Συνέχεια από:Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2014
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ο ΜΟΝΟΘΕΙΣΜΟΣ ΣΑΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ERIK PETERSON.
Απέναντι στην Ιουδαιο-χριστιανική δήλωση πως δεν θα έπρεπε
να τιμήσουμε τους δούλους στην θέση του Κυρίου και τους θεούς στην θέση του
θεού, ο Κέλσος απάντησε, διατηρώντας σταθερή την εικόνα του ουράνιου
γραφειοκρατικού κράτους: «Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι ο σατράπης και ο
κυβερνήτης ή ο δικαστής ή ο επίτροπος του βασιλιά των Περσών ή των Ρωμαίων και
επιπλέον και οι κατέχοντες την εξουσία ή διοικήσεις ή κατώτερες υπηρεσίες
μπορούν να μας προκαλέσουν μεγάλες ζημιές, όταν αδιαφορήσουμε γι’ αυτούς; Οι
σατράπες και οι υπηρέτες στον Ουρανό και στην γη μπορούν να επιφέρουν λοιπόν
μόνον μικρές ζημιές, εφόσον θα ήταν μεγαλειώδης η μεταχείρισή τους;» (Ωριγένης,
Αληθής Λόγος, 8, 35).
Η αντίρρηση είναι διατυπωμένη με τέχνη, διότι αναποδογυρίζει
το πολιτικό περιεχόμενο της εικόνος της θείας μοναρχίας σε μία πολεμική
εναντίον των Χριστιανών. Εξάλλου ας τονίσουμε πως η πολεμική εναντίον των
Χριστιανών δεν έλαβε πάντοτε πολιτικό χαρακτήρα. Πολλές φορές απέναντι στην
Ιουδαιο-χριστιανική αντίρρηση, ότι δεν πρέπει να τιμώνται οι θεοί δίπλα στον
θεό, πρέπει να δηλώθηκε πως παρ’ όλα αυτά πρέπει να γίνουν αποδεκτοί και να
τιμηθούν. Ένα χωρίο τουλάχιστον του Φιλόστρατου μας αφήνει να σκεφτούμε για μια
παρόμοια θέση. Σε ένα απόσπασμα του έργου του για τις θυσίες, ο Φιλόστρατος δηλώνει
πως πρέπει να αποδίδουμε τιμή και λατρεία στον πρώτο θεό, τον μοναδικό, τον
χωριστό από όλους, αλλά αυτού δεδομένου είναι αναγκαίο να αξιώσουμε και τους
άλλους (μεθ’ όν γνωρίζεσθαι και τους λοιπούς αναγκαίον). Είναι μία κλασσική
θέση εναντίον του μονοθεϊσμού. Παρόμοιου περιεχομένου είναι επίσης και η
αντίρρηση του λεγόμενου Ouata,
ο οποίος αναφέρεται στην Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller, ο οποίος διαφωνώντας με την
χριστιανική πίστη, λέει πως οι ακόλουθοι της πίστεως αυτής δεν θα μπορούσαν να
συλλάβουν την αληθινή αξιοπρέπεια της θείας δυνάμεως, η οποία συνίσταται στο
γεγονός πως κυριαρχεί και οδηγεί ίσους και στέκεται πάνω από τους άλλους (το
γαρ μέγιστον τας θείας υπεροχάς ου συνθεωρούντι, λέγω δη το άρχειν και
καθαγέεσθαι των ομοίων και καθυπέρτερον είμεν των άλλων. Στοβαίος, Εκκλ. Ι 48 W). Ο Μακάριος της Μαγνησίας
σώζει επίσης την ίδια επιχειρηματολογία με του Ouata, εναντίον των Χριστιανών.
«Μονάρχης δεν είναι αυτός, που μόνον είναι, αλλά αυτός που μόνον βασιλεύει».
Όπως ο Αδριανός βασιλεύει μόνον σ’ αυτούς που διαθέτουν την ίδια την δική του
ανθρώπινη φύση (αφού δεν βασιλεύει πάνω στα ζώα), έτσι και ο θεός είναι
μονάρχης μόνον καθότι βασιλεύει πάνω σε όντα τα οποία έχουν την ίδια θεϊκή
φύση. Με αυτόν τον τρόπο ο πολυθεϊσμός ανεπτύχθη σαν λογική συνέπεια της
προϋποθέσεως ότι μπορούμε να ασκήσουμε μοναρχική κυριαρχία μόνον πάνω σε ίσους.
Από τον τρόπο που ολοκληρώνει την επιχειρηματολογία του ο συγγραφεύς δείχνει
ότι πρόκειται για φιλόσοφο και ίσως είναι ο Πορφύριος. Ο οποίος αφομοίωσε
πλήρως την παράδοση των πυθαγορείων. Καθότι ο Πυθαγόρας είχε υιοθετήσει δύο
αρχές, την μονάδα (μονάς) και την αόριστη δυάδα. Μια μεγάλη διαμάχη γύρω από
την μοναρχία, διεξήχθη και ανάμεσα στους Καθολικούς και τους Μανιχαίους. Έτσι
στα Acta Archelai,
ο Μάνης λέει: «Διαβεβαιώνω πως υπάρχουν δύο φύσεις, μία καλή και η άλλη
βάρβαρη. Εάν λοιπόν βεβαιώνουμε πως υπάρχει μοναρχία της μίας φύσεως και ότι ο
θεός πληρεί το παν και πως καμία φύση δεν είναι σε ξένο τόπο, τότε ποιος θα
είναι εκείνος που ανέλαβε την δημιουργία;» [Ιδέες που επηρέασαν ριζικά και τον
Αυγουστίνο. Και τον ανάγκασαν να επινοήσει την κακοδοξία του προορισμού].
Τώρα λοιπόν τι απάντησε ο Χριστιανός στην αντίρρηση του
Πορφυρίου; Είπε: η κυριαρχία του θεού είναι διαφορετική από την κυριαρχία των
ανθρώπων. Ο Αδριανός βασιλεύει βάσει του νόμου που ισχύει για την πολιτική
διακυβέρνηση (νόμω δυναστείας), αλλά ακριβώς εκεί απεδείχθη πως δεν υπάρχει
ισότης ανάμεσα σε αυτόν που κυβερνά και σε αυτόν που κυβερνάται. Γι’ αυτό και η
ανάγκη και η βία ανήκουν στην φύση της πολιτικής κυριαρχίας. Εντελώς
διαφορετική είναι η περίπτωση του θεού, ο οποίος, μόνον, είναι μονάρχης, μόνον
έχει την κυριαρχία και είναι με την αυθεντική σημασία ο Κύριος όλης της
κτίσεως. Ανήκει στην ουσία της Κυριότητός του ότι η κυριαρχία του εκτείνεται σε
μια διαφορετική πραγματικότητα (των ανομοίων ηγεμονεύει) και γι’ αυτόν τον λόγο
δεν βασιλεύει με την βία της τυραννίδος, αλλά με την σταθερότητα της αγάπης.
Και όταν ο Πορφύριος παρατηρεί επιπλέον, πως και οι Χριστιανοί δεν
περιορίζονται αποκλειστικά στην μοναρχία του θεού, διότι γι’ αυτούς οι άγγελοι
αντιπροσωπεύουν αυτό που σημαίνουν για τους εθνικούς αυτό που είναι οι θεοί τους,
ο Χριστιανός ανταπαντά πως και αυτό είναι ψεύδος. Οι άγγελοι βρίσκονται μέσα
στο Φως του θεού και γι’ αυτό είναι «θεωμένοι», ενώ εκ φύσεως δεν είναι θεϊκοί.
Εξάλλου είναι διάκονοι τρόπον τινά της θεότητος.
Οι παρατηρήσεις μας έδειξαν πως οι πρώτες προσπάθειες να
συνδεθεί η παραδοσιακή θεωρία τής θείας μοναρχίας με το δόγμα της Τριάδος
απέτυχαν. Αυτό ισχύει τόσο για την προσπάθεια του Πραξέα, όσο και του
Τερτυλλιανού. Είναι όμως εξίσου διδακτικό να δούμε πως, στις συζητήσεις περί
της Χριστολογίας ανάμεσα στους Επισκόπους Διονυσίου της Αλεξανδείας και
Διονυσίου της Ρώμης, υπερβαίνονται οι δυσκολίες μιας συνθέσεως της παραδοσιακής
έννοιας της θείας μοναρχίας με την ήδη προοδευμένη χριστολογική θεολογία.
Γνωρίζουμε ότι ο Διονύσιος της Αλεξανδρείας είχε υποστηρίξει ιδέες υποταγής του
Υιού, απέναντι στις θεωρίες που είχαν διεισδύσει στην Αίγυπτο και σύμφωνα με
τις οποίες ο πατήρ, πριν από την δημιουργία του κόσμου, είχε σχηματίσει με τον
Υιό ένα μοναδικό πρόσωπο (υιοπάτωρ). Εναντίον της ύβρεως καταφέρεται ο
Επίσκοπος της Ρώμης, ο οποίος καταδικάζει «όσους διαχωρίζουν, κατακερματίζουν
και εκμηδενίζουν την θεία μοναρχία, η οποία ανήκει στο πιο Ιερό μέρος του
Ευαγγελίου της Εκκλησίας όταν ομιλούν για τρεις δυνάμεις και υποστάσεις
ξεχωριστές σε τρεις Αρχές». “προς τους
διαιρούντας και κατατέμνοντας και αναιρούντας το σεμνότατον κήρυγμα της
Εκκλησίας του θεού, την μοναρχίαν, εις τρεις δυνάμεις τινας και μεμερισμένας
υποστάσεις και θεότητας τρεις”.
Απέναντι σε αυτή την θέση ο πάπας δηλώνει πως ο θεός δεν
υπήρξε ποτέ χωρίς τον θείο Λόγο και το Άγιο Πνεύμα. Μόνον έτσι μπορούμε να
διατηρήσουμε την Τριάδα του θεού και το Ιερό άγγελμα της Μοναρχίας. Ούτε ο
Διονύσιος της Ρώμης, ούτε ο Νοβατιανός επανέλαβαν την αδύνατη προσπάθεια να
λύσουν το μυστήριο της Τριάδος με μία κατασκευή κρατικού δικαίου, το οποίο θα
οδηγούσε κατευθείαν σε θέσεις υποταγής όπως εκείνες του Διονυσίου της Αλεξανδρείας.
Μάλιστα δε υπήρξε ο πρώτος που μετέθεσε, όπως φανερώνει και ο παραλληλισμός των
δογμάτων του επισκόπου Αλεξανδρείας με εκείνα του Μαρκίωνος, την ερμηνεία της
έννοιας της Μοναρχίας = μία μόνη αρχή, η οποία από τον Θεόφιλο Αντιοχείας και
τον Ειρηναίο είχαν γίνει κάτι σύνηθες στην Εκκλησία απέναντι στον δυαλισμό των
Γνωστικών, στην Τριαδική σχέση και έδωσε μια ώθηση έτσι στην προσπάθεια
εξισορρόπησης της έννοιας της μοναρχίας με το δόγμα της Τριάδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου