Συνέχεια από:Παρασκευή, 3 Οκτωβρίου 2014
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Του
Werner
Beierwaltes.
Στο δεύτερο βιβλίο τού De libero arbitrio (ελευθερία της Βουλήσεως) ο Αυγουστίνος αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού στηριζόμενος στην έννοια της ευτυχισμένης ζωής. Ας δούμε με συντομία αυτή την απόδειξη.
Στην αυτο-αντίληψη (αυτοστοχασμό) και
στην αυτο-διείσδυση του πνεύματος (mens-νους) ή της νοήσεως (ratio) παρουσιάζεται στην σκέψη κάτι που είναι υψηλότερο του
νού και της νοήσεως, δηλαδή ανώτερο στον τρόπο θεμελίωσης (Libero arbitrio II 6,13). Το σημείο εκκίνησης αυτής της
εμπειρίας είναι το "αμετάβλητο" μέσα μας το οποίο δέν μπορεί να γίνει
αντιληπτό ούτε μέσω της σκέψης ούτε μέσω της αισθήσεως. Σαν παράδειγμα ισχύει
(με όρους πλατωνικούς) η οντολογική δομή τού αριθμού. Στην εμπειρία αυτού του
αμετάβλητου όντος που είναι μέσα μας παρουσιάζεται αμέσως και η αρχή αυτού τού
Είναι και αυτής της εμπειρίας, μία αρχή η οποία δέν συμπίπτει πλέον με μας τους
ίδιους. Αυτή η αρχή είναι η καθαυτή σοφία η οποία είναι ταυτόσημη με την
αλήθεια και είναι κοινή σε όλα τα σκεπτόμενα όντα. Η σοφία είναι ο άχρονος
χώρος των αριθμών,(και γι'αυτό οι αμετάβλητοι κανόνες των αριθμών είναι
ταυτόχρονα και οι αμετάβλητοι κανόνες της σοφίας) και ο χώρος επίσης των ιδεών,
τα οποία συστήνουν τον πρόλογο του σχεδιασμού τού κόσμου καθότι τον οργανώνουν
και τον συστήνουν με αριθμητικό τρόπο.
Οι ιδέες εκφράζονται στον Λόγο που
είναι "σοφία γεννηθείσα απο τον Πατέρα" (Libero arbitrio II 15,39). Οι ιδέες είναι καθαυτό Είναι (το
εσωτερικό μέρος της Θείας νοήσεως) και ταυτόχρονα, δομικά και δημιουργικά
στοιχεία του κόσμου, Θείο θεμέλιο ενός όντος που είναι διαφορετικό απο τον Θεό.
Εάν ο άνθρωπος, καθώς και όταν η σκέψη επιστρέφει στον εαυτό της, βρεί μέσα του
ένα αμετάβλητο Είναι, τότε πραγματοποιεί τον δεσμό του με τον κόσμο των ιδεών.
Μέσα στο πλαίσιο του πεπερασμένου η
υπέρτατη μορφή ευτυχίας συνίσταται στην απόκτηση της γνώσεως της αληθείας, της
σοφίας, του κόσμου των ιδεών, του Θεού και στην πορεία πρός την κατεύθυνση
αυτού που είναι πάντοτε ένα και ταυτόν. Αυτή η κατεύθυνση ενεργοποιείται απο
την έννοια τής σοφίας και της ευτυχίας που είναι τυπωμένη μέσα στον νού μας. Η
ευτυχία τού πεπερασμένου ανήκει σ'αυτούς που είναι μακάριοι στην ελπίδα.
"Κανείς δέν είναι μακάριος παρα μόνον εξ'αιτίας του υπέρτατου αγαθού το
οποίο ανακαλύπτεται και κατανοείται σε εκείνη την αλήθεια την οποία ονομάζουμε
σοφία". Αυτή η σοφία είναι το "καθαυτό Είναι"! [Εδώ βρίσκεται
και η πηγή της σοφιολογίας των Ρώσων της διασποράς και περιέργως και του
σύγχρονου υπαρξισμού. Αυτοί οι δύο μεγάλοι ποταμοί ποτίζουν τις σημερινές
διάνοιες. Ίσως βρούμε στην πορεία και τον τρίτον. Μεταγράφεται στην
πραγματικότητα το μυστήριο της πνοής της ζώσης που έλαβε ο άνθρωπος στην
δημιουργία του, το κατ'εικόνα και ομοίωση, το οποίο στην συνέχεια αυτονομείται
και δίνει το σύγχρονο άτομο].
11. Προτύπωση του παραδείγματος αυτής της φιλοσοφικής έννοιας της Ευτυχίας στον Πλωτίνο.
Το φιλοσοφικό μοντέλο αυτής της εννοιολογήσεως, που συνδέει με αναλογικούς όρους την θεωρία της Αρχής με την υπέρτατη μορφή μακαριότητος, ανεπτύχθη, όπως ήδη αναφέραμε, απο τον Πλωτίνο και απο την νεοπλατωνική φιλοσοφία. Πρέπει να εκθέσουμε στην συνέχεια αυτό το μοντέλο για να ξεκαθαρίσουμε περαιτέρω τις φιλοσοφικές παραμέτρους τής σκέψης του Αυγουστίνου.
Η σκέψη φτάνει την αρχή της μέσω της
επιστροφής στον εαυτό της, αποκτώντας συνείδηση αυτής. Αυτή η ενέργεια, όπως
στην φιλοσοφία τού Αυγουστίνου, πραγματοποιείται στην σκέψη και ταυτόχρονα
υπερβαίνει την σκέψη. Η Αρχή είναι το Απόλυτο Ένα, το οποίο είναι καθαυτό χωρίς
σχέσεις και είναι ταυτόχρονα η καταγωγή κάθε μορφής ενότητος και σκέψης.
Ο Πλωτίνος ξεκινά την πρόοδο της
αυτοσυνειδητοποιήσεως με ένα ηθικό κατηγόρημα, με μία προστακτική, παρόμοια με
του Αυγουστίνου. Δηλώνει πράγματι ο Πλωτίνος, πώς ο άνθρωπος πρέπει να
ελευθερωθεί απο την παγίωσή του στην αίσθηση και στην πολλαπλότητα (άφελε
πάντα, Ενν V3,
17, 38). Αυτή η επιστροφή είναι ταυτοχρόνως, ανάβαση μέσω διαφορετικών βαθμών
εντάσεως τού Νού και της Ψυχής, δηλαδή της νοήσεως ή της σκέψης, σήμερα, στην
συνθετότητά της.
Στην επιστροφή αυτή στον εαυτό του ο
άνθρωπος κατακτά το αληθινό του Εγώ, τον
εσωτερικό άνθρωπο (ο έσω άνθρωπος), το αυθεντικό "Εμείς" (Ενν VI 4, 14,16-VI 7,4). Το οποίο βασίζεται στο πλαίσιο του καθαρού Είναι,
του νοητού αλλά είναι παρόν στην χρονική ύπαρξη του ανθρώπου (Ενν Ι 1,7).
Επιστρέφοντας στον εαυτό, η αρχή της σκέψης δέν γίνεται μόνον συνειδητή,
συνειδητοποιώντας τήν σκέψη, αλλά γίνεται αυτή η ίδια η αρχή. Μεταμορφώνεται
στον Νού. (Ενν VI 7,35,4..)
Συγκρινόμενη με το σημείο εκκίνησης, η
επιστροφή τής σκέψης, επιβάλλει μία όλο και μεγαλύτερη απλότητα, μία βαθειά
ενοποίηση, καθότι η σκέψη καθορίζεται όλο και πιό έντονα απο το θεμέλιό της.
Το τέλος αυτής της προόδου είναι η
ένωση με το Ένα. Το Ένα δέν είναι δυνατόν να νοηθεί και σ'αυτό δέν υπάρχει
συνείδηση, διότι το Ένα είναι υπαράνω του καθορισμού και της μορφής (του
είδους), τα οποία είναι προσβάσιμα μόνον στην διανοητική σκέψη. Μόνον το
"Ένα μέσα μας", μπορεί να νοηθεί και μόνον τού "Ενός μέσα σε μας"
μπορούμε να έχουμε συναίσθηση καθότι είναι αιτία τής ενότητος τής σκέψης και
παραπέμπει πέραν του εαυτού του στο θεμέλιό του. (Ενν 8,9,22). Το Ένα,τού οποίου
προηγείται η ύπαρξίς του στην νόηση, καθότι θεμέλιο της ενότητος της νοήσεως
(σκέψης), συνιστά επομένως την προϋπόθεση τής εμπειρίας που δέν είναι πλέον
νόηση ή σκέψη σήμερα, του καθαυτού Ενός.
Σ'αυτή την εμπειρία το Ένα δέν βοηθά
άμεσα την σκέψη να εξέλθει του εαυτού της: η σκέψη υπερβαίνει τον εαυτό της
αποκλειστικά επειδή το Ένα είναι οντολογικά παρόν στην σκέψη και επειδή το Ένα
δομεί την σκέψη χάρη στην ενοποιό του δύναμη. Στην ένωση με το Ένα η σκέψη
μεταμορφώνεται σε μή-σκέψη ή θεωρία, στο αντικείμενο τής θεωρίας.
Πραγματοποιείται τοιουτοτρόπως μία κατάσταση στην οποία η διαφορά που υπάρχει
στην σκέψη ξεπερνιέται, με μία ανάλογη σημασία στο Υπέρ-Είναι του Ενός το οποίο
δέν έχει διαφορά. "Τότε μέν ούν ούτε ορά ουδέ διακρίνει ο ορών ουδέ
φαντάζεται δύο (την στιγμή της ενώσεως)-τολμηρός μέν ο λόγος-αλλ'οίον άλλος
γενόμενος και ούκ αυτός ουδ'αυτού συντελεί εκεί (αλλά σαν να'χει γίνει άλλος,
δέν είναι πια ο εαυτός του, δέν κατέχει τον εαυτό του) κακείνου γενόμενος έν
εστίν ώσπερ κέντρω κέντρον συνάψας". (Είναι ένα πράγμα μόνον με το Ένα,
σάν να έχει συμπέσει ένα κέντρο με ένα κέντρο). (Ενν VI 9,10,13...). Δικαίως ο Πλωτίνος βεβαιώνει πώς δέν
μπορούμε να μιλήσουμε για ένα αντικείμενο που θεωρήθηκε αλλά μόνον για ένα
ενωμένο αντικείμενο
Εάν η σύλληψη του Αυγουστίνου είναι
ανάλογη με την ιδέα του Πλωτίνου, τής επιστροφής και τής αναβάσεως τής σκέψεως
στον εαυτό της, ο Αυγουστίνος διαφοροποιείται παρ'όλα αυτά απο τον Πλωτίνο λόγω
του γεγονότος ότι δέν θεωρεί πώς η γνωρίζουσα θεωρία μεταμορφώνεται στο
αντικείμενο[λόγω του υποκειμενισμού του και του επηρεασμού του απο την πρόνοια
του Πορφύριου]. Έτσι λοιπόν ο Αυγουστίνος προτίθεται να διατηρήσει την θεωρία
σαν απόλυτη, αχρόνως ημιαιώνια. Η μέγιστη γειτνίαση, θα λέγαμε, αλλά καμμία
ταυτότης. Στα μάτια του Αυγουστίνου η μακάρια ζωή κατανοούμενη με την Πλωτινική
σημασία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνον στιγμιαία, την στιγμή της
φανερώσεως και της ενώσεως. Εξάλλου, μία τέτοια θεώρηση θα παρέβλεπε την
λειτουργία της αθάνατης ψυχής, τήν οποία διαθέτει και στον Πλωτίνο.
Συνεχίζεται
Σχόλιο: Ας προσέξουμε ότι η αθάνατη ήδη ψυχή και η έννοια της αθανασίας εμποδίζουν και απορρίπτουν την μεταμόρφωση και αναγέννηση.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου