Πηγή: Γιώργου Σεφέρη, «Δοκιμές», εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981 (4)
Κεφάλαιο 2
Ο ΒΙΟΣ του Μακρυγιάννη είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του Ελληνισμού στα εξήντα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα. Γεννήθηκε στα 1797 και πέθανε στις 27 Απριλίου 1864. Δεν είναι δυνατό να σας τον διηγηθώ. Το μόνο που θα προσπαθήσω είναι να σας δώσω λίγα ακόμη παραδείγματα από τ’Απομνημονεύματα, του πώς βλέπει και αντιδρά ο Μακρυγιάννης στα γεγονότα. Γιατί η ιστορία του Μακρυγιάννη είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων. Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του στη μεγάλη αυτή περίοδο που γέννησε τη σημερινή Ελλάδα.
Ο Μακρυγιάννης είναι ακόμη βρέφος όταν η οικογένειά του, κυνηγημένη από τους ντόπιους Τούρκους και τους Αρβανίτες «που θέλαν να σκλαβώσουν το χωριό τους», αναγκάζεται να καταφύγει στη Λιβαδειά. Εφτά χρονώ ξενοδουλεύει για ν’ αλαφρύνει τους γονείς του. «Ήθελαν να κάνω δουλειές ταπεινές του σπιτιού» μας λέει «κι αυτό ήταν ο θάνατός μου». Γίνεται ανυπόφορος θεληματικά· τον διώχνουν. Δεκατεσσάρω χρονώ τον βρίσκουμε στη Ντεσφίνα κοντά σ’ένα πατριώτη του. Μας διηγείται το ακόλουθο επεισόδιο:
«Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα σ’έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα [...]. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ’Αγιαννιού. Πήγαμε στο παγγύρι. Μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω. Ετσακίσθη. Τότε μι’έπιασε σ’όλο τον κόσμον ομπρός και με πέθανε στο ξύλο. Δε μ’έβλαβε το ξύλο τόσο· περισσότερον η ντροπή του κόσμου.Τότε όλοι τρώγαν και πίναν κι εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονο δεν ήβρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει. Έκρινα εύλογο να προστρέξω στον Αϊγιάννη, ότι στο σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω τη νύχτα μέσα στην εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες: καί τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα, κι εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιο. Με τις πολλές φωνές κάμαμε τις συμφωνίες με τον άγιο»(Β΄ 13-14).
«Κάναμε τις συμφωνίες με τον άγιο». Ωστόσο ο χριστιανός άγιος κρατά τις συμφωνίες πιο πιστά από τον Απόλλωνα. Γιατί ο Μακρυγιάννης πηγαίνει στην Άρτα σ’ενός Θανάση Λιδορίκη. Δουλεύει κοντά του και εμπορεύεται μόνος του τόσο καλά που στις παραμονές της επανάστασης «είχε καζαντίσει του Θεoύ τα ελέη». «Τότε έφκιασα» σημειώνει «ντουφέκι ασημένιο, πιστόλες κι άρματα, κι ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα στον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι αληθινό φίλο, τον Αϊγιάννη, που σώζεται ως το σήμερο [...]. Kαι τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες που δοκίμασα» (Β' 15).
Στα 1820 πάνω κάτω «μπαίνει στο μυστικό» της Φιλικής Εταιρείας. «Μπήκα στο μυστικό» λέει πάλι «και πήγα στο σπίτι μου κι εργαζόμουνα για την πατρίδα μου και θρησκεία μου να τη δουλέψω 'λικρινώς, καθώς τη δούλεψα, να μη με ειπεί κλέφτη και άρπαγο, αλλά να με ειπεί τέκνο της κι εγώ μητέρα μου» (Β' 17).
Είναι σrην Πάτρα όταν άναψαν τα πρώτα τουφέκια του αγώνα, «ως πραματευτής», αλλά η πραγματική του άποστολή ειναι να συνεννoηθεί με τους οπλαρχηγούς και να μαζέψει πληροφορίες. Πίσω στην Άρτα τον πιάνουν για να τον κρεμάσουν. Ξεφεύμει. Αρχίζει τον πόλεμο με το Γώγο Μπακόλα. Αγωνίζεται στο Πέτα, στην πολιορκία και την άλωση της Άρτας. Έπειτα η έξοδος και η φυγή των αμάχων. Oι πρώτες του αντιδράσεις, στο αναστάτωμα εκείνο είναι όταν βλέπει την αρπαγή, το πλιάτσικο: «Κι από τότε, βλέποντας αυτήνη τήν αρετή» σημειώνει «σιχάθηκα το ρωμαίικο, οτ’είμαστε ανθρωποφάγοι». Η φιλανθρωπία του αυτή θα τον φέρει αργότερα, στην Αθήνα, σε σκληρές συγκρούσεις με τον Οδυσσέα και τον Γκούρα. Έτσι αρχίζει η πολεμική δράση του Μακρυγιάννη. Από τον Απρίλη του '22, που τον βλέπουμε οπλαρχηγό τέσσερων χωριών των Σαλώνων στην Ανατολική
Ελλάδα, ως τις μάχες του Πειραιά, τον Απρίλη του '27, όπου πολεμά «έχων ολόκληρον σχεδόν το σώμα εντός επιδέσμων» (Α΄μη'), ο Μακρυγιάννης αγωνίζεται ακατάπαυστα. Όσοι ενδιαφέρονται, θα βρουν όλες τις λεπτομέρειες στην τέλεια από την άποψη αυτή έκδοση του Βλαχογιάννη. Εγώ προτιμώ να σας διαβάσω τουλάχιστο την περιγραφή της μάχης της 7ης Οκτωβρίου 1826, στην πολιορκημένη Ακρόπολη, όπου ο Μακρυγιάννης κρατούσε τις καμάρες του Σερπετζέ, δηλαδή το Ωδείο του Ηρώδη. Τη μάχη αυτή ο βιογράφος την ονομάζει «σπουδαιοτάτην των περί την Ακρόπολιν γενομένων»:
«...Εγώ ήμουν άγρυπνος τόσες βραδιές. Νύχτα κι ημέρα δουλεύαμε [...]. Αποκοιμήθηκα. Οι Τούρκοι, ακούγοντας το χτύπο του Λαγουμιτζή, συνάζονται πλήθος και κάνουν γιρούσι [...]. Τότε οι άνθρωποί μου ανακατώθηκαν με τους Τούρκους. Σηκώνομαι άξαφνα εκεί που ήμουν γερμένος. Κόλλησα στην ντάπια. Με ντουφέκισαν οι Τούρκοι, τους ντουφέκισα κι εγώ στο σωρό. Μου δίνουν ένα ντουφέκι και με πληγώνουν στο λαιμό. Τότε κάνω το ποδάρι μου να κατεβώ από την ντάπια· έπεσα. Ο τόπος ήταν στενός. Οι άνθρωποι τσακίστηκαν από την όξω ντάπια. Πατούσαν απάνω μου και διάβαιναν και, στενός ο τόπος, μ’αφάνισαν. Έβλεπαν και τα αίματα· έλπιζαν οτ’είμαι σκοτωμένος. Αφού πέρασαν όλοι και μείναν ολίγοι κι έμπαιναν κι αυτοί μέσα στο κάστρο, τότε θά’μπαιναν κι οι Τούρκοι συνχρόνως μ’αυτούς [...] Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος και βαστώ καμιά δεκαριά έξω με το μαχαίρι. Δεν τους άφησα να μπούνε μέσα. Και τράβησα την πόρτα πού’χαμεν ανοιχτή και πιάσαμε τον πόλεμο και πολεμούσαμε με τις πιστόλες. Μήτε οι Τούρκοι μπορούσαν να ρίξουνε ντουφέκι μήτε εμείς. [...] Όρμησαν οι Τούρκοι, με ξαναπλήγωσαν στο κεφάλι, στην κορφή. Γιόμωσε το σώμα μου αίμα. Γυρεύουν οι άνθρωποι να με πάρουν να μπούμε μέσα. Τότε τους λέγω: ‘Αδελφοί, και μέσα να μπούμε κι όξω να μείνομε, χαμένοι είμαστε αν δε βαστήξομε τους Τούρκους [...]’. Τότε οι γενναίοι Έλληνες βάστησαν σα λιοντάρια. (...]. Παίρνοντας το δειλινό, μέρασα φυσέκια των ανθρώπων. Ήρθαν κι άλλοι ακόμα σύντροφοι. Ήρθαν και Τούρκοι νέο μιντάτι. Μας ρίχτηκαν μ’ορμή, μπήκαν στις καμάρες, τις κυργέψαν όλες, κι άνοιξαν μασγάλια και ντουφεκιούσαν μέσα στο κάστρο. Ρίχτηκαν μ’ορμή να μας πάρουν και την ντάπια μας. Εκεί σκότωσαν τον Νταλαμάγκα κι άλλους πέντ’ έξι. Ξαναλαβώνομαι κι εγώ πίσου στο κεφάλι πολύ κακά. Μπήκε του φεσιού το μπάλωμα στα κόκαλα, στην πέτσα του μυαλού. Έπεσα κάτου πεθαμένος. Με τράβησαν οι άνθρωποι μέσα. Τότε ένιωσα. Τους είπα: ‘Αφήστε με να με τελειώσουνε εδώ, να μην ιδώ τους Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουν το πόστο μου’. Τότε οι καημένοι οι Έλληνες με λυπήθηκαν πολύ· πολέμησαν γενναίως, διώξαν τους Τούρκους από την ντάπια μας και τους έβαλαν όλους στις καμάρες...» (Β΄ 204-205).
Με τον ερχομό του Καποδίστρια και κυρίως του Όθωνα αρχίζουν οι τραγικές παρεξηγήσεις ανάμεσα στον κόσμο που έκανε την επανάσταση και τους ανθρώπους που ήταν μοιραίο να κυβερνήσουν την Ελλάδα για τα τριάντα πέντε χρόνια που θ’ακολουθήσουν. Είναι ένα μακρύ δράμα που παίζεται ανάμεσα σε αφηρημένες ιδέες και μιά ζωή που ξέσπασε για να ελευθερώσει ένα βασανισμένο έθνος, ατίθαση, αν θέλετε, αλλά που ήταν και δυνατή, και άξια, και ευαίσθητη, και πονεμένη, περισσότερο πονεμένη και ευαίσθητη γιατί είχε ακόμη ανοιχτές τις πληγές που πήρε στην πρόσφατη τρομαχτική πάλη -θυμωμένη ονομάζει ο λαός την πληγή που πονεί.
Για τους ανθρώπους που ανάλαβαν να διοικήσουν τον τόπο, υπήρχε ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα: να βάλουν σε τάξη ένα χάος, όπως έλεγαν· να νοσηλέψουν, να βοηθήσουν, να ψυχώσουν ένα λαό που πέρασε από φρικιαστικές δοκιμασίες για τη λευτεριά του, όπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε. Τι έκαναν; Κάθησαν και βρήκαν αυθαίρετα την ευκολώτερη λύση, έλυσαν δηλαδή το πρόβλημα με μια μονοκοντυλιά. Μεταφράζω: όταν σκοτώθηκε ο Καποδίστριας, η Ελλάδα δοκίμασε ένα από τα χειρότερα χρόνια που έζησε ποτέ της, το 1832. Ο τόπος ήταν μοιρασμένος σε μερικά στρατιωτικά τιμάρια, που δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να θρέψουν όπως όπως τα πειναλέα απομεινάρια των παλιών πολεμιστών. Η αντιβασιλεία έφερε μαζί της ένα δάνειο. Μ’αυτά τα χρήματα μπορούσε να δώσει ένα κομμάτι ψωμί στους πεινασμένους που βοούσαν έξω από τις πόρτες του Ναυπλίου. Προτίμησε να τα διαθέσει για τη συντήρηση του βαυαρικού στρατού που θα στήριζε, καθώς φαντάζουνταν, αυτή και τον Όθωνα. Μ’αυτό το στρατό διάλυσαν ή έδιωξαν έξω από το κράτος τους παλιούς αγωνιστές, τους φοβερούς αυτούς αγριανθρώπους όπως πίστευαν. Και οι αγριάνθρωποι τι συλλογιζόντουσαν; Η ακόλουθη συνομιλία του Μακρυγιάννη με τον Αιντέκ μας το δείχνει:
«Ο φίλος μου ο Αιντέκ επειράχτη και μ’όκρινε με πολύ φαρμάκι: ‘Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε, και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγενέτα και τα φέρνει εδώ και σας υποτάζει’ Τότε βρέθηκα σε θέση δεινή [...]. Του λέγω: ‘Δυστυχία μας των καημένων! Κακά και ψυχρά θα πάμε. Εγώ σου μίλησα αλλιώς κι εσύ μου απαντείς διαφορετικά με μπαγενέτα. Σας λέγω ως φίλος να πασκίσετε και το βασιλέα κι εσάς ν’αγαπούμε κι όχι να σας φοβόμαστε [...]. Να’ρθεί ένας να μου ειπεί ότι θα πάει ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλει και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νά’χω, στραβός θανά είμαι [...]’. Μου λέγει: ‘Τον βασιλέα δεν τον αγαπάς;’ ‘Όχι’του λέγω ‘δεν ξέρω ψέματα. Όταν χαθεί η πατρίδα μου, ούτε αυτός μ’έχει υπήκοόν του, ούτε εγώ βασιλέα. Και γι’αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη από σας, κι όχι φοβέρες με μπαγενέτες’, (Β΄ 300).
Ωστόσο ο Μακρυγιάννης δεν ήταν άνθρωπος με κακή προαίρεση. Όταν αράζει ο Όθωνας στο Ναύπλιο, σημειώνει: «Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα όπου ήταν τόσα χρόνια χαμένη και σβησμένη [...], ότι ήρθε ο βασιλέας που αποχτήσαμε με τη δύναμη του Θεού». Άλλωστε, προσωπικά δεν τον πολέμησε ποτέ. Απεναντίας προσπαθεί να τον προφυλάξει από τους κακούς συμβούλους του, από την «Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική», όπως τη λέει. Γι’αυτόν, είναι ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας που είναι υπεύθυνος για την αντιβασιλεία, είναι οι πρέσβεις· δεν είναι ο Όθωνας:
«...Τους πήραν και τους έβαλαν όλους χάψη τους οπλαρχηγούς· και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι όπου ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης να κόψουν τους άγριους Έλληνες -κι έπρεπε να κόψει η Αγγλία τον Ντώκινς, τον πρέσβυ της, η Γαλλία το δικό της, και η Ρουσία το ίδιο· κι ο βασιλέας της Μπαυαρίας τους αντιβασιλείς του και ύστερα να κόψει κι ο ίδιος το κεφάλι του. Ότι η Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδας μας και του αθώου βασιλέα μας» (Β' 311).
Αλλά «δεν είναι κοπέλι», δεν υποφέρει να βλέπει «το άδικο να πνίγει το δίκιο», δεν υποφέρει να βλέπει την κατάντια των αγωνιστών. Ακούστε· η περικοπή αναφέρεται στην κυβέρνηση του Καποδίστρια, αλλά το αίσθημα του Μακρυγιάννη είναι και τώρα το ίδιο:
«Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ’αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων· κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, στο Χάνι της Γραβιάς· κι εκείνους που λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες στα Βασιλικά· κι εκείνους που αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, όπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σ’αυτές τις δυο θέσες πού’ναι τα κλειδιά σου -ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου, και τ’άλλο των Θερμοπύλων. Κι αφού πήγανε κι από τα δυο μέρη ν’ανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν, εκείνοι οι ολίγοι, στ’άλλο μέρος των Θερμοπύλων κι άλλού. Αυτήνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Αυτήνοι ψύχωσαν εκείνους που πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές· και νηστικούς κι αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του. O Αγουστίνος κι ο Βιάρος αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτσια κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε» τους λένε «να σηκώσετε άρματα να δυστυχίσετε;» (Β΄ 67-68).
Αυτοί είναι οι λόγοι που σπρώχνουν τον Μακρυγιάννη να οργανώσει τη συνωμοσία που καταλήγει στο Σύνταγμα της Γ' Σεπτεμβρίου. Ορκίζει σ’όλο το κράτος. Ιδού πώς ορκίζει. Η σκηνή είναι στο σπίτι του Μακρυγιάννη ένα βράδυ· ένας αγωνιστής κάθεται μαζί του· καθώς τσουγκρίζουν τα ποτήρια, η κουβέντα τελειώνει έτσι:
»- Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;
»- Στο Μεσολόγγι, μου λέγει.
»- Πού το τσάκισα εγώ αυτό;
»- Στους Μύλους τ’Αναπλιού.
»- Γιατί τα τσακίσαμε;
»- Για τη λευτεριά της πατρίδος.
»- Πού’ναι η λευτεριά κι η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου!
»-Τον παίρνω και πάμε και τον ορκίζω (Β΄ 375).
Και γίνεται το Σύνταγμα και πέφτει στα χέρια των πολιτικών και εξευτελίζεται, κι ο Μακρυγιάννης ολοένα αποτραβιέται από τον κόσμο.
«Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στα χέρια τους» γράφει κατά το 1851 «όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τό 'χουν σε δόξα, τό 'χουν σε τιμη' , το 'χουν σε ικανότη το να τους ειπείς ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας» (Β΄ 463).
Καί πάλι:
«Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε στην πατρίδα, αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν. Κι είστε ό,τι είστε. Ήσασταν ό,τι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι το Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του ‘Γκρανσινιόρη’. Όσο έβλεπαν το τζαμί στη Βιένα σκιάζονταν κι έτρεμαν να μην πάγει και παραμέσα και φκιάσει κι άλλα τζαμιά. Κι από αυτό το φόβο κάποτε του πλέρωναν και φόρο. Κι όταν βγήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίσει τζαμιά· ότι θα πέσουν κι αυτά που έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και γι’αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξει μ’έργα, ας είστε καλά εσείς, που δεν αφήσατε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους που είμαστε» (Β' 462).
Μόνο οι παλιοί του σύντροφοι τον βλέπουν. Ωστόσο η Κυβέρνηση πάντα τον υποψιάζεται. Ο Όθων ποτέ δεν του συγχώρεσε τη συνωμοσία του '43. Ο Μακρυγιάννης είναι πάντα γι’αυτούς ένα άγριο θηρίο που πρέπει να κλειστεί στο κλουβί. Έτσι κατά το Σεπτέμβριο του '51 αρχίζουν και κυκλοφορούν οι κατηγορίες -ανυπόστατες, αστήριχτες, που δεν αποδείχτηκαν ποτέ: Ο Μακρυγιάννης θέλει να σκοτώσει το βασιλιά, θέλει να κάνει δημοκρατία. Ο Μακρυγιάννης συνεννοείται με κάτι πρόσφυγες Πολωνούς που κυκλοφορούν ανατρεπτικές προκηρύξεις. Ο Μακρυγιάννης είπε ύποπτες κουβέντες σ’έναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας στη δίκη του. Έτσι τον περιορίζουν στο σπίτι του. Ο Μακρυγιάννης είναι σάπιος από τις εφτά πληγές που μάζεψε στον αγώνα. «Αι πληγαί συχνά ηνοίγοντο αιμορροούσαι» γράφει ο γιατρός Γούδας που μίλησε στη κηδεία του· «ο εξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσκεν αυτόν. Βαρείαι νόσοι επήρχοντο, η δε ανάρρωσις εγένετο βραδυτάτη. Ταύτα ήσαν τα αγαθά ων έλαχεν ο Μακρυγιάννης ως αμοιβήν των υπέρ πατρίδος εξόχων υπηρεσιών αυτού. Πληγαί και ασθένειαι πολυώδυνοι και μετ’αυτών πενία δυσθεράπευτος ως εκείναι (Α΄ μη'). Οι πληγές του κεφαλιού, που πήρε στη μάχη του Σερπετζέ, τον κάνουν κάποτε έξαλλο. Τρεις μέρες προτού τον πάνε στις φυλακές του Μεντρεσέ, μη έχοντας άλλον κριτή να τον δικαιώσει, όπως στα νιάτα του στην εκκλησιά του Αϊγιάννη, κάθεται και γράφει στον ίδιο το Θεό:
«Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις [...]. Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη δυστυχιμένη μου φαμίλια και τα παιδιά μου πνιγμένα στα κλάματα και ξυπόλυτα. Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο αδρασκελιές κάμαρη. Και γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν’αφήνουν κανένα να πλησιάσει νά μας ιδεί. [...]. Όλοι θέλουν να χαθούμε. Μας κάνουν ανάκρισες ολωνών, κατ’ οίκον έρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου [...]. Και στις 13 τουτουνού του μήνα [...] ήρθε ο μοίραρχος με τη στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει να πάγω στη φυλακή του Μεντρεσέ, όπου φυλακώνουν τους κακούργους...» (Α΄ πα' ).
Αλλά τούτη τη φορά δεν μπόρεσε να κλείσει τις συμφωνίες με το Θεό. Είχαν αλλάξει τα χρόνια. Και τον πήγαν στο Μεντρεσέ, και τον ραπίσανε, και τον προπηλακίσανε, και τον κρίνανε σε μια δίκη που ήτανε μια μεγάλη αδιαντροπιά, και τον καταδικάσανε σε θάνατο, που έγινε ύστερα δεσμά και του χαρίστηκαν στις 2 Σεπτεμβρίον 1854. Ο Μακρυγιάννης είναι ένα λεβέντικο κουρέλι. Δε μιλά παρά με το Θεό και τα μικρότερα παιδιά του. Το σπίτι του και το περιβόλι του είναι ρημάδια. Ο τελευταίος ήχος της φωνής τους -ο τελευταίος που ξέρουμε και που θ’άκούσετε τώρα- έρχεται από μακριά, πολύ μακριά. Θαρρείς πως μια ολόκληρη φυλή πάει να ξεψυχήσει:
«Αφού με λευτέρωσαν και πήγα στο χαλασμένο μου σπίτι και στην ταλαίπωρή μου οικογένεια, μ’ανάδωσαν οι πληγές, τη μια Λαμπρή επέρσι και τη Λαμπρή που πέρασε πάγει δυο χρόνια τώρα. Πήγα στη σπηλιά πού 'ναι στο περιβόλι μου να ξανασάνω. Και με το στανιό και ακουμπώντας με το ξύλο έσωσα εκεί. Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου: ‘Φάγε απ’ αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσεις πού 'θελες να κάμεις σύνταμα!’ Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τ’αγκυλώματα [...]· εσάπισα, εσκουλήκιασα. Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δε μού 'δωκε. Και εξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. Και ανήμερα με χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός· δε στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος...»(Α΄ πς')
Δεν είναι πολλά χρόνια, ψάχνοντας στο Εθνολογικό Μουσείο να βρω ενθύμια του Μακρυγιάννη, είδα το γύψινο αποτύπωμα του νεκρού κεφαλιού του. Ήταν σαν ένα μαραγκιασμένο μήλο ή ένα πετράδι της ακρογιαλιάς, βαθιά γλυμμένο από το ακαταπόνητο κύμα, λίγο μεγαλύτερο από μια γροθιά. Αυτό το ταλαίπωρο πράγμα ήταν ό,τι είχε απομείνει, την ώρα του θανάτου, από την ωραία και την ευγενικιά μορφή του μεγαλόψυχου άντρα.
myriobiblos.
Κεφάλαιο 2
Ο ΒΙΟΣ του Μακρυγιάννη είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του Ελληνισμού στα εξήντα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα. Γεννήθηκε στα 1797 και πέθανε στις 27 Απριλίου 1864. Δεν είναι δυνατό να σας τον διηγηθώ. Το μόνο που θα προσπαθήσω είναι να σας δώσω λίγα ακόμη παραδείγματα από τ’Απομνημονεύματα, του πώς βλέπει και αντιδρά ο Μακρυγιάννης στα γεγονότα. Γιατί η ιστορία του Μακρυγιάννη είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων. Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του στη μεγάλη αυτή περίοδο που γέννησε τη σημερινή Ελλάδα.
Ο Μακρυγιάννης είναι ακόμη βρέφος όταν η οικογένειά του, κυνηγημένη από τους ντόπιους Τούρκους και τους Αρβανίτες «που θέλαν να σκλαβώσουν το χωριό τους», αναγκάζεται να καταφύγει στη Λιβαδειά. Εφτά χρονώ ξενοδουλεύει για ν’ αλαφρύνει τους γονείς του. «Ήθελαν να κάνω δουλειές ταπεινές του σπιτιού» μας λέει «κι αυτό ήταν ο θάνατός μου». Γίνεται ανυπόφορος θεληματικά· τον διώχνουν. Δεκατεσσάρω χρονώ τον βρίσκουμε στη Ντεσφίνα κοντά σ’ένα πατριώτη του. Μας διηγείται το ακόλουθο επεισόδιο:
«Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα σ’έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα [...]. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ’Αγιαννιού. Πήγαμε στο παγγύρι. Μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω. Ετσακίσθη. Τότε μι’έπιασε σ’όλο τον κόσμον ομπρός και με πέθανε στο ξύλο. Δε μ’έβλαβε το ξύλο τόσο· περισσότερον η ντροπή του κόσμου.Τότε όλοι τρώγαν και πίναν κι εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονο δεν ήβρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει. Έκρινα εύλογο να προστρέξω στον Αϊγιάννη, ότι στο σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω τη νύχτα μέσα στην εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες: καί τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα, κι εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιο. Με τις πολλές φωνές κάμαμε τις συμφωνίες με τον άγιο»(Β΄ 13-14).
«Κάναμε τις συμφωνίες με τον άγιο». Ωστόσο ο χριστιανός άγιος κρατά τις συμφωνίες πιο πιστά από τον Απόλλωνα. Γιατί ο Μακρυγιάννης πηγαίνει στην Άρτα σ’ενός Θανάση Λιδορίκη. Δουλεύει κοντά του και εμπορεύεται μόνος του τόσο καλά που στις παραμονές της επανάστασης «είχε καζαντίσει του Θεoύ τα ελέη». «Τότε έφκιασα» σημειώνει «ντουφέκι ασημένιο, πιστόλες κι άρματα, κι ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα στον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι αληθινό φίλο, τον Αϊγιάννη, που σώζεται ως το σήμερο [...]. Kαι τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες που δοκίμασα» (Β' 15).
Στα 1820 πάνω κάτω «μπαίνει στο μυστικό» της Φιλικής Εταιρείας. «Μπήκα στο μυστικό» λέει πάλι «και πήγα στο σπίτι μου κι εργαζόμουνα για την πατρίδα μου και θρησκεία μου να τη δουλέψω 'λικρινώς, καθώς τη δούλεψα, να μη με ειπεί κλέφτη και άρπαγο, αλλά να με ειπεί τέκνο της κι εγώ μητέρα μου» (Β' 17).
Είναι σrην Πάτρα όταν άναψαν τα πρώτα τουφέκια του αγώνα, «ως πραματευτής», αλλά η πραγματική του άποστολή ειναι να συνεννoηθεί με τους οπλαρχηγούς και να μαζέψει πληροφορίες. Πίσω στην Άρτα τον πιάνουν για να τον κρεμάσουν. Ξεφεύμει. Αρχίζει τον πόλεμο με το Γώγο Μπακόλα. Αγωνίζεται στο Πέτα, στην πολιορκία και την άλωση της Άρτας. Έπειτα η έξοδος και η φυγή των αμάχων. Oι πρώτες του αντιδράσεις, στο αναστάτωμα εκείνο είναι όταν βλέπει την αρπαγή, το πλιάτσικο: «Κι από τότε, βλέποντας αυτήνη τήν αρετή» σημειώνει «σιχάθηκα το ρωμαίικο, οτ’είμαστε ανθρωποφάγοι». Η φιλανθρωπία του αυτή θα τον φέρει αργότερα, στην Αθήνα, σε σκληρές συγκρούσεις με τον Οδυσσέα και τον Γκούρα. Έτσι αρχίζει η πολεμική δράση του Μακρυγιάννη. Από τον Απρίλη του '22, που τον βλέπουμε οπλαρχηγό τέσσερων χωριών των Σαλώνων στην Ανατολική
Ελλάδα, ως τις μάχες του Πειραιά, τον Απρίλη του '27, όπου πολεμά «έχων ολόκληρον σχεδόν το σώμα εντός επιδέσμων» (Α΄μη'), ο Μακρυγιάννης αγωνίζεται ακατάπαυστα. Όσοι ενδιαφέρονται, θα βρουν όλες τις λεπτομέρειες στην τέλεια από την άποψη αυτή έκδοση του Βλαχογιάννη. Εγώ προτιμώ να σας διαβάσω τουλάχιστο την περιγραφή της μάχης της 7ης Οκτωβρίου 1826, στην πολιορκημένη Ακρόπολη, όπου ο Μακρυγιάννης κρατούσε τις καμάρες του Σερπετζέ, δηλαδή το Ωδείο του Ηρώδη. Τη μάχη αυτή ο βιογράφος την ονομάζει «σπουδαιοτάτην των περί την Ακρόπολιν γενομένων»:
«...Εγώ ήμουν άγρυπνος τόσες βραδιές. Νύχτα κι ημέρα δουλεύαμε [...]. Αποκοιμήθηκα. Οι Τούρκοι, ακούγοντας το χτύπο του Λαγουμιτζή, συνάζονται πλήθος και κάνουν γιρούσι [...]. Τότε οι άνθρωποί μου ανακατώθηκαν με τους Τούρκους. Σηκώνομαι άξαφνα εκεί που ήμουν γερμένος. Κόλλησα στην ντάπια. Με ντουφέκισαν οι Τούρκοι, τους ντουφέκισα κι εγώ στο σωρό. Μου δίνουν ένα ντουφέκι και με πληγώνουν στο λαιμό. Τότε κάνω το ποδάρι μου να κατεβώ από την ντάπια· έπεσα. Ο τόπος ήταν στενός. Οι άνθρωποι τσακίστηκαν από την όξω ντάπια. Πατούσαν απάνω μου και διάβαιναν και, στενός ο τόπος, μ’αφάνισαν. Έβλεπαν και τα αίματα· έλπιζαν οτ’είμαι σκοτωμένος. Αφού πέρασαν όλοι και μείναν ολίγοι κι έμπαιναν κι αυτοί μέσα στο κάστρο, τότε θά’μπαιναν κι οι Τούρκοι συνχρόνως μ’αυτούς [...] Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος και βαστώ καμιά δεκαριά έξω με το μαχαίρι. Δεν τους άφησα να μπούνε μέσα. Και τράβησα την πόρτα πού’χαμεν ανοιχτή και πιάσαμε τον πόλεμο και πολεμούσαμε με τις πιστόλες. Μήτε οι Τούρκοι μπορούσαν να ρίξουνε ντουφέκι μήτε εμείς. [...] Όρμησαν οι Τούρκοι, με ξαναπλήγωσαν στο κεφάλι, στην κορφή. Γιόμωσε το σώμα μου αίμα. Γυρεύουν οι άνθρωποι να με πάρουν να μπούμε μέσα. Τότε τους λέγω: ‘Αδελφοί, και μέσα να μπούμε κι όξω να μείνομε, χαμένοι είμαστε αν δε βαστήξομε τους Τούρκους [...]’. Τότε οι γενναίοι Έλληνες βάστησαν σα λιοντάρια. (...]. Παίρνοντας το δειλινό, μέρασα φυσέκια των ανθρώπων. Ήρθαν κι άλλοι ακόμα σύντροφοι. Ήρθαν και Τούρκοι νέο μιντάτι. Μας ρίχτηκαν μ’ορμή, μπήκαν στις καμάρες, τις κυργέψαν όλες, κι άνοιξαν μασγάλια και ντουφεκιούσαν μέσα στο κάστρο. Ρίχτηκαν μ’ορμή να μας πάρουν και την ντάπια μας. Εκεί σκότωσαν τον Νταλαμάγκα κι άλλους πέντ’ έξι. Ξαναλαβώνομαι κι εγώ πίσου στο κεφάλι πολύ κακά. Μπήκε του φεσιού το μπάλωμα στα κόκαλα, στην πέτσα του μυαλού. Έπεσα κάτου πεθαμένος. Με τράβησαν οι άνθρωποι μέσα. Τότε ένιωσα. Τους είπα: ‘Αφήστε με να με τελειώσουνε εδώ, να μην ιδώ τους Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουν το πόστο μου’. Τότε οι καημένοι οι Έλληνες με λυπήθηκαν πολύ· πολέμησαν γενναίως, διώξαν τους Τούρκους από την ντάπια μας και τους έβαλαν όλους στις καμάρες...» (Β΄ 204-205).
Με τον ερχομό του Καποδίστρια και κυρίως του Όθωνα αρχίζουν οι τραγικές παρεξηγήσεις ανάμεσα στον κόσμο που έκανε την επανάσταση και τους ανθρώπους που ήταν μοιραίο να κυβερνήσουν την Ελλάδα για τα τριάντα πέντε χρόνια που θ’ακολουθήσουν. Είναι ένα μακρύ δράμα που παίζεται ανάμεσα σε αφηρημένες ιδέες και μιά ζωή που ξέσπασε για να ελευθερώσει ένα βασανισμένο έθνος, ατίθαση, αν θέλετε, αλλά που ήταν και δυνατή, και άξια, και ευαίσθητη, και πονεμένη, περισσότερο πονεμένη και ευαίσθητη γιατί είχε ακόμη ανοιχτές τις πληγές που πήρε στην πρόσφατη τρομαχτική πάλη -θυμωμένη ονομάζει ο λαός την πληγή που πονεί.
Για τους ανθρώπους που ανάλαβαν να διοικήσουν τον τόπο, υπήρχε ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα: να βάλουν σε τάξη ένα χάος, όπως έλεγαν· να νοσηλέψουν, να βοηθήσουν, να ψυχώσουν ένα λαό που πέρασε από φρικιαστικές δοκιμασίες για τη λευτεριά του, όπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε. Τι έκαναν; Κάθησαν και βρήκαν αυθαίρετα την ευκολώτερη λύση, έλυσαν δηλαδή το πρόβλημα με μια μονοκοντυλιά. Μεταφράζω: όταν σκοτώθηκε ο Καποδίστριας, η Ελλάδα δοκίμασε ένα από τα χειρότερα χρόνια που έζησε ποτέ της, το 1832. Ο τόπος ήταν μοιρασμένος σε μερικά στρατιωτικά τιμάρια, που δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να θρέψουν όπως όπως τα πειναλέα απομεινάρια των παλιών πολεμιστών. Η αντιβασιλεία έφερε μαζί της ένα δάνειο. Μ’αυτά τα χρήματα μπορούσε να δώσει ένα κομμάτι ψωμί στους πεινασμένους που βοούσαν έξω από τις πόρτες του Ναυπλίου. Προτίμησε να τα διαθέσει για τη συντήρηση του βαυαρικού στρατού που θα στήριζε, καθώς φαντάζουνταν, αυτή και τον Όθωνα. Μ’αυτό το στρατό διάλυσαν ή έδιωξαν έξω από το κράτος τους παλιούς αγωνιστές, τους φοβερούς αυτούς αγριανθρώπους όπως πίστευαν. Και οι αγριάνθρωποι τι συλλογιζόντουσαν; Η ακόλουθη συνομιλία του Μακρυγιάννη με τον Αιντέκ μας το δείχνει:
«Ο φίλος μου ο Αιντέκ επειράχτη και μ’όκρινε με πολύ φαρμάκι: ‘Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε, και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγενέτα και τα φέρνει εδώ και σας υποτάζει’ Τότε βρέθηκα σε θέση δεινή [...]. Του λέγω: ‘Δυστυχία μας των καημένων! Κακά και ψυχρά θα πάμε. Εγώ σου μίλησα αλλιώς κι εσύ μου απαντείς διαφορετικά με μπαγενέτα. Σας λέγω ως φίλος να πασκίσετε και το βασιλέα κι εσάς ν’αγαπούμε κι όχι να σας φοβόμαστε [...]. Να’ρθεί ένας να μου ειπεί ότι θα πάει ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλει και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νά’χω, στραβός θανά είμαι [...]’. Μου λέγει: ‘Τον βασιλέα δεν τον αγαπάς;’ ‘Όχι’του λέγω ‘δεν ξέρω ψέματα. Όταν χαθεί η πατρίδα μου, ούτε αυτός μ’έχει υπήκοόν του, ούτε εγώ βασιλέα. Και γι’αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη από σας, κι όχι φοβέρες με μπαγενέτες’, (Β΄ 300).
Ωστόσο ο Μακρυγιάννης δεν ήταν άνθρωπος με κακή προαίρεση. Όταν αράζει ο Όθωνας στο Ναύπλιο, σημειώνει: «Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα όπου ήταν τόσα χρόνια χαμένη και σβησμένη [...], ότι ήρθε ο βασιλέας που αποχτήσαμε με τη δύναμη του Θεού». Άλλωστε, προσωπικά δεν τον πολέμησε ποτέ. Απεναντίας προσπαθεί να τον προφυλάξει από τους κακούς συμβούλους του, από την «Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική», όπως τη λέει. Γι’αυτόν, είναι ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας που είναι υπεύθυνος για την αντιβασιλεία, είναι οι πρέσβεις· δεν είναι ο Όθωνας:
«...Τους πήραν και τους έβαλαν όλους χάψη τους οπλαρχηγούς· και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι όπου ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης να κόψουν τους άγριους Έλληνες -κι έπρεπε να κόψει η Αγγλία τον Ντώκινς, τον πρέσβυ της, η Γαλλία το δικό της, και η Ρουσία το ίδιο· κι ο βασιλέας της Μπαυαρίας τους αντιβασιλείς του και ύστερα να κόψει κι ο ίδιος το κεφάλι του. Ότι η Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδας μας και του αθώου βασιλέα μας» (Β' 311).
Αλλά «δεν είναι κοπέλι», δεν υποφέρει να βλέπει «το άδικο να πνίγει το δίκιο», δεν υποφέρει να βλέπει την κατάντια των αγωνιστών. Ακούστε· η περικοπή αναφέρεται στην κυβέρνηση του Καποδίστρια, αλλά το αίσθημα του Μακρυγιάννη είναι και τώρα το ίδιο:
«Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ’αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων· κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, στο Χάνι της Γραβιάς· κι εκείνους που λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες στα Βασιλικά· κι εκείνους που αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, όπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σ’αυτές τις δυο θέσες πού’ναι τα κλειδιά σου -ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου, και τ’άλλο των Θερμοπύλων. Κι αφού πήγανε κι από τα δυο μέρη ν’ανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν, εκείνοι οι ολίγοι, στ’άλλο μέρος των Θερμοπύλων κι άλλού. Αυτήνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Αυτήνοι ψύχωσαν εκείνους που πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές· και νηστικούς κι αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του. O Αγουστίνος κι ο Βιάρος αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτσια κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε» τους λένε «να σηκώσετε άρματα να δυστυχίσετε;» (Β΄ 67-68).
Αυτοί είναι οι λόγοι που σπρώχνουν τον Μακρυγιάννη να οργανώσει τη συνωμοσία που καταλήγει στο Σύνταγμα της Γ' Σεπτεμβρίου. Ορκίζει σ’όλο το κράτος. Ιδού πώς ορκίζει. Η σκηνή είναι στο σπίτι του Μακρυγιάννη ένα βράδυ· ένας αγωνιστής κάθεται μαζί του· καθώς τσουγκρίζουν τα ποτήρια, η κουβέντα τελειώνει έτσι:
»- Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;
»- Στο Μεσολόγγι, μου λέγει.
»- Πού το τσάκισα εγώ αυτό;
»- Στους Μύλους τ’Αναπλιού.
»- Γιατί τα τσακίσαμε;
»- Για τη λευτεριά της πατρίδος.
»- Πού’ναι η λευτεριά κι η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου!
»-Τον παίρνω και πάμε και τον ορκίζω (Β΄ 375).
Και γίνεται το Σύνταγμα και πέφτει στα χέρια των πολιτικών και εξευτελίζεται, κι ο Μακρυγιάννης ολοένα αποτραβιέται από τον κόσμο.
«Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στα χέρια τους» γράφει κατά το 1851 «όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τό 'χουν σε δόξα, τό 'χουν σε τιμη' , το 'χουν σε ικανότη το να τους ειπείς ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας» (Β΄ 463).
Καί πάλι:
«Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε στην πατρίδα, αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν. Κι είστε ό,τι είστε. Ήσασταν ό,τι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι το Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του ‘Γκρανσινιόρη’. Όσο έβλεπαν το τζαμί στη Βιένα σκιάζονταν κι έτρεμαν να μην πάγει και παραμέσα και φκιάσει κι άλλα τζαμιά. Κι από αυτό το φόβο κάποτε του πλέρωναν και φόρο. Κι όταν βγήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίσει τζαμιά· ότι θα πέσουν κι αυτά που έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και γι’αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξει μ’έργα, ας είστε καλά εσείς, που δεν αφήσατε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους που είμαστε» (Β' 462).
Μόνο οι παλιοί του σύντροφοι τον βλέπουν. Ωστόσο η Κυβέρνηση πάντα τον υποψιάζεται. Ο Όθων ποτέ δεν του συγχώρεσε τη συνωμοσία του '43. Ο Μακρυγιάννης είναι πάντα γι’αυτούς ένα άγριο θηρίο που πρέπει να κλειστεί στο κλουβί. Έτσι κατά το Σεπτέμβριο του '51 αρχίζουν και κυκλοφορούν οι κατηγορίες -ανυπόστατες, αστήριχτες, που δεν αποδείχτηκαν ποτέ: Ο Μακρυγιάννης θέλει να σκοτώσει το βασιλιά, θέλει να κάνει δημοκρατία. Ο Μακρυγιάννης συνεννοείται με κάτι πρόσφυγες Πολωνούς που κυκλοφορούν ανατρεπτικές προκηρύξεις. Ο Μακρυγιάννης είπε ύποπτες κουβέντες σ’έναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας στη δίκη του. Έτσι τον περιορίζουν στο σπίτι του. Ο Μακρυγιάννης είναι σάπιος από τις εφτά πληγές που μάζεψε στον αγώνα. «Αι πληγαί συχνά ηνοίγοντο αιμορροούσαι» γράφει ο γιατρός Γούδας που μίλησε στη κηδεία του· «ο εξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσκεν αυτόν. Βαρείαι νόσοι επήρχοντο, η δε ανάρρωσις εγένετο βραδυτάτη. Ταύτα ήσαν τα αγαθά ων έλαχεν ο Μακρυγιάννης ως αμοιβήν των υπέρ πατρίδος εξόχων υπηρεσιών αυτού. Πληγαί και ασθένειαι πολυώδυνοι και μετ’αυτών πενία δυσθεράπευτος ως εκείναι (Α΄ μη'). Οι πληγές του κεφαλιού, που πήρε στη μάχη του Σερπετζέ, τον κάνουν κάποτε έξαλλο. Τρεις μέρες προτού τον πάνε στις φυλακές του Μεντρεσέ, μη έχοντας άλλον κριτή να τον δικαιώσει, όπως στα νιάτα του στην εκκλησιά του Αϊγιάννη, κάθεται και γράφει στον ίδιο το Θεό:
«Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις [...]. Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη δυστυχιμένη μου φαμίλια και τα παιδιά μου πνιγμένα στα κλάματα και ξυπόλυτα. Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο αδρασκελιές κάμαρη. Και γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν’αφήνουν κανένα να πλησιάσει νά μας ιδεί. [...]. Όλοι θέλουν να χαθούμε. Μας κάνουν ανάκρισες ολωνών, κατ’ οίκον έρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου [...]. Και στις 13 τουτουνού του μήνα [...] ήρθε ο μοίραρχος με τη στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει να πάγω στη φυλακή του Μεντρεσέ, όπου φυλακώνουν τους κακούργους...» (Α΄ πα' ).
Αλλά τούτη τη φορά δεν μπόρεσε να κλείσει τις συμφωνίες με το Θεό. Είχαν αλλάξει τα χρόνια. Και τον πήγαν στο Μεντρεσέ, και τον ραπίσανε, και τον προπηλακίσανε, και τον κρίνανε σε μια δίκη που ήτανε μια μεγάλη αδιαντροπιά, και τον καταδικάσανε σε θάνατο, που έγινε ύστερα δεσμά και του χαρίστηκαν στις 2 Σεπτεμβρίον 1854. Ο Μακρυγιάννης είναι ένα λεβέντικο κουρέλι. Δε μιλά παρά με το Θεό και τα μικρότερα παιδιά του. Το σπίτι του και το περιβόλι του είναι ρημάδια. Ο τελευταίος ήχος της φωνής τους -ο τελευταίος που ξέρουμε και που θ’άκούσετε τώρα- έρχεται από μακριά, πολύ μακριά. Θαρρείς πως μια ολόκληρη φυλή πάει να ξεψυχήσει:
«Αφού με λευτέρωσαν και πήγα στο χαλασμένο μου σπίτι και στην ταλαίπωρή μου οικογένεια, μ’ανάδωσαν οι πληγές, τη μια Λαμπρή επέρσι και τη Λαμπρή που πέρασε πάγει δυο χρόνια τώρα. Πήγα στη σπηλιά πού 'ναι στο περιβόλι μου να ξανασάνω. Και με το στανιό και ακουμπώντας με το ξύλο έσωσα εκεί. Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου: ‘Φάγε απ’ αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσεις πού 'θελες να κάμεις σύνταμα!’ Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τ’αγκυλώματα [...]· εσάπισα, εσκουλήκιασα. Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δε μού 'δωκε. Και εξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. Και ανήμερα με χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός· δε στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος...»(Α΄ πς')
Δεν είναι πολλά χρόνια, ψάχνοντας στο Εθνολογικό Μουσείο να βρω ενθύμια του Μακρυγιάννη, είδα το γύψινο αποτύπωμα του νεκρού κεφαλιού του. Ήταν σαν ένα μαραγκιασμένο μήλο ή ένα πετράδι της ακρογιαλιάς, βαθιά γλυμμένο από το ακαταπόνητο κύμα, λίγο μεγαλύτερο από μια γροθιά. Αυτό το ταλαίπωρο πράγμα ήταν ό,τι είχε απομείνει, την ώρα του θανάτου, από την ωραία και την ευγενικιά μορφή του μεγαλόψυχου άντρα.
myriobiblos.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου