Η εποχή των Συνόδων. Νικόλαος Κουζάνους.
Αποσπάσματα από το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου του Franco Alessio "Ιστορία της Νεότερης Φιλοσοφίας" από τις εκδόσεις ΤΡΑΥΛΟΣ.
1.3. Ο Κουζάνους στη Βασιλεία: η μεταφυσική της
Αρμονίας
Σύνοδος και φιλοσοφία
Πρωταγωνιστές των πρώτων Συνόδων είναι σημαντικοί
σχολαστικοί του δέκατου τέταρτου αιώνα, νομομαθείς και θεολόγοι του Παρισιού.
Λίγο μετά τη Σύνοδο της Κωνσταντίας αρχίζουν να χάνονται: ο Πιέρ του Εγί (d’ Ailly) πεθαίνει το 1420 και ο Ιωάννης Γκέρσον (Gerson) πεθαίνει
το 1428, αποδυναμώνοντας
αισθητά την «παράταξη» των συνοδιστών. Όμως και η κατοπινή, μακροχρόνια Σύνοδος
της Βασιλείας (1431-1443) μετρά ανάμεσα στα μέλη της έναν εξέχοντα στοχαστή,
τον Νικόλαο από την Κούζα (1401-1464). Δεν πρόκειται για κάποιον σχολαστικό: στο
πανεπιστήμιο δεν ανήκει παρά μόνο εξαιτίας της νομικής και μαθηματικής παιδείας
που απέκτησε στη Χαιδελβέργη, στην Πάδουα και στην Κολωνία. Είναι ένας
διακεκριμένος άνθρωπος της Εκκλησίας, ο οποίος κλήθηκε αργά στις τάξεις των
συνοδικών πατέρων, και μάλιστα κατά τύχη, ως μεσολαβητής σε μια φιλονικία
αρχιεπισκόπων. Για μια χρονική περίοδο προσκολλάται στην «παράταξη» των
συνοδιστών για να περάσει, τέσσερα
χρόνια μετά, στην «παράταξη» του πάπα. Καθώς όμως διάκειται εχθρικά προς κάθε
μορφή δεσποτισμού και αιρετικών, σεκταριστικών αντιθέσεων, δεν θα παραμείνει
ούτε εκεί. Η έξοχη πραγματεία του De concordantia catholicα {Περί της καθολικής αρμονίας} (1433),
που εκθέτει στη Βασιλεία, θεωρείται έκφραση της θεωρίας «των συνοδιστών». Και
ουσιαστικά είναι. Ωστόσο διαφοροποιείται αρκετά πια από εκείνη στο ξεκίνημα
του «συνοδισμού» που στηρίζεται κυρίως σε νομικές αρχές. Η De concordantia είναι μια θεωρία της Εκκλησίας (βιβλίο I) και
της Αυτοκρατορίας (βιβλίο ΙΙΙ) που στηρίζεται αποκλειστικά σε αρχές φιλοσοφικές (: μεταφυσικές, βιβλίο
ΙΙ). Στόχος του Κουζάνους είναι να συμφιλίωσει την παποσύνη με τους συνοδικούς,
θέση αδιανόητη την εποχή της Συνόδου της Κωνσταντίας, αντιπροσωπευτική όμως της
κατάστασης που επικρατούσε στη Βασιλεία: μετά από πολλές ταλαντεύσεις η
«παράταξη» των συνοδιστών θα «παραδοθεί» (1443). Η ιδέα που κυριαρχεί στην
πραγματεία δεν είναι καινούρια. Ο Κουζάνους τής δίνει τώρα νέα διάσταση:
πρόκειται για την ιδέα της αρμονίας
ως της «αρχής» του κόσμου, ως του θείου νόμου που τον διέπει.
Η ιδέα της Αρμονίας
Σε κάθε μορφή αρμονίας -γράφει ο Κουζάνους- εισέρχονται πάντοτε
«στοιχεία» διαφορετικά
(βιβλίο I, κεφ. 6), το καθένα από τα οποία, λίγο ως πολύ φέρνει μαζί του ένα
αίτιο που αντιτίθεται σε άλλα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μορφή αρμονίας είναι τόσο
πιο ολοκληρωμένη και πραγματική, όσο πιο μικρή εμφανίζεται η αντίθεση του κάθε
«στοιχείου» με τα υπόλοιπα. Απόλυτη
αρμονία, δηλαδή απολύτως ολοκληρωμένη και πραγματική, είναι μόνο εκείνη στο
εσωτερικό της οποίας δεν υπάρχει καμιά μορφή αντίθεσης ανάμεσα στα διαφορετικά
«στοιχεία» που εισχωρούν. Και τέτοια αρμονία δεν είναι παρά μόνο μία: η Θεία
Αρμονία, στην οποία τα διαφορετικά πρόσωπα της Αγίας Τριάδας εναρμονίζονται
μεταξύ τους σε αδιάσπαστη ενότητα, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα αντιθέσεων.
Μόνο ο Θεός αποτελεί την πραγματικά απόλυτη
αρμονία και γι’ αυτό είναι αιώνιος.
Ο αρμονικός βίος του Θεού δεν γνωρίζει ούτε τέλος ούτε θάνατο, δύο έννοιες
άρρηκτα συνυφασμένες με την επικράτηση της αντίθεσης ανάμεσα στα επί μέρους
στοιχεία. Σε κάθε μη θεϊκή ύπαρξη η ζωή παύει με τη διάσπαση της συμφιλιωτικής
αρμονίας των «μερών» που την αποτελούν: η ζωή υπάρχει όσο μεταξύ αυτών των
μερών υπερισχύει η αρμονία· αν αυξηθεί και υπερισχύσει η αντίθεση, έρχεται ο
θάνατος. Αυτό σημαίνει: όσο η επίγεια ζωή έχει τη μορφή αρμονικής συμφωνίας
ανάμεσα στα «μέρη» της, πλησιάζει όλο και πιο πολύ τον Θεό, μιμούμενη
την αρμονία του στη διάρκεια του χρόνου. Όμως, η μίμηση αυτή είναι
περιορισμένη, έχει όρια που της επιφέρουν δυσαρμονίες, εσωτερικές αντιθέσεις
και τελικά την οδηγούν στον θάνατο. Γι’ αυτό και δεν είναι θεϊκή.
Η Εκκλησία ως αρμονία
Η συνοπτική αυτή σκιαγράφηση της έννοιας της αρμονίας -αιώνιας και πεπερασμένης-
θεμελιώνει την έννοια της «Εκκλησίας» ως μεγάλου οργανισμού που αποτελείται
από «στοιχεία» ή «μέρη» διαφορετικά και ανταγωνιστικά μεταξύ τους: κλήρος και
λαϊκοί, επίσκοποι, πάπας και καρδινάλιοι. Το πρόβλημα της Εκκλησίας συνίσταται
στο να πετύχει ένα τέτοιο επίπεδο αρμονίας στους κόλπους της, ώστε να
συγκρατεί τις αντιθέσεις ανάμεσα στα «μέρη» της σε όρια συμβιβάσιμα με την ίδια
την ενότητά της. Αν οι αντιθέσεις ξεπεράσουν κάθε όριο, αυτή η διαμάχη μεταξύ
των μερών σημαίνει και για την Εκκλησία ασθένεια και θάνατο. Μόνο η ομόγνωμη
Εκκλησία, όπου πάνω απ’ όλα κυριαρχεί η αρμονία, είναι η αληθινή
Εκκλησία: μόνο αν στα μέρη της επικρατεί αρμονία, μπορεί πραγματικά να μιμηθεί
στη γη την αρμονία του Θεού. Η αληθινή Εκκλησία είναι επομένως η οικουμενική
Εκκλησία, γιατί σ’ αυτήν μόνο εναρμονίζονται όλα τα μέρη μεταξύ τους και τούτο
επιτυγχάνεται όσο κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, όσο την διέπει η ύψιστη
Ενότητα στο πλαίσιο της οποίας εξασθενούν και εξομαλύνονται όλες οι αντιθέσεις.
Κατά συνέπεια, ο πάπας δεν αποτελεί αφ’ εαυτού την αληθινή κεφαλή της
οικουμενικής Εκκλησίας. Χάρη στην κολακεία των αυλικών του παρουσιάζεται ως
δεσπότης που ηγείται της οικουμενικής Εκκλησίας (ΙΙ,13.126). Ο πάπας δεν είναι
ο απόλυτος μονάρχης που στέκεται πάνω από την Εκκλησία: ο πάπας είναι μέσα
στην Εκκλησία. Είναι ο πρώτος στην ιεραρχία των ιερέων, με τη διαφορά όμως ότι
ανήκει σ’ αυτήν, δεν βρίσκεται ούτε πάνω ούτε έξω απ’ αυτήν. Και με μια τέτοια
ιδιότητα έχει καθήκοντα εξαιρετικά σημαντικά μέσα στη Σύνοδο, η οποία
αντιπροσωπεύει την οικουμενική Εκκλησία, είναι ολόκληρη η Εκκλησία, είναι η Εκκλησία.
Ο πάπας συγκαλεί τη Σύνοδο και προΐσταται αυτής: χωρίς αυτές τις ενέργειές του
δεν υφίσταται η Σύνοδος. Όμως, ο πάπας δεν αποτελεί τον δυνάστη που έχει κάτω
από την κυριαρχία του τη Σύνοδο. Από την άλλη πλευρά, το να φανταστεί κανείς τη
Σύνοδο χωρίς τον πάπα ή εναντίον του, σημαίνει αντικατάσταση του δεσποτισμού
του πάπα επί της Συνόδου με τον δεσποτισμό της Συνόδου επί του ιδίου. Και οι
δύο περιπτώσεις αποτελούν μορφές αντιπαλότητας ανάμεσα σε εσωτερικές
λειτουργίες της Εκκλησίας και απειλούν τη ζωή της γιατί διασπούν την αρμονία
της.
Ωστόσο, η ιδέα αυτή της αρμονίας της Εκκλησίας δεν έχει
επιτυχία: δεν αρέσει στον πάπα επειδή ανυψώνει τη Σύνοδο επικίνδυνα σε σχέση με
τη θέση του· δεν είναι αρεστή ούτε στη Σύνοδο επειδή δεν αναιρεί τις
λειτουργίες που στο πλαίσιό της αποδίδονται στον πάπα. Η ανεπιτυχής υποδοχή της
θεωρίας όμως δεν αφαιρεί τίποτε από τη φιλοσοφική της σπουδαιότητα. Σύμφωνα
μ' αυτήν, σκιαγραφείται ένα οικουμενικό όραμα της
πραγματικότητας, που αργότερα θα τροφοδοτήσει φιλοσοφικά οράματα αποφασιστικής
σημασίας στην ιστορία της διανόησης. Γιατί ήδη εισχωρούν στο όραμα τούτο νέες
ιδέες που διαπλέκονται με τις παλιές: δεν τις καταστρέφουν, παρά τις τοποθετούν
σε μια νέα ισορροπία, κατά την οποία παλιό και νέο εναρμονίζονται. Όπως όλοι
οι μεγάλοι στοχαστές που επικεντρώνουν την ίδια τους τη σκέψη γύρω από την ιδέα
της αρμονίας, έτσι και ο Κουζάνους προσπαθεί να αφομοιώσει στο πλαίσιο μιας
υψηλότερης ενότητας τις αντιθέσεις που παρουσιάζει η διανόηση της εποχής του
και που δεν θα αργήσουν να προκαλέσουν αγεφύρωτες διαμάχες. Οι νέες ιδέες που
περιγράφονται στην De concordantia διαπλέκονται με τις βασικές αρχές της
μεσαιωνικής παράδοσης, που είναι η ιδέα της ιεραρχίας και η
«αρχή» της αυθεντίας. Είναι καινούριες ιδέες συνδεδεμένες με την
αρχή της συναίνεσης.
Ιεραρχία και συναίνεση
α) Η χάρη του Χριστού, ως κεφαλής και αληθινής ενότητας της
Εκκλησίας -γράφει ο Κουζάνους- κατέρχεται μέσω των βαθμιδών που
υπάρχουν μέσα στη δομή της Εκκλησίας. Άρα η Εκκλησία (όπως πάντα την ήθελε η
παράδοση που ανάγεται στον ένατο αιώνα με τον ψευδο-Διονύσιο) είναι ιεραρχία.
Ακόμη κι αυτό όμως ερμηνεύεται με την ιδέα της αρμονίας. Στη
γη, όλες οι τελειωτικές αρμονικές συμφωνίες (εκείνες δηλαδή που τείνουν να
εξομαλύνουν με ενιαίο τρόπο τις εσωτερικές τους αντιθέσεις) είναι, λίγο ως
πολύ, ολοκληρωμένες, πραγματικές: καμιά όμως δεν είναι απόλυτη αρμονία. Όλος ο
κόσμος, μαζί και η Εκκλησία, είναι μια κλίμακα αρμονικών ενοτήτων
που τοποθετούνται καθ’ ύψος, ανάλογα με τον βαθμό της αρμονικότητας που
πετυχαίνουν στο εσωτερικό τους. Τώρα, με την ιδέα της ιεραρχίας έρχεται να
συνδεθεί η ιδέα της συναίνεσης. Εκείνο που μεταβιβάζεται από τον
Χριστό μέσα από τις θεσμοθετημένες ιεραρχικές βαθμίδες, είναι η Χάρη, «δεν
είναι επιβολή» (ΙΙ,34.250). Το στοιχείο που κρατά σε αρμονία τα
μέρη κάθε αρμονικής συμφωνίας δεν είναι κάτι εξωγενές που επιβάλλεται βιαίως
στα μέρη. Είναι, αντιθέτως, η Θεία Χάρη: μια «γλυκιά δύναμη» δηλαδή, που
εξωθεί και προκαλεί την εσώτατη και ελεύθερη προσκόλληση των μερών. Η αρμονική
συνοχή ανάμεσα σε μέρη, όπου κι αν συναντάται, δεν είναι πιο δυνατή και διαρκής
από εκείνη που προέρχεται από την εσώτατη συνάφεια των μερών. Αυτή η συνάφεια
είναι που παίρνει το όνομα «συναίνεση». Και σε κάθε αρμονική
συμφωνία είναι απαραίτητη και αποφασιστικής σημασίας μια τέτοια συνάφεια, μια
τέτοια συναίνεση ανάμεσα στα μέρη.
Εξουσία και συναίνεση
β) Το ίδιο συμβαίνει και με την αυθεντία (auctoritas). Η αυθεντία που επιβάλλεται
από έξω και με τρόπο δεσποτικό, και δεν χαίρει της εσώτατης
συνάφειας-συναίνεσης των μερών, δεν αποτελεί μόνο αυθεντία εύθραυστη χωρίς
αληθινά θεμέλια: είναι αυθεντία δεσποτική. «Η αληθινή αρμονική ομόνοια
της Εκκλησίας είναι θεμελιωμένη στη σωστή και μεθοδική διακυβέρνηση που
πηγάζει από την κοινή συναίνεση» των διαφορετικών μερών της. Αυθεντία
αληθινή υπάρχει όπου υπάρχει «ελεύθερη και συναινούσα υποταγή όλων» (1.III,41.567).
Συναίνεση και αλήθεια
γ) Εκείνο που ισχύει για την αυθεντία, ισχύει και για τις αλήθειες.
Όλες οι ανθρώπινες αλήθειες αποτελούν καρπό της συμφωνίας που, με τη σειρά της,
στηρίζεται τελικά στη συναίνεση. Και στο σημείο ακριβώς που συνεργάζονται, που
ελεύθερα συμφωνούν, φαίνεται ότι μετέχουν -σε περιορισμένο βαθμό, βεβαίως- στην
ίδια την Αρμονία που είναι Θεός και Αλήθεια. «Δεν είναι ανθρώπινο μα θεϊκό το
γεγονός ότι διαφορετικοί άνθρωποι, συγκεντρωμένοι για να μιλήσουν με τη
μεγαλύτερη ελευθερία, εκφέρουν κρίσεις για κάποιο θέμα κατά τον ίδιο τρόπο, με
την πλήρη συμφωνία και συναίνεση όλων» (1.II,4.78). Όπως η αυθεντία, έτσι
εξασθενεί και η γνώση μέχρι που χάνει σχεδόν ένα παλιό, παραδοσιακό
χαρακτηριστικό: ούτε η μία ούτε η άλλη αποτελούν μορφές υποταγής, δουλικής
υπακοής σε δυνάμεις εξωτερικές και δεσποτικές. Καμιά ανθρώπινη αλήθεια δεν
είναι κύημα εξωτερικής αυθεντίας απ’ όπου κι αν προέρχεται. Υποταγή στην «αρχή
της αυθεντίας» (αυθεντία σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ή όποιον άλλο) σημαίνει
σκλαβιά εκεί ακριβώς που πιο χρήσιμη είναι η ελεύθερη συναίνεση: «Η πίστη στην
αυθεντία -λέει ένας συνδιαλεγόμενος στον Διάλογο
του αμύητου- σ’ έχει κάνει όπως ένα άλογο που, μολονότι ελεύθερο από τη
φύση του, κρατιέται με τη βία από το χαλινάρι στο παχνί και πρέπει να τρέφεται
μόνο μ’ εκείνο που του δίνουν. Η δική σου νόηση, όταν υποταχθεί στην αυθεντία
οποιουδήποτε συγγραφέα, είναι κι αυτή υποχρεωμένη να δέχεται μια τροφή που δεν
της ταιριάζει και που δεν προέρχεται από τη δική της φύση».
(Συνεχίζεται)
Σχολιο: Καθώς φανερώνεται σιγά-σιγά ο Οικουμενισμός καί η "ορθοδοξία" έχουν εμπλακεί σέ μία διαδικασία καί σέ μία μάχη η οποία έχει ήδη διαδραματισθεί καί έχει ήδη χαθεί. Τήν έχει κεδίσει πρό πολλού ο παπισμός, τό πρωτείο τού πάπα.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου