δύση έκανε επίσης μεγάλο λάθος καθώς ενδιαφέρθηκε μόνον γι' αυτά τα μέσα, πριν από κάθε τι άλλο και μόνο γι' αυτά, μεταμορφώνοντάς τα σε σκοπό της δραστηριότητός της. Ο Χριστιανισμός δεν είναι ένα απλό αντικείμενο διαλογισμού, αλλά ούτε και μια υπόθεση καθαρής πράξης. Η μεγαλύτερη δυστυχία παρόλα αυτά όμως υπήρξε η έλλειψη αγάπης μεταξύ των, η έλλειψη χριστιανικής αγάπης! Η αποξηραμένη αγάπη δεν τους βοήθησε να καταλάβουν ο ένας τον άλλον και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον.
Εάν λοιπόν ο απομονωμένος στοχασμός της Ανατολής στάθηκε ανίκανος μπρος στην ζωντανή δύναμη μιας ξένης πίστεως, η απομονωμένη θρησκευτική δραστηριότης του Δυτικού Καθολικισμού απεδείχθη ανίκανη απέναντι στην αμφιβολία της σκέψης. Η Ιερότης της εκκλησίας του θεού διετηρήθη και στις δύο χωρισμένες πλευρές του Χριστιανικού κόσμου, αλλά παρέλυσε ή παραμορφώθηκε η υποχρέωση να εισαχθεί αυτή η Ιερότης στη ζωή της ανθρωπότητος. Ο ησυχασμός του Βυζαντίου, καθώς δεν υποστηριζόταν από την δυναμική ενέργεια της Ρώμης, παρέδωσε την Χριστιανική Ανατολή θύμα μιας αντιχριστιανικής θρησκείας, ενώ η φιλοδοξία γεμάτη φθόνο και η πρακτική ενέργεια της Ρώμης, στερημένη της επήρειας του εξισορροπιστικού διαλογισμού της Ανατολής, δεν κατόρθωσαν να σώσουν την Χριστιανική Δύση από τις πλανεμένες ιδέες του αντιχριστιανικού Διαφωτισμού!»

Συνεχίζεται


ΣΧΟΛΙΟ: Αυτή είναι η τραγωδία τής νέας ελληνικής θεολογίας. Αποσβολωμένη από τό Πατερικό πνεύμα τής θεολογίας τού Ρωμανίδη, απογοητευμένη από τήν παπική θεολογία τού Τρεμπέλα καί τών οργανώσεων, ανακήρυξε σάν τόν μεγαλύτερο θεολόγο τής σημερινής ορθοδοξίας, τόν δάσκαλο τού Ρωμανίδη, τόν Φλωρόφκι, τόν πρωτεργάτη τής οικουμενιστικής αιρέσεως, καί γιά κακή μας τύχη δάσκαλο καί τού Ζηζιούλα. Ετσι οικουμενιστές καί αντιοικουμενιστές είχαν εξαρχής ένα κοινό σημείο πού παρέλυσε τά αντανακλαστικά τών ομολογητών τής ορθοδοξίας καί τούς ανάγκασε νά αποδεχθούν τήν πονηρή σύνθεση τού Ζηζιούλα, τήν ευχαριστιακή εκκλησιολογία. Η οποία στηρίζεται  στόν Πατερικό λόγο, η εκκλησία σημαίνεται στά μυστήριά της, αλλά μέ μία μονοσήμαντη ερμηνεία του. Ιδού η αληθινή ερμηνεία από τόν Καβάσιλα: 

Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν - Νικολάου Καβάσιλα

Κεφάλαιο 38

Με ποιο τρόπο τα μυστήρια σημαίνουν την Εκκλησία

1. Σημαίνεται η Εκκλησία με τα μυστήρια, όχι όμως ως σύμβολα· αλλά είναι γι' αυτήν ό,τι η καρδιά για τα μέλη και ό,τι η ρίζα του φυτού για τα κλαδιά και, όπως είπε ο Κύριος, ό,τι η άμπελος για τα κλήματα. Διότι εδώ δεν υπάρχει μόνο κοινό όνομα ή ομοιότης αναλογίας, αλλά πράγματος ταυτότης.

2. Και διότι σώμα και αίμα Χριστού τα μυστήρια. Για την Εκκλησία του Χριστού αυτά είναι αληθινή "βρώσις και πόσις". Και όταν μεταλαμβάνει η Εκκλησία από αυτά, δεν τα μεταβάλλει σε ανθρώπινο σώμα, όπως τις συνηθισμένες τροφές, αλλά η ίδια μεταβάλλεται σ' εκείνα με το να υπερισχύουν τα ανώτερα. Το σίδερο, όταν έρθει σε επαφή με τη φωτιά, γίνεται και αυτό φωτιά, δεν κάνει τη φωτιά σίδερο. Και όπως το πυρακτωμένο σίδερο δεν το βλέπουμε ως σίδερο, άλλα ως φωτιά μόνο, καθώς τα χαρακτηριστικά του εξαφανίζονται από τη φωτιά, έτσι και την Εκκλησία του Χριστού, αν μπορούσε κανείς να τη δει καθώς είναι ενωμένη με τον Χριστό και κοινωνεί το σώμα Του, τίποτε άλλο δεν θα έβλεπε, παρά μόνο το σώμα του Κυρίου. Γι’ αυτό το λόγο γράφει ο Παύλος: «Εσείς είστε σώμα Χριστού» και «μέλη εκ μέρους». Ονομάζοντας τον Χριστό κεφαλή κι εμάς σώμα, δεν το κάνει για να φανερώσει τη σχετική μ' εμάς πρόνοια και παιδαγωγία και νουθεσία Του, ή τη δική μας υποταγή σ' Αυτόν. Δεν το λέγει, δηλαδή, όπως εμείς λέμε, υπερβολικά βέβαια, τους εαυτούς μας μέλη των συγγενών ή των φίλων μας. Αλλά το λέγει σημαίνοντας εκείνο που έλεγε, ότι οι πιστοί ήδη ζουν χάρις στο Αίμα τούτο την εν Χριστώ ζωή και εξαρτώνται αληθινά από την Κεφαλή εκείνη και φορούν τούτο το Σώμα.

3. Γι' αυτό το λόγο δεν είναι καθόλου αταίριαστο το ότι εδώ με τα μυστήρια σημαίνεται η Εκκλησία.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: