Ποιο άραγε είναι το ηθικό ποιόν της πρώτης σκέψης που έρχεται στον νου μας, όταν συναντούμε έναν άνθρωπο ή έχουμε μπροστά μας την πρόκληση μιας κατάστασης ή όταν ξεκινά η μέρα μας; Συνήθως είναι το «τι κάνω εγώ;» ή «τι με ωφελεί;», «τι έχω να κερδίσω;», «μήπως χάσω;». Τα πράγματα μπαίνουν στην λογική του χρήσιμου, του σωστού και του λάθους, του ευχάριστου και του δυσάρεστου. Κέντρο της σκέψης δεν είναι ο άλλος, αλλά εγώ. Τα πρόσωπα, οι καταστάσεις, ο χρόνος όλα ξεκινούν από μας. Δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό αυτό. Εμείς άλλωστε ζούμε, εμείς κρίνουμε, εμείς θυμόμαστε, εμείς υπολογίζουμε, εμείς θα κερδίσουμε ή θα χάσουμε. Είναι ωφελιμιστικός ο πολιτισμός μας, είναι ωφελιμιστικός ο τρόπος σκέψης και ζωής και το να προσπαθούμε να αλλάξουμε έναν τέτοιο τρόπο φαίνεται μάταιο. Όμως υπάρχει κι ένα άλλο κριτήριο, το οποίο θα άξιζε τον κόπο να κάνει την σκέψη μας να κινητοποιηθεί. Είναι το κριτήριο της αρετής, το κριτήριο της ποιότητας η οποία αγγίζει τόσο τον εαυτό μας όσο και τους άλλους. Αν ο εαυτός μας παλεύει στην προοπτική της ποιότητας, τότε ωφελούνται όλοι. Και όχι μόνο. Δίνουμε την αφορμή σε όσους συναναστρέφονται μαζί μας, αλλά και στον κόσμο που μας προκαλεί με τις ειδήσεις, τις νοοτροπίες, τις ιδέες του, να κατανοήσουν ότι υπάρχει και μία άλλη διάσταση, η οποία ξεκινά από εδώ και οδηγεί στην αιωνιότητα. Γιατί η αρετή είναι εφαλτήριο και για μία άλλη πραγματικότητα, που ξεπερνά τα όρια του κόσμου και του χρόνου.
Η Εκκλησία φέρνει ενώπιόν μας στις αρχές της άνοιξης την Μεγάλη Εβδομάδα, ως ευκαιρία εύρεσης της οδού της αρετής, της οδού της αλλιώτικης ποιότητας, της υπέρβασης της πραγματικότητας και του πολιτισμού που ζούμε. Είναι ο Χριστός που μας καλεί να πάρουμε μία τέτοια θέση. Γιατί το βίωμα της Εκκλησίας δεν είναι ιδεολογικό ή ιστορικό η παραδοσιακό, ούτε καν θρησκευτικό. Όποιος το περιορίζει σ’ αυτές τις πτυχές, στην πράξη είναι αδύνατον να το ζήσει. Το βίωμα ξεκινά και καταλήγει σε ένα Πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού. Αυτός μας καλεί να πάρουμε θέση στα όσα του συνέβησαν, να ελέγξουμε τον εαυτό μας σε ποια ομάδα ανήκουμε, αυτή των σταυρωτών ή αυτή των ελάχιστων μαθητών και οικείων. Μας καλεί να δούμε τον εαυτό μας, πώς σκεφτόμαστε με βάση τα όσα Εκείνος μας έχει αφήσει ως παρακαταθήκη Του στην ζωή της Εκκλησίας, στον τρόπο της αγάπης, στον τρόπο της κοινωνίας μαζί Του. Γιατί ο Χριστός δεν είναι μόνο ο Θεός μιας πίστης η οποία έχει κάποιους κανόνες και κάποια δόγματα και στην οποία ανήκουν όσοι θέλουν. Είναι ο Θεός που μας καλεί προσωπικά να Τον συναντήσουμε, ακριβώς διότι προσέλαβε την φύση μας, την ένωσε με την θεότητά Του και μας έδωσε την δωρεά να είμαστε ένα μαζί Του.
Το να πάρουμε θέση, προϋποθέτει να δούμε πώς σκεφτόμαστε, ποιο είναι το ηθικό ποιόν, ποιες είναι οι προτεραιότητες. Ο απόστολος Παύλος μας προτρέπει σχετικά: «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εις τις αρετή και ει τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε» (Φιλιπ. 4, 8). «Ό,τι είναι αληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, αξιαγάπητο, καλόφημο, ό,τι έχει σχέση με την αρετή και είναι άξιο επαίνου, αυτά να έχετε στο μυαλό σας».
Αυτό το παράγγελμα έρχεται σε επικύρωση του ήθους που μας δίδαξε ο Χριστός.
Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την αλήθεια, τόσο για μας όσο και για τους άλλους και τα πράγματα. Για να έρθει αυτό χρειάζεται να αποστασιοποιούμαστε από τον εγωκεντρισμό, να βγαίνουμε λίγο από τον εαυτό μας και να σκεφτόμαστε με κριτήριο τον άλλο, να προσπαθούμε να δούμε τι θέλει κι εκείνος. Να βλέπουμε τις περιστάσεις σφαιρικά και όχι μόνο με βάση το πώς θα θέλαμε να είναι. Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την σεμνότητα. Να είμαστε ταπεινοί και εντός της καρδιάς μας και στην συμπεριφορά μας ως προς τους άλλους, στην εμφάνιση αλλά και στους τρόπους. Να μην προκαλούμε ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την δικαιοσύνη. Να μην κάνουμε στους άλλους ό,τι δεν θα θέλαμε να μας κάνουν. Να βοηθήσουμε όσους αδικούνται. Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την αγνότητα των κριτηρίων και των κινήτρων, να αποφεύγουμε τον μολυσμό του σώματος και της ψυχής από την απουσία της αυθεντικής αγάπης, να μην παραδιδόμαστε στην ηδονή η οποία δεν έχει μέτρο και νόημα γιατί δεν συνοδεύεται από την ευθύνη του μοιράσματος όλης της ζωής. Ο λογισμός μας να στρέφεται προς την αγάπη. Κάθε πράξη μας να μην έγκειται στην υποταγή του άλλου, στην εξουσιαστικότητά μας, αλλά στην διακονία και στην χαρά όλων. Ο λογισμός μας να στρέφεται προς το καλόφημο, να έχουμε δηλαδή έγνοια για την κοινωνία στην οποία ανήκουμε, να βλέπουμε τους νόμους της, τι κάνει τους άλλους να πονούνε και να μοιραζόμαστε καλοσύνη.
Ο λογισμός μας τελικά να στρέφεται προς την αρετή και προς ό,τι είναι άξιο επαίνου. Ό,τι μας φέρνει στον Θεό και ό,τι μας κάνει να μη συμβιβαζόμαστε με το κακό, με το εφήμερο, με το εγωκεντρικό νοηματοδοτεί αυθεντικά την ζωή μας. Μας κάνει να γιορτάζουμε αληθινά. Ξέρουμε ότι αυτή η στάση μάς φέρνει σε ρήξη στην πράξη με το κοσμικό ήθος. Όμως δεν είμαστε μόνοι μας. Μαζί μας είναι ο Χριστός, Τον Οποίον καλούμαστε να αφήσουμε να μάς βοηθήσει να αλλάξουμε την ζωή μας.
Τι έχουμε να κερδίσουμε σκεπτόμενοι έτσι;
Με τα κοσμικά μέτρα ίσως μοναξιά, ίσως έναν καλό λόγο και ένα χτύπημα συμπάθειας στην πλάτη, και από πίσω πολλή ειρωνεία. Ίσως αδιαφορία. Μπορεί όμως να δώσουμε ένα αλλιώτικο παράδειγμα, το οποίο, μέσα από την όποια απόσταση από την λογική των πολλών, αφήνει μία βαθιά πνευματική χαρά και παρηγοριά. Ότι το ήθος της πίστης μας δίδει μία εσωτερική ποιότητα, η οποία μας κάνει να μην απελπιζόμαστε στις δυσκολίες και να μπορούμε να εκτιμήσουμε κάθε ευλογημένη στιγμή, κάθε ευλογημένη περίοδο του χρόνου και της ζωής.
Ναι, κληθήκαμε να είμαστε διαφορετικοί! Δεν είμαστε όμως μόνοι! Όλα ξεκινούν από την αρχή, με μία νέα όρεξη για ζωή, με την χαρά της αγάπης, με την ποιότητα του να γνωρίζουμε τι θέλουμε και ποιοι τελικά είμαστε. Τέκνα Θεού!
Κέρκυρα, 1η Απριλίου 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου