Η χρήση του όρου «Εκκλησία-Εκκλησίαι» στο Κείμενο «Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον»
Aναφορά στο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
της Ορθόδοξης Εκκλησίας
της Ορθόδοξης Εκκλησίας
υπό Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου,
Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Τόν τελευταῖο καιρό καταβάλλεται μία συντονισμένη προσπάθεια, ἀπό ὁρισμένες ὁμάδες (κληρικῶν καί λαϊκῶν) μέ σκοπό νά ἀποδυναμώσουν ἤ καί νά ἀκυρώσουν τό ἔργο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, (Κρήτη, Ἰούνιο τοῦ 2016), μέ κύριο καί πρωταρχικό ἐπιχείρημά τους, ὅτι μέ τή χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» στό συνοδικό Κείμενο « Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», προσδίδεται καί ἀναγνωρίζεται ἐκκλησιαστικότητα καί σέ ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές κοινότητες καί ὁμολογίες.
Ἔχει πάρα πολλές φορές εἰπωθεῖ, ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» στό παραπάνω συνοδικό Κείμενο χρησιμοποιεῖται ὡς «terminus technicus» καί δέν ἀποδίδεται καμμία «ταυτότητα πράγματος» πρός αὐτήν τή φύση τῆς Ἐκκλησίας καθεαυτήν.
Αὐτή ἡ τεχνική χρήση τοῦ ὅρου εἶναι καθαρά περιγραφική καί σημαντική (ἐκ τοῦ σημαίνω), καί χρησιμοποιεῖται στή βιβλική γραμματεία, γιά νά περιγραφεῖ ἡ σύναξη, ἡ κοινότητα ἤ ἡ συνάθροιση (τοπική ἤ περιφερειακή) (Πραξ. 11,22. 15,41. 16,5. Β΄ Κορ. 1,1. 8,1. 16,10. Γαλ. 1,2), στή δέ πατερική γραμματεία, προκειμένου νά περιγραφεῖ ἡ δομή μιᾶς κοινότητας, («καλεῖται Ἐκκλησία» : Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Τραλλιανούς 3,1). Μέ τήν ἴδια περιγραφική λειτουργικότητα χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος καί ἀπό ὅλους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Μεγ. Βασίλειος), στά Ὁμολογιακά Κείμενα τοῦ ιστ΄- ιθ΄ αἰῶνος, ὅπως καί στά συγγράμματα τῶν συγχρόνων καθηγητῶν τῆς δογματικῆς (Π. Τρεμπέλα, Ἰ. Καρμίρη, Ν. Ματσοῦκα, Ν. Μητσοπούλου, Χρ. Ἀνδρούτσου, Κ. Δυοβουνιώτη).
Οὐδέποτε ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε οὔτε καί σήμερα χρησιμοποιεῖται μέ ἀποκλειστικό καί μοναδικό ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο, προκειμένου νά προσδιορισθεῖ δηλαδή ἡ φύση ἤ ἡ ἐκκλησιαστική ταυτότητα μιᾶς κοινότητας, ὅταν μάλιστα αὐτό πού καθορίζει τήν «ταυτότητα πράγματος» πρός αὐτήν τή φύση καί τό περιεχόμενο τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ ὁποιαδήποτε περιγραφική ὁρολογία ἀλλά αὐτό τοῦτο τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὡς ἐμπειρία καί βίωση (βλ. Νικόλαος ὁ Καβάσιλας : «Τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἤ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα»).Αὐτή ἡ τεχνική χρήση τοῦ ὅρου εἶναι καθαρά περιγραφική καί σημαντική (ἐκ τοῦ σημαίνω), καί χρησιμοποιεῖται στή βιβλική γραμματεία, γιά νά περιγραφεῖ ἡ σύναξη, ἡ κοινότητα ἤ ἡ συνάθροιση (τοπική ἤ περιφερειακή) (Πραξ. 11,22. 15,41. 16,5. Β΄ Κορ. 1,1. 8,1. 16,10. Γαλ. 1,2), στή δέ πατερική γραμματεία, προκειμένου νά περιγραφεῖ ἡ δομή μιᾶς κοινότητας, («καλεῖται Ἐκκλησία» : Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Τραλλιανούς 3,1). Μέ τήν ἴδια περιγραφική λειτουργικότητα χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος καί ἀπό ὅλους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Μεγ. Βασίλειος), στά Ὁμολογιακά Κείμενα τοῦ ιστ΄- ιθ΄ αἰῶνος, ὅπως καί στά συγγράμματα τῶν συγχρόνων καθηγητῶν τῆς δογματικῆς (Π. Τρεμπέλα, Ἰ. Καρμίρη, Ν. Ματσοῦκα, Ν. Μητσοπούλου, Χρ. Ἀνδρούτσου, Κ. Δυοβουνιώτη).
Ἡ ἀποφυγή ἐπίσης ἀπό τούς Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, ἑνός συγκεκριμένου ὁρισμοῦ περί τοῦ «τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία» καί ἡ περιγραφή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, μέσα ἀπό εἰκόνες (βλ. Ἰ. Καρμίρη), ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται μόνο περιγραφικά μιᾶς κατάστασης ἤ μιᾶς ἐμπειρίας καί ὄχι ὑπό τήν ἀποκλειστική χρήση γιά τόν καθορισμό τῆς οὐσίας, τῆς φύσης ἤ τόν προσδιορισμό τῆς ταυτότητος μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Μέ τόν ὅρο λοιπόν «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» δέν καθορίζεται ὡς πρός τή φύση της καμμία ἐκκλησιαστική πραγματικότητα (ὁμάδα, κοινότητα ἤ ὁμολογία) ἀλλά ἁπλά περιγράφεται ἡ ἐμπειρική βίωση μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ἑνότητας.
Ἐπιπλέον, ἡ σημαντική καί περιγραφική αὐτή χρήση τοῦ ὅρου ἔχει τό θεολογικό της ὑπόβαθρο στή μή ἀποδοχή κάποιας ὑφιστάμενης ὀντολογικῆς σχέσης ταυτότητας μεταξύ τῶν ὀνομάτων καί τῶν πραγμάτων, ὅπως αὐτή χαρακτηριστικά ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς Μεγ. Ἀθανάσιο, Μεγ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί Γρηγόριο Παλαμᾶ καί συνοδικά ἐπικυρώθηκε ἀπό τίς Ἡσυχαστικές Συνόδους. Ἀφορμή ὡς γνωστόν γι’ αὐτήν τήν πραγματική καί οὐσιαστική διάκριση μεταξύ πράγματος (φύσης καί πραγματικότητας) καί ὀνομάτων (ὅρων καί ὁρολογίας) καί τοῦ ἀποφατισμοῦ ὡς πρός τή χρήση τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας ἔδωσε ἡ αἱρετική ἀντίληψη τοῦ Εὐνομίου καί τῶν ὁπαδῶν του Εὐνομιανῶν, οἱ ὁποῖοι ταύτιζαν τήν οὐσία καί τή φύση τοῦ Θεοῦ (πρᾶγμα) μέ τούς ὅρους (ὀνόματα), καί χρησιμοποιοῦσαν τούς ὅρους αὐτούς ὄχι γιά νά περιγράψουν ἀλλά γιά νά ταυτίσουν ὀντολογικά τούς ὅρους αὐτούς πρός αὐτήν τήν οὐσία τῆς Θεότητος. Ἡ ἀντίληψή τους αὐτή ἀνάγκασε τόν Μεγ. Βασίλειο γιά πρώτη φορά, μέ τρόπο συστηματικό καί κατηγορηματικό, νά ἀπαντήσει θεολογικά, λέγοντας, ὅτι οὐδεμία σχέση ταυτότητας ὑπάρχει μεταξύ τῆς θείας οὐσίας καί πραγματικότητας πρός τά διάφορα ὀνόματα καί ὅρους πού χρησιμοποιοῦνται περιγραφικά, γιατί μία τέτοιου εἴδους ἐνδεχόμενη ταυτότητα θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ὑπάρχουν τόσες οὐσίες τοῦ Θεοῦ ὅσα καί τά χρησιμοποιούμενα ὀνόματα καί ὁρολογίες πού ἀποδίδονται σ’ Αὐτόν. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πραγματικό περιεχόμενο τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσδιορίζεται εἴτε μέ τήν χρήση ὅρων μέ τό στερητικό -α (πρβλ. Ἀρεοπαγιτικά Συγγράμματα), εἴτε μέ τήν ἀντίληψη μιᾶς θεολογικῆς γνωσιολογίας, ὅπως αὐτή ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό καί θεμελιώθηκε στόν φιλοσοφικό νομιναλισμό τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα (βλ. Ἰ. Ρωμανίδη).
Τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ, ὡς μεθόδου καί χρήσης ὅρων (ὀνομάτων) σέ σχέση πρός τά πράγματα (ὀντότητες) εἶναι ἀκριβῶς ἡ βάση ἐκείνη πάνω στήν ὁποία στηρίζεται κάθε φορά ἡ Ἐκκλησία γιά νά ἀπαντήσει θεολογικά στούς διαφόρους αἱρετικούς κάθε ἐποχῆς, ἀλλά καί ἡ δυνατότητα νά ἐπιλέξει ἀκόμη καί νέους ὅρους, (ἄγραφους ἤ καί φιλοσοφικούς) μέ σκοπό νά περιγράψει μία κατάσταση, σέ σχέση πρός τήν θεία Πραγματικότητα καί ὄχι νά τήν καθορίσει ὀντολογικά.
Ἔτσι γιά παράδειγμα ἐπιλέγει ἀπό τήν νεοπλατωνική φιλοσοφία τόν ὅρο «Ὁμοούσιος» γιά νά περιγράψει καί ὄχι γιά νά ταυτοποιήσει τήν σχέση Πατρός καί Υἱοῦ στή Θεότητα. Ἕναν ὅρο ἄγραφο, τόν ὁποῖον δέν χρησιμοποίησε κατ’ ἀποκλειστικότητα, παρόλο πού ὁ ὅρος αὐτός εἶχε καί οἰκουμενικό κῦρος (Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, 325 μ.Χ.), ἀλλά ἔδωσε τή δυνατότητα ἀντικαταστάσεώς του ἀπό ἄλλον ὅρον (Ὁμοιούσιος, βλ. Σύνοδος Ἀλεξανδρείας, 362 μ.Χ.). Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀπαραίτητος ὁ ἑξῆς προβληματισμός. Ἐάν οἱ θεολογικοί καί οἱ συνοδικοί ὅροι ἦταν ἀφενός ἀμετάβλητοι καί ἀκριβεῖς καί ἀφετέρου ταυτίζονταν ὀντολογικά μέ μία πραγματικότητα καί δέν τήν περιέγραφαν ἁπλά, πῶς εἶναι δυνατόν νά παρέχεται ἡ δυνατότητα ἀντικατάστασης ἑνός ὅρου μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο ὅρο, ὁ ὁποῖος ἐπίσης θά μποροῦσε νά περιγράψει ἤ καί νά ἐκφράσει τήν ἴδια θεία πραγματικότητα (ἐν προκειμένῳ τή σχέση δηλαδή Πατρός καί Υἱοῦ στή θεότητα); Ἐπιπλέον γιατί ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.) ἀπέφυγε νά χρησιμοποιήσει τόν ὅρο Ὁμοούσιον, κατ’ ἀποκλειστικότητα καί γιά τό ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά χρησιμοποίησε ἄλλους ὅρους (συνδοξαζόμενο – συμπροσκυνούμενο), προκειμένου νά περιγράψει τή σχέση Πατρός, Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος ;
Δέν θά πρέπει νά ξεχνᾶμε ἐπίσης ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Ὁμοούσιος» καί ἡ ἑρμηνεία του θεολογικά ταλαιπώρησε τήν Ἐκκλησία γιά 60 χρόνια (325-381 μ.Χ.) μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποφευχθεῖ τελικά ἡ χρήση του.
Ἡ ἀποφυγή αὐτῆς τῆς χρήσης μέ βάση τίς παραπάνω θεολογικές ἀρχές, πού ἐκφράστηκαν ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ συγκεκριμένη περιγραφική χρήση τοῦ ὅρου, ὡς terminus technicus, μέ τρόπο ἀποφατικό ὡς πρός τήν λειτουργία του μάλιστα ἀπό τίς Συνόδους, ἀποδεικνύει ὅτι ὅλη αὐτή ἡ συνοδική διαδικασία σχετίζεται μέ τήν ἀποφυγή μιᾶς ἀποκλειστικῆς καί ἀκριβοῦς ὁρολογίας στά συνοδικά κείμενα ὅταν μάλιστα ἡ ἀποκλειστική χρήση ὅρων δημιουργεῖ καί ἀντίστοιχες ἀμφισβητήσεις ὡς πρός τήν ἀκριβή θεολογική ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου κάθε γλωσσικῆς ἔκφρασης καί ὁρολογίας ἀπό διάφορες Συνόδους, στόν συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο.
Ἕνας ὅμως τέτοιος λειτουργικός ἀποφατισμός τῆς θεολογικῆς γλώσσας καί ὁρολογίας, ὡς πρός τή σχέση πράγματος καί ὀνόματος ἀποδεικνύει ὅτι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀντίθετη ἀντίληψη (ταυτισμός ὁρολογίας καί ὀντολογίας) δέν εἶναι θεολογική ἀλλά ἔχει καθαρά φιλοσοφικό-γνωσιολογικές ἀπαρχές, κυρίως τῆς γερμανικῆς ὀντολογικῆς σκέψης, ἐνῶ δέν συμφωνεῖ πρός τήν Πατερική καί Συνοδική παράδοση τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας κυρίως ὡς πρός τήν ἀποκλειστική χρήση θεολογικῶν ὅρων καί γλωσσῶν (βλ. Ἡ ἔριδα περί τῶν ἱερῶν γλωσσῶν).
Ὅπως λοιπόν ἀποδεικνύεται μέ ὅλα τά παραπάνω στήν παράδοση τῆς συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας, κανένας ὅρος δέν διεκδικεῖ τήν ἀποκλειστικότητα ὡς πρός τή χρήση του καί ὡς πρός τόν καθορισμό τῆς πραγματικότητας, τήν ὁποίαν ἀποκλειστικά καί μόνο περιγράφει, ὑπ’ αὐτόν δέ τόν θεολογικό ἀποφατισμό χρησιμοποιεῖται καί στά Κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ ὅρος «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι».
Ἐπιπλέον, κανένας ἐκκλησιολογικός προσδιορισμός δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ μέ τήν χρήση τῆς παρούσας ὁρολογίας, οὔτε νά καθοριστεῖ ἡ ἐκκλησιαστικότητα μιᾶς κοινότητας, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι κάθε κοινότητα αὐτοπροσδιορίζεται ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικότητάς της, τόσο ὡς πρός τή σχέση Της μέ τούς πιστούς της (κοινότητα, σύναξη), ὅσο καί ὡς πρός τή δομή της, οὐδέποτε ὅμως δέν ἑτεροπροσδιορίζεται καί μάλιστα ὅταν προσδιορίζει τίς σχέσεις της πρός ἄλλες ἐκκλησιαστικές κοινότητες ἤ πραγματικότητες.
Αὐτόν τόν ἑτεροκαθορισμό ἐσφαλμένα ἐφήρμοσε ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία γιά τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες, μέ τά Κείμενά της Dominus Jesus καί Ut unum sint. Προσπάθησε δηλαδή νά ἑτεροκαθορίσει τήν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν σέ σχέση πρός τόν ἑαυτό Της, προκειμένου νά ἐπιβεβαιώσει ἀφενός τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἐκκλησιολογίας της, ἀφετέρου δέ νά ἑδραιώσει τό παπικό πρωτεῖο. Τό ἴδιο ἐκκλησιολογικό λάθος ἐπαναλαμβάνουν καί οἱ «Οὐνιτικές» Ἐκκλησίες ὅταν ἀρνοῦνται νά αὐτοπροσδιοριστοῦν ἐκκλησιολογικά καί ἐπιδιώκουν πάντοτε σέ ἀναφορά πρός τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἐνίοτε δέ καί πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά ἀποκτήσουν τήν ἐκκλησιαστική τους ὑπόσταση καί ὀντότητα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὔτε ἀποδέχθηκε ποτέ τόν ἑτεροπροσδιορισμό Της, οὔτε ἐπεδίωξε τόν καθορισμό τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων καί πραγματικοτήτων. Μέ βάση τήν παράδοση καί τήν ἱστορική της πραγματικότητα καθορίζει μόνη Της, τά ὅριά Της γιαυτό μπορεῖ καί αὐτοπροσδιορίζεται καί ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐνῶ ἐκκλησιολογικά δέν μπορεῖ νά προσδιορίσει ἤ νά ἀπορρίψει καμμία ἄλλη ἀντίστοιχη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἔξω ἀπό τά ἐκκλησιολογικά Της ὅρια, δέχεται ἁπλά μία ὑφιστάμενη ἱστορική πραγματικότητα, τήν ὁποία ἱστορικά καί πάλι δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει.
Ἄλλως ἀκολουθῶντας ἕναν ἐκκλησιολογικό ἑτεροπροσδιορισμό εἶναι σάν νά θεωρεῖ τήν ἄλλη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα εἴτε ὡς κακέκτυπο τοῦ Ἑαυτοῦ Της, (μία δηλαδή ἐλλειματική ἐκκλησιολογία), εἴτε ὡς ἕνα τύπο οὐνιτικῆς ἐκκλησιολογίας.
Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά προβληθεῖ σέ καμμία ἄλλη ἐκκλησιαστική κοινότητα μέ τήν ὁποία δέν βρίσκεται σέ πλήρη κοινωνία καί ἑνότητα, ἔστω καί ἄν χρησιμοποιεῖ περιγραφικά γι’ αὐτήν τόν ὅρο «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι», ὅπως βεβαίως δέν μπορεῖ νά προβάλλει γιά τούς ἐκτός Αὐτῆς τόν ὁρισμό περί τοῦ «ποιός εἶναι» καί «ποιός δέν εἶναι» Ἐκκλησία.
Ὑπ’ αὐτή λοιπόν τήν παράδοση καί διδασκαλία καί μέ βάση τίς ἀρχές τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ, χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «Ἐκκλησία - Ἐκκλησίαι», ὡς terminus technicus, στήν πατερική παράδοση καί μέ τόν τρόπο αὐτόν τόν χρησιμοποιεῖ πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στά κείμενα ἐκεῖνα, μέ τά ὁποῖα περιγράφονται οἱ σχέσεις Της μέ τόν λοιπό Χριστιανικό κόσμο (βλ. Κείμενα διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, κυρίως μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, Δήλωση Τορόντο (1952) καί Τμῆμα «Πίστις καί Τάξις» τοῦ Π.Σ.Ε.).
Μέ αὐτές τίς θεολογικές προϋποθέσεις καί τίς ἀρχές τῆς πατερικῆς καί συνοδικῆς παράδοσης ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας χρησιμοποίησε τόν ὅρο «Ἐκκλησία- Ἐκκλησίαι» κυρίως στό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Ἡ ὁποιαδήποτε τροποποίηση πρώτιστα ὡς πρός τήν § 6, ὅπου ἡ ἀρχική ἔκφραση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς» τροποποιήθηκε, κατόπιν προτάσεων πού κατέθεσαν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (Ρουμανίας, Ἑλλάδος καί Κύπρου), ὡς ἑξῆς «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», ἀποδίδει διευκρινιστικά τήν παροῦσα ἑρμηνευτική ἀπόδοση χωρίς νά υἱοθετεῖ διαφοροποίηση ὡς πρός τήν περιγραφική χρήση τοῦ ὅρου, ἐνῶ συγχρόνως μέ τήν παροῦσα τροποποίηση ἐπιτεύχθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἡ ὁμόφωνη συμφωνία τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Μέ τήν παροῦσα ἑρμηνευτική διόρθωση δέν ἀναγνωρίζεται ὀντολογικά ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν ἀλλά περιγράφεται ὁ τρόπος ἀναγνώρισής τους τόσο ὡς πρός τήν ἱστορική τους παρουσία καί ὑπόσταση, ὅσο καί ὡς «ἑτεροδόξων», ὅρο μέ τόν ὁποῖον τονίζεται ἐπιπλέον καί ἡ ὁποιαδήποτε διαφοροποίησή τους σέ σχέση πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί σέ ἀναφορά πρός αὐτήν τήν Ἀλήθεια.
Ἡ ὑφιστάμενη ἱστορική ὀνομασία εἶναι ἀδιαμφισβήτητη, γιά τή Ρωμαιοκαθολική, Παλαιοκαθολική, Ἀντιχαλκηδόνια καί Ἀγγλικανική Ἐκκλησία, ἐνῶ συγχρόνως τονίζεται ὅτι πέραν τῆς παρούσας ἱστορικῆς ὀνομασίας ὑπάρχει καί ἡ ὁποιαδήποτε ἑτερόδοξη διαφοροποίηση ὡς πρός τήν διαφορετική ἀντίληψη καί ὡς πρός αὐτήν τήν Ἀλήθεια καί τήν Παράδοση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀντιθετικότητα μεταξύ ἱστορικότητας καί περιεχομένου τῆς Ἀλήθειας εἶναι πού δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο νά ἐκφρασθεῖ μέ τόν ὅρο «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» ὁποιαδήποτε πρόθεση ἤ ἀντίληψη «ταυτότητα πράγματος».
Πρόβλημα θά ὑφίστατο, καί ἐκεῖ θά ἔπρεπε νά προβληματιστοῦμε, ἐάν ὑπῆρχε ταυτότητα πρός τά ὀνόματα καί δέν δηλοῦτο ἡ διαφοροποίηση ὡς πρός τά πράγματα.
Ἐπίσης ἡ ἱστορική ὕπαρξη τῶν λοιπῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν δέν προδικάζει καμμία σχέση ταυτότητας ἀλλά τονίζει τήν διαφοροποίηση χωρίς νά ἀμφισβητεῖ τήν ἱστορικότητά τους ὡς ἑτεροδόξων. Τό σχῆμα αὐτό ὑφίστατο μέσα στήν διαχρονία τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἱστορική παρουσία τῶν διαφόρων σχισματικῶν καί τῶν αἱρετικῶν ὁμάδων καί κοινοτήτων ἐγνωσμένων μέν ὡς «Ἐκκλησιῶν», διαφοροποιουμένων δέ ἐξαιτίας τῆς ἑτεροδοξίας τους ἤ τῆς ἀπόσχισής τους (βλ. «Καθολική Ἐκκλησία» τῶν Δονατιστῶν. Αὐτή δέ τήν οὐσιαστική διαφοροποίηση ὑποδηλώνει καί ἡ ἄλλη ἰσχυρή ὡς πρός τόν ὅρο «ἑτερόδοξοι» ἔκφραση τῶν «μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς», γιατί σημασία δέν ἔχουν τά ὀνόματα ἀλλά ἡ ὑφιστάμενη ἐν κοινωνίᾳ ἤ μή σχέση στά ὅρια μιᾶς ἐκκλησιαστικότητας. Μία ταυτότητα στήν πίστη χωρίς κοινωνία ὁδηγεῖ σέ μία ἀνυπόστατη ἑνότητα (πρβλ. Παλαιοημερολογῖτες) καί μία ἔλλειψη ταυτότητας στή πίστη συνεπάγεται ἀναγκαστικά κατάσταση ἀκοινωνησίας καί ἀνυπαρξία ἑνότητας (πρβλ. αἱρετικούς).
Ὁποιαδήποτε λοιπόν προσπάθεια ἀμαύρωσης τοῦ ἔργου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ βάση τά γνωστά ἐμφυολογήματα περί ἀναγνώρισης ὀντολογικῆς ἐκκλησιαστικότητας σέ ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές κοινότητες, πέραν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, εἶναι μετέωρα καί ἀποτελοῦν ἁπλᾶ ἰδεολογήματα, τά ὁποῖα δέν βρίσκουν ἔρεισμα οὔτε στήν σύγχρονη πραγματικότητα, οὔτε στήν συνοδική παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων Της.
Ἡ προβολή τέλος τῶν ὁποιωνδήποτε ἐπιφυλάξεων (θετικῶν ἤ ἀρνητικῶν) ἤ παρερμηνειῶν, ὡς πρός τή χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι» κυρίως στό παραπάνω Κείμενο, δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἀποκλειστικά καί μόνο τό μοναδικό ἀξιολογικό κριτήριο γιά τή συνολική θεώρηση τοῦ θετικοῦ ἔργου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οὔτε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἐπειδή ὑφίσταται μονομερής θεολογικός προβληματισμός γιά τή χρήση τοῦ συγκεκριμένου ὅρου, νά ἐξομοιώσουμε ἤ νά παραλληλίσουμε τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο πρός κάθε ἄλλη ἀντίληψη περί δῆθεν «ληστρικῆς» συνοδικότητας, προσδίδοντες μάλιστα σέ αὐτήν καί ἔλλειμμα ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας μέ τήν μέθοδο τῆς ἰσοπέδωσης.
Πηγή: ΑΜΕΝ
ΣΧΟΛΙΟ:Αυτό είναι τό εκκλησιαστικό Φαρμακονήσι καί δέν είναι χριστιανικό.
Θά επανέλθουμε στό θέμα σύντομα, παρότι δέν μετρά πλέον η ορθή Πίστη.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου