Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Πῶς ἀπορρίπτω τὸν Θεό; - π. Δημήτριος Μπόκος

Ἡ γαλ­λί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ φι­λό­σο­φος Σι­μὸν ντὲ Μπο­βου­άρ, μιὰ ἀ­πὸ τὶς κυ­ρι­ώ­τε­ρες ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ φε­μι­νι­σμοῦ στὸν 20ό αἰ­ώ­να, στὸ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κό της ἔρ­γο «Πῶς ἔ­γι­να συγ­γρα­φέ­ας» με­τα­ξὺ ἄλ­λων ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται:  
«Πέ­ρα­σα πο­λὺ εὐ­τυ­χι­σμέ­να παι­δι­κὰ χρό­νια.Κοινωνοῦσα, ἐ­ξο­μο­λο­γι­ό­μουν, ἤ­μουν πο­λὺ εὐ­σε­βής. Ἤ­θε­λα νὰ ἀ­ρέ­σω στὸν κα­λὸ Θε­ὸ καὶ νὰ ἔ­χω μιὰ κα­τά­λευ­κη ἁ­γνὴ ψυ­χή… Μέ­χρι τὰ 12-13 μου ὅ­λα κυ­λοῦ­σαν ὑ­πέ­ρο­χα γιὰ μέ­να. Τὰ πράγ­μα­τα χά­λα­σαν λί­γο ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν ἐ­φη­βεί­α. Ἔ­γι­να ἄ­τα­κτη, ἀ­νά­πο­δη καὶ χον­τρο­κέ­φα­λη - εἶ­χα ἀ­πο­κτή­σει κα­κὲς συ­νή­θει­ες καὶ τρω­γό­μουν μὲ τὰ ροῦ­χα μου. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ὅ­μως, ἀ­να­πτυσ­σό­ταν τὸ κρι­τι­κό μου πνεῦ­μα καὶ ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα ἔ­λε­γε «μὴ ἐ­κεῖ­νο, μὴ τὸ ἄλ­λο»…, δὲν τὴν ὑ­πά­κου­α πο­τὲ μὲ τὴ θέ­λη­σή μου.
 Καὶ τε­λι­κὰ σ’ ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ θέ­μα πῆ­ρα τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ μὴν ὑ­πα­κού­ω. Ἔ­λεγ­χαν μὲ ἄ­κρα αὐ­στη­ρό­τη­τα τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τά μου… Περ­νοῦ­σα τὶς δι­α­κο­πές μου στὴ Λι­μου­ζέν, σ’ ἕ­να ἰ­δι­ό­κτη­το κτῆ­μα τοῦ παπ­ποῦ, …καὶ στὴν ἐ­ξο­χὴ ξέ­με­να πάν­τα ἀ­πὸ ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Ὑ­πῆρ­χαν στὴ βι­βλι­ο­θή­κη κά­ποι­ες δε­μέ­νες συλ­λο­γές… Μοῦ ὑ­πέ­δει­ξαν τὰ κομ­μά­τια ποὺ ἦ­ταν «γιὰ μέ­να», … καὶ μοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ πά­ρω τὸν τό­μο στὸ δά­σος ὅ­που κα­τα­σκή­νω­να γιὰ νὰ δι­α­βά­σω. Μιὰ ὡ­ραί­α ἡ­μέ­ρα ἄρ­χι­σα νὰ δι­α­βά­ζω τὰ κομ­μά­τια ποὺ δὲν ἦ­ταν γιὰ μέ­να… Καὶ ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­ψα­με στὸ Πα­ρί­σι, κα­τα­βρό­χθι­σα ὅ­λη τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ πα­τέ­ρα μου, …ὁ­τι­δή­πο­τε ἔ­πε­φτε στὰ χέ­ρια μου.

 Δὲν εἶ­χα κα­θό­λου τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἔ­κα­να κά­τι κα­κό, δὲν περ­νοῦ­σε κἂν ἀ­πὸ τὸ μυα­λό μου ὅ­τι προ­σέ­βαλ­λα τὸ Θε­ό. Πρέ­πει νὰ πῶ ὅ­τι εἶ­χα τα­κτο­ποι­ή­σει -μὲ τὸν τρό­πο μου- τὶς σχέ­σεις μα­ζί του… Ὡ­στό­σο ἕ­να βρά­δυ στὴ Λι­μου­ζὲν ἔ­κα­να μέ­σα μου με­ρι­κὲς ἐ­ρω­τή­σεις… Εἶ­πα στὸν ἑ­αυ­τό μου: τὸ ὅ­τι δὲν ὑ­πα­κοῦς, τὸ ὅ­τι λὲς ψέ­μα­τα, εἶ­ναι κι αὐ­τὰ ἁ­μαρ­τί­ες. Καὶ τό­τε μοῦ ἔ­γι­νε μιὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό­λυ­τα ἐκ­θαμ­βω­τι­κή: πο­τὲ δὲν ἀ­παρ­νι­ό­μουν πράγ­μα­τα ποὺ μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν ὁ Θε­ὸς τὰ ἀ­πα­γό­ρευ­ε. Ἄ­ρα δὲν πί­στευ­α πιὰ σ’ ἐ­κεῖ­νον!».
Ἐν­τυ­πω­σιά­ζει πράγ­μα­τι ἡ εὔ­στο­χη καὶ εἰ­λι­κρι­νὴς δι­α­πί­στω­ση τῆς συγ­γρα­φέ­ως! Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε, δὲν εἶ­χε πλέ­ον καμ­μιὰ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ό.
Πό­σο τὸ ἔ­χου­με συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει αὐ­τὸ οἱ Χρι­στια­νοί; Ἔ­χου­με ἀν­τι­λη­φθεῖ ὅ­τι τὸ δι­κό μας θέ­λη­μα καὶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ μπορεῖ νὰ εἶ­ναι δυ­ὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ μὴ συμ­πί­πτουν πάντα με­τα­ξύ τους; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστ. Παῦλος παρακινεῖ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ βρίσκουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθό, εὐάρεστο καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσαρμόζουμε κάθε δικό μας θέλημα, ὥστε νὰ μεταμορφώνουμε καὶ νὰ ἀνακαινίζουμε τὸν ἑαυτό μας, κάνοντάς τον ἔτσι θυσία ζωντανή, εὐάρεστη στὸν Θεὸ (Ρωμ. 12, 1-2). Ὅταν δίνουμε προτεραιότητα στὸ δικό μας θέλημα ποὺ δὲν συμπίπτει μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀ­κό­μα κι ἂν δε­χό­μα­στε θε­ω­ρη­τι­κὰ τὸν Θε­ό, οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸν ἀ­πορ­ρί­πτου­με. Δὲν πι­στεύ­ου­με πιὰ σ’ αὐ­τόν. Δὲν ρυθ­μί­ζει Ἐ­κεῖ­νος τὴ ζω­ή μας. Εἶ­ναι ἕ­νας ξέ­νος γιὰ μᾶς. Θε­ός μας εἶ­ναι ὁ ἑ­αυ­τός μας μὲ ὅ­σα τοῦ ἀ­ρέ­σουν καὶ τὸν ἐ­ξυ­μνοῦν.  
Αὐ­τή τὴν αὐ­το­θέ­ω­ση πό­θη­σε μά­ται­α ὁ Ἀ­δάμ, ἀ­πορ­ρί­πτον­τας τὸν δρό­μο ποὺ τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε ὁ Θε­ός. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ νέ­ος Ἀ­δάμ, ὁ Χρι­στός, ἀ­πέ­φυ­γε συ­στη­μα­τι­κὰ τὸ ἴ­διο λά­θος. Δὲν ζή­τη­σε τί­πο­τε δι­κό του, ἀλ­λὰ «ἑ­αυ­τὸν ἐ­κέ­νω­σε» (Φιλ. 2, 7), γιὰ νὰ γί­νει ἀ­πό­λυ­τα ὑ­πά­κου­ος στὸν Θε­ὸ-Πα­τέ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ καὶ κά­θε Χρι­στια­νὸς ποὺ σκέ­πτε­ται μὲ «νοῦν Χρι­στοῦ» (Α΄ Κορ. 2, 16) καὶ δὲν θέ­λει δι­α­ζύ­γιο ἀ­π’ τὸν Θε­ό, προ­σπα­θεῖ νὰ ὑ­πο­τά­ξει ἐν­τε­λῶς τὸ δι­κό του θέ­λη­μα στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Νὰ πε­θά­νει γιὰ τὸν κό­σμο. Νὰ ζή­σει γιὰ τὸν Θε­ό.
Πῶς θὰ τὸ πε­τύ­χου­με αὐ­τό, ἂν δὲν ἀ­παρ­νη­θοῦ­με ἑ­κού­σια τὸν ἑ­αυ­τό μας, κά­θε τὶ ποὺ θέ­λου­με; Κι ἂν δὲν γί­νει αὐ­τό, πῶς θὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Χρι­στό; (Μάρκ. 8, 34).
 π. Δημήτριος Μπόκος

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 375, Ὀ­κτώ­βριος 2014)
Αναστάσιος 

                                                                                                                                       ΣΧΟΛΙΟ: Εντυπωσιάζει  η ανικανότητα στήν ανάγνωση τού ιερέως. 
  ''Τὰ πράγ­μα­τα χά­λα­σαν λί­γο ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν ἐ­φη­βεί­α. Ἔ­γι­να ἄ­τα­κτη, ἀ­νά­πο­δη καὶ χον­τρο­κέ­φα­λη - εἶ­χα ἀ­πο­κτή­σει κα­κὲς συ­νή­θει­ες καὶ τρω­γό­μουν μὲ τὰ ροῦ­χα μου. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ὅ­μως, ἀ­να­πτυσ­σό­ταν τὸ κρι­τι­κό μου πνεῦ­μα καὶ ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα ἔ­λε­γε «μὴ ἐ­κεῖ­νο, μὴ τὸ ἄλ­λο»…, δὲν τὴν ὑ­πά­κου­α πο­τὲ μὲ τὴ θέ­λη­σή μου.''
Τό πρόβλημα στήν ζωή τής έφηβης ήταν τό πρέπει, καί τό εμπόδιο στήν γνώση πού αντιπροσώπευε αυτό τό πρέπει. Διότι μέ τήν γνώση καταργείται η εξουσία ανθρώπου σέ άνθρωπο. Καί ο άνθρωπος εκτός τών άλλων ορέγεται τού ειδέναι, φύσει. Καί η Σωτηρία είναι η Γνώση τού θεού τού Ζώντος.  Δυστυχώς όλοι οι οργανωσιακοί καί ιδεολόγοι τής γής επιβάλλουν τήν εξουσία τους μέ τά πρέπει. Καί συνεχίζουν καί θά συνεχίζουν εις τόν αιώνα.

Αμέθυστος
 

2 σχόλια:

Αντιύλη, Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα είπε...

Διευκρινίζω απλώς, ότι οπωσδήποτε και ήταν πρόβλημα το πρέπει, ο όλος (αρνητικός βεβαίως) τρόπος με τον οποίο καθόριζαν τη σχέση της έφηβης με τον Θεό.Αυτό όμως λύνεται με την απόρριψη, όταν ο καθένας νοιώσει γερά τα πόδια του, κάθε έξωθεν επιβαλλόμενης αυθεντίας.
Δεν το θίγω αυτό γιατί δεν ήταν αυτό το θέμα μου, αλλά το ουσιαστικότερο πρόβλημα, που διέγνωσε και η ίδια, ότι είχε διαμορφώσει (άσχετα πώς) συνήθειες, επιθυμίες, γενικά ένα "θέλω" εντελώς διαφορετικό από ό,τι θεωρείται θέλημα του Θεού, πράγμα που σημαίνει αποστασιοποίηση, διακοπή κάθε σχέσης με τον Θεό, όπως ομολογεί ("άρα δεν πίστευα πιά σ' εκείνον").
Λύση του προβλήματος αυτού είναι ασφαλώς, όπως γράφετε, 1) η γνώση, αλλά ποια γνώση;Του θελήματος του Θεού, κατά το Ρωμ. 12, 1-2, όπως σημειώνω στο κείμενό μου και 2) η διάθεση τήρησης του θελήματος αυτού, που συνεπάγεται απάρνηση κάθε διαφορετικού θελήματος, απάρνηση εαυτού, κατά το Μαρκ. 8, 14. Αλλιώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για καμμιά πραγματική {αλλά μόνο για διανοητική) γνώση του Ζώντος Θεού, που για τον Χριστιανό είναι ο Ιησούς Χριστός, ούτε και για καμμιά σωτηρία που δεν γίνεται στο όνομα του Χριστού (Φιλ. 2, 9 και Πραξ. 4, 12). Δεν φτάνει να γνωρίζει κανείς, αλλά και να θέλει (όπερ και το δυσκολότερο) να ακολουθήσει το θέλημα του Θεού. Ό,τι παθαίνει δηλ. και ο διάβολος που (εντελώς εγκεφαλικά) γνωρίζει μεν, αλλά δεν θέλει να πράξει το θέλημα του Θεού (ώστε να επέλθει η οντολογική του αλλαγή=σωτηρία), επειδή απλά δεν τον θέλει, δεν τον αγαπά τον Θεό. Φυσικά ο καθένας είναι απόλυτα ελεύθερος στις επιλογές του. Δεν νοείται σχέση χωρίς ελευθερία. Όποιος καταργεί με οποιονδήποτε τρόπο την ελευθερία του άλλου είναι αυτομάτως και εξ ορισμού έξω από το θέλημα του Θεού.
π. Δημ. Μπόκος

amethystos είπε...

Aγαπητέ εσείς γνωρίζετε τό θέλημα τού θεού;; Εκτός και άν εννοείτε τόν Νόμο. Ποιό είναι τό θέλημα τού θεού στήν ιστορία μας σήμερα;.Εννοείτε τό ατομικό θέλημα;; Δέν υπάρχει ανθρώπινο γνωμικό θέλημα εννοείτε;; Δέν είχε ο Κύριος ανθρώπινο θέλημα;; Γιά νά απαρνηθούμε εαυτό, δέν σημαίνει ότι υπάρχει εαυτός;; ''Αγάπα τόν πλησίον σου ώς σεαυτόν;'' Δέν έχετε ακούσει τούς Αγίους μας νά λένε ότι η πρώτη γνώση τού θεού προσφέρεται από τήν κτίση;; Γιά φυσική θεολογία;; Δέστε τί λέει καί ο Αγιος Πορφύριος στήν επόμενη ανάρτηση!!! Ποτέ η τέχνη τού ανθρώπου δέν θά φθάσει τήν ομορφιά ενός κρίνου. Υπάρχει γνώση χωρίς θαυμασμό;; Τά πάντα εν ' σοφία εποίησε!! Τά θαυμάσιά Του!
Αγαπητέ είχε ταυτίσει τόν θεό μέ τούς αντιπροσώπους του, όπως επιβάλλει η Καθολική δογματική. Είστε σίγουρος ότι χειρίζεστε ορθώς τό θέμα τής αυθεντίας;; Μόνος Δάσκαλος ο Κύριος αγαπητέ! Καί μόνος δρόμος η Πρόνοιά Του. Τό ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ( είδα τόν Χριστό λέει ο Παύλος) ΚΑΙ ΝΑ ΕΝΩΘΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ. ΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ. Εσείς τηρείτε τίς εντολές Του;;
Νά εύχεσθε.