ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΜΙΑΣ ΗΘΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
IV. Η τεχνολογία ως «αποστολή» τής ανθρωπότητας
1. Ο homo faber ‘πάνω’ απ’ τον homo sapiens
Σταθμίζοντας με αυστηρά ‘εσω-ανθρώπινα’ μέτρα τα πράγματα, συναντάμε και μιαν ακόμα ηθική άποψη στην ανάπτυξη της ‘τέχνης’ (techne), πέρα απ’ τους πραγματιστικά περιορισμένους σκοπούς προηγουμένων εποχών. Η τεχνική ήταν τότε ένας απαραίτητος ‘φόρος’, ένα τίμημα για την αναγκαιότητα, κι όχι ο επιλεγμένος στόχος τής ανθρωπότητας – ένα μέσον, που αναλογούσε τελικά σε καλώς προσδιορισμένους και κοντινούς σκοπούς και στόχους. Σήμερα μετατράπηκε όμως, με τη μορφή τής σύγχρονης τεχνικής (Technik), σε μιαν ατέλειωτη ορμή ΄προόδου’ η ‘τέχνη’, στο πιο σημαντικό εγχείρημα του ανθρώπινου είδους, προσπαθώντας να πιστέψουμε μάλιστα, πως βρίσκεται σ’ αυτές τις αλλεπάλληλες κινήσεις προς τα ‘εμπρός’ η αποστολή τού ανθρώπου, και πως θα επιτύχουμε τη μέγιστη κυριότητα πάνω στα πράγματα και πάνω σε μας τους ίδιους εκπληρώνοντας αυτόν τον προορισμό μας! Δηλώνει έτσι ο θρίαμβος του homo faber στο ‘εξωτερικό’ του αντικείμενο κι έναν θρίαμβο στην εσωτερική κατάσταση του homo sapiens, για τον οποίον δεν αποτελούσε ωστόσο κάποτε παρά έναν ‘υπηρέτη’! Καταλαμβάνει δηλαδή, ακόμα και ανεξάρτητα απ’ τα αντικειμενικά της έργα, μιαν κεντρική ηθική σημασία στην υποκειμενική ανθρώπινη ζωή η τεχνολογία. Η σωρευτική της δημιουργία (το ένα ‘έργο’ πάνω στο άλλο…), το συνεχώς επεκτεινόμενο δηλ. τεχνητό περιβάλλον, ενισχύει διαρκώς εκείνες τις ιδιαίτερες δυνάμεις, οι οποίες και το δημιούργησαν: αυτό που ήδη δημιουργήθηκε εξαναγκάζει σε συνεχείς ‘εφευρέσεις’, που θα το διατηρήσουν και θα το εξελίξουν, και ‘ανταμοίβει’ με ολοένα και μεγαλύτερη ‘επιτυχία’ – η οποία και αυξάνει συνεχώς τις απαιτήσεις! Αυτό το θετικό feed-back λειτουργικής αναγκαιότητας και ανταμοιβής – που τον δυναμισμό του τον τροφοδοτεί και η υπερηφάνεια για τις επιδόσεις – τρέφει και την αυξανόμενη υπεροχή μιας πλευράς τής ανθρώπινης φύσης πάνω σε όλες τις άλλες, και ‘αντικειμενικά’ σε βάρος τους. Αν τίποτα δεν είναι ‘επιτυχές’ παρά η ‘επιτυχία’, τίποτα δεν μας ‘αιχμαλωτίζει’ παρά μόνον η ‘επιτυχία’! Ό,τι άλλο και να ανήκη στην πληρότητα του ανθρώπου, το ξεπερνά σε αίγλη και δόξα (σε ‘γόητρο’…) η τεχνολογική ‘επιτυχία’, συνοδευόμενη, καθώς δεσμεύει ολοένα επάνω της τις ανθρώπινες δυνάμεις, από ένα μαράζωμα της αυτο-αντίληψης και του Είναι τού ανθρώπου. Στην εικόνα που διατηρεί πλέον για τον ίδιον του τον εαυτό ο άνθρωπος – ενός προγραμματισμού, που προσδιορίζει αλλά και αντικατοπτρίζει όλες τις ενέργειές του – είναι ολοένα και περισσότερο ο παραγωγός αυτού που έχει (ήδη…) παράξει, κι ο εκτελεστής αυτού που μπορεί να εκτελέση – αλλά κι ο προετοιμαστής, ακόμα περισσότερο, αυτού που θα μπορή εντός ολίγου να πράξη!
Ποιος είναι ωστόσο αυτός ο «άνθρωπος»; Δεν είναι ούτε εσείς ούτε εγώ: αλλά ‘παίζουν’ εδώ ο συλλογικός αυτουργός κι η συλλογική πράξη, και καθόλου ο ατομικός αυτουργός κι η ατομική πράξη τον βασικό ρόλο· και τίθεται στο απροσδιόριστο μέλλον, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στον σύγχρονο χώρο, ο αντίστοιχος ορίζοντας της ευθύνης. Κάτι που απαιτεί και νέου είδους ‘προστάγματα’. Καθώς εισέβαλε στον χώρο τής ουσιαστικής πράξης η σφαίρα τής παραγωγής (όλα όσα κατασκευάζουμε…), πρέπει τότε να ‘εισβάλη’ και η ηθική σ’ αυτήν τη σφαίρα, απ’ την οποίαν και κρατούσε προηγουμένως απόσταση, και πρέπει να το πράξη με τη μορφή τής δημόσιας πολιτικής. Που δεν έχει ωστόσο ασχοληθή ποτέ με ερωτήματα τέτοιου διαμετρήματος και με ‘προλήψεις’ ή ‘πρόνοιες’ τέτοιου χρονικού μεγέθους. Αλλάζει πράγματι τη βασική ουσία τής πολιτικής η μεταλλαγμένη ήδη ουσία (φύση, συμπεριφορά…) τής ανθρώπινης πράξης.
2. Η καθολική πόλη ως δεύτερη φύση και η ύπαρξη του ανθρώπου μέσα στον κόσμο
Γιατί τα σύνορα ανάμεσα στην «πόλη» (polis) και τη «φύση» έχουν αναιρεθή: η πόλη τών ανθρώπων, ένας περίκλειστος χώρος μέσα στον μη-ανθρώπινο κόσμο, επεκτείνεται σήμερα στο σύνολο της επίγειας φύσης και σφετερίζεται τη θέση της. Η διαφορά ανάμεσα στο τεχνητό και το φυσικό έχει εξαφανισθή, και το φυσικό κατεπόθη (καταβροχθίσθηκε…) απ’ τη σφαίρα τού τεχνητού· και ταυτόχρονα παράγει το απόλυτο αυτό γεγονός, τα έργα τού ανθρώπου που κατέστησαν κόσμος, και επιδρούν επάνω του και μέσα απ’ αυτόν τον ίδιον, ένα νέο είδος «φύσης», μιαν ιδιαίτερη δηλ. δυναμικήν αναγκαιότητα, προς την οποία και αντιπαρατίθεται με μιαν εντελώς καινούργιαν έννοια η ανθρώπινη ελευθερία.
Μπορούσε κάποτε να ειπωθή η φράση “fiat iustitia, pereat mundus” – «ας πράξουμε τη δικαιοσύνη και ας χαθή ο κόσμος»· όπου σήμαινε βέβαια η λέξη «κόσμος» τον ανανεούμενο προφυλαγμένο χώρο (την «πόλη»…) μέσα σ’ ένα μηδέποτε καταστρεφόμενο ‘Ολον. Αυτή η λέξη δεν μπορεί όμως να ειπωθή ούτε καν ρητορικά πλέον, εφ’ όσον κατέστη μια ρεαλιστική δυνατότητα η καταστροφή τού Όλου μέσα απ’ τις ανθρώπινες, είτε δίκαιες είτε άδικες, πράξεις. Ερωτήματα, που δεν αποτελούσαν ποτέ αντικείμενο της νομοθεσίας, εισέρχονται τώρα στον ‘κύκλο’ τών νόμων, τους οποίους πρέπει να θεσπίση πλέον η παγκόσμια «πόλη», ώστε να υπάρξη καν ένας κόσμος και για τις επερχόμενες γενεές.
Το ότι πρέπει να υπάρχη πάντοτε στο μέλλον ένας τέτοιος κόσμος – ένας κόσμος κατάλληλος να τον κατοικούν οι άνθρωποι – κι ότι πρέπει να κατοικείται από μιαν αντάξια του ονόματός της ανθρωπότητα, αυτό καταφάσκεται βέβαια ως ένα γενικό αξίωμα (Axiom) ή ως ένας πειστικός πόθος θεωρητικής φαντασίας (τόσο πειστικός και τόσο αναπόδεικτος όπως και η φράση, ότι είναι οπωσδήποτε καλύτερο να υπάρχη ένας κόσμος απ’ το να μην υπάρχη κανένας): ως ηθική όμως πρόταση, ως μια πρακτική δηλ. υποχρέωση απέναντι στις επερχόμενες γενεές ενός μακρινού μέλλοντος, και ως αρχή για τις αποφάσεις τής παρούσας δράσης, διαφέρει πολύ αυτή η πρόταση απ’ όσα ‘προστάζει’ η προηγούμενη ηθική τής ‘συγχρονότητας’ (…). Η παρουσία τού ανθρώπου στον κόσμο ήταν ένα ‘πρώτο’ και αναμφισβήτητο δεδομένο, απ’ το οποίο και προερχόταν κάθε ιδέα (Idee) υποχρεώσεων στην ανθρώπινη συμπεριφορά· τώρα όμως έγινε αυτή η ίδια η παρουσία αντικείμενο της υποχρέωσης – της υποχρέωσης δηλαδή να εξασφαλισθούν και μελλοντικά οι πρώτες προϋποθέσεις κάθε υποχρέωσης, η ύπαρξη ακριβώς απλών ‘υποψηφίων’ ενός ηθικού σύμπαντος στον φυσικό κόσμο. Κάτι που σημαίνει ανάμεσα στα άλλα, το να διατηρηθή έτσι αυτός ο φυσικός κόσμος, ώστε να παραμείνουν ανέπαφοι οι όροι για μια τέτοιαν ύπαρξη· και που σημαίνει επίσης, να προστατευθή απ’ τη διακινδύνευση αυτών τών όρων η τρωτότητα του κόσμου. Θα αποσαφηνίσω μ’ ένα παράδειγμα τη διαφορά που συνιστά κάτι τέτοιο για την ηθικ
V. Παλιά και καινούργια ‘προστάγματα’
1. Το κατηγορικό πρόσταγμα του Καντ έλεγε: «Να ενεργής έτσι, ώστε να μπορής επίσης να θέλης, να γίνουν τα ανώτατα όριά σου γενικός νόμος». Το ρήμα «μπορώ» ανήκει εδώ στη λογική και στη συμφωνία με τον εαυτό της: Με την προϋπόθεση ότι υπάρχει μια κοινωνία ανθρώπων που δρουν (κοινωνία ενεργητικών λογικών υπάρξεων), πρέπει να μπορή να παρουσιάζεται, χωρίς να αντιφάσκη προς τον εαυτό της, ως γενική άσκηση αυτής τής κοινωνίας η πράξη. Ας προσέξουμε, ότι η βασική σκέψη τής ηθικής δεν είναι εδώ ηθική η ίδια, αλλά λογική: το «να μπορής» ή «να μη μπορής να θέλης» εκφράζει λογικό αυτο-συμβιβασμό ή ασυμβίβαστο, και όχι ηθική έγκριση ή απώθηση. Δεν υπάρχει όμως καμμιά αυτο-αντίφαση στην ιδέα, ότι θα σταματήση κάποτε να υπάρχη η ανθρωπότητα, άρα και καμμιά αυτο-αντίφαση στην ιδέα, ότι εξαγοράζεται με τη δυστυχία ή και την ανυπαρξία μεταγενεστέρων γενεών η ευτυχία τών σημερινών και αμέσως επόμενων γενεών – όπως και στο αντίστροφο, ότι εξαγοράζεται δηλ. με τη δυστυχία ή και την εξόντωση εν μέρει τών σημερινών γενεών η ύπαρξη και η ευτυχία τών μεταγενεστέρων (( Εδώ στηρίχτηκε όλος ο Μαρξισμός… )) . Δεν αμφισβητούνται λογικά, εξίσου η θυσία τού μέλλοντος για το παρόν όσο και η θυσία τού παρόντος για το μέλλον. Και η μόνη διαφορά είναι στο ότι συνεχίζει στην μια περίπτωση η ‘σειρά’ (τών γενεών…), ενώ σταματά στην άλλη. Το ότι πρέπει όμως να συνεχισθή, ανεξάρτητα απ’ το πώς θα ‘κατανεμηθούν’ η ευτυχία κι η δυστυχία, με το να πλεονάζη μάλιστα η δυστυχία απέναντι στην ευτυχία, ακόμα κι η ανηθικότητα απέναντι στο ήθος, αυτό δεν μπορεί να συναχθή απ’ τον κανόνα μιας αυτο-ομοφωνίας μέσα στη ‘σειρά’, όσο και να διαρκέση αυτή: πρόκειται για μιαν εντολή εντελώς άλλου είδους έξω και ‘πριν’ απ’ τη ‘σειρά’, που δεν μπορεί να θεμελιωθή παρά μόνο μεταφυσικά.
2. Ένα ΄πρόσταγμα’, που θα ταίριαζε στον νέο τύπο ανθρώπινης πράξης και θα αναφερόταν στον νέο τύπο τού υποκειμένου αυτής τής πράξης, θα ήταν περίπου το εξής: «Να ενεργής έτσι, ώστε τα αποτελέσματα της πράξης σου να συμβιβάζονται με τη διάρκεια της γνήσιας ανθρώπινης ζωής πάνω στη Γη»· ή αντίστροφα: «Να ενεργής έτσι, ώστε τα αποτελέσματα της πράξης σου να μην είναι καταστροφικά για τη μελλοντική δυνατότητα μιας τέτοιας ζωής»· ή και απλά: «Μη ριψοκινδυνεύης τις προϋποθέσεις για την επ’ αόριστον συνέχιση της ανθρωπότητας πάνω στη Γη»· ή ακόμα: «Να περιλαμβάνης στις επιλογές σου τού παρόντος και τη μελλοντική ακεραιότητα του ανθρώπου ως αντικείμενο της θέλησής σου».
3. Είναι βέβαια προφανές, ότι δεν περιέχεται καμμιά λογική αντίφαση στην αθέτηση ενός τέτοιου είδους προστάγματος. Μπορώ να θέλω το παρόν καλό θυσιάζοντας το μελλοντικό. Μπορώ να θέλω (να επιθυμώ!...), όπως το δικό μου τέλος, και το τέλος τής ανθρωπότητας. Μπορώ να προτιμώ, χωρίς να βρεθώ σε αντίφαση με τον εαυτό μου, ένα σύντομο πυροτέχνημα ακραίας αυτο-εκπλήρωσης από τη μονοτονία μιας ατελείωτης συνέχειας του μέσου όρου, τόσο για μένα όσο και για την ανθρωπότητα.
Όμως το νέο πρόσταγμα μάς λέει ακριβώς, ότι επιτρέπεται μεν να ρισκάρουμε τη δική μας ζωή, όχι όμως και τη ζωή τής ανθρωπότητας· και ότι είχε βέβαια και ο Αχιλλέας το δικαίωμα να διαλέξη μια σύντομη ζωή ενδόξων πράξεων από μια μακρά ζωή άδοξης βεβαιότητας για τον εαυτό του (υπό τη ‘σιωπηρή’ βέβαια προϋπόθεση, πως θα εξακολουθούσε να υπάρχη ένας κόσμος, που θα μπορούσε να αφηγηθή τις πράξεις του)· δεν έχουμε όμως εμείς το δικαίωμα, να επιλέξουμε ή και να ρισκάρουμε έστω, το να μην υπάρχουν μελλοντικές γενεές προς χάριν τών σημερινών. Το γιατί δεν έχουμε ωστόσο αυτό το δικαίωμα, και το γιατί έχουμε αντίθετα μιαν υποχρέωση απέναντι σε κείνο που δεν υπάρχει καν ακόμα, και ούτε χρειάζεται «καθεαυτό» να υπάρχη, και δεν μπορεί να έχη και απαίτηση, εφ’ όσον δεν υπάρχει, στην ύπαρξη, δεν είναι καθόλου εύκολο να θεμελιωθή θεωρητικά, και δεν μπορεί ίσως να θεμελιωθή και καθόλου χωρίς τη θρησκεία. Το ‘πρόσταγμά’ μας το εκλαμβάνει λοιπόν αυτό κατ’ αρχάς ως ένα ‘αξίωμα’ (Axiom).
4. Είναι περαιτέρω φανερό, ότι το καινούργιο πρόσταγμα απευθύνεται περισσότερο στη δημόσια πολιτική παρά στην ιδιωτική συμπεριφορά, που δεν αποτελεί και την αιτιώδη διάσταση, στην οποίαν και μπορεί το ‘πρόσταγμα’ να εφαρμοσθή. Το κατηγορηματικό πρόσταγμα του Καντ απευθύνονταν στο άτομο, και το κριτήριό του ήταν στιγμιαίο. Παρακινούσε τον καθέναν από εμάς να εξετάση, τί θα συνέβαινε αν γίνονταν τα ανώτατα όρια της τωρινής μου πράξης ‘αρχή’ μιας γενικής νομοθεσίας ή αν ήταν ήδη αυτήν τη στιγμή μια τέτοια ‘αρχή’»: ‘δοκίμαζε’ δηλ. η συμφωνία ή ασυμφωνία μιας τέτοιας υποθετικής γενίκευσης την ιδιωτική μου επιλογή. Δεν αποτελούσε όμως καν ένα μέρος αυτής τής λογικής εξέτασης, αλλά υπήρχε μονάχα μια κάποια πιθανότητα, να γίνη πράγματι ένας γενικός νόμος, ή να συμβάλη έστω σε μια τέτοια γενίκευση η ιδιωτική μου επιλογή. Δεν υπήρχε στην πραγματικότητα καν η αντίληψη για τέτοιες πραγματικές συνέπειες, και η ‘αρχή’ που κυριαρχούσε δεν ήταν η ‘αρχή’ μιας αντικειμενικής ευθύνης, αλλά η ‘αρχή’ τής υποκειμενικής φύσεως του αυτο-προσδιορισμού μου. Το νέο πρόσταγμα καλεί σε μιαν άλλη συμφωνία: όχι εκείνην τής πράξης με τον εαυτό της, αλλά τη συμφωνία τών τελικών της επιδράσεων με τη συνέχιση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο μέλλον. Και η «γενικοποίηση» για την οποία μιλά, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο υποθετική – η απλώς λογική δηλ. μεταφορά τού ατομικού «Εγώ» σ’ ένα φανταστικό, και ασύνδετο αιτιωδώς μαζί του «Όλοι» («αν έπραττε ο καθένας έτσι») (( «Η ελευθερία τού ενός σταματά εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία τού άλλου» - Αυτά είναι τα άτομα και η μεταξύ τους ‘σχέση’… )) : οι πράξεις που υπόκεινται στο νέο ‘πρόσταγμα’, πράξεις δηλ. του συλλογικού Όλου, είναι αντίθετα καθολικές λόγω τής πραγματικής έκτασης των επιδράσεών τους: «αυτο-ολοκληρώνονται» καθώς προοδεύει η ορμή τους, και δεν μπορούν να προσδιοριστούν παρά στη μορφή τής καθολικής κατάστασης των πραγμάτων. Κι αυτό προσθέτει τον χρονικόν ορίζοντα στον ηθικό μας υπολογισμό, ο οποίος και λείπει παντελώς απ’ το λογικό και στιγμιαίο εγχείρημα του καντιανού προστάγματος: αν επικεντρώνεται σε μια συνεχώς παρούσα τάξη αφηρημένου συμβιβασμού το καντιανό πρόσταγμα, επικεντρώνεται αντίθετα σ’ ένα υπολογίσιμο πραγματικό μέλλον, ως αναπόφευκτη διάσταση της υπευθυνότητάς μας, το δικό μας, σύγχρονο ‘πρόσταγμα’.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου