Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (21)-Η νέα αίρεση

Συνέχεια από Τρίτη, 29Αυγούστου 2017

                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987

                                                      3.   M Ε Σ Α Ι Ω Ν Α Σ
                                                              ( συνέχεια )
Είμστε καλά ή τόχουμε χαμένο;
        Ολόκληρη η ‘ένταση’ μεταξύ μιας στοχαστικής εννοιολογικής ενότητας και μιας πραγματικής, ολοένα και μεγαλύτερης διαφορετικότητας, εκφράζεται στη διατύπωση του Duns Scotus με πληρότητα (σ.σ.: Πρβλ. εδώ τα έργα τών Heribert Mȕhlen, Sein und Person nach Johannes Scotus. Beitrag zur Grundlegung einer Metaphysik der Person – Goelde, Werl 1954 – και Etienne Gilson, Jean Duns Scot, Introduction à ses positions fondamentales – Vrin, Paris 1952). Η ανέκφραστη μοναδικότητα του προσώπου (Person) οδηγείται στα άκρα, καθώς υπολογίζεται, όπως αναφέραμε, ακόμα και στην ουσιαστική τάξη η «ενθαδικότητα» (haecceitas, Diesheit), και παραμένει έτσι απολύτως μοναδικό (ultima solitude) το πρόσωπο. Ενώ ριζοσπαστικοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο η “ex-sistentia” του Richard, ώστε να αντιλαμβανόμαστε ως relatio (αναφερόμενο…) το ίδιο το Είναι, με το οποίο και αποκτά ύπαρξη το πρόσωπο, ως την τάση δηλ. της (μέχρι την «ενθαδικότητα» προωθούμενης δυνατής) ουσίας προς ύπαρξη στο πεδίο τής Δημιουργίας, και ως την πραγματοποίηση της ύψιστα πραγματικής θεїκής ουσίας στις διάφορες λογικές πρωταρχικές σχέσεις στο θεїκό επίπεδο. Και αντιλαμβανόμαστε από εδώ το ότι μπορεί να μιλά, πέρα κι απ’ την (εντελώς πραγματική!) αναλογία μεταξύ Θεού και Δημιουργήματος, μ’ έναν «δευτερεύοντα σκοπό» (που δεν αφορά στο ‘πράγμα’, αλλά μόνο στις έννοιες), για μια ‘μονοσημαντότητα’ (Univozität - ;) (πέρα απ’ τη «θεολογική διαφορά» Θεού και δημιουργήματος) τόσο τού Είναι όσο και των Προσώπων στον Θεό και στο Δημιούργημα ο Scotus.
        Εξετάζοντας συνοπτικά τις προσπάθειες του Μεσαίωνα, να προσδιορίση εγγύτερα σε αναφορά προς τον Θεό και ιδιαιτέρως προς το Πνεύμα το Πρόσωπο, αναγνωρίζουμε ότι εισήλθε σ’ ένα καινούργιο στάδιο όσον αφορά την «εκπόρευση» (“ekporeusis”) το “ignorabimus” (το «άγνωστο» και «άδηλο»…) των Πατέρων (της «πατριστικής», Patristik…). Ισχύει για ολόκληρη (sic…) τη χριστιανική θεολογία, ότι μπορούμε να μιλήσουμε (να καταθέσουμε μαρτυρία…) μόνο μέσα απ’ την οικονομική για την ενυπάρχουσα (immanent, ‘εμπειρική’,"αίδιο"…) Αγία Τριάδα. Η κεντρική κατάκτηση της Πατριστικής ήταν η απόδειξη, ότι δεν μπορεί να είναι στη βάση της οικονομικής του ‘αποστολής’, να ερμηνεύη παρέχοντας γνήσια θεїκά χαρίσματα, τον Χριστό στους ανθρώπους, παρά μόνον Θεός το ίδιο το Πνεύμα· ενώ αποκρούσθηκε κατηγορηματικά κάθε πρόθεση εξήγησης του προσωπικού του τρόπου υπάρξεως. Ο Μεσαίωνας, πορευόμενος τον ίδιον δρόμο απ’ την Οικονομία στη Θεολογία, φωτίζει λοιπόν την ήδη υπονοούμενη  (( ! ))  πατερική άποψη πλήρως: ότι δεν μπορεί δηλ. να υπαχθή κάτω από καμμιά γενικήν έννοια ο «τρόπος υπάρξεως» (“tropos hyparxeos”) των θεїκών Προσώπων, ενώ δεν μπορεί να γίνη επιπλέον αντιληπτή εννοιολογικά η ήδη δημιουργημένη προσωπικότητα. Φάνηκε ωστόσο να έχη ανοίξει, με το “imago trinitatis in mente” («τριαδική εικόνα στον νου»…), έναν καινούργιον, και πολλά υποσχόμενον δρόμο απ’ την Οικονομία ο Αυγουστίνος, καθώς βεβαιώθηκε έτσι η προέλευση “ab utroque” («εξ αμφοτέρων»!...) του Πνεύματος, ενώ κατέστη προφανής και η ‘φύση’ του (Wesen) ως “amor personalis” («προσωπική αγάπη»…) και ως “donum” («δώρο»…) (και ως “donabile” και “donandum” για τον κόσμο), αφού μαρτυρείται (γεννιέται…) και προσωποποιείται ως σημείο τής γνώσεως σύμφωνα μ’ αυτήν την “imago” («εικόνα»…) ο Λόγος (Logos), ενώ προέρχεται (εκπορεύεται…) ως σημείο τής θέλησης, της “liberalitas” («ελευθεριότητας», «φιλοδωρίας»…) και της «αγάπης» το Πνεύμα. Παρατέθηκαν όμως ήδη στη «Θεο-λογική ΙΙ» ‘στοχασμοί’ ενάντια σ’ αυτήν τη μεταφορά τής ψυχολογίας τού Πλάσματος στον Θεό, τους οποίους ‘στοχασμούς’ επιτείνει η διεκπεραίωση αυτής τής μεταφοράς και στον Μεσαίωνα.  Μπορεί να εκτιμηθή βέβαια απ’ τη μια πλευρά η ‘παράδοση’ του Υιού απ’ τον Πατέρα ως το ύψιστό του δώρο (donum) στον κόσμο, και να κατανοηθή έτσι και η ‘ενδο-θεїκή’ γέννηση του Υιού ως μια πράξη τής απόλυτης αγάπης (είδαμε στη «Θεο-λογική ΙΙ», ότι δεν μπορεί να γεννά τον Υιό, για να γνωσθή, αλλά ούτε και επειδή γνωρίζεται ο Πατήρ)   (( Σημ. τ. μετ.: Εφιάλτης, μέσα στον οποίον βρίσκεται αδιέξοδα εμπλεγμένη ολόκληρη η Δύση, και ολόκληρος δυστυχώς ο κόσμος που την εμπιστεύθηκε και της ‘παραδόθηκε’… )) . Ενώ περιγράφεται απ’ την άλλην πλευρά ολόκληρο γενικά το έργο τού Πνεύματος ως ένα έργο «κατανόησης» εκείνου που μας δώρησε με τον Υιό ο Πατήρ (Α’ Κορ. 2, 12), και υπηρετεί μονοσήμαντα ολόκληρη η «εισαγωγή» στη θεїκή φύση, αλλά και όλα όσα περιγράφονται ως το δωρούμενο απ’ το Πνεύμα “sapere” («γεύεσθαι»…), “sentire” («αισθάνεσθαι»…), “praegustare” («προγεύεσθαι»…), ή ως «η γεύση και η εμπειρία τών πραγμάτων από μέσα» στη σχολή τού Βερνάρδου, την «εισαγωγή σε όλην την αλήθεια» (Ιωάν. 16, 13), ισχυροποιώντας άρα τη βασική μας θέση. Το επιβεβαιώνει δε αυτό η τονισμένη γενικά απ’ τον Μεσαίωνα συνάρτηση ανάμεσα σ’ αυτό το αγαπητικό “sapere” («γεύεσθαι»…) με την για πρώτη φορά πραγματικά κατανοούσα “sapientia” («σοφία»…) – τον βασικό προσδιορισμό  τής απαντώσας στη φανέρωση του Θεού «θεολογίας». Και οδηγείται έτσι αυτή η εποχή, που ‘νόμιζε’ πως έπρεπε να παραμείνη τυπικά, εντελώς στην αυγουστίνεια imago και τις τριαδικές της συνέπειες, αφ’ εαυτής πέρα απ’ την ίδια της την ‘άποψη’, κάτι που γίνεται σαφές και σε ολόκληρη την προβληματική (ανάμεσα στον Μποναβεντούρα και τον Θωμά Ακινάτη) για το πρωτείο τής γνώσης ή τής αγάπης   (( Σημ. τ. μετ.: Οι άνθρωποι έχουν ‘πάθος’ προτεραιότητας, ταξινόμησης, υποταγής και εξουσίας· δεν έχουν ‘ψυχή’… )) . Καθώς υπηρετούν και τα τόσο μεγαλοφυώς ταξινομημένα απ’ τον Θωμά επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, όλα κατ’ αυτόν στο να εμπνεύσουν ένα θεїκό και αγαπητικό «ένστικτο» (“instictus” ≈ ορμή, κέντηση, παροξυσμός…) στις γνωστικές μας δυνάμεις, με σκοπό να ‘εξομοιώση’ μέσα μας τα μυστικά τής πίστεως και τη στάση μας ως πιστών με το μυστήριο (Mysterium), ενώ δεν εγκαταλείπει και η “excessus” («έξοδος», «εκχώρηση»…) της αγάπης τη λογική (την ‘κρίση’, την κατανόηση…), αλλά δηλώνει ταυτόχρονα την ύψιστη μορφή τής “intelligentia” («νόησης» ή «γνώσης»…) στον Μποναβεντούρα.
       Θ α ήταν ανόητο, να καταγγείλουμε τον σχολαστικισμό (Scholastik), που ερευνά τις επιδράσεις τών χαρισμάτων τού Πνεύματος στον άνθρωπο και ασχολείται έτσι εγγύτερα με τα ερωτήματα της Χάριτος, ότι «ξεχνά» γι’ αυτόν τον λόγο «το Πνεύμα» (για «λησμοσύνη του Πνεύματος»…), ή και να τον κατηγορήσουμε, όταν ιχνηλατή τη μαρτυρούμενη στη Γραφή ποικιλία τών επιδράσεων του Πνεύματος ως ερμηνευτή, για «πτώχευση» απέναντι στους Πατέρες, για διασκορπισμό (τού πλούτου;…) και για «παραμέληση του τρίτου άρθρου τής πίστεως». Τον δικαιώνει (εξάλλου…) η διάδοση των ‘οικονομικών’ (άρα και ανθρωπολογικών) απόψεων. Στην εποχή που ακολουθεί επεκτείνεται και το ερώτημα για τη μυστηριώδη προσωπικότητα του Πνεύματος. Και μπορούμε να σημειώσουμε εκ των προτέρων τον τόπο, απ’ όπου και θα ξεκινήση ένας περαιτέρω στοχασμός γι’ αυτήν την προσωπικότητα: είναι το σημείο, όπου μπορεί μεν να παρατηρηθή «κατ’ αναλογίαν μιας ενώσεως στο Εμείς» η αμοιβαία αγάπη ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, που δεν συνιστά ωστόσο  ακόμα το πρόσωπο του Πνεύματος, συνιστώντας το τόσο λίγο μάλιστα, όπως δεν συνιστά – αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την εικόνα απ’ τη Δημιουργία – η ένωση των γονέων ήδη το παιδί. Πρέπει μάλλον να πούμε, πως «γεννούν ο Πατέρας και ο Υιός σε μιαν αυστηρά κοινή τους πράξη (Wir-Akt, πράξη τού Εμείς…) ως εκείνο το ενδο-θεїκό ‘Εσύ’ το Άγιο Πνεύμα, προς το οποίο και από κοινού και ταυτόχρονα σχετίζονται». Το οποίο και εκφράζεται ως εξής ‘σχολαστικά’: «Δεν είναι ένα ιδιαίτερο πρόσωπο… η spiratio activa (ενεργητική αναπνοή ή πνεύμα…)», είναι όμως βέβαια «η γενόμενη πρόσωπο κοινή πράξη τού Πατρός και του Υιού… η spiratio passiva». Που σημαίνει ότι είναι ταυτόχρονα και τα δυό το πρόσωπο του Πνεύματος: και η αγάπη ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, που είναι πρωταρχικά φυσική (κατά τον Θωμά), επειδή δεν συμβαίνει καμμιά σχετική αντίθεση ή αντίσταση εδώ – αλλά και ο προερχόμενος απ’ αυτήν την αγάπη καρπός και πιστοποίηση της αγάπης (όπως αποδεικνύει, ότι συνενώθηκαν στην αγάπη ο πατέρας και η μητέρα, το παιδί). Και γίνεται ορατή η ήδη προηγουμένως αναφερθείσα μυστηριώδης συγγένεια θεїκής φύσης και Αγίου Πνεύματος στην πρώτην ‘άποψη’, αλλά και η προσωπική αυτοτέλεια  (( ! ))  του Πνεύματος εντός τής κοινής φύσεως στη δεύτερη. Και εκφράζει έτσι ταυτόχρονα  το «υποκειμενικώτατο» της θεїκής αγάπης – όντας και ο «αντικειμενικός» μάρτυρας αυτής τής «υποκειμενικής» αγάπης μεταξύ Πατρός και Υιού το Πνεύμα   (( Σχεδόν βιβλίο γραμματικής… )) . Συνιστώντας ως η ενότητα και των δυό, τον προκαθορισμένο, όπως θα δείξουμε στα επόμενα κεφάλαια, εξηγητή-ερμηνευτή τής θεїκής αποκάλυψης- φανέρωσης, εισάγοντάς μας μάλιστα ‘εσωτερικά’ σ’ αυτήν. 
        (( Σημ. τ. μετ.: Είναι τραγική η αλλοίωση του Πνεύματος της Αληθείας, αλλοίωση που καταστρέφει όλην την Οικονομία τής Σωτηρίας μας διά τής Μετανοίας… Ο άνθρωπος παραμένει αγέρωχος και σίγουρος ότι ο Θεός μάς υπηρετεί, χωρίς καν να αναγνωρίσουμε εμείς την Πτώση μας… Βρισκόμαστε απείρως μακριά, όχι μόνον απ’ την αληθινή Εκκλησία, αλλά κι απ’ την ελληνική, και μόνη πραγματική φιλοσοφία… Αυτός ο ‘σύγχρονος’ άνθρωπος προχωρά πλέον πλησίστιος προς την τελική του αυτο-καταστροφή… - Λέγεται στο «Γεροντικό»: «Είπε ο Αββάς Λογγίνος στον Αββά Ακάκιο: “Η γυναίκα τότε καταλαβαίνει ότι έπιασε παιδί, όταν σταματήση το αίμα της. Έτσι λοιπόν και η ψυχή, τότε καταλαβαίνει ότι έχει μέσα της Πνεύμα Άγιο, όταν σταματήσουν τα πάθη, όπου ρέουν απ’ αυτήν κάτω. Όσο όμως είναι στην επιρροή τους, πώς μπορεί να κενοδοξή ότι είναι δήθεν απαθής; Δίνοντας αίμα, παίρνεις πνεύμα”». … Μόνον έτσι μπορούμε να ‘πορευτούμε’… ))



        ( συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο: «Σύγχρονη εποχή» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: