Νους και ψυχή: δύο οντότητες;
Εισήγηση του Enrico Berti στο συνέδριο Νους και Νευροεπιστήμες (1:26:00)
https://www.youtube.com/watch?v=-BcUVrWQcEA&t=6133s
... Τώρα ο καθηγητής Berti θα μας μιλήσει για ένα θέμα θα έλεγα αρκετά καταληκτικό γι’ αυτή τη συνάντησή μας: Νους και ψυχή, δύο οντότητες;
Ευχαριστώ, κύριε καθηγητά Berti. Ευχαριστώ και εσάς. Φυσικά δεν θα διαβάσω το κείμενο που έχω ετοιμάσει για να εξοικονομήσω λίγο χρόνο, δεδομένης της ώρας και της κατανοητής κούρασης των ακροατών.
Το πρόβλημα που μου τέθηκε είναι ακριβώς αυτό: νους και ψυχή, δύο οντότητες. Δεν είναι ένα θέμα που διάλεξα εγώ· μου το πρότειναν οι διοργανωτές και πιστεύω ότι καθήκον εκείνου που προσκαλείται είναι να προσπαθήσει να εκπληρώσει το έργο που του ανατέθηκε. Θα πω λοιπόν ότι το ερώτημα αν ο νους και η ψυχή είναι δύο οντότητες είναι εύλογο ερώτημα, που γεννιέται από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε στη γλώσσα μας αυτούς τους όρους, «νους» και «ψυχή».
Δηλαδή τους μεταχειριζόμαστε σαν να ήταν οντότητες. Και επομένως είναι φυσικό να αναρωτηθούμε: είναι δύο διαφορετικές οντότητες ή είναι η ίδια οντότητα; Αυτό που θέλω να δείξω είναι ότι στη βάση αυτής της γλωσσικής χρήσης υπάρχει μια παρανόηση· η παρανόηση που μας οδηγεί να πιστεύουμε ότι η ψυχή και ο νους είναι οντότητες, δηλαδή πραγματικότητες που υπάρχουν καθαυτές.
Φυσικά, αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορίας — μάλλον μακρύτερης για την έννοια της ψυχής παρά για την έννοια του νου — μιας ιστορίας που θα ήθελα να είχα τη δυνατότητα να αφηγηθώ πιο αναλυτικά και που θα προσπαθήσω τώρα να συνοψίσω. Η έννοια της ψυχής, όπως χρησιμοποιείται στον δυτικό πολιτισμό, όπως όλοι ξέρουν, ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα, όπου εκφραζόταν με τη λέξη ψυχή.
Τώρα, από τη λέξη ψυχή, περίεργο πράγμα, δεν προέρχεται η λέξη anima στη δική μας γλώσσα, αλλά προέρχεται μια ολόκληρη οικογένεια άλλων λέξεων όπως ψυχολογία, ψυχιατρική, ψυχικές διαδικασίες κ.λπ., που έχουν λίγη σχέση με την ψυχή όπως την εννοούμε εμείς. Ενώ εμείς με τον όρο «anima / ψυχή» δηλώνουμε εκείνον τον τρόπο κατανόησης της ψυχής που ένας πολύ συγκεκριμένος κλάδος της αρχαίας κουλτούρας είχε προτείνει και είχε αναπτύξει με τεράστια επιτυχία, εξασφαλίζοντας σε αυτή τη σύλληψη μια απίστευτη διάδοση.
Αναφέρομαι στη σύλληψη που είχε θρησκευτική προέλευση, γιατί ανάγεται στον αρχαίο ορφισμό, δηλαδή στη θρησκεία που αποδιδόταν στον μυθικό ποιητή Ορφέα, σύμφωνα με την οποία η ψυχή, η ψυχή του ανθρώπου, θα ήταν ένας δαίμων. Τι είναι ο δαίμων; Είναι ένα ον ενδιάμεσο μεταξύ ανθρώπινου και θείου· ένα ον που προϋπάρχει του σώματος, που κάποια στιγμή μπαίνει στο σώμα — ενσαρκώνεται δηλαδή — παραμένει μέσα στο σώμα κατά τη διάρκεια της ζωής και έπειτα, με τον θάνατο του σώματος, το εγκαταλείπει· είτε για να μπει σε άλλα σώματα — κι έχουμε έτσι τη μετενσάρκωση, τη μετεμψύχωση, που ορθότερα θα έπρεπε να λέγεται «μετενσωμάτωση», γιατί πρόκειται για αλλαγή σώματος από την ίδια ψυχή — είτε για να έχει διαφορετική μοίρα: να πάει στις Νήσους των Μακάρων και να επιβιώνει αιώνια σε κατάσταση μακαριότητας.
Αυτή η αντίληψη, ορφικής καταγωγής, υιοθετήθηκε από ορισμένα σημαντικά ρεύματα της αρχαίας φιλοσοφίας. Πρώτα απ’ όλα από τον Πυθαγορισμό. Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι η ψυχή είναι δαίμων και ότι μετενσαρκώνεται πολλές φορές είτε σε άλλους ανθρώπους είτε σε ζώα, και δη υφίσταται ενσαρκώσεις κατώτερες ή ανώτερες, ανάλογα με τον τρόπο ζωής, τον τρόπο συμπεριφοράς που είχε τηρήσει.
Αλλά είναι κυρίως η σύλληψη της ψυχής που έγινε αποδεκτή από τον μεγάλο Πλάτωνα. Στον Πλάτωνα η ψυχή είναι ακριβώς μια πραγματικότητα καθαυτή, μια οντότητα που προϋπάρχει του σώματος· τόσο ώστε, όταν ενσαρκώνεται στο σώμα, το σώμα θυμάται τις εμπειρίες που είχε η ψυχή πριν ενσαρκωθεί και που είναι αθάνατη, δηλαδή επιβιώνει μετά τον θάνατο του σώματος.
Το μεγαλείο της σκέψης του Πλάτωνα είχε ως αποτέλεσμα αυτή η σύλληψη της ψυχής να υιοθετηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον Χριστιανισμό. Δεν ανήκε αρχικά ούτε στην εβραϊκή παράδοση· στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει αυτή η σύλληψη της ψυχής· και αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, δεν υπάρχει ούτε στην Καινή Διαθήκη, όπου η λέξη «ψυχή» εμφανίζεται ελάχιστες φορές και πάντοτε με τη σημασία της ζωής, όχι ως οντότητα χωριστή από το σώμα και διακεκριμένη από αυτό.
Ωστόσο, ιδίως στην Ύστερη Αρχαιότητα και σε όλο τον Μεσαίωνα, η χριστιανική παράδοση υιοθέτησε αυτή την πλατωνική αντίληψη για την ψυχή, τη θέσπισε (νομίζω μάλιστα ότι υπάρχει και δόγμα διατυπωμένο από κάποια σύνοδο τον 13ο–14ο αιώνα) περί της αθανασίας της ψυχής και την παρέδωσε έτσι στη νεότερη κουλτούρα.
Η νεότερη κουλτούρα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα τη γέννηση της επιστήμης — της νεότερης επιστήμης, με τον Γαλιλαίο, τον Ντεκάρτ, τον Νεύτωνα — αναγκάστηκε να αναμετρηθεί με αυτήν ακριβώς την αντίληψη της ψυχής.
Και αυτός που προσπάθησε να συμφιλιώσει τη νεότερη επιστήμη με την θρησκευτική πίστη στην αθανασία της ψυχής υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους, από τους ιδρυτές της νεότερης επιστήμης, δηλαδή ο Ντεκάρτ (Descartes), εκείνος που στην Ιταλία αποκαλούν «Cartesio», αλλά ο ίδιος προτιμούσε να τον αποκαλούν Descartes. Αυτός είπε ότι, ναι, στην ουσία ο άνθρωπος αποτελείται από δύο ουσίες: η μία είναι το σώμα, που είναι σαν μια μηχανή, που λειτουργεί σύμφωνα με μια σειρά μηχανικών διεργασιών, η λεγόμενη res extensa· και η άλλη είναι η ψυχή, res cogitans, δηλαδή ουσία σκεπτόμενη, ουσία που για να σκεφθεί δεν έχει ανάγκη από το σώμα.
Τόσο αληθινό είναι αυτό, λέει ο Descartes, ώστε μπορούμε να αμφιβάλλουμε για όλα, μπορούμε ακόμη και να αμφιβάλλουμε ότι έχουμε σώμα, κι ωστόσο, τη στιγμή που αμφιβάλλουμε, σκεφτόμαστε, δηλαδή ασκούμε τη λειτουργία που είναι ιδιότυπη της ψυχής. Αυτό αποδεικνύει ότι η ψυχή μπορεί να υπάρχει και χωρίς το σώμα, ακόμη και ανεξάρτητα από το σώμα.
Κι έτσι ο Descartes, με κάποιον τρόπο, απαλλάχτηκε από το πρόβλημα και μπόρεσε να αφιερωθεί στις έρευνές του μαθηματικού, φυσικού και φυσιολογικού χαρακτήρα. Πίστεψε μάλιστα ότι ανακάλυψε την κυκλοφορία του αίματος· αλλά έκανε λάθος, γιατί αυτήν την είχε ανακαλύψει ο Harvey, που είχε δει πιο σωστά από εκείνον. Εν πάση περιπτώσει, ο Descartes θεώρησε ότι είχε απαλλαγεί από το πρόβλημα της ψυχής.
Φυσικά αυτή η αντίληψη δεν είναι χωρίς δυσκολίες και προκάλεσε αναρίθμητες συζητήσεις στη νεότερη σκέψη: πώς είναι δυνατόν, αν η ψυχή και το σώμα είναι δύο διαφορετικές και ανεξάρτητες ουσίες, να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους; Δηλαδή το σώμα να προκαλεί αισθήσεις στο επίπεδο της ψυχής και η ψυχή να δίνει εντολές κινήσεων, για παράδειγμα, στο επίπεδο του σώματος. Το πρόβλημα ουσιαστικά δεν λύθηκε στη νεότερη φιλοσοφία και οδήγησε σε ακραίες θέσεις: από τη μία, τον ιδεαλισμό, που θέλησε να αρνηθεί την ύπαρξη του σώματος· και από την άλλη, τον υλισμό, που αντίθετα αρνήθηκε την ύπαρξη της ψυχής.
Κατά τη γνώμη μου, από αυτή την κατάσταση, από αυτήν την απορία, βγήκαμε μόνο στον 20ό αιώνα: πρώτα χάρη στη φιλοσοφία της γλώσσας και ύστερα, κυρίως, χάρη στη λεγόμενη φιλοσοφία του νου, η οποία σήμερα είναι πολύ διαδεδομένη ιδιαίτερα στον αγγλόφωνο χώρο, στη Βόρεια Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, όπου επιτέλους απελευθερωθήκαμε από αυτή την αντίληψη της ψυχής που είχε γνωρίσει τόση επιτυχία.
Το βιβλίο που, κατά τη γνώμη μου, σφράγισε την καμπή ήταν το βιβλίο του Gilbert Ryle, The Concept of Mind, ένα βιβλίο παλιό πια, αφού γράφτηκε το 1949· ο Ryle, καθηγητής στην Οξφόρδη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους, μαζί με τον Austin, της λεγόμενης Σχολής της Οξφόρδης, δηλαδή της φιλοσοφίας ως ανάλυσης της καθημερινής γλώσσας. Και ήταν, πράγμα σημαντικό, ο εκδότης του αρχαιότερου και σπουδαιότερου αγγλικού περιοδικού φιλοσοφίας, του Mind — πράγμα που φανερώνει επίσης πώς η λέξη «νους» (mind) σε μια δεδομένη στιγμή εισήλθε στο φιλοσοφικό, επιστημονικό και ακόμη και στο κοινό λεξιλόγιο, ιδιαίτερα στον αγγλόφωνο κόσμο.
Το βιβλίο του Ryle είχε τίτλο The Concept of Mind, αλλά μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες, και στα ιταλικά με έναν, κατά τη γνώμη μου, παραπλανητικό τίτλο. Ο μεταφραστής Ferruccio Rossilandi το απέδωσε ως Lo spirito come comportamento («Το πνεύμα ως συμπεριφορά»), δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι ο Ryle ήταν συμπεριφοριστής. Ο συμπεριφορισμός είναι γνωστό ότι είναι μια πολύ συγκεκριμένη σχολή της σύγχρονης ψυχολογίας.
Αλλά ο Ryle δεν ήταν συμπεριφοριστής. Παρενέβην μάλιστα πριν από μερικά χρόνια στις εκδόσεις Laterza και ζήτησα —και το πέτυχα— να επανεκδώσουν μια ιταλική μετάφραση του βιβλίου του Ryle με τον τίτλο που του αξίζει, δηλαδή Η έννοια του νου (Il concetto di mente). Όχι Το πνεύμα ως συμπεριφορά.
Τι υποστηρίζει ο Ryle; Ότι ο νους (όνομα που έδωσε σε αυτό που παλιότερα λεγόταν ψυχή) δεν είναι πράγμα, δεν είναι οντότητα, όπως είναι το σώμα, δηλαδή δεν ανήκει στο ίδιο γένος στο οποίο ανήκουν τα σώματα. Να πιστεύουμε ότι είναι πράγμα, ότι είναι οντότητα, σύμφωνα με τον Ryle, είναι να διαπράττουμε ένα σφάλμα κατηγορίας (category mistake), δηλαδή να συγχέουμε μια κατηγορία με μια άλλη. Τα σώματα ανήκουν σε μια κατηγορία όντων διαφορετική από εκείνη στην οποία ανήκει ο νους.
Με λίγα λόγια, ο νους δεν είναι πράγμα· είναι ιδιότητα, καλύτερα διάθεση, ακόμη καλύτερα ένα σύνολο διαθεσεων ή ικανοτήτων. Οι ικανότητες να επιτελούμε μια σειρά δραστηριοτήτων, που μπορούν στη συνέχεια να περιγραφούν και που ο Ryle περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια.
Έτσι ο Ryle εισήγαγε στον πολιτισμό του 20ού αιώνα μια αντίληψη για την ψυχή που ανάγεται επίσης στην αρχαία Ελλάδα, αλλά δεν είχε γνωρίσει την ίδια τύχη με την πλατωνική: είναι, συγκεκριμένα, η αριστοτελική αντίληψη της ψυχής ως μορφής του σώματος.
Σε λίγο θα διευκρινίσω τι σημαίνει «μορφή». Θέλω πρώτα όμως να επισημάνω ότι αυτή η αναβίωση της αριστοτελικής έννοιας προκάλεσε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα μια στροφή στη φιλοσοφία του νου, ώστε όλοι να στραφούν στον Αριστοτέλη, κάποιοι δίνοντάς της μια φυσικαλιστική ερμηνεία, δηλαδή λέγοντας ουσιαστικά ότι αυτό που ονομάζουμε «διαδικασίες του νου» είναι φυσικές ή χημικο-φυσικές διαδικασίες, ή πάντως διαδικασίες υλικού χαρακτήρα.
Ο Feigl και άλλοι —στην ανακοίνωσή μου έχω όλα τα ονόματα και τη βιβλιογραφία— είναι οι εκπρόσωποι αυτής της ερμηνείας. Αλλά σε μια δεδομένη στιγμή αυτή εγκαταλείφθηκε, επειδή έγινε αντιληπτό το φαινόμενο της ανάδυσης των νοητικών διεργασιών από τις φυσικές διεργασίες. Σχετικά με αυτό έχει γράψει πολύ ωραίες σελίδες ο John Searle, ο οποίος, αν θυμάμαι καλά, αναφέρθηκε σήμερα κι από άλλους συναδέλφους· ήταν μαθητής του Austin στην Οξφόρδη και υπάρχει και στα ιταλικά το βιβλίο του με τίτλο La Mente (The Mind), όπου ο Searle λέει: ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι λεγόμενες νοητικές διεργασίες είναι αιτιατά, δηλαδή παράγονται από φυσικές διεργασίες — τις αντιδράσεις που συμβαίνουν μέσα στον εγκέφαλο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ταυτίζονται με τις φυσικές διεργασίες ή ότι αναγάγονται σε αυτές· είναι προϊόντα, παράγωγα, αλλά αποτελούν κάτι διαφορετικό.
Έτσι ξεκίνησε μια νέα ερμηνεία της αριστοτελικής έννοιας της ψυχής, που ονομάστηκε λειτουργισμός (funzionalismo / functionalism). Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της νέας ερμηνείας είναι ο Hilary Putnam — όχι ο ύστερος Putnam των δεκαετιών ’70–’80, αλλά ο πρώιμος. Αυτός είπε: ναι, η ψυχή, που ο Αριστοτέλης αποκαλεί «μορφή», δεν είναι παρά ό,τι είναι στους υπολογιστές το λογισμικό, το πρόγραμμα. Στον υπολογιστή υπάρχει το υλικό (hardware), η μηχανή, και έπειτα υπάρχουν οι λειτουργίες — εξ ου και ο όρος «λειτουργισμός» — που η μηχανή μπορεί να εκτελέσει· και αυτές είναι το πρόγραμμα.
Επομένως η ψυχή, για την οποία μιλά ο Αριστοτέλης, μοιάζει με ένα πρόγραμμα· είναι η ικανότητα εκτέλεσης μιας σειράς λειτουργιών. Σε αυτή τη θέση προσχώρησαν στη συνέχεια σχεδόν όλοι οι σπουδαίοι φιλόσοφοι του νου του 20ού αιώνα: ο Dennett, ο Fodor, ο ίδιος ο Putnam, η Martha Nussbaum.
Όμως ο ίδιος ο Putnam αργότερα συνειδητοποίησε ότι αυτή η αντίληψη ήταν ανεπαρκής, γιατί παρατήρησε ότι το πρόγραμμα, το λογισμικό ενός υπολογιστή, είναι compositionally plastic («συνθετικά εύπλαστο»), με την έννοια ότι ένα και το αυτό πρόγραμμα μπορεί να εκτελεστεί από διαφορετικές μηχανές. Ενώ η ψυχή, ο νους, είναι επίσης computationally plastic («υπολογιστικά εύπλαστος»), δηλαδή δεν είναι μόνο ότι το ίδιο πρόγραμμα μπορεί να εκτελεστεί από διαφορετικές μηχανές, αλλά και ότι ο νους έχει τη δυνατότητα να εκτελεί πολλά διαφορετικά προγράμματα· κι έτσι δεν μπορεί να αναχθεί απλώς στη λειτουργία.
Κατά τον Putnam, για ακόμη μια φορά, η έννοια που εκφράζει καλύτερα αυτήν την ιδέα της ψυχής είναι η αριστοτελική έννοια της μορφής. Και εδώ, επιτρέψτε μου να σημειώσω: όταν μιλάμε για «μορφή», όλοι σκέφτονται μια οντότητα που τη λένε «μεταφυσική»· και για πολλούς «μεταφυσικό» σημαίνει «μυστηριώδες, ακατανόητο, παραπλανητικό».
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτε το «μεταφυσικό» στην έννοια της μορφής. Σκεφτείτε ένα παράδειγμα που έδωσε, μάλιστα, και ένας νευρολόγος: ο τροχός. Ένας τροχός μπορεί να είναι φτιαγμένος από πέτρα, από ξύλο, από σίδερο ή από καουτσούκ, αλλά επιτελεί τις λειτουργίες του — να γυρίζει και να κυλά — όχι λόγω της ύλης από την οποία αποτελείται, αλλά λόγω της μορφής του, της διαμόρφωσής του.
Ή σκεφτείτε ένα λίγο πιο δύσκολο παράδειγμα, πιο εκλεπτυσμένο: αυτό που οι χημικοί ονομάζουν φόρμουλα. Τι σημαίνει φόρμουλα; Σημαίνει «μικρή μορφή».
Η φόρμουλα, για παράδειγμα, του νερού τι είναι; Ένα μόριο νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου· κι αυτό εκφράζεται με τη φόρμουλα H₂O. Αυτή η φόρμουλα δεν είναι μέρος του μορίου, δεν είναι συστατικό του· τα συστατικά είναι τα δύο άτομα υδρογόνου και το άτομο οξυγόνου. Η φόρμουλα δεν είναι «ύλη» του μορίου. Όμως, αν δεν υπήρχε αυτή η συγκεκριμένη σχέση που εκφράζει η φόρμουλα H₂O, δεν θα υπήρχε νερό. Υπάρχει νερό επειδή υπάρχει αυτός ο συσχετισμός.
Η μορφή, λοιπόν, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα διάφορα μέρη, τα διάφορα συστατικά —που είναι η ύλη— οργανώνονται μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν. Αν εφαρμόσουμε αυτό σε όσα λέει ο Αριστοτέλης για την ψυχή, εκείνος, στο Βιβλίο Β΄ Περὶ ψυχῆς, λέει ότι «η ψυχή είναι η μορφή ενός φυσικού οργανικού σώματος», δηλαδή ενός οργανισμού που αποτελείται από πολλά όργανα, τα οποία συνεργούν όλα στην επιτέλεση μιας σειράς λειτουργιών.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι το σημαντικότερο όργανο ήταν η καρδιά, όπως ανέφερες πριν, γιατί είχε παρατηρήσει την ανάπτυξη του εμβρύου του πουλιού. Δεν διέθετε μικροσκόπιο, ούτε ακτίνες Χ· αλλά, σπάζοντας κάθε μέρα ένα αυγό κότας, έβλεπε πώς προχωρούσε το έμβρυο του κοτόπουλου και παρατήρησε ότι το πρώτο όργανο που σχηματίζεται στο έμβρυο είναι η καρδιά. Συμπέρανε λοιπόν ότι η καρδιά είναι το σπουδαιότερο όργανο του οργανισμού. Και είχε κάνει λάθος.
Εσύ θυμήθηκες πριν ότι ήδη ο Δάντης είχε αντιληφθεί πως το πιο σημαντικό όργανο ήταν ο εγκέφαλος — όχι στο Convivio, αλλά στο Καθαρτήριο, ακριβώς εκεί όπου εξηγεί τη γένεση του εμβρύου και λέει ότι ο εγκέφαλος είναι το πρώτο όργανο που εμφανίζεται. Αλλά, όποιο κι αν είναι το πιο σημαντικό όργανο, η λειτουργία της μορφής, λέει ο Αριστοτέλης, είναι ότι η ψυχή είναι «η πρώτη ενέργεια (actus primus) ενός φυσικού οργανικού σώματος που έχει ζωή δυνάμει».
Τι σημαίνει «έχει ζωή δυνάμει»; Σημαίνει ότι είναι ικανό να ζήσει.
Και «πρώτη ενέργεια» είναι ακριβώς η παρούσα ύπαρξη αυτής της ικανότητας. Δεν χρειάζεται να ασκείται· η άσκησή της θα ονομαστεί αργότερα «δεύτερη ενέργεια».
Σημασία έχει να είναι παρούσα, πραγματικά παρούσα, η ικανότητα. Υπάρχουν ζωτικές λειτουργίες που, για παράδειγμα, δεν εκτελούνται κατά τη διάρκεια του ύπνου· κι ωστόσο η ικανότητα υπάρχει, γιατί μόλις ξυπνήσουμε μπορούμε να τις εκτελέσουμε. Το σημαντικό, λοιπόν, είναι η παρουσία αυτής της ικανότητας, της ικανότητας για ζωή.
Γι’ αυτό, όπου υπάρχει ζωή, υπάρχει και ψυχή. Οι πιο στοιχειώδεις μορφές ζωής είναι εκείνες των φυτών: γέννηση, θρέψη, ανάπτυξη και αναπαραγωγή. Υπάρχει λοιπόν μια «ψυχή των φυτών», που ο Αριστοτέλης ονόμαζε ψυχή θρεπτική (anima vegetativa). Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και στους σημερινούς διαλόγους επιστρέφει η έννοια της «φυτικής κατάστασης».
Έπειτα υπάρχουν οι ανώτερες λειτουργίες, εκείνες των ζώων: κίνηση, αίσθηση κ.λπ. Άρα υπάρχει μια «ζωική ψυχή». Και μετά, στους ανθρώπους, υπάρχει η ικανότητα να εκτελούν, πέρα από όλες τις άλλες λειτουργίες —δηλαδή τις φυτικές και τις ζωικές— και άλλες ακόμη: σκέψη, βούληση, συναισθήματα κ.τ.λ. Έτσι υπάρχει μια ψυχή ειδικά ανθρώπινη, που μπορεί να ταυτίζεται με αυτό που εμείς ονομάζουμε «νου».
Αλλά όλα αυτά δεν είναι πράγματα· είναι ικανότητες. Είναι μορφές «πρώτης ενέργειας» που είναι αυτό που διακρίνει το ζωντανό από το μη ζωντανό.
Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος να καταλάβουμε τι είναι η ψυχή ή ο νους με αυτήν την έννοια είναι να εξετάσουμε τη διαφορά ανάμεσα σε έναν ζωντανό οργανισμό και σε έναν νεκρό οργανισμό, δηλαδή σε ένα πτώμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν animali τα ζωντανά όντα, επειδή είναι «dotati di anima», δηλαδή «έχοντα ψυχή».
Σήμερα ξέρετε ότι όταν διαπιστώνεται η λεγόμενη «εγκεφαλικός θάνατος», έχουμε ένα επίπεδο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Ενώ σε έναν ζωντανό εγκέφαλο, είτε ζώου είτε ανθρώπου, έχουμε ηλεκτροεγκεφαλογράφημα που δείχνει σημάδια δραστηριότητας. Η διαφορά είναι ακριβώς αυτή: η παρουσία ή η απουσία της ικανότητας να ζει, όποιο κι αν είναι το επίπεδο ζωής στο οποίο αναφερόμαστε — από το πιο στοιχειώδες έως το πιο υψηλό.
Αν η ψυχή ή ο νους εννοηθεί με αυτόν τον τρόπο, τότε μια τεράστια ποσότητα προβλημάτων —το λεγόμενο mind-body problem (πρόβλημα νου–σώματος)— που βασάνιζαν και ταλάνιζαν τους φιλοσόφους του νου, μπορούν να θεωρηθούν λυμένα. Ο Putnam, στο βιβλίο του Words and Life, υποστήριξε ακριβώς αυτό: ότι πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτή την αντίληψη αν θέλουμε να λύσουμε το mind-body problem.
Καταλαβαίνω ότι όλα αυτά αφήνουν ένα πρόβλημα, μια αμηχανία: εκείνη της επιβίωσης ή της αθανασίας. Αν η ψυχή εννοηθεί με αυτόν τον τρόπο, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να επιβιώσει. Γιατί αν είναι η ικανότητα να ζει που ανήκει σε ένα σώμα, όταν το σώμα δεν έχει πια αυτή την ικανότητα, σε ποιον θα ανήκει αυτή η ικανότητα; Ποιος θα είναι το υποκείμενο ικανό να επιτελεί αυτές τις λειτουργίες;
Ακόμη και ο φτωχός Θωμάς Ακινάτης, που όφειλε να συμφιλιώσει τον Αριστοτέλη με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ενώ παραδέχεται τη μεταθανάτια επιβίωση της ψυχής, γράφει όμως πολλές φορές ότι η ψυχή που επιβιώνει μετά τον θάνατο του σώματος δεν είναι πια πρόσωπο. Γιατί; Διότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα· δεν μπορεί να σκεφτεί, γιατί ακόμη και για να σκεφτεί χρειάζεται να δέχεται εικόνες, εμπειρίες από τις αισθήσεις, δηλαδή από το σώμα· κι αν δεν υπάρχει σώμα, δεν μπορεί ούτε… Άρα τι κάνει; Τι ζωή ζει; Ο Άγιος Θωμάς το λέει αυτό.
Εγώ πιστεύω ότι το πρόβλημα της αθανασίας είναι πρόβλημα που δεν αφορά ούτε την επιστήμη ούτε τη φιλοσοφία· είναι αποκλειστικά πρόβλημα της πίστης.
Διαβάζοντας εκείνο το ωραίο βιβλίο του Vito Mancuso, L’anima e il suo destino, που κι αυτό υιοθετεί μια αριστοτελική αντίληψη της ψυχής, είδα ότι στο ζήτημα της αθανασίας είναι αρκετά σκοτεινός και αναποφάσιστος, όπως είναι φυσικό. Θυμίζω μόνο ότι για την Εκκλησία, για τους πρώτους χριστιανούς, ποτέ δεν ήταν άρθρο πίστεως η αθανασία της ψυχής, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό: η ανάσταση.
Στο Σύμβολο των Αποστόλων λέγεται «πιστεύω στην ανάσταση της σαρκός».
Στο Σύμβολο Νικαίας–Κωνσταντινουπόλεως λέγεται «πιστεύω στην ανάσταση των νεκρών». Δεν γίνεται ποτέ λόγος για ψυχή ή για αθανασία της ψυχής.
Και ακόμη και οι προσευχές της Εκκλησίας για τους νεκρούς λένε «ανάπαυσον αυτούς, Κύριε»· δηλαδή ο θάνατος παρομοιάζεται με ύπνο· μάλιστα στο Κανόνα της Λειτουργίας προσευχόμαστε «υπὲρ τῶν κεκοιμημένων ἐν ἐλπίδι ἀναστάσεως».
Αυτή είναι η πίστη των χριστιανών: όχι η αθανασία της ψυχής, αλλά η ανάσταση. Φυσικά, είναι πολύ πιο δύσκολο να πιστέψει κανείς στην ανάσταση. Όποιος έχει πίστη, πιστεύει· κι όποιος δεν έχει, δεν πιστεύει.
Αλλά αυτό το αριστοτελικό νόημα της ψυχής, κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνο που αναγνωρίστηκε —τουλάχιστον από φιλοσόφους του νου όπως ο Putnam και η Nussbaum— ως το πιο κατάλληλο για να επιλύσει τους σύγχρονους διαλόγους.
Συγχωρήστε με αν σας κούρασα λίγο…
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτε το «μεταφυσικό» στην έννοια της μορφής. Σκεφτείτε ένα παράδειγμα που έδωσε, μάλιστα, και ένας νευρολόγος: ο τροχός. Ένας τροχός μπορεί να είναι φτιαγμένος από πέτρα, από ξύλο, από σίδερο ή από καουτσούκ, αλλά επιτελεί τις λειτουργίες του — να γυρίζει και να κυλά — όχι λόγω της ύλης από την οποία αποτελείται, αλλά λόγω της μορφής του, της διαμόρφωσής του.
Ή σκεφτείτε ένα λίγο πιο δύσκολο παράδειγμα, πιο εκλεπτυσμένο: αυτό που οι χημικοί ονομάζουν φόρμουλα. Τι σημαίνει φόρμουλα; Σημαίνει «μικρή μορφή».
Η φόρμουλα, για παράδειγμα, του νερού τι είναι; Ένα μόριο νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου· κι αυτό εκφράζεται με τη φόρμουλα H₂O. Αυτή η φόρμουλα δεν είναι μέρος του μορίου, δεν είναι συστατικό του· τα συστατικά είναι τα δύο άτομα υδρογόνου και το άτομο οξυγόνου. Η φόρμουλα δεν είναι «ύλη» του μορίου. Όμως, αν δεν υπήρχε αυτή η συγκεκριμένη σχέση που εκφράζει η φόρμουλα H₂O, δεν θα υπήρχε νερό. Υπάρχει νερό επειδή υπάρχει αυτός ο συσχετισμός.
Η μορφή, λοιπόν, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα διάφορα μέρη, τα διάφορα συστατικά —που είναι η ύλη— οργανώνονται μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν. Αν εφαρμόσουμε αυτό σε όσα λέει ο Αριστοτέλης για την ψυχή, εκείνος, στο Βιβλίο Β΄ Περὶ ψυχῆς, λέει ότι «η ψυχή είναι η μορφή ενός φυσικού οργανικού σώματος», δηλαδή ενός οργανισμού που αποτελείται από πολλά όργανα, τα οποία συνεργούν όλα στην επιτέλεση μιας σειράς λειτουργιών.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι το σημαντικότερο όργανο ήταν η καρδιά, όπως ανέφερες πριν, γιατί είχε παρατηρήσει την ανάπτυξη του εμβρύου του πουλιού. Δεν διέθετε μικροσκόπιο, ούτε ακτίνες Χ· αλλά, σπάζοντας κάθε μέρα ένα αυγό κότας, έβλεπε πώς προχωρούσε το έμβρυο του κοτόπουλου και παρατήρησε ότι το πρώτο όργανο που σχηματίζεται στο έμβρυο είναι η καρδιά. Συμπέρανε λοιπόν ότι η καρδιά είναι το σπουδαιότερο όργανο του οργανισμού. Και είχε κάνει λάθος.
Εσύ θυμήθηκες πριν ότι ήδη ο Δάντης είχε αντιληφθεί πως το πιο σημαντικό όργανο ήταν ο εγκέφαλος — όχι στο Convivio, αλλά στο Καθαρτήριο, ακριβώς εκεί όπου εξηγεί τη γένεση του εμβρύου και λέει ότι ο εγκέφαλος είναι το πρώτο όργανο που εμφανίζεται. Αλλά, όποιο κι αν είναι το πιο σημαντικό όργανο, η λειτουργία της μορφής, λέει ο Αριστοτέλης, είναι ότι η ψυχή είναι «η πρώτη ενέργεια (actus primus) ενός φυσικού οργανικού σώματος που έχει ζωή δυνάμει».
Τι σημαίνει «έχει ζωή δυνάμει»; Σημαίνει ότι είναι ικανό να ζήσει.
Και «πρώτη ενέργεια» είναι ακριβώς η παρούσα ύπαρξη αυτής της ικανότητας. Δεν χρειάζεται να ασκείται· η άσκησή της θα ονομαστεί αργότερα «δεύτερη ενέργεια».
Σημασία έχει να είναι παρούσα, πραγματικά παρούσα, η ικανότητα. Υπάρχουν ζωτικές λειτουργίες που, για παράδειγμα, δεν εκτελούνται κατά τη διάρκεια του ύπνου· κι ωστόσο η ικανότητα υπάρχει, γιατί μόλις ξυπνήσουμε μπορούμε να τις εκτελέσουμε. Το σημαντικό, λοιπόν, είναι η παρουσία αυτής της ικανότητας, της ικανότητας για ζωή.
Γι’ αυτό, όπου υπάρχει ζωή, υπάρχει και ψυχή. Οι πιο στοιχειώδεις μορφές ζωής είναι εκείνες των φυτών: γέννηση, θρέψη, ανάπτυξη και αναπαραγωγή. Υπάρχει λοιπόν μια «ψυχή των φυτών», που ο Αριστοτέλης ονόμαζε ψυχή θρεπτική (anima vegetativa). Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και στους σημερινούς διαλόγους επιστρέφει η έννοια της «φυτικής κατάστασης».
Έπειτα υπάρχουν οι ανώτερες λειτουργίες, εκείνες των ζώων: κίνηση, αίσθηση κ.λπ. Άρα υπάρχει μια «ζωική ψυχή». Και μετά, στους ανθρώπους, υπάρχει η ικανότητα να εκτελούν, πέρα από όλες τις άλλες λειτουργίες —δηλαδή τις φυτικές και τις ζωικές— και άλλες ακόμη: σκέψη, βούληση, συναισθήματα κ.τ.λ. Έτσι υπάρχει μια ψυχή ειδικά ανθρώπινη, που μπορεί να ταυτίζεται με αυτό που εμείς ονομάζουμε «νου».
Αλλά όλα αυτά δεν είναι πράγματα· είναι ικανότητες. Είναι μορφές «πρώτης ενέργειας» που είναι αυτό που διακρίνει το ζωντανό από το μη ζωντανό.
Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος να καταλάβουμε τι είναι η ψυχή ή ο νους με αυτήν την έννοια είναι να εξετάσουμε τη διαφορά ανάμεσα σε έναν ζωντανό οργανισμό και σε έναν νεκρό οργανισμό, δηλαδή σε ένα πτώμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν animali τα ζωντανά όντα, επειδή είναι «dotati di anima», δηλαδή «έχοντα ψυχή».
Σήμερα ξέρετε ότι όταν διαπιστώνεται η λεγόμενη «εγκεφαλικός θάνατος», έχουμε ένα επίπεδο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Ενώ σε έναν ζωντανό εγκέφαλο, είτε ζώου είτε ανθρώπου, έχουμε ηλεκτροεγκεφαλογράφημα που δείχνει σημάδια δραστηριότητας. Η διαφορά είναι ακριβώς αυτή: η παρουσία ή η απουσία της ικανότητας να ζει, όποιο κι αν είναι το επίπεδο ζωής στο οποίο αναφερόμαστε — από το πιο στοιχειώδες έως το πιο υψηλό.
Αν η ψυχή ή ο νους εννοηθεί με αυτόν τον τρόπο, τότε μια τεράστια ποσότητα προβλημάτων —το λεγόμενο mind-body problem (πρόβλημα νου–σώματος)— που βασάνιζαν και ταλάνιζαν τους φιλοσόφους του νου, μπορούν να θεωρηθούν λυμένα. Ο Putnam, στο βιβλίο του Words and Life, υποστήριξε ακριβώς αυτό: ότι πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτή την αντίληψη αν θέλουμε να λύσουμε το mind-body problem.
Καταλαβαίνω ότι όλα αυτά αφήνουν ένα πρόβλημα, μια αμηχανία: εκείνη της επιβίωσης ή της αθανασίας. Αν η ψυχή εννοηθεί με αυτόν τον τρόπο, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να επιβιώσει. Γιατί αν είναι η ικανότητα να ζει που ανήκει σε ένα σώμα, όταν το σώμα δεν έχει πια αυτή την ικανότητα, σε ποιον θα ανήκει αυτή η ικανότητα; Ποιος θα είναι το υποκείμενο ικανό να επιτελεί αυτές τις λειτουργίες;
Ακόμη και ο φτωχός Θωμάς Ακινάτης, που όφειλε να συμφιλιώσει τον Αριστοτέλη με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ενώ παραδέχεται τη μεταθανάτια επιβίωση της ψυχής, γράφει όμως πολλές φορές ότι η ψυχή που επιβιώνει μετά τον θάνατο του σώματος δεν είναι πια πρόσωπο. Γιατί; Διότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα· δεν μπορεί να σκεφτεί, γιατί ακόμη και για να σκεφτεί χρειάζεται να δέχεται εικόνες, εμπειρίες από τις αισθήσεις, δηλαδή από το σώμα· κι αν δεν υπάρχει σώμα, δεν μπορεί ούτε… Άρα τι κάνει; Τι ζωή ζει; Ο Άγιος Θωμάς το λέει αυτό.
Εγώ πιστεύω ότι το πρόβλημα της αθανασίας είναι πρόβλημα που δεν αφορά ούτε την επιστήμη ούτε τη φιλοσοφία· είναι αποκλειστικά πρόβλημα της πίστης.
Διαβάζοντας εκείνο το ωραίο βιβλίο του Vito Mancuso, L’anima e il suo destino, που κι αυτό υιοθετεί μια αριστοτελική αντίληψη της ψυχής, είδα ότι στο ζήτημα της αθανασίας είναι αρκετά σκοτεινός και αναποφάσιστος, όπως είναι φυσικό. Θυμίζω μόνο ότι για την Εκκλησία, για τους πρώτους χριστιανούς, ποτέ δεν ήταν άρθρο πίστεως η αθανασία της ψυχής, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό: η ανάσταση.
Στο Σύμβολο των Αποστόλων λέγεται «πιστεύω στην ανάσταση της σαρκός».
Στο Σύμβολο Νικαίας–Κωνσταντινουπόλεως λέγεται «πιστεύω στην ανάσταση των νεκρών». Δεν γίνεται ποτέ λόγος για ψυχή ή για αθανασία της ψυχής.
Και ακόμη και οι προσευχές της Εκκλησίας για τους νεκρούς λένε «ανάπαυσον αυτούς, Κύριε»· δηλαδή ο θάνατος παρομοιάζεται με ύπνο· μάλιστα στο Κανόνα της Λειτουργίας προσευχόμαστε «υπὲρ τῶν κεκοιμημένων ἐν ἐλπίδι ἀναστάσεως».
Αυτή είναι η πίστη των χριστιανών: όχι η αθανασία της ψυχής, αλλά η ανάσταση. Φυσικά, είναι πολύ πιο δύσκολο να πιστέψει κανείς στην ανάσταση. Όποιος έχει πίστη, πιστεύει· κι όποιος δεν έχει, δεν πιστεύει.
Αλλά αυτό το αριστοτελικό νόημα της ψυχής, κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνο που αναγνωρίστηκε —τουλάχιστον από φιλοσόφους του νου όπως ο Putnam και η Nussbaum— ως το πιο κατάλληλο για να επιλύσει τους σύγχρονους διαλόγους.
Συγχωρήστε με αν σας κούρασα λίγο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου