Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Αγιότητα, άσκηση, ευχαριστία, θεολογική σκέψη κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ζηζιούλα και τον π. Ρωμανίδη (3)

Δευτερεύουσα Μεταπτυχιακή Εργασία Α΄ έτους
Θέμα: Αγιότητα, άσκηση, ευχαριστία, θεολογική σκέψη κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ζηζιούλα και  τον π. Ρωμανίδη


Φοιτητής : Γεώργιος Η. Μπόρας
Α.Μ.: 1619
Διδάσκων: Χρ. Σταμούλης 

Θεσσαλονίκη 2012

Β. Θέσεις του π. Ιωάννη Ρωμανίδη

1. Θεραπευτική εκκλησιολογία
       Κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη η Ορθοδοξία δεν είναι πολιτικό ή κοινωνικό σύστημα διότι αναφέρεται στην προσωπική σωτηρία του ανθρώπου, δηλαδή στην σωτηρία της ψυχής του. Βέβαια, μέσα στην Ορθοδοξία υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί πολιτισμός. Όμως η Ορθοδοξία δεν είναι πολιτισμός. Η Ορθοδοξία δεν είναι ούτε θρησκεία ή τουλάχιστον δεν είναι μία θρησκεία όπως όλες οι άλλες. Ξεχωρίζει εξαιτίας ενός μοναδικού φαινομένου, που δεν υπάρχει στις άλλες θρησκείες. Αυτό είναι ανθρωπολογικό και θεραπευτικό. Η Ορθόδοξη παράδοση προσφέρει μέθοδο θεραπείας του «νου» του ανθρώπου, δηλαδή της ψυχής του[1]. Η θεραπεία της ψυχής του ανθρώπου είναι η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όμως τι είναι αυτό που χαρακτηρίζεται ως νους; Ο π. Ρωμανίδης μας λέει ότι: η Εκκλησία πάντοτε θεράπευε τον χώρο της ψυχής. Είχε διαπιστώσει, από την Εβραϊκή παράδοση και από τον ίδιο τον Χριστό και τους Αποστόλους, ότι στον χώρο της φυσικής καρδιάς λειτουργεί κάτι, που οι Πατέρες ονόμασαν «νουν». Πήραν δηλαδή τον παραδοσιακό «νουν», που σημαίνει διάνοια και λόγος, και έκαναν μία διαφοροποίηση. Ονόμασαν «νουν» αυτήν την νοερά ενέργεια, η οποία λειτουργεί στην καρδιά του υγιούς ψυχικά ανθρώπου[2]. Δεν γνωρίζουμε πότε έγινε αυτή η διαφοροποίηση, διότι συμβαίνει επίσης μερικοί Πατέρες να ονομάζουν με την ίδια λέξη, «νουν», και την λογική αλλά και την νοερά ενέργεια, όταν αυτή κατεβαίνει και λειτουργεί στον χώρο της καρδιάς. Σε αυτή την περίπτωση η νοερά ενέργεια είναι μία και μόνη ενέργεια της ψυχής, η οποία στον μεν εγκέφαλο λειτουργεί ως λογική, η ίδια όμως λειτουργεί συγχρόνως και στην καρδιά ως νους. Δηλαδή το ίδιο όργανο, ο νους, προσεύχεται αδιάλειπτα στην καρδιά, σε όσους έχουν αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή, και συγχρόνως σκέπτεται. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι πρέπει να γίνει μια προσπάθεια ορισμού του ψυχικά υγιούς ανθρώπου διότι η όλη λειτουργία της νοεράς ενέργειας είναι υπόθεση που αφορά έναν τέτοιο άνθρωπο. Κατά τους Πατέρες ο κάθε άνθρωπος είναι ψυχοπαθής. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος σχιζοφρενής για να είναι ψυχοπαθής. Ο ορισμός της ψυχοπάθειας, από πατερικής απόψεως, είναι ότι αυτή υπάρχει σ’ εκείνο τον άνθρωπο, στο εσωτερικό του οποίου δεν λειτουργεί σωστά η νοερά ενέργεια. Όταν δηλαδή ο νους του ανθρώπου είναι γεμάτος από λογισμούς, όχι μόνο κακούς λογισμούς, αλλά και καλούς λογισμούς. Όποιος έχει λογισμούς, καλούς ή κακούς μέσα στην καρδιά του, αυτός ο άνθρωπος από πατερικής απόψεως είναι ψυχοπαθής. Ας είναι οι λογισμοί αυτοί ηθικοί, ακόμη και ηθικότατοι, ανήθικοι ή οτιδήποτε άλλο. Δηλαδή, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, όποιος δεν έχει καθαρίσει την ψυχή από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε κατάσταση φωτισμού, με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, είναι ψυχοπαθής. Όχι όμως με την έννοια της Ψυχιατρικής. Ο ψυχοπαθής για τον ψυχίατρο είναι κάτι διαφορετικό. Είναι εκείνος που πάσχει από ψύχωση, είναι ο σχιζοφρενής.
 Όλες οι ακολουθίες καθώς και η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας αναφέρονται κυρίως σε τρεις πνευματικές καταστάσεις: στην κάθαρση από τα πάθη της ψυχής και του σώματος, στον φωτισμό του νου του ανθρώπου από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, και στην θέωση της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου[3]. Ο ψυχικά υγιής άνθρωπος είναι, λοιπόν, ο βαπτισμένος και καθαρμένος και φωτισμένος. Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να θεραπεύσει τον άνθρωπο από την πνευματική ασθένεια που προέκυψε από την Πτώση (αυτή η πνευματική αρρώστια χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση της ευδαιμονίας) και να του δώσει τη δυνατότητα να γνωρίσει τον Θεό. Η θεραπεία αυτή έχει τρία στάδια, την κάθαρση, τον φωτισμό κα την θέωση. Η θέωση, δηλαδή η θεοπτία, είναι η εγγύηση της θεραπείας, της πλήρους θεραπείας. Αυτή η θεραπευτική μέθοδος, η θεραπευτική αγωγή, που προσφέρει η Ορθόδοξη παράδοση, παραδίδεται από γενεά σε γενεά με φορείς ανθρώπους, οι οποίοι έφτασαν στον φωτισμό και στην θέωση και έγιναν θεραπευτές για τους άλλους. Δεν είναι δηλαδή απλή μεταβίβαση γνώσεων από τα βιβλία, αλλά μεταβίβαση και διαδοχή εμπειρίας, της εμπειρίας του φωτισμού και της εμπειρίας της θεώσεως. Πρέπει όμως ο θεραπευτής να έχει ορθή κατεύθυνση στην θεραπεία της νοεράς ενέργειας και να είναι σε θέση να μαρτυρεί ότι: μεταξύ αφενός του άκτιστου Θεού και των άκτιστων ενεργειών Του και αφετέρου των κτισμάτων Του, ουδεμία ομοιότης υπάρχει και ότι «Θεόν φράσαι ἁδύνατον, νοῆσαι δε ἁδυνατώτερον», (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος)[4]. Με βάση αυτές τις παραδοχές είναι δυνατόν κανείς να αποφύγει την πλάνη και την υποταγή σε δαιμονικές θεωρίες. Στη φυσική της κατάσταση η νοερά ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή της πείνας, της δίψας, του ύπνου, του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως (δηλαδή του φόβου του θανάτου), ώστε να είναι αδιάβλητα. Στη νοσούσα κατάσταση τα πάθη γίνονται διαβλητά και σε συνδυασμό με την αχαλίνωτη φαντασία, δημιουργούν θρησκείες ή διανοούνται την σωτηρία της ψυχής με υλικά μέσα ή αναλίσκονται στην καθ’ αυτού ευδαιμονία. Είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος που θεραπεύει τη νόσο. Το Άγιο Πνεύμα μεταβάλλει την ιδιοτελή αγάπη σε αγάπη που «ου ζητεί τα εαυτής». Η κορύφωση της θεραπείας είναι ο δοξασμός του ανθρώπου, δηλαδή η κατά χάριν θέωση του ανθρώπου και η μετοχή στα μυστήρια του Θεού[5]. Ο π. Ρωμανιδης δίνει μια προτεραιότητα στην ησυχαστική παράδοση και το ασκητικό βίωμα. Σκοπός του Ησυχασμού είναι η κάθαρση της καρδιάς και του νου από τα πάθη (μεταβολή των διαβλητών παθών σε αδιάβλητα) και από τους λογισμούς (όλους, καλούς και κακούς) αντίστοιχα,. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται πατερικά: θεραπεία, διότι μέσω αυτής θεραπεύεται ο νους και ανακτά τη φυσική λειτουργία του. Η ησυχαστική παράδοση, λοιπόν, διαφυλάττει την οδό της θεραπείας του ψυχικά αρρώστου ανθρώπου. Ο Ησυχασμός ταυτιζόμενος ακριβώς με αυτό που περικλείει και εκφράζει ο όρος Ορθοδοξία, ως ζωή εν Aγίω Πνεύματι, συνιστά την πεμπτουσία της εκκλησιαστικής παράδοσης. Ορθοδοξία έξω από την ησυχαστική παράδοση είναι αδιανόητη και ανύπαρκτη. Η ησυχαστική δε πρακτική, τονίζει, είναι η «λυδία λίθος» για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητας. Ο Ησυχασμός, ανταποκρινόμενος στον σκοπό της παρουσίας της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού στον κόσμο, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η κατ’ εξοχή «ασκητική θεραπευτική αγωγή». Αναφερόμενος στις Οικουμενικές συνόδους σημειώνει ότι ο μόνος σκοπός της διατυπώσεως των δογμάτων από Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους ήταν και είναι η διαφύλαξη των πιστών εντός της θεραπευτικής αυτής αγωγής της κάθαρσης και του φωτισμού της καρδιάς και της θεώσεως[6].
Σχολιάζοντας τα παραπάνω, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς τον κίνδυνο που ενέχει η αυτονόμηση της ησυχαστικής παράδοσης από το Κυριακό Σώμα. Εάν το υποκείμενο λογισθεί ως ο βασικός συντελεστής που οδηγεί το «είναι» του στην θέα του Θεού, κι αυτό μέσα από την αναφερθείσα θεραπευτική μέθοδο, θα ήταν παρακινδυνευμένο το αποτέλεσμα της θεραπείας. Ένας ιδιαίτερος ελιτισμός ελλοχεύει στον υπερτονισμό της θεραπευτικής εκκλησιολογίας. Κι αυτό διότι οι θεωμένοι ή χαρισματούχοι φαίνεται να έχουν μια προτεραιότητα έναντι της όλης μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας. Και δεν θα μπορούσε κανείς να αντιτεθεί στην δράση του Αγίου Πνεύματος (του να χαριτώσει τον αγωνιστή)  αλλά οφείλουμε να τονίσουμε ότι τα ιδιαίτερα αυτά άνθη του αμπελώνα του Κυρίου δεν είναι παρά τα μέλη του Σώματος του Κυρίου. Είναι κλήματα της μιας αμπέλου και ως εκ τούτου και μέλη του Κυριακού Σώματος. Οποιαδήποτε θεώρηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη ότι ο Κύριος είναι ο αγιάζων, ο προσφέρων και προσφερόμενος τα δε λογικά πρόβατα είναι τα δικά του πρόβατα. Δεν πρέπει δε να μας διαφεύγει το γεγονός ότι πολλές από τις κινήσεις που υπερτονίζανε τη χαρισματική διάσταση της ζωής της Εκκλησίας, ήταν κινήσεις ελλιπείς και μονοδιάστατες. Οδήγησαν, το σύνολο αυτών, σε σχίσματα και αιρέσεις. Οφείλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα που γεννάται: η μυστηριακή ή η ασκητική παράδοση είναι η οδός ή η σύνθεση και των δύο; Δεν είναι δόκιμο να μιλήσουμε για σύνθεση μυστηριακής και ασκητικής ζωής, διότι εισάγουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο στεγανά στο Μυστήριο της Εκκλησίας. Διαφαίνεται μια οριακή γραμμή ανάμεσα σε πράγματα τα οποία δεν έχουν διαλεκτική σχέση, αλλά είναι έκφραση του μυστηρίου της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου και οπωσδήποτε είναι έκφραση ενότητας και όχι αντιθέσεως. Σε κάθε περίπτωση η ερμηνευτική αυτή προσπάθεια, κατά βάση ακαδημαϊκή και λογοκρατούμενη, στην ουσία στεγανοποιεί τα συγκοινωνούντα ή καλύτερα τα μεμιγμένα. Η μυστηριακή ζωή είναι ζωή ασκήσεως και προσευχής και η ασκητική ζωή είναι ζωή προσευχόμενη κοινωνούσα τα μυστήρια. Αν το ποθούμενο είναι η ένωση με τον Χριστό, όπως τονίζει ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας τότε το Βάπτισμα μας εισάγει στην Εκκλησία, το Χρίσμα μας δίνει τα χαρίσματα η Θεία Ευχαριστία, συνεργία δική μας, μας διατηρεί[7]. Που μας διατηρεί; «Θεόν ζώντα» λατρεύουμε άρα μας διατηρεί ζωντανά μέλη Θεού ζώντος και ενανθρωπήσαντος[8].      Συνεχίζεται

Σημειώσεις



[1]π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 10. 
[2] π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 11.
[3]π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 11.
[4] π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 11.
[5] π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 12.
[6] π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 37.
[7] Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας,  Περί της εν Χριστώ ζωής , Λόγος Δ΄, 3.
[8] Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας,  Περί της εν Χριστώ ζωής , Λόγος Δ΄, 37.

Δεν υπάρχουν σχόλια: