Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Φιλοσοφία και Χριστιανική πίστη στον Αυγουστίνο δ

Συνέχεια από:Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2014

Φιλοσοφία και Χριστιανική πίστη στον Αυγουστίνο


Gerhard Krüger

Στο: Die Zeit Jesu, Festschrift für Heinrich Schlier, Herder, 1970, σελ. 284-296

Η καθολική εκκλησία αντιλαμβάνεται το θαύμα του Χριστιανισμού έτσι, ώστε πράγματι κάθε χριστιανική πραγματικότητα (Faktizität) στην Βίβλο, στην διακονία, στα μυστήρια και στους πιστούς, να είναι μια αγιασμένη πραγματικότητα. Δια της ενανθρώπισης του Θεού, οι πεπερασμένες δυνατότητες της οποίας δέν είναι πια απλώς πεπερασμένες.[ Αυτό ακριβώς πού ισχυρίζεται ο Γιανναράς, ότι τό κτιστό ζεί μέ τό τρόπο τού ακτίστου] Προ πάντων η πεπερασμένη, ορατή Εκκλησία, με την πραγματοποίηση σε όλους τους μεμονωμένους Χριστιανούς, της γενικής δυνατότητας να είναι κανείς Χριστιανός, η «καθολική» Εκκλησία, είναι η αγία Εκκλησία. Για τον προτεστάντη όμως, η φανερή αυτή αγιότητα και η υπερφυσική περατότητα περιβάλλονται από τις χειρότερες υποψίες. Για τον προτεστάντη, ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να καταστεί εκκλησιαστική, γενική αλήθεια: σε όλες τις πεπερασμένες δυνατότητες βλέπει μόνο το πεπερασμένο. Για τον λόγο αυτό θεωρεί τον άνθρωπο χριστιανικό με την στενή έννοια, μόνο εφόσον μέσα στην πραγματικότητα του δεν καθορίζεται ποτέ επαρκώς από τις πεπερασμένες του δυνατότητες, εφόσον δεν είναι εν γένει άνθρωπος, αλλά αυτός ο άνθρωπος. Εφόσον είναι ατομικός. Ο Χριστιανός δεν είναι ο άνθρωπος μέσα στην γενική του ουσία, αλλά ο άνθρωπος στην ιδιαιτερότητα του. Ο Kierkegaard λέει: μέσα στην ύπαρξη του (Existenz). Το ίδιο ισχύει και εντός του φανερού Χριστιανισμού, όπου δεν είναι αποφασιστικής σημασίας η γενική και για όλους τους Χριστιανούς κοινή δυνατότητα να είναι Χριστιανοί: η δημοσίως φανερή ομολογία, η συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή και η ηθική συμπεριφορά.[Ολη η σημερινή ψευτο-ορθοδοξία] Αποφασιστικής σημασίας είναι η άρρητη πραγματικότητα, η οποία διαφεύγει κάθε ορισμού. Αλλά και το άτομο δεν είναι εν γένει Χριστιανός, αλλά μόνο στην αποφασιστική στιγμή τού  συγκεκριμένου  κάθε φορά παρόντος του. Μόνο εκείνη την στιγμή, της ξεχωριστής πραγματικότητας του ιστορικού γεγονότος[όλος ο Χάιντεγκερ], και εδώ πάλι μόνο στην ιδιαίτερη πραγματικότητα τού σωτήριου γεγονότος της αποκάλυψης και της πίστης, είναι παρόν το πραγματικό θαύμα. Μόνο αυτό δεν μπορεί να καταχραστεί καμιά ανθρώπινη έννοια. Μόνο αυτό είναι «χριστιανικό», όλα τα άλλα, εάν δεν υπηρετούν το θαύμα, απλώς το παίζουν πως είναι χριστιανικά. Σύμφωνα με τον Gogarten είναι «χριστιανοφανή».

Ακόμα και ο άπιστος, όταν διαπιστώσει αυτή την συσχέτιση, θα αναγκαστεί να σεβαστεί την εσωτερική συνέπεια του δεδομένου αυτού. Πρέπει όμως να έχουμε κατά νου-όπως πρέπει να το έχει κατά νου και εκείνος που φιλοσοφεί-σε πόσο δύσκολη και επισφαλή κατάσταση βρίσκεται η σχέση της προτεσταντικής χριστιανικότητας προς την φανερή εκλλησιαστικότητα, και εν τέλει προς τον Ιησού ως Θεανθρώπου. Ο πραγματικός Προτεσταντισμός διαμαρτυρόταν ανέκαθεν εναντίον της «ενθουσιώδους» παράκαμψης της ορατής Εκκλησίας, όπως και εναντίον της μυστικιστικής αφαίρεσης της πραγματικότητας από τον ιστορικό Χριστιανισμό. Παρέμεινε όμως πολύ σκοτεινό, το πως πρέπει να κατανοηθεί η σχέση του θεϊκού και του ανθρώπινου εντός του Χριστιανισμού. Στην πραγματικότητα, προσπάθησαν από την αρχή να «μεταρρυθμίσουν» τον καθολικό Χριστιανισμό, και όχι να οικοδομήσουν κάτι καινούργιο. Αυτός ο καθολικός Χριστιανισμός, όσον αφορά στην σχέση του προς τον Θεό και την Αποκάλυψη ως επέμβασης του Θεού, είναι για τον Προτεσταντισμό ύποπτος.  Η σχέση του προς τον φανερό χαρακτήρα του Χριστιανισμού, δηλαδή προς την χριστιανική πραγματικότητα, μιας πραγματικότητας που λαμβάνει χώρα στα πλαίσια των πεπερασμένων δυνατοτήτων, είναι εξαιρετικά αποφασιστική, καθορισμένη και συγκεκριμένη. Γιατί ο πεπερασμένος καθορισμός δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, η οποία είναι νομιναλιστικά χωρισμένη από την εν γένει ουσία, αλλά υφίσταται στην πραγματικότητα που ορίζεται ως πραγματοποίηση των πεπερασμένων δυνατοτήτων. Μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα, μήπως η μεταρρυθμιστική διαμαρτυρία ενάντια στην υποβόσκουσα εκκοσμίκευση του ύστερου Μεσαίωνα, ήταν πνευματικά αναμεμιγμένη στην κατάσταση την οποία καταπολεμούσε; Αν λάβουμε υπόψη, πως η δια-ομολογιακή διαμάχη περί του αληθούς Χριστιανισμού, εξαρτάται από μεταφυσικές έννοιες, όπως πραγματικότητα και δυνατότητα, ύπαρξη και ουσία, τότε τίθεται το ερώτημα, εάν η διαμάχη αυτή δεν εξαρτάται από την ιστορία του πνεύματος, και θεολογικά από την φιλοσοφία. Είναι το ερώτημα δηλαδή, μήπως ο κίνδυνος για τον Χριστιανισμό εντός του Καθολικισμού και η προτεσταντική διαμαρτυρία εναντίον του κινδύνου αυτού, θα έπαιρναν ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο εάν εκκινούσαν από άλλες φιλοσοφικές αρχές. Ίσως η διαμάχη να έπαιρνε άλλη μορφή και να είχε διαφορετικό τέλος, εάν διεξαγόταν  πάνω στο «ρεαλιστικό» έδαφος της πλατωνικής-αυγουστίνειας παράδοσης, και όχι στο έδαφος εκείνου του στοχασμού, ο οποίος προσανατολίζεται στην κυρίαρχη ελευθερία, στο έδαφος δηλαδή του «νομιναλιστικού» στοχασμού. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν, πως η Μεταρρύθμιση προήλθε κυρίως από τους θεολόγους, και όχι από νέους προφήτες, επισκόπους ή ιδρυτές μιας νέας λατρείας. Ο Λούθηρος δεν θεωρούσε τον εαυτό του ιδρυτή μιας αίρεσης, αλλά δάσκαλο (Doktor) της εξηγητικής των Γραφών.

Εάν μας ξαφνιάζει, πως ο Αυγουστίνος, ως δάσκαλος που γεφυρώνει τήν χριστιανική πίστη με την φιλοσοφία η οποία κατανοεί τις έννοιες, δεν γνωρίζει πως υπάρχει αυτό το χάσμα, το οποίο βρίσκουμε από την εποχή του Λούθηρου, αυτό το γεγονός  οφείλεται σε μια διαφορά τής σκέψης του από την δική μας: στοχαζόμενος κατανοεί την ελευθερία ως προερχόμενη από την αλήθεια, και όχι το αντίστροφο. Τουλάχιστον αυτό είναι σαφές: χρονικά και θεματολογικά ο Αυγουστίνος βρίσκεται πριν την συνηθισμένη  σε μας ομολογιακή διαφορά. Για τον λόγο αυτό δεν μας επιτρέπεται να τον κρίνουμε με τις δικές μας έννοιες, αλλά πρέπει να ασχοληθούμε με τις δικές του έννοιες, θέτοντας θετικά ερωτήματα. Ούτε ο θωμιστικός «ιησουιτικός Καθολικισμός», ούτε ο Προτεσταντισμός  είναι ευχαριστημένος με τον Αυγουστίνο. Και οι δυο όμως, με τις πρωταρχικές τους τάσεις, στην διδασκαλία περί Εκκλησίας από την μια, και στην διδασκαλία περί χάριτος από την άλλη, βρίσκουν στον Αυγουστίνο ένα στήριγμα.

Αν επιστρέψουμε στο ερώτημα το οποίο θέσαμε στην αρχή, τότε πρέπει προφανώς να διακρίνουμε το εξής, όσον αφορά στην σχέση του Αυγουστίνου προς τον Χριστιανισμό: αυτό που ανέκαθεν τον απασχολούσε ήταν το ορατό, «καθολικό» δεδομένο του Χριστιανισμού στην Εκκλησία, και μάλιστα όχι ως ξεκαθαρισμένο εξ αρχής, «απλώς ιστορικό», όπως το βλέπουμε εμείς, αλλά ως πρόβλημα με την έννοια της χριστιανικής αυτό-ερμηνείας. Ανέκαθεν απασχολούσε τον Αυγουστίνο ο ισχυρισμός της Εκκλησίας πως είναι ένας θαυμαστός φορέας της σωτηρίας. Ο Αυγουστίνος ήταν σε θέση να πάρει στα σοβαρά αυτή την απαίτηση, γιατί σκεφτόταν θεολογικά, εξαιτίας της αρχαίας παράδοσης της φιλοσοφίας. Από αυτή την σκοπιά, έχει νόημα να θεωρήσει κανείς την Εκκλησία ως δυνατότητα σωτηρίας, όπως και να ασχοληθεί κανείς με το χριστιανικό δόγμα στα πλαίσια του φιλοσοφικού ερωτήματος. Εμπεριέχει μια λογική συνέπεια το γεγονός πως ο Αυγουστίνος σκέφτεται ήδη χριστιανικά, ως φιλόσοφος  που προσπαθεί να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων με γενικές έννοιες, αλλά για τον εαυτό του, δεν έχει ακόμα κάνει το τελευταίο αποφασιστικό βήμα, προς τον πραγματικό, «υπαρκτικό» Χριστιανισμό. Την ίδια λογική συνέπεια εμπεριέχει και το γεγονός, πως μετά την μεταστροφή του και καθ’ όλη την χριστιανική ιστορία της ζωής του, δεν χρειάστηκε να υποστεί κάποια ουσιαστική αλλαγή η προς το χριστιανικό δόγμα ήδη συμβατή σκέψη του. Όπως στην περίπτωση μας πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της κυρίαρχης ελευθερίας του πνεύματος και της προσωπικής απόκτησης της από το άτομο, τον άνθρωπο, που καλλιεργεί τον εαυτό του, έτσι και στον Αυγουστίνο πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ του καθολικού Χριστιανισμού, της προσωπικής μεταστροφής προς αυτόν και της προσωπικής παραμονής στον Χριστιανισμό. Η «υπαρξιακή απόφαση», το πραγματικά «αποφασιστικό», και θαυμαστό, δεν είναι ξένο για τον Αυγουστίνο, όμως, ακόμα και όταν συμβαίνει, είναι μια απόφαση για την καθολική, κοινή πίστη της Εκκλησίας. Αυτή η γενική δυνατότητας του Χριστιανισμού είναι παρούσα μόνο στο άτομο. Αλλά και αντίστροφα, τα αποφασισμένα για τον Χριστιανισμό άτομα, είναι παρόντα  μόνο μέσα στην Εκκλησία, που είναι κάτι παραπάνω από μια κοσμική ευκαιρία προς πίστην, που είναι μια ορατώς αγία Εκκλησία.

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα μιας τέτοιας ορατής αγιότητας της Εκκλησίας τίθεται και για τον Προτεσταντισμό, στο ερώτημα περί της αληθούς ομολογίας, και στο ερώτημα περί Βίβλου ως «αγίας» Γραφής. Αλλά και η προτεσταντική θεολογία, ως μια χριστιανική επιστήμη που υπηρετεί την έκφραση του λόγου, η οποία μιλά αναγκαστικά με γενικές έννοιες, είναι μια πεπερασμένη δυνατότητα χριστιανικής ύπαρξης: ακόμα και η προτεσταντική διδασκαλία, στην οποία διδάσκεται ο θαυμαστός χαρακτήρας του Χριστιανισμού, υπόκειται στο δύσκολο ερώτημα περί της σχέσης του θεϊκού και του ανθρώπινου λόγου. Και αυτό δεν είναι μόνο ένα θεολογικό, αλλά και ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, στην λύση του οποίου μπορεί να σταθεί βοηθητική η χριστιανική φιλοσοφία του Αυγουστίνου. Και αν εμείς δεν παρεξηγήσαμε εξ’ αρχής την θέση του Χριστιανισμού στον Αυγουστίνο, μπορούμε να επιστρέψουμε στο σημείο όπου διακόπτεται η φιλοσοφική περιπλάνηση του Αυγουστίνου: η ανησυχία, η αθεράπευτα περιπεπλεγμένη με την περιέργεια, παρέμεινε στην σκέψη του χωρίς διέξοδο, γιατί είχε αποκοπεί από την αλήθεια. Αν ο Αυγουστίνος έφτασε στην θεμελίωση της φιλοσοφίας  του και στην φώτιση, αυτό έγινε χάρη στον προσανατολισμό του στην χριστιανική διδασκαλία, η οποία του υπενθύμιζε να αναζητήσει την αιτία του κακού στην ενοχή τού ανθρώπου. Πριν την μεταστροφή του, ο Αυγουστίνος δεν είχε βρει πραγματικά, εξομολογητικά την ενοχή του-το όγδοο βιβλίο των Εξομολογήσεων δείχνει με πόση δυσκολία έφτασε εκεί-μπόρεσε όμως να την αναζητήσει με τον σωστό τρόπο εκεί. Αυτό τον οδήγησε στην θεμελίωση της χριστιανικής φιλοσοφίας ως φιλοσοφίας.

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: