Του Πέτρου Βασιλειάδη
Οι διάφοροι εκφραστές της Ορθόδοξης χριστιανικής αντίληψης για την
πρόσφατη οικονομική κρίση, η οποία μαστίζει τραγικά την πατρίδα μας, κατά
καιρούς επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους, ότι η κρίση στο βάθος της είναι
πνευματική. Εντούτοις δεν έχουν μέχρι σήμερα αναλύσει το φαινόμενο, ούτε έχουν
διατυπώσει μια σαφή και πειστική πρόταση για την αποτελεσματική έξοδο απ’
αυτήν, εκτός φυσικά από διάφορες ανέξοδες αναφορές για επιστροφή στο «ένδοξο»
παρελθόν! Η Ορθόδοξη όμως θεολογία φαίνεται πως έχει επηρεάσει του Ευρωπαίους
διανοητές, οι οποίοι εδώ και καιρό έχουν αναπτύξει μια νέα πολιτιστική
κοσμοθεωρία.
Το παγκόσμιο πρόβλημα του εξωτερικού χρέους, με ειδική μάλιστα αναφορά
στην Ελλάδα, έχει κινητοποιήσει εκτός των πολιτικών και σειρά θρησκευτικών,
πολιτιστικών και λοιπών κινημάτων στην Ευρώπη. Οι ευρωπαίοι χριστιανοί και ένας
αυξανόμενος αριθμός δικτύων, οργανώσεων και κινημάτων σε όλο τον κόσμο
προχώρησε σε μια σειρά πρωτοβουλιών για την εμπέδωση ενός νέου πολιτισμού στην
Ευρώπη. Το σύνθημα που προβάλλεται δεν είναι απλά η αντιστροφή του «μονόδρομου»
της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Δεν αρκείται δηλαδή στο «another world is possible» (απηχώντας την
περίφημη θατσερική ΤΙΝΑ: there is no alternative), αλλά
προχωράει παραπέρα, στη ρίζα του φαινομένο, τον πολιτισμό. Ορισμένοι μάλιστα
μεταφέρουν και ένα μήνυμα αισιοδοξίας: αυτή η νέα εποχή ήδη έχει αρχίσει, και η
ανάγκη για ένα νέο πολιτισμό συνειδητοποιείται οριζόντια σε όλες τις ευρωπαϊκές
χώρες και όλες τις χριστιανικές ομολογίες, και σε μεγάλο βαθμό από όλες τις
θρησκείες.
Στα πλαίσια αυτής της προβληματικής πραγματοποιήθηκε πριν από μερικές
εβδομάδες στο Caux της Ελβετίας (10-11 Οκτωβρίου) μια υψηλού επιπέδου συνάντηση (Salon Meeting) με θέμα
την υπέρβαση της στρατηγικής των μνημονίων (More than a Bailout: A New Narrative and Strategy for Rebuilding Europe). Την
οργανωτική ευθύνη είχε ένας φορέας, που εδώ και πολύ καιρό προβληματίζεται και
αναλύει την ξεχασμένη ιουδαιο-χριστιανική αντίληψη απόσβεσης των χρεών με βάση
τον θεσμό του Ιωβηλαίου, το Jubilee Centre του Cambridge της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ συμμετείχαν και ένα χριστιανικό ευρωπαϊκό
πολιτικό ίδρυμα (Christian Political Foundation for Europe), όπως και
μια Καθολική ευρωπαϊκή ΜΚΟ (Federation of Catholic Family Associations in Europe). Από
Ορθόδοξης πλευράς μετείχα και εγώ ως προσκεκλημένος, μια και ήμουν ένας από
τους κύριους ομιλητές στο πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έγινε
στην Αθήνα στις 9 Μαΐου από το Schuman Centre. Εκεί είχε παρουσιάσει εξ ονόματος και της σύγχρονης παγκόσμιας
ιεραποστολήw (CWME του ΠΣΕ) την αντίθεση της Εκκλησίας προς το υπάρχον παγκόσμιο
οικονομικό σύστημα, και είχα προτείνει να συζητηθεί ευρύτερα στην Ε.Ε. το θέμα
με τη συμμετοχή και πολιτικών και οικονομολόγων, πέραν των θεολόγων, κάτι που
συνέβη τελικά στο Caux της Ελβετίας.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα των πρωτοβουλιών αυτών ήταν πως η
παγκόσμια οικονομική κρίση, που όσο περνάει ο καιρός επιδεινώνεται με
αποτέλεσμα να απειλείται πλέον και αυτή η ζωή του πλανήτη μας, δεν είναι
αποτέλεσμα μόνον του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, αλλά ενός
γενικότερου καταστροφικού πολιτισμού.
Όλο και περισσότεροι σοβαρά σκεπτόμενοι διανοούμενοι της γηραιάς
ηπείρου, πολιτικοί, οικονομολόγοι, και κοινωνιολόγοι, αντιλαμβάνονται πως η
θρησκεία είναι πολύ σημαντική υπόθεση για την ανθρώπινη ύπαρξη για να μπορεί
κανείς να την αγνοήσει στην οικοδόμηση της νέας ευρωπαϊκής πραγματικότητας,
όταν φυσικά οι επίσημοι εκφραστές της, αντί να εξαντλούνται σε
φονταμενταλιστικές ενέργειες, όπως π.χ. η εγκατάσταση θεοκρατικών καθεστώτων, ή
άλλες ακραίες πολιτικές δραστηριότητες, επιχειρούν να συμβάλουν στην οικοδόμηση
ενός νέου πολιτισμού. Γιατί μόνον έτσι μπορεί η θρησκεία να αποτελέσει ξανά
ελπίδα στο ευρωπαϊκό αλλά και το παγκόσμιο στερέωμα, και μόνον έτσι θα μπορέσει
να ασκήσει τις τεράστιες δυνατότητες και τη δύναμή της να επαναφέρει τις ηθικές
αξίες, και να αναδημιουργήσει ή και να δημιουργήσει νέες εικόνες του τι
σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος σε έναν δίκαιο, ειρηνικό και βιώσιμο κόσμο
Η οικονομική λοιπόν κρίση, ιδιαίτερα στην ευρωζώνη και με αιχμή του
δόρατος την Ελλάδα, έχει κινητοποιήσει μεγάλο αριθμό χριστιανών διανοουμένων
από όλους τους επιστημονικούς κλάδους για την δημιουργία ενός κινήματος, πέρα
και πάνω από τους παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς, που έχει ως στόχο τη
εγκαθίδρυση ενός νέου «πολιτισμού των σχέσεων», ο οποίος βρίσκεται στον
αντίποδα του ισχύοντος «πολιτισμού του χρήματος». Σε μεγάλο βαθμό το κίνημα
αυτό βασίζεται – ή τουλάχιστον βρίσκεται σε συμφωνία – με τη νεότερη Ορθόδοξη
«σχεσιακή» θεολογία. Δεν αποτελεί επιστροφή στο παρελθόν, ούτε στοχεύει στην
ανατροπή των θετικών στοιχείων του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αντλώντας το όραμά του
από το μέλλον αποβλέπει στην εκρίζωση των γενεσιουργών αιτίων της κρίσεως. Σε
ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο έχει διαμορφωθεί το παρακάτω πολιτιστικό
μανιφέστο με τίτλο: «Προς ένα Νέο Πολιτισμό Σχέσεων»
ΣΧΟΛΙΟ: Πόσο νεότερη είναι η ορθόδοξη σχεσιακή θεολογία;; 1500 χρόνων;!
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2013
ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Η έννοια της σχέσεως είναι ίσως το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της
Θεολογίας του Αυγουστίνου. Η αποδοχή της έννοιας αυτής, στους στοχασμούς του,
ανακηρύσσοντάς την σαν έναν καθοριστικό παράγοντα της Τριαδικής Θεολογίας,
αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα του Επισκόπου της
Ιππώνος. [Από εδώ προέρχεται και η έννοια του Κυρίου σαν μεσάζοντος. Διότι οι
κατηγορίες του Αριστοτέλη, στις οποίες ανήκει η έννοια της σχέσεως, μεσολαβούν
για την ενότητα του αισθητού, ώστε να εισαχθεί η ενότης αυτή στο νοητό και να
αποκτήσει νόημα]. [Οι Καππαδόκες Πατέρες ασχολήθηκαν περιθωριακά μόνον με την
έννοια της σχέσεως, ονομάζοντάς την το «πώς έχειν των υποστάσεων μεταξύ τους,
πώς έχει η μία την άλλη»]. Οπωσδήποτε πριν από τον Αυγουστίνο είχε
χρησιμοποιηθεί από τον Γρηγόριο Νανζιαζηνό (σχέσις) για να δηλώσει την ζωντανή
Τριάδα στον Θεό (;), αλλά ο Αυγουστίνος την κατέστησε σε κέντρο ενός
θεολογικού συστήματος και μ’ αυτό το νέο ένδυμα την εισήγαγε στην Δυτική
Θεολογία.
Αντιθέτως η παραδοσιακή έννοια του προσώπου χρησιμοποιήθηκε από τον
Αυγουστίνο με μεγάλη προσοχή, με εχεμύθεια, διότι προκληθείς από τους
Σαβελλιανούς, έπρεπε να εξηγήσει την Τριάδα στον Θεό. [Δύο διαφορετικά
πράγματα. Πρώτα υπάρχει ο Θεός, ο οποίος δεν εξηγείται, είναι άγνωστος, όπως
ισχυρίσθηκε αργότερα ο Βαρλαάμ, και στην συνέχεια ο Τριαδικός τρόπος, οι
σχέσεις. Υποτίθεται πως οι Ορθόδοξοι αναγκάστηκαν να βγάλουν έξω από το
σχεσιακό πλέγμα την υπόσταση του Πατρός, και να την ταυτίσουν με τον Θεό για να
μην διαθέτουν δύο θεούς, τον άγνωστο θεό και την Θεότητα των υποστάσεων ή
προσώπων, τα οποία κοινωνούν τις σχέσεις τους, τις άκτιστες ενέργειες, στην
κτίση. Αναγκάστηκαν όμως να αποδεχθούν ατιμωτικά έναν δεύτερο Θεό, τον Κύριο,
και να δικαιολογήσουν την ήττα τους, με την οντολογία. Εδώ κοιμάται ο Ζηζιούλας].
Αυτή η εχεμύθεια ή η αποσιώπηση των προσώπων ωφείλετο επίσης, και ίσως
κυρίως, σε γλωσσικές αιτίες. Ο Αυγουστίνος δικαιολογήθηκε παραπέμποντας στην
σύγχρονή του χρήση λέξεων όπως υπόσταση, ουσία, πρόσωπο, οι οποίες ήταν
πρακτικώς συνώνυμες (περί Τριάδος, VII, 6, 11).
Γι’ αυτόν τον λόγο είχε αρνηθεί να μεταφράσει κατά γράμμα την διατύπωση
των Καππαδοκών «μία ουσία, τρείς υποστάσεις» σαν «μία essentia (ύπαρξη), τρείς ουσίες» [και πάλι είναι διαφορετικό το νόημα], καθότι essentia και substantia (υπόσταση) ήταν γι’ αυτόν τελείως συνώνυμα. Ο Αυγουστίνος δεν δεχόταν
εντελώς ούτε την έκφραση μερικών διακεκριμένων Λατίνων συγγραφέων, οι οποίοι
αντιπαρέθεταν στην μοναδική ύπαρξη ή ουσία τα «τρία πρόσωπα» (Περί Τριάδος V, 9, 10). [Τί θα πεί «αντιπαρέθεταν»;]
Και πράγματι, παρότι ο Επίσκοπος της Ιππώνος προσπάθησε μερικές φορές να
κατανοήσει το πρόσωπο παραπέμποντας στην έννοια της σχέσεως, στην προσπάθειά
του να το ξεχωρίσει από εκείνη της ουσίας, αυτή η τελευταία συνέχιζε να
καθορίζει την σημασία. Πραγματικά, εκκινώντας από την Ουσία κατανοεί το πρόσωπο
με την σημασία της ενυπάρξεως, του υφίσταμαι (immanenz), και παρατηρεί ταυτοχρόνως πως η έννοια δεν εκφράζει την στιγμή της
σχέσεως, η οποία είναι τόσο σημαντική γι’ αυτόν.
Επειδή λοιπόν για τον Αυγουστίνο η σχέση (δίπλα στην Φύση και την Ουσία)
είναι η βασική κατηγορία της Τριαδικής Θεολογίας, οι επιφυλάξεις του απέναντι
στην έννοια του προσώπου τού φαίνονται απολύτως δικαιολογημένες. Εάν την
ανέχεται παρ’ όλα αυτά, οφείλεται μόνον στις γλωσσικές δυσκολίες που του
παρουσιάζονται. «Εάν όμως αναρωτηθούμε τί πράγμα είναι αυτές οι τρείς
οντότητες, τότε μας γίνεται κατανοητή η μεγάλη φτώχεια που περιορίζει την
ανθρώπινη γλώσσα. Έτσι σφυρηλατήθηκε η διατύπωση “τρία πρόσωπα”, όχι τόσο για
να εκφράσουμε την πραγματική κατάσταση, αλλά για να μην σιωπήσουμε» (περί
Τριάδος, V, 9, 10).
Για να μιλήσουμε λοιπόν για την Τριάδα στον Θεό, ο Αυγουστίνος
προτιμά την χρήση της έννοιας της σχέσεως. Σύμφωνα με την κρίση του Seeberg, πρόκειται για την «πιο λεπτή γραμμή, την πιο τρυφερή που θα μπορούσε
να ανακαλυφθεί, για να φανερωθούν, κατά κάποιο τρόπο, οι διαφορές που υπάρχουν
στο θείο είναι, χωρίς να καταστραφεί η ενότης, με την χρήση δυσνόητων
κατηγοριών».
Η επιχειρηματολογία του είναι η εξής: όταν ομιλούμε για την
παντοδυναμία, την αγαθότητα και την τελειότητα του Θεού, εννοούμε την Τριάδα
στην ενότητά της. Όταν όμως ομιλούμε για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο
Πνεύμα, υιοθετούμε μιαν άλλη προοπτική: θέλουμε να πούμε πως τα τρία θεία
ονόματα δεν δείχνουν κάτι άλλο (aliud), αλλά κάθε
φορά κάποιον άλλοn (alius) (Πολιτεία του Θεού, XI, 9, 10).
Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε αμέσως, πως ο Αυγουστίνος δεν αναφέρεται σ’ αυτήν
την οντολογική προοπτική σε ένα συμβεβηκός (τυχαίο), διότι μ’ αυτό θα
υποδηλωνόταν ότι στον Θεό υπάρχει κάτι που αλλάζει. Ο Θεός αντιθέτως είναι από
πάντοτε Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα και θα είναι πάντοτε. Σ’ αυτόν δεν υπάρχει
τίποτε ασταθές.
Ο Αυγουστίνος επέλεξε την έννοια της σχέσεως για δύο λόγους. Πρώτα απ’
όλα διότι, έτσι όπως κατενοήθη από αυτόν, αυτή η έννοια είναι κάτι αναλλοίωτο,
δεν είναι συμβεβηκός (Τριάδα V, 5, 6), και
κατά δεύτερον λόγο, ακριβώς διότι σε μια τέτοιαν έννοια παραπέμπουν τα Τριαδικά
ονόματα του Πατρός και του Υιού: «Καθότι δεν είναι Πατήρ ή Υιός καθαυτοί, αλλά
ο ένας είναι για τον άλλον» (Τριάδα V, 5, 6).
[Παρότι ο Γρηγόριος Νανζιαζηνός προειδοποίησε πολύ νωρίς, να μην μεταφέρουμε
στην Αγία Τριάδα τις οικογενειακές μας σχέσεις]. Αυτή η διπλή προοπτική, που
επιτρέπει να διακρίνουμε στον Θεό τόσο την ουσία όσο και τις σχέσεις, καταλήγει
στην διάσημη δήλωση, σύμφωνα με την οποία στον Θεό το παν είναι Ένα, «εκτός από
αυτό που μπορεί να λεχθεί για κάθε πρόσωπο σε αναφορά προς τα άλλα» (Πολιτεία
Θεού, XI, 9, 10).
Όπως σημειώσαμε ήδη, ο Αυγουστίνος κατόρθωσε να συλλάβει τα πρόσωπα της
Τριάδος σαν σχέσεις, βασιζόμενος αποκλειστικώς στις έννοιες σχέσεως που
φανερώνουν τα ονόματα Πατήρ και Υιός. [Νάτο το Φιλιόκβε. Επειδή δεν μπορούμε να
βρούμε σχέση πίσω από το όνομα, το καταργούμε. Καταλήγει η αγάπη του Πατρός και
του Υιού]. Ο Πατήρ είναι τέτοιος μόνον αναφορικώς με τον Υιό και ο Υιός
αντίστοιχα μόνον αναφορικώς με τον Πατέρα. Σ’ αυτή την σχέση το Άγιο Πνεύμα
έχει σαν χαρακτηριστικό του ότι είναι αμοιβαίο δώρο του Πατρός και του Υιού, ο
δεσμός της αγάπης που τους ενώνει (Τριάδα V, 15, 16). [Ούτε η σχέση είναι αρκετή λοιπόν. Χρειάζονται δεσμό
ισχυρότερο για να ξεπεραστεί η ετερότης και η αναφορικότης. Δύο Θεοί λοιπόν, ο
εξής ένας, η ενότης].
Η καταγωγή της θεολογικής του σκέψεως βρίσκεται χωρίς καμμία αμφιβολία
στην διδασκαλία του Γρηγορίου Ναζιανζηνού (Τριάδα XV, 20, 38). [Η πηγή θα μπορούσε να είναι η ομιλία V. 29, του Αγίου Γρηγορίου]. Όσον αφορά όμως την φιλοσοφική πλευρά των
σχέσεων, ο Αυγουστίνος, καθότι νεοπλατωνικός στοχαστής, δεν είχε καμμία δυσκολία
να εννοήσει αυτές τις λεπτές διακρίσεις σαν αντικειμενικές πραγματικότητες και
να τις ταυτίσει με τα πρόσωπα. Είναι απαραίτητο εξ άλλου να υπολογίσουμε τον
νεοπλατωνισμό του Αυγουστίνου και όπου διακρίνεται κάποια Αριστοτελική επιρροή,
στην διάκριση δηλαδή ανάμεσα στην ουσία και στο συμβεβηκός (τυχαίο). Είναι πολύ
πιθανόν να γνώριζε αυτές τις αριστοτελικές κατηγορίες από την ανάγνωση της
«Εισαγωγής» του νεοπλατωνικού Πορφύριου, μαθητού του Πλωτίνου (233 – 305 μ. Χ.)
Όμως ο Αυγουστίνος [σώζοντας την πίστη μας] δεν συλλαμβάνει την σχέση
σαν ένα συμβεβηκός, ξεχωρίζοντας από τον Αριστοτέλη. Διότι διαλογιζόμενος την
ενδοτριαδική ζωή, και για θεολογικούς λόγους λοιπόν, τις θωρεί αιώνιες και
αναλλοίωτες. Η θεολογική άποψη βιάζει την λογική δομή της έννοιας και την
σχετικοποιεί στην σκιά του μυστηρίου.
Συνεχίζεται
Θα προσθέσουμε μερικά πράγματα περί σχέσεως, στην συνέχεια, από το
κείμενο του Kurt Flash, αφιερωμένου στον Αυγουστίνο.
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2014
ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Ο
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΤΗΣ ΙΠΠΩΝΟΣ
Kurt Flash
Η Τριάδα: Επανεκτίμηση της κατηγορίας της σχέσεως.
Ο Αριστοτέλης καθιέρωσε το δόγμα των κατηγοριών στην Ευρώπη ακόμη και
μετά τον Καντ, και πολύ συχνά ακόμη και για στοχαστές οι οποίοι ανήκουν στην
στοχαστική ευθύνη του Πλάτωνος, όπως για παράδειγμα ο Αυγουστίνος. Το δόγμα των
κατηγοριών του Αριστοτέλη αφορά στα ξεχωριστά πράγματα που αναπαρίστανται και
διακρίνει: το υποκείμενο φορέα και την αποκτημένη ιδιότητα, ουσία και τά
συμβεβηκότα. Η σχέση, που υφίσταται με κάτι άλλο, είναι λοιπόν σχεδόν εφήμερη.
Η πράξη διακρίνεται από την Ουσία, η οποία είναι ενεργητική.
Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, τα θεία πρόσωπα είναι ίσα σε όλα. Είναι θεία
ουσία παντελώς, εκτός από την πλευρά της αμοιβαιότητος τού συσχετισμού τους. Οι
διαφορές ανάμεσα στα πρόσωπα δεν μπορούν να προέλθουν από την θεία ουσία,
δεδομένου ότι αυτή την διαθέτουν από κοινού. Αλλά ούτε από τα συμβεβηκότα
(συμβάντα), διότι στον Θεό δεν υπάρχουν ιδιότητες πρόσθετες, δευτερεύουσες. Οι
διαφορές προέρχονται (λοιπόν…) από τις σχέσεις – να είναι Πατήρ, να είναι Υιός,
να εξέρχεται, να προοδεύει και από τον Πατέρα και από τον Υιό – πράγματα που
στον Θεό δεν είναι Ιδιότητες αλλά Ουσία. (περί ΤριάδοςV, 5, 6). [Προηγείται λοιπόν η σχέση τής Ουσίας.
Η σχέση είναι η αιτιώδης αρχή, η οντολογική αρχή. Στους αρχαίους η ύπαρξη του
νοητού ωφείλετο σε δύο αρχές: το ενεργητικό και το δεκτικό, το ΕΝΑ και το ΔΥΟ,
ή το κινητό ακίνητο. Υπήρχε και η αιτιώδης αρχή του υπαρκτού, ο σκοπός του: το
Αγαθό, επέκεινα της Ουσίας, ή η ενέργεια η οποία προηγείτο της δυνάμεως, ενώ η
σχέση προηγείται του Ενός, η ενότης τής αιτίας της. Η ενότης της Ουσίας. Το Δύο
ήταν η αυτογνωσία του Ενός ας πούμε. Ποτέ οι Αρχαίοι δεν ρώτησαν γιατί το Ένα;
Διότι αμέσως καταργούσαν την ύπαρξή τους. Γιατί η σχέση όμως; αναρωτιέται ο
Αυγουστίνος! Διότι η έρευνά του δεν ξεκίνησε από την ύπαρξή του, προστέθηκε σ’
αυτήν λόγω αμφιβολίας, για επιβεβαίωση. Στην περίπτωση δε του Αυγουστίνου, λόγω
της αμαρτίας. Της προσωπικής αμαρτίας. Οι Αρχαίοι μεγάλοι φιλόσοφοι ξεκίνησαν
λόγω του ψεύδους. Έτσι, ο Κύριος εξήγησε στους Αρχαίους Έλληνες γιατί το Ένα.
Και το δέχθηκαν και δόξασαν την σοφία που τους εμπόδισε να εξηγήσουν το
ανεξήγητο, γιατί το Ένα. Ο Αυγουστίνος όμως διακατεχόταν από το πρόβλημα της
αμαρτίας. Της προσωπικής αμαρτίας. ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ. Έτσι προέβαλε την ετερότητα
στις Αρχές. Μανιχαϊστικά οι δύο Αρχές δεν ήταν ΕΝΑ. Και αυτό το ‘Ένα δεν
γεννούσε, δεν γινόταν. Αναγκάζοντάς τον να ενώσει με έναν τρίτο παράγοντα, έναν
δεσμό, τα αιωνίως Έτερα και διαφορετικά. Αυτός δε ο τρίτος παράγων προσέφερε
την αυτογνωσία στα Έτερα, Η Ενότης αντικαθρέφτιζε την Ουσία τους. Αργότερα στον
Καντ έγιναν τα δύο a priori: ο χώρος και ο χρόνος που σχετίζονται και ενώνονται δια της γνώσεως. Το
σημερινό πνεύμα. Ο θεσμός κυριάρχησε σιγά –σιγά στην ύπαρξη. Ο θεσμός του γάμου
στην ύπαρξη. Ο θεσμός της ιεραρχίας στην επιστροφή στον Θεό, στην λύτρωση από
την αμαρτία. Ο ΜΕΣΑΖΩΝ γίνεται ή ανακηρύσσεται σαν ΘΕΟΣ. Ο Αυγουστίνος
ολοκληρώνει τον Μανιχαϊσμό δια της εφευρέσεως του υποκειμένου, το οποίο είναι
μεσότης και αποστολή. Τα συστατικά τού σημερινού προσώπου. Ο Αυγουστίνος λοιπόν
έθεσε σαν θεμέλιο της ζωής το ερώτημα: Γιατί το κακό; Ενώ οι Αρχαίοι είχαν ήδη
προχωρήσει από αιώνες το ερώτημα, γιατί το Φως; Γιατί το Αγαθό; Σήμερα η
Φαινομενολογία συνεχίζει τον Μανιχαϊσμό αυτόν της Δύσεως, διότι βρίσκει μέσα
στα φαινόμενα το είδος, και το συγκεντρώνει σε ένα μεγάλο καλάθι, το οποίο
αντικαθιστά ή αντιπροσωπεύει το Όλον. Έτσι ερμηνεύει η σχολή του Ζηζιούλα τους
λόγους των όντων του Αγίου Μαξίμου, ο οποίος γίνεται ένας πρόδρομος του
Χούσσερλ! Αυτό το καλάθι είναι η θέωση στον χρόνο και στην ιστορία. Η σημερινή
συνείδηση. Η γνώση των πάντων. Εφόσον δεν μπορούμε να έχουμε την γνώση του
παντός. Ο Αυγουστίνος δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του για την αμαρτία του, και
πέτυχε να τον συγχωρήσουν όλοι οι άλλοι].
Ο Αυγουστίνος κινείται στο Αριστοτελικό έδαφος των κατηγοριών σαν να
ήταν αυτονόητες [και αυτόνομες]. Μοιράζεται επίσης και την μικρή αξία που
αποδίδεται στην σχέση, αλλά την εγκαταλείπει στο μέτρο στο οποίο δεν επιθυμεί
το Πνεύμα και ο Θεός να κατανοούνται σύμφωνα με το σχήμα υπόστρωμα/ιδιότης. Μ’
αυτόν τον τρόπο εισάγεται στο ενεργητικό πνεύμα μια διαφορά ανάμεσα στο
υποκείμενο - ακίνητο φορέα και τις περιφερειακές δραστηριότητες. Το πνεύμα
είναι η δραστηριότητά του και είναι οι σχέσεις του. Απορρίπτει λοιπόν την
συνήθη εφαρμογή του πίνακα των κατηγοριών. Στην περίπτωση του πνεύματος παύει
να ισχύει το χαρακτηριστικό όριο που ισχύει για τον Φυσικό κόσμο, όπως για
παράδειγμα, ότι είναι αδύνατον τα χρώματα να μην είναι χρώματα ενός σώματος,
ιδιαίτερου και ξεχωριστού. Οι πνευματικές πρόοδοι είναι τόσο προς εαυτόν όσο
και προς άλλον, ενώ οι ποιότητες των αντικειμένων προσχωρούν και ενώνονται μόνο
στο υποκείμενό τους (περί Τριάδος X10, 16).
Αυτό σημαίνει ότι ο Αυγουστίνος κατανοεί τον Θεό και το Πνεύμα σαν μια
προσχώρηση ουσιώδη, σαν μια ουσιώδη αμοιβαιότητα: «μνήμη», νόηση και βούληση
είναι μια ουσία, καθότι κάθε μια από αυτές είναι ουσία, και καθεμιά τους είναι
ουσία καθότι στρέφεται πάντοτε και ουσιαστικώς σε κάθε μια από τις άλλες .
Αγάπη και νόηση είναι μέσα στο πνεύμα όχι σαν μια ιδιότης σε σχέση με τον φορέα
της. Είναι καθαυτές ουσιώδεις, και ουσιώδεις σ’ έναν άλλο. Ευρισκόμενες σε
αμοιβαίο συνδυασμό, είναι ουσιώδεις. (Τριάδα IX,4, 5).
Μπορούμε να πούμε πως ο Αυγουστίνος διέκοψε την οντολογική κυριαρχία του
κόσμου των πραγμάτων υπέρ μιας φιλοσοφίας της διυποκειμενικότητος; [Η αρχαία
φιλοσοφία ερεύνησε και βίωσε την κυριαρχία του Νου και του λόγου. Η Ελληνιστική
Στωϊκή φιλοσοφία μείωσε το αντικείμενο της στην πραγματικότητα].
Ο Αυγουστίνος δεν ασκεί κριτική στο αριστοτελικό δόγμα των κατηγοριών,
αλλά καθόρισε απλώς μια περίπτωση στην οποίαν αυτό δεν εφαρμόζεται. Παρ’
όλα αυτά το Τριαδικό του δόγμα γίνεται στα χέρια του ένα αντίβαρο απέναντι στην
οντολογία των πραγμάτων (στην οντική μεταφυσική θα λέγαμε σήμερα). Καθορίζει
τον βαθμό της πραγματικότητός της, ξεκινώντας περισσότεροαπό την εμπειρία της φιλίας,
παρά από την αναπαράσταση των ξεχωριστών δεδομένων αντικειμένων (Στωϊκισμός).
Τα θεία πρόσωπα είναι το ένα μέσα στο άλλο, αλλά δεν χάνουν μ’ αυτό το Είναι
τους, αντιθέτως το πραγματοποιούν. Το ίδιο ισχύει για την αγάπη και την γνώση,
τα οποία δεν είναι ξεχωριστά και αυτάρκη στοιχεία. Ο Αυγουστίνος προτείνει να
σκεφθούμε την φιλία εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την αμοιβαία τους συσχέτιση: οι
φίλοι είναι φίλοι σε σχέση με άλλους φίλους. Παρ’ όλα αυτά η φιλία στον
Αυγουστίνο δεν προσφέρει κανένα διαφωτιστικό πλαίσιο της τόσο ιδιαίτερης
αμοιβαιότητος της Τριάδος και της συνειδήσεως, Και πράγματι, οι φίλοι είναι
άνθρωποι και σαν τέτοιοι είναι Ουσίες (Τριάδα IX, 4, 5).
Ο Αυγουστίνος μας επιτρέπει να κατανοήσουμε μ’ αυτόν τον τρόπο μέχρι πού
έφτασε η αναγνώριση της αμοιβαιότητος: αυτή ισχύει τόσο για τα τρία θεία
πρόσωπα, όσο και για τις κύριες λειτουργίες του πνεύματός μας. Για τον Θεό και
για το πνεύμα του ανθρώπου ο Αυγουστίνος καθορίζει – σε σχέση με το φυσιολογικό
σχήμα των κατηγοριών – πως ένα πράγμα είναι μέσα σε ένα άλλο χωρίς να είναι γι’
αυτόν τον λόγο ένα συμβεβηκός (κάτι τυχαίο). Αλλά δεν λέει πως οι άνθρωποι
είναι (υπάρχουν) μόνο στο μέτρο που είναι στον άλλον. Η αλληλεξάρτηση που τον
ενδιαφέρει να φανερώσει δεν είναι των ανθρώπων, αλλά ανάμεσα στις τρείς βασικές
λειτουργίες του πνεύματος. Από αυτή την άποψη ο όρος «διυποκειμενικότης» είναι
χωρίς καμμία σημασία και δικαιολογείται μόνον στο μέτρο στο οποίο ο Αυγουστίνος
αποκλείει το να περιορίζονται οι δραστηριότητες του πνεύματος στο υποκείμενό
τους, που είναι ο φορέας τους, όπως συμβαίνει με τις φυσικές ιδιότητες,
υπογραμμίζοντας την περίπτωση όπου οι πρώτες είναι δυνατόν να έχουν τις ίδιες,
αλλά και το άλλο από τις ίδιες σαν αντικείμενο. Για να παραμείνουμε στο
παράδειγμά μας, δεν δίδαξε πως ένας άνθρωπος θα γινόταν άνθρωπος κυρίως μέσω
τών φίλων, σαν ένας άνθρωπος για τους άλλους ανθρώπους. Θα είχε (εξάλλου)
απωθήσει αυτήν την ιδέα.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου