Δυαλιστική αντίθεση μεταξύ σώματος και ψυχής
Ισότητα άνδρα και γυναίκας και η αρετή ως τάξη μέσα στην αταξία
Η ορθή θέση που υιοθέτησε ο Havelock απέναντι στην έννοια της ψυχής και στον ρόλο που είχε ο Σωκράτης
Τα όρια της ψυχής δεν θα μπορέσεις ποτέ να τα βρεις, όσο κι αν πορευθείς στους δρόμους της· τόσο βαθύς είναι ο λόγος της (Ηράκλειτος, απ. 45 Diels-Kranz.).
Τις εξαιρετικές καινοτομίες αυτού του ηρακλείτειου αποσπάσματος ανέδειξε για πρώτη φορά με πληρότητα ο Bruno Snell: «Ο Ηράκλειτος ήταν ο πρώτος που μας μίλησε για αυτή τη νέα σύλληψη της ψυχής. Ονομάζει την ψυχή του ζώντος ανθρώπου ψυχή· για εκείνον ο άνθρωπος συνίσταται από σώμα και ψυχή, και η ψυχή έχει ιδιότητες που διακρίνονται ουσιαστικά από εκείνες του σώματος και των φυσικών οργάνων. Αυτές οι νέες ιδιότητες της ψυχής είναι κάτι τόσο ριζικά διαφορετικό από ό,τι μπορούσε να σκεφθεί ο Όμηρος, ώστε του λείπουν ακόμη και οι γλωσσικές μορφές για να εκφράσει τις ποιότητες που ο Ηράκλειτος αποδίδει στην ψυχή: αυτές οι μορφές λόγου σχηματίστηκαν στην περίοδο από τον Όμηρο έως τον Ηράκλειτο, και συγκεκριμένα στη λυρική ποίηση»
Ισότητα άνδρα και γυναίκας και η αρετή ως τάξη μέσα στην αταξία
Τα όρια της ψυχής δεν θα μπορέσεις ποτέ να τα βρεις, όσο κι αν πορευθείς στους δρόμους της· τόσο βαθύς είναι ο λόγος της (Ηράκλειτος, απ. 45 Diels-Kranz.).
Τις εξαιρετικές καινοτομίες αυτού του ηρακλείτειου αποσπάσματος ανέδειξε για πρώτη φορά με πληρότητα ο Bruno Snell: «Ο Ηράκλειτος ήταν ο πρώτος που μας μίλησε για αυτή τη νέα σύλληψη της ψυχής. Ονομάζει την ψυχή του ζώντος ανθρώπου ψυχή· για εκείνον ο άνθρωπος συνίσταται από σώμα και ψυχή, και η ψυχή έχει ιδιότητες που διακρίνονται ουσιαστικά από εκείνες του σώματος και των φυσικών οργάνων. Αυτές οι νέες ιδιότητες της ψυχής είναι κάτι τόσο ριζικά διαφορετικό από ό,τι μπορούσε να σκεφθεί ο Όμηρος, ώστε του λείπουν ακόμη και οι γλωσσικές μορφές για να εκφράσει τις ποιότητες που ο Ηράκλειτος αποδίδει στην ψυχή: αυτές οι μορφές λόγου σχηματίστηκαν στην περίοδο από τον Όμηρο έως τον Ηράκλειτο, και συγκεκριμένα στη λυρική ποίηση»
«Τριγυρίζω παντού και δεν κάνω τίποτα άλλο από το να προσπαθώ να πείσω εσάς, νέους και γέρους, να μη φροντίζετε ούτε για τα σώματα ούτε για τα πλούτη ούτε για κανένα άλλο πράγμα με περισσότερη φροντίδα και προθυμία απ’ ό,τι για την ψυχή σας, πώς να την κάνετε όσο γίνεται καλύτερη, λέγοντάς σας ότι η αρετή δεν γεννιέται από τα πλούτη, αλλά ότι από την ίδια την αρετή γεννιούνται τα πλούτη και όλα τα άλλα αγαθά για τους ανθρώπους, και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο»(Απολογία του Σωκράτη, 30 Α-Β).
ΕΠΕΙΔΗ ΑΥΤΗ Η ΕΞΗΓΗΣΗ είναι πράγματι καινοτόμος σε πολλά σημεία και συνεπάγεται την εξάλειψη πολλών προκαταλήψεων, και επομένως επιβάλλει μια νέα ανάγνωση της ιστορίας της αρχαίας φιλοσοφίας, αρκετοί μελετητές την απέρριψαν ή την παρέκαμψαν. Πολλοί στηρίχθηκαν στο γεγονός ότι οι Burnet και Taylor, που την εισήγαγαν πρώτοι, την είχαν παρουσιάσει μαζί με την άλλη θέση, σύμφωνα με την οποία ο Πλάτων – με μόνη εξαίρεση τους διαλόγους της γεροντικής του ηλικίας – υπήρξε πιστός εκθέτης των αυθεντικά σωκρατικών θέσεων, συμπεριλαμβανομένης και της θεωρίας των Ιδεών. Στην πραγματικότητα αυτή η θέση, που είναι σαφώς απαράδεκτη, δεν συνδέεται καθόλου με την πρώτη, η οποία αντίθετα υποστηρίζεται από άλλα, πολύ ισχυρά ιστορικά τεκμήρια. Ήδη στην “Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας” μου είχα δείξει τη συνέπεια και τη σταθερότητα της πρώτης από τις δύο θέσεις (G. Reale, Storia della filosofia antica, τόμος I, Vita e pensiero, Μιλάνο, 1991, σ. 399 κ.ε.), και ο μαθητής μου, Φραντσέσκο Σάρρι (Francesco Sarri), έχει εκδώσει τον ήδη αναφερθέντα τόμο, που περιέχει όλη την τεκμηρίωση για την ιστορία της έννοιας της ψυχής στις διάφορες φάσεις της, με διασταυρούμενες επιβεβαιώσεις της θέσης για τη σωκρατική δημιουργία της νέας έννοιας.
Με μεγάλη μου ικανοποίηση διαπίστωσα ότι ο Havelock έπιασε πραγματικά το στόχο σε αυτό το σημείο και έθεσε πράγματι το ζήτημα στο επίκεντρο, με τον τρόπο που αμέσως θα δούμε.
Ιδιαίτερα, αντιλήφθηκε πολύ καλά – ακριβώς με βάση τη μελέτη της τεχνικής της επικοινωνίας, στην οποία εστιάζει το έργο του – ότι η ιστορία του ελληνικού πνεύματος πρέπει να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο, από έννοιες ακόμη μη διαμορφωμένες και από ορολογία ακόμη μη παγιωμένη, σχηματίζονται οι νέες έννοιες και, κατ’ επέκταση, η νέα ορολογία. Συγκεκριμένα, κατάλαβε πολύ καλά πώς η συγκρότηση ενός τεχνικού λεξιλογίου στην ελληνική γλώσσα πριν από τον Πλάτωνα συνεπάγεται μια αναδόμηση των υπαρχόντων εννοιολογικών πόρων και επομένως ριζικές καινοτομίες.
Γράφει ο Havelock:
«Προς το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. έγινε δυνατό για μερικούς Έλληνες να μιλούν για την “ψυχή” τους σαν να διέθεταν μια ταυτότητα ή μια προσωπικότητα αυτόνομη, όχι απλώς κομμάτια της ατμόσφαιρας ούτε μιας κοσμοζωικής δύναμης, αλλά αυτό που εμείς θα ονομάζαμε πραγματικές οντότητες ή ουσίες. Στην αρχή αυτή η αντίληψη ήταν προσιτή μόνο στα πιο εκλεπτυσμένα πνεύματα. Μπορεί να αποδειχθεί ότι ακόμη και στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα η έννοια αυτή δεν είχε αφομοιωθεί από την πλειοψηφία, και ότι οι όροι με τους οποίους εκφραζόταν ηχούσαν παράξενοι στα αυτιά των πολλών. Πριν από το τέλος του 4ου αιώνα, η αντίληψη αυτή άρχιζε να εισέρχεται στη γλώσσα των Ελλήνων και να μετασχηματίζεται σε έναν από τους πιο κοινούς όρους της ελληνικής πολιτισμικής ζωής. Οι μελετητές έτειναν να συνδέουν αυτή την ανακάλυψη με τη ζωή και τη διδασκαλία του Σωκράτη και να την ταυτίζουν με μια ριζική αλλαγή που εκείνος εισήγαγε στη σημασία της λέξης ψυχή. Εν συντομία, αντί να σημαίνει η λέξη “σκιά” ή “φάντασμα” του ανθρώπου, ή την αναπνοή ή το αίμα του, ένα αντικείμενο χωρίς αίσθηση και συνείδηση, άρχισε να σημαίνει “το πνεύμα που σκέφτεται”, που είναι ικανό για ηθικές αποφάσεις και επιστημονική γνώση, και αποτελεί την έδρα της ηθικής ευθύνης, κάτι απείρως πολύτιμο, μοναδική ουσία σε ολόκληρη τη φύση» (Havelock, Προφορική κουλτούρα και γραπτή κουλτούρα από τον Όμηρο στον Πλάτωνα, σ. 161).
Ο Havelock θεωρεί ότι, ακόμη κι αν αυτή η αντίληψη διακηρύχθηκε επίσημα από τον Σωκράτη, προϋπέθετε ένα σπουδαίο έργο πίσω της, όπως εκείνο του Ηράκλειτου, στο οποίο προσθέτει και τον Δημόκριτο. Επισημαίνει ότι και στην ίδια την ελληνική γλώσσα διακρίνονται σημαντικές αλλαγές: οι προσωπικές και οι αυτοπαθείς αντωνυμίες αρχίζουν να χρησιμοποιούνται σε αντίθεση προς το σώμα ή το πτώμα, και έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή της ελληνικής γλώσσας και της σύνταξης σε ορισμένα καίρια σημεία (Havelock, Προφορική κουλτούρα και γραπτή κουλτούρα από τον Όμηρο στον Πλάτωνα, σ. 162).
Συνδέει αυτό το γεγονός με την πολιτισμική επανάσταση που έφερε η μετάβαση από τον προφορικό λόγο στη γραφή. Η έννοια του ανθρώπου που ταυτίζεται με την ψυχή του και με το «εγώ» του συνεπαγόταν έναν αποχωρισμό της προσωπικότητας από την μουσική πλοκή και τη ροή των πράξεων του έπους και από την υπνωτική δομή που συνδεόταν με αυτό. Για να αποκτήσει εκείνο το ιδιαίτερο είδος πολιτισμικής εμπειρίας που καθιερώνεται από τον Πλάτωνα και εξής, το ελληνικό πνεύμα «πρέπει να πάψει να ταυτίζεται διαδοχικά με μια ολόκληρη σειρά ζωντανών, πολυποίκιλων αφηγηματικών καταστάσεων· δεν πρέπει πια να αναπαράγει όλη την κλίμακα, όλο το φάσμα των συναισθημάτων – την πρόκληση, τον έρωτα και το μίσος, τον φόβο και την απελπισία και τη χαρά – μέσα στα οποία εμπλέκονται τα πρόσωπα του έπους. Πρέπει να πάψει να κατακερματίζεται σε μια ατελείωτη ακολουθία ψυχικών καταστάσεων, σε μια ατελείωτη σειρά συναισθημάτων»(Havelock, Προφορική κουλτούρα και γραπτή κουλτούρα από τον Όμηρο στον Πλάτωνα, σ. 163). Πρέπει, με λίγα λόγια, να μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως δύναμη ικανή να σκέπτεται και να ενεργεί αυτόνομα. «Αυτό ισοδυναμεί με το να δεχθεί την προϋπόθεση ότι υπάρχει ένα “εγώ”, ένα “υποκείμενο”, μια “ψυχή”, μια συνείδηση που αυτοκυβερνάται και βρίσκει τον λόγο της δράσης μέσα της και όχι στην μίμηση της ποιητικής εμπειρίας. Η διδασκαλία της αυτόνομης ψυχής είναι το αντίστοιχο της απόρριψης του προφορικού πολιτισμού» (Havelock, Προφορική κουλτούρα και γραπτή κουλτούρα από τον Όμηρο στον Πλάτωνα, σ. 163-164).
Φυσικά, στενά συνδεδεμένη με αυτή την ανακάλυψη είναι και η ανάδυση στο προσκήνιο της δραστηριότητας της σκέψης και του λογικού υπολογισμού. Και η σωκρατική ταύτιση της «αρετής», δηλαδή του γνωρίσματος που κάνει τον άνθρωπο αληθινό άνθρωπο, με τη «γνώση» είναι πράγματι εμβληματική. Η ανακάλυψη του «υποκειμένου» προϋπέθετε τη διάκρισή του από το «αντικείμενο» και μια επαναστατική συνήθεια του νου να κατανοεί με εντελώς νέο τρόπο ακόμη και αυτό στο οποίο στρέφεται η σκέψη, και έτσι τη γέννηση της θεωρίας των Ιδεών, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω.
Ο Havelock αναδεικνύει τη επαναστατική σημασία της ανακάλυψης της έννοιας της ψυχής, κυρίως από την οπτική της μεθοδολογίας της επικοινωνίας και της δυναμικής των δύο πολιτισμών – του προφορικού και του γραπτού – σε αντιπαράθεση, που συγκρίνονται μεταξύ τους. Ωστόσο, η σημασία αυτή είναι πολύ ευρύτερη. Θυμίζω ότι η διδασκαλία για την ψυχή παρουσιάστηκε και από την πρώιμη χριστιανική σκέψη· αλλά η ίδια η χριστιανική σκέψη την άντλησε από τους Έλληνες, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.
Ο Werner Jaeger υπογράμμισε εύστοχα μερικά στοιχεία που παραλείπει ο Havelock: «Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι όταν ο Σωκράτης, στον Πλάτωνα όπως και στους άλλους Σωκρατικούς, προφέρει αυτή τη λέξη “ψυχή”, της δίνει πάντα έναν πολύ ισχυρό τόνο και φαίνεται να την περιβάλλει με μια παθιασμένη και επείγουσα χροιά, σχεδόν επίκλησης (με έναν παθιασμένο και επείγοντα τόνο, σχεδόν σαν να την επικαλείται). Ελληνικό χείλος δεν είχε ποτέ, πριν από αυτόν, προφέρει έτσι τη λέξη. Έχουμε την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι που μας είναι γνωστό από άλλη πηγή: και η αλήθεια είναι ότι, εδώ για πρώτη φορά στον κόσμο του δυτικού πολιτισμού, παρουσιάζεται αυτό που κι εμείς ακόμη σήμερα ονομάζουμε με την ίδια λέξη […]. Η λέξη “ψυχή” για εμάς, χάρη στις πνευματικές ροές μέσα από τις οποίες πέρασε στην ιστορία, ηχεί πάντα με έναν ηθικό ή θρησκευτικό τόνο. Όπως και άλλες λέξεις: “υπηρεσία του Θεού” και “φροντίδα ψυχών”, ακούγεται χριστιανική. Αλλά αυτό το υψηλό νόημα το πήρε για πρώτη φορά στο προτρεπτικό κήρυγμα του Σωκράτη» (Jaeger, Paideia, II, σ. 62-63).
Αυτά που είπα αποδεικνύουν περίτρανα το βάρος που είχε το μήνυμα του Σωκράτη, εκφρασμένο μέσω της προφορικής διαλεκτικής, και τη ριζική στροφή που αυτό επέβαλε στον ελληνικό πολιτισμό – ειδικότερα στον φιλοσοφικό, αλλά και στον γενικότερο. Επομένως, η διάκριση ανάμεσα στο «πριν» και το «μετά» τον Σωκράτη επιβάλλεται, και η ονομασία των στοχαστών που τον προηγήθηκαν ως «Προσωκρατικοί», αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο Havelock, είναι απολύτως σωστή· ακόμη κι αν μερικοί από αυτούς ήταν χρονολογικά σύγχρονοι του Σωκράτη· διότι η διάκριση δεν είναι χρονολογική, αλλά εννοιολογική.
Και ακριβώς η επαναστατική σημασία που έδωσε ο Σωκράτης στο μήνυμά του περί του ανθρώπου ως ψυχής, σφράγισε μια αποφασιστική καμπή στην ιστορία της φιλοσοφίας: η «μάσκα» του Σωκράτη ως ενσάρκωση του αληθινού διαλεκτικού φιλοσόφου, με όλες τις καινοτομίες που αυτή συνεπάγεται, είναι βέβαια ποιητική δημιουργία του Πλάτωνα, αλλά οικοδομημένη πάνω σε ακριβείς και αναμφισβήτητες ιστορικές βάσεις (Βλ. ειδικότερα το δοκίμιο του Sarri, Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής, Εισαγωγή του G. Reale, Vita e Pensiero, Μιλάνο 1997, σε πολλά σημεία).
Με μεγάλη μου ικανοποίηση διαπίστωσα ότι ο Havelock έπιασε πραγματικά το στόχο σε αυτό το σημείο και έθεσε πράγματι το ζήτημα στο επίκεντρο, με τον τρόπο που αμέσως θα δούμε.
Ιδιαίτερα, αντιλήφθηκε πολύ καλά – ακριβώς με βάση τη μελέτη της τεχνικής της επικοινωνίας, στην οποία εστιάζει το έργο του – ότι η ιστορία του ελληνικού πνεύματος πρέπει να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο, από έννοιες ακόμη μη διαμορφωμένες και από ορολογία ακόμη μη παγιωμένη, σχηματίζονται οι νέες έννοιες και, κατ’ επέκταση, η νέα ορολογία. Συγκεκριμένα, κατάλαβε πολύ καλά πώς η συγκρότηση ενός τεχνικού λεξιλογίου στην ελληνική γλώσσα πριν από τον Πλάτωνα συνεπάγεται μια αναδόμηση των υπαρχόντων εννοιολογικών πόρων και επομένως ριζικές καινοτομίες.
Γράφει ο Havelock:
«Προς το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. έγινε δυνατό για μερικούς Έλληνες να μιλούν για την “ψυχή” τους σαν να διέθεταν μια ταυτότητα ή μια προσωπικότητα αυτόνομη, όχι απλώς κομμάτια της ατμόσφαιρας ούτε μιας κοσμοζωικής δύναμης, αλλά αυτό που εμείς θα ονομάζαμε πραγματικές οντότητες ή ουσίες. Στην αρχή αυτή η αντίληψη ήταν προσιτή μόνο στα πιο εκλεπτυσμένα πνεύματα. Μπορεί να αποδειχθεί ότι ακόμη και στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα η έννοια αυτή δεν είχε αφομοιωθεί από την πλειοψηφία, και ότι οι όροι με τους οποίους εκφραζόταν ηχούσαν παράξενοι στα αυτιά των πολλών. Πριν από το τέλος του 4ου αιώνα, η αντίληψη αυτή άρχιζε να εισέρχεται στη γλώσσα των Ελλήνων και να μετασχηματίζεται σε έναν από τους πιο κοινούς όρους της ελληνικής πολιτισμικής ζωής. Οι μελετητές έτειναν να συνδέουν αυτή την ανακάλυψη με τη ζωή και τη διδασκαλία του Σωκράτη και να την ταυτίζουν με μια ριζική αλλαγή που εκείνος εισήγαγε στη σημασία της λέξης ψυχή. Εν συντομία, αντί να σημαίνει η λέξη “σκιά” ή “φάντασμα” του ανθρώπου, ή την αναπνοή ή το αίμα του, ένα αντικείμενο χωρίς αίσθηση και συνείδηση, άρχισε να σημαίνει “το πνεύμα που σκέφτεται”, που είναι ικανό για ηθικές αποφάσεις και επιστημονική γνώση, και αποτελεί την έδρα της ηθικής ευθύνης, κάτι απείρως πολύτιμο, μοναδική ουσία σε ολόκληρη τη φύση» (Havelock, Προφορική κουλτούρα και γραπτή κουλτούρα από τον Όμηρο στον Πλάτωνα, σ. 161).
Ο Havelock θεωρεί ότι, ακόμη κι αν αυτή η αντίληψη διακηρύχθηκε επίσημα από τον Σωκράτη, προϋπέθετε ένα σπουδαίο έργο πίσω της, όπως εκείνο του Ηράκλειτου, στο οποίο προσθέτει και τον Δημόκριτο. Επισημαίνει ότι και στην ίδια την ελληνική γλώσσα διακρίνονται σημαντικές αλλαγές: οι προσωπικές και οι αυτοπαθείς αντωνυμίες αρχίζουν να χρησιμοποιούνται σε αντίθεση προς το σώμα ή το πτώμα, και έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή της ελληνικής γλώσσας και της σύνταξης σε ορισμένα καίρια σημεία (Havelock, Προφορική κουλτούρα και γραπτή κουλτούρα από τον Όμηρο στον Πλάτωνα, σ. 162).
Συνδέει αυτό το γεγονός με την πολιτισμική επανάσταση που έφερε η μετάβαση από τον προφορικό λόγο στη γραφή. Η έννοια του ανθρώπου που ταυτίζεται με την ψυχή του και με το «εγώ» του συνεπαγόταν έναν αποχωρισμό της προσωπικότητας από την μουσική πλοκή και τη ροή των πράξεων του έπους και από την υπνωτική δομή που συνδεόταν με αυτό. Για να αποκτήσει εκείνο το ιδιαίτερο είδος πολιτισμικής εμπειρίας που καθιερώνεται από τον Πλάτωνα και εξής, το ελληνικό πνεύμα «πρέπει να πάψει να ταυτίζεται διαδοχικά με μια ολόκληρη σειρά ζωντανών, πολυποίκιλων αφηγηματικών καταστάσεων· δεν πρέπει πια να αναπαράγει όλη την κλίμακα, όλο το φάσμα των συναισθημάτων – την πρόκληση, τον έρωτα και το μίσος, τον φόβο και την απελπισία και τη χαρά – μέσα στα οποία εμπλέκονται τα πρόσωπα του έπους. Πρέπει να πάψει να κατακερματίζεται σε μια ατελείωτη ακολουθία ψυχικών καταστάσεων, σε μια ατελείωτη σειρά συναισθημάτων»(Havelock, Προφορική κουλτούρα και γραπτή κουλτούρα από τον Όμηρο στον Πλάτωνα, σ. 163). Πρέπει, με λίγα λόγια, να μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως δύναμη ικανή να σκέπτεται και να ενεργεί αυτόνομα. «Αυτό ισοδυναμεί με το να δεχθεί την προϋπόθεση ότι υπάρχει ένα “εγώ”, ένα “υποκείμενο”, μια “ψυχή”, μια συνείδηση που αυτοκυβερνάται και βρίσκει τον λόγο της δράσης μέσα της και όχι στην μίμηση της ποιητικής εμπειρίας. Η διδασκαλία της αυτόνομης ψυχής είναι το αντίστοιχο της απόρριψης του προφορικού πολιτισμού» (Havelock, Προφορική κουλτούρα και γραπτή κουλτούρα από τον Όμηρο στον Πλάτωνα, σ. 163-164).
Φυσικά, στενά συνδεδεμένη με αυτή την ανακάλυψη είναι και η ανάδυση στο προσκήνιο της δραστηριότητας της σκέψης και του λογικού υπολογισμού. Και η σωκρατική ταύτιση της «αρετής», δηλαδή του γνωρίσματος που κάνει τον άνθρωπο αληθινό άνθρωπο, με τη «γνώση» είναι πράγματι εμβληματική. Η ανακάλυψη του «υποκειμένου» προϋπέθετε τη διάκρισή του από το «αντικείμενο» και μια επαναστατική συνήθεια του νου να κατανοεί με εντελώς νέο τρόπο ακόμη και αυτό στο οποίο στρέφεται η σκέψη, και έτσι τη γέννηση της θεωρίας των Ιδεών, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω.
Ο Havelock αναδεικνύει τη επαναστατική σημασία της ανακάλυψης της έννοιας της ψυχής, κυρίως από την οπτική της μεθοδολογίας της επικοινωνίας και της δυναμικής των δύο πολιτισμών – του προφορικού και του γραπτού – σε αντιπαράθεση, που συγκρίνονται μεταξύ τους. Ωστόσο, η σημασία αυτή είναι πολύ ευρύτερη. Θυμίζω ότι η διδασκαλία για την ψυχή παρουσιάστηκε και από την πρώιμη χριστιανική σκέψη· αλλά η ίδια η χριστιανική σκέψη την άντλησε από τους Έλληνες, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.
Ο Werner Jaeger υπογράμμισε εύστοχα μερικά στοιχεία που παραλείπει ο Havelock: «Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι όταν ο Σωκράτης, στον Πλάτωνα όπως και στους άλλους Σωκρατικούς, προφέρει αυτή τη λέξη “ψυχή”, της δίνει πάντα έναν πολύ ισχυρό τόνο και φαίνεται να την περιβάλλει με μια παθιασμένη και επείγουσα χροιά, σχεδόν επίκλησης (με έναν παθιασμένο και επείγοντα τόνο, σχεδόν σαν να την επικαλείται). Ελληνικό χείλος δεν είχε ποτέ, πριν από αυτόν, προφέρει έτσι τη λέξη. Έχουμε την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι που μας είναι γνωστό από άλλη πηγή: και η αλήθεια είναι ότι, εδώ για πρώτη φορά στον κόσμο του δυτικού πολιτισμού, παρουσιάζεται αυτό που κι εμείς ακόμη σήμερα ονομάζουμε με την ίδια λέξη […]. Η λέξη “ψυχή” για εμάς, χάρη στις πνευματικές ροές μέσα από τις οποίες πέρασε στην ιστορία, ηχεί πάντα με έναν ηθικό ή θρησκευτικό τόνο. Όπως και άλλες λέξεις: “υπηρεσία του Θεού” και “φροντίδα ψυχών”, ακούγεται χριστιανική. Αλλά αυτό το υψηλό νόημα το πήρε για πρώτη φορά στο προτρεπτικό κήρυγμα του Σωκράτη» (Jaeger, Paideia, II, σ. 62-63).
Αυτά που είπα αποδεικνύουν περίτρανα το βάρος που είχε το μήνυμα του Σωκράτη, εκφρασμένο μέσω της προφορικής διαλεκτικής, και τη ριζική στροφή που αυτό επέβαλε στον ελληνικό πολιτισμό – ειδικότερα στον φιλοσοφικό, αλλά και στον γενικότερο. Επομένως, η διάκριση ανάμεσα στο «πριν» και το «μετά» τον Σωκράτη επιβάλλεται, και η ονομασία των στοχαστών που τον προηγήθηκαν ως «Προσωκρατικοί», αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο Havelock, είναι απολύτως σωστή· ακόμη κι αν μερικοί από αυτούς ήταν χρονολογικά σύγχρονοι του Σωκράτη· διότι η διάκριση δεν είναι χρονολογική, αλλά εννοιολογική.
Και ακριβώς η επαναστατική σημασία που έδωσε ο Σωκράτης στο μήνυμά του περί του ανθρώπου ως ψυχής, σφράγισε μια αποφασιστική καμπή στην ιστορία της φιλοσοφίας: η «μάσκα» του Σωκράτη ως ενσάρκωση του αληθινού διαλεκτικού φιλοσόφου, με όλες τις καινοτομίες που αυτή συνεπάγεται, είναι βέβαια ποιητική δημιουργία του Πλάτωνα, αλλά οικοδομημένη πάνω σε ακριβείς και αναμφισβήτητες ιστορικές βάσεις (Βλ. ειδικότερα το δοκίμιο του Sarri, Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής, Εισαγωγή του G. Reale, Vita e Pensiero, Μιλάνο 1997, σε πολλά σημεία).

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου