Συνέχεια από: Πέμπτη, 17 Δεκεμβρίου 2015
Η εποχή των Συνόδων. Νικόλαος Κουζάνους.
Η εποχή των Συνόδων. Νικόλαος Κουζάνους.
Αποσπάσματα από το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου του Franco Alessio "Ιστορία της Νεότερης Φιλοσοφίας" από τις εκδόσεις ΤΡΑΥΛΟΣ.
1.5. Η «Docta ignorantia» ως αρχή και
μέθοδος
Η ερώτηση που θέτει τώρα ο Κουζάνους είναι: τι πρέπει να
κάνει κάποιος όταν διαθέτει μια ενόραση τόσο ανορθόδοξη; Η απάντηση είναι η πιο
απλή: πρέπει να ενεργήσει σύμφωνα με αυτό που επιβάλλει η συγκεκριμένη ενόραση
- πρέπει, με άλλα λόγια, να την υπακούσει. Η ενόραση της σύγκλισης και μεταστροφής
των αντιθέτων σε αρμονική ταυτότητα αποτελεί αυθύπαρκτα -γράφει ο Κουζάνους-
ένα αληθινό, ένα πραγματικό «θείο δώρο», γι’ αυτό είναι εξαιρετική και πρέπει
να υποταχθεί σ’ αυτήν ολόκληρη η φιλοσοφική σκέψη. Πράγματι, όπως όλα τα δώρα
που προέρχονται από τον Θεό, η ενόραση αποτελεί για μας α) μία αρχή, ένα σημείο εκκίνησης απ’ όπου θα πρέπει υποχρεωτικά να
ξεκινά ο φιλοσοφικός διάλογος: μόνο από αυτήν την ενόραση-δώρο είναι δυνατόν να
προέρχεται κάθε ασφαλές συμπέρασμα του φιλοσοφικού διαλόγου. Από την άλλη
πλευρά, όπως όλα τα δώρα του Θεού, έτσι και η ενόραση, αποτελεί για μας β) την οδό: αυτή η ιδιαίτερη ενόραση μας
δείχνει ποια μέθοδο υποχρεούμαστε να ακολουθούμε κατά τις φιλοσοφικές
αναζητήσεις, «όπως ένα φως που μας ανοίγει δρόμο στο σκοτάδι». Τέλος, όπως όλα
τα δώρα του Θεού, έτσι και η ενόραση αποτελεί για μας γ) μια αποκάλυψη: σαν φεγγίτης επιτρέπει να
δούμε την Αλήθεια, την ίδια τη Ζωή που είναι ο Θεός ως σύμπτωση, ταυτότητα
αντιθέτων και απόλυτη Αρμονία.
α) Ο Κουζάνους επιμένει: η ενόραση της σύμπτωσης των
αντιθέτων που μας παραδίδεται μόνο στην περίπτωση «γνώση = άγνοια», είναι για
μας αρχή και μέθοδος. Η θέση αυτή σημαίνει και το εξής: ως μέθοδος (β) (ή,
οδός) που πρέπει να ακολουθείται, η ενόραση ανοίγει έναν δρόμο ο οποίος με κάθε
του τμήμα μάς επαναφέρει στην αρχή (α), μας δείχνει μία της άποψη, μας
επιτρέπει να εισχωρήσουμε σιγά-σιγά σ’ αυτό που περιέχει: «εξορύσσει» και μας
αποκαλύπτει τον θησαυρό της. Υπό αυτή την έννοια, η ενόραση ως μέθοδος (β)
στοχεύει και να φανερώσει στον νου το όραμα όλης της αλήθειας που εμπεριέχεται
στην αρχή (α), ενώ η αλήθεια αυτή είναι ακριβώς ο φεγγίτης που ανοίγει και μας
επιτρέπει να δούμε την απόλυτη Αλήθεια (γ), την απόλυτη Αρμονία, που είναι ο
ίδιος ο Θεός.
β) Υπό αυτή την ακριβή έννοια της διαδρομής (οδού), στο
τέλος της οποίας αποκαλύπτεται πλήρως εκείνο που περικλείει η αρχή (α), η
ενόραση της αρμονικής σύμπτωσης των αντιθέτων αποτελεί τη μέθοδο, τη φιλοσοφική
μέθοδο. Μόνο η ενόραση αυτή -γράφει ο Κουζάνους- «μας επιτρέπει να συλλάβουμε
την ακατανόητη [με άλλον τρόπο] αλήθεια» (1,3), να φτάσουμε εκεί όπου «δεν
φτάνουν οι μέθοδοι των άλλων θεωριών» -οι θεωρίες των σχολαστικών- «οι κοινές
μέθοδοι των (σχολαστικών) φιλοσόφων». Η φιλοσοφία καθεαυτή, υπό αυτή την
έννοια, δεν έχει ως μέθοδο την επαγωγή ή την αφαίρεση, ή άλλη παρόμοια
διαλεκτική μέθοδο. Η φιλοσοφία έχει ως μέθοδο αυτήν ακριβώς την ενόραση: ότι τα
αντίθετα ταυτίζονται. Και τούτη η μέθοδος συνίσταται «στο να εξυψώνει τη νόηση
πέρα από εκείνο που μπορούν να περιγράφουν οι λέξεις [=οι διαλεκτικές
παρεμβάσεις, οι “συλλογισμοί”], γιατί αυτές είναι ανίκανες να φτάσουν σε τέτοια
ανυπέρβλητα ύψη και να προσμετρήσουν τούτο το απερίγραπτο μυστήριο» (I, 2). Η
φιλοσοφική μέθοδος είναι μόνο αυτή: η ενόραση της αρμονικής σύμπτωσης των
αντιθέτων. Η φιλοσοφία, επομένως, είναι μια απροσδιόριστη σειρά «εφαρμογών» της
ενορατικής μεθόδου. Η σειρά αυτή είναι μακρά και αποτελεί το «σώμα» της
πραγματείας De docta ignorantia (Περί
της σοφής αμαθείας). Ως τέτοιες, οι προαναφερθείσες εφαρμογές γίνονται
κατανοητές γι’ αυτό που είναι και που αξιώνουν να είναι.
Οι «εφαρμογές» της ενορατικής μεθόδου είναι μονότονες. Αυτό
σημαίνει: έχουν όλες τον ίδιο ρυθμό ο οποίος επαναλαμβάνει ισόποσα τη διαδρομή
που οδηγεί στη διαίσθηση της σύμπτωσης των αντιθέτων. Τώρα, α) συνήθως η
διανοητική γνώση (που ο Κουζάνους -όπως και όλη η νεοπλατωνική παράδοση-
ονομάζει ratio)
αντιλαμβάνεται πάντοτε και μόνο διαφορές, αντιθέσεις, εναντιότητες και υπακούει
στην αρχή της ταυτότητας (=
το Α είναι Α) και του «αποκλεισμού του τρίτου» (= τα αντίθετα αποκλείουν το ένα
την ύπαρξη του άλλου και είναι αδύνατη οποιαδήποτε μεσολάβηση ανάμεσά τους).
Αυτό βεβαίως το θεωρεί αληθινό και ο Κουζάνους. Όμως β) βεβαίως θέτει μια
ρηξικέλευθη ερώτηση: μέχρι ποιο σημείο είναι αληθινή η αρχή της ταυτότητας;
Είναι αληθινή χωρίς καμιά αμφιβολία, όμως μόνο μέχρι το σημείο που δεν τίθεται
το ερώτημα αν είναι απολύτως αληθινή. Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει
γ) να πάρει κανείς τα αντίθετα και να τα μεταφέρει σε όρους απόλυτους: να τα
αποσπάσει δηλαδή από το πεπερασμένο και να τα προβάλει στο άπειρο, δ)
Ενεργώντας έτσι, προκύπτει πάντοτε ότι η αντίθεσή τους είναι πραγματική, όμως
μόνο στον χώρο του πεπερασμένου, στον επίγειο κόσμο, παύοντας να είναι αληθινή
όταν μεταφερθεί στο απόλυτο, θεωρούμενη γι’ αυτό που είναι εν Θεώ και μέσω του
Θεού. ε) Σ’ αυτό το επίπεδο, τελείως διαφορετικό από το πεπερασμένο, όπου
οφείλει να ανυψωθεί η νόηση για να ελέγξει αν μια οποιαδήποτε αντίθεση είναι
απολύτως αληθής, η αντίθεση που βρισκόταν μπροστά μας ξεκάθαρη, αξεπέραστη,
διαλύεται: το ένα αντίθετο στοιχείο «γλιστρά», «διαλύεται» μέσα στο άλλο,
ταυτίζεται αρμονικά με το άλλο και τα δύο παύουν, με τρόπο απόλυτο, να είναι
αντίθετα.
Οι «εφαρμογές» αυτής της μεθόδου που ακολουθεί πέντε βήματα
(α, β, γ, δ, ε) είναι, επομένως, μονότονες με την έννοια ότι αποτελούν πάντοτε
και μόνο πράξεις προβολής των αντιθέτων στο άπειρο, αντιθέτων που εκεί φαίνεται
ότι συμπίπτουν.
Οι «εφαρμογές» της ενορατικής μεθόδου είναι λογικές.
Βρίσκουν απήχηση πάντοτε και όχι μόνο σε αντίθετα που σηματοδοτούνται από τις
αισθήσεις (π.χ. ζεστό - κρύο, ξηρό - υγρό) αλλά σε πεπερασμένα μαθηματικά
σχήματα (π.χ. κύκλους, τόξα, πολύγωνα), δηλαδή σε κατασκευάσματα της
διασκεπτικής ratio που δεν αναμειγνύονται με τίποτε άμεσα αισθητό. Γιατί όμως
να ισχύει αυτή η επιλογή, που αποκλείει τα αντίθετα από τον χώρο των αισθήσεων
και προτάσσει λογικά κατασκευάσματα; Η πρώτη απάντηση προέρχεται από τον ίδιο
τον Κουζάνους: αυτά τα μαθηματικά σχήματα έχουν τη δυνατότητα να «εξυψώσουν τη
νόηση» (εδώ ο Κουζάνους επιστρέφει στην Πολιτεία του Πλάτωνα) και από την άλλη
πλευρά, πάνω τους μπορεί κανείς να «κινηθεί» πιο εύκολα, ακριβώς επειδή δεν
αναμειγνύονται με πράγματα και γεγονότα (I, 2). Υπάρχει όμως κι άλλη απάντηση:
η μέθοδος της docta ignorantia (ή, ενορατική μέθοδος) είναι και η ίδια
μαθηματική μέθοδος· η προβολή ακριβώς στο άπειρο συνιστά στα μαθηματικά σύνηθες
τέχνασμα, το οποίο κατέχει πολύ καλά ο μαθηματικός Κουζάνους. Από τα μαθηματικά
αντλεί αυτό το επινόημα και το μετατρέπει σε φιλοσοφική μέθοδο. Υπάρχει όμως
και μια τελευταία απάντηση που αγγίζει το βάθος της σκέψης του Κουζάνους: όπως
σε όλη τη νεοπλατωνική παράδοση, έτσι και στον Κουζάνους, οι μαθηματικοί
συλλογισμοί -ακραιφνώς λογικοί- νοούνται ως διαδικασίες που αντιστοιχούν άμεσα
στους βαθύτερους και εσώτερους νόμους του πραγματικού: είναι εκείνοι που μας αποκαλύπτουν
την εσώτατη (μαθηματική) υφή της Πραγματικότητας: «ο αριθμός -γράφει ο
Κουζάνους- δεν είναι κάτι που περιγράφει μόνο την ποσότητα, παρά ενυπάρχει σε
οτιδήποτε είναι πραγματικό» (1,1).
Οι «εφαρμογές» της μεθόδου είναι επομένως λογικές, και λογικές κατά
τη μαθηματική έννοια, γιατί μόνο τέτοιου είδους λογική αποκαλύπτει την εσώτατη
υφή του πραγματικού κόσμου, δηλαδή την αρμονία του.
γ) Τέλος, οι «εφαρμογές» της μεθόδου έχουν ισχύ. Και αυτό
υπό την έννοια ότι επεκτείνονται επιτυχώς σ' έναν πολύ μεγάλο αριθμό
«περιπτώσεων». Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή στην κατανόηση. Δεν είναι η επιτυχία
που καθιστά αληθινή οποιαδήποτε παρόμοια μέθοδο. Αντιθέτως. Η μέθοδος είναι
αληθινή ανεξάρτητα από την επιτυχία στις εφαρμογές της, επειδή είναι αληθινή
αυθύπαρκτα και έτσι έχει πάντοτε επιτυχία: κάθε «περίπτωση» στην οποία
εφαρμόζεται, αποτελεί «περίπτωση» της αλήθειας της. Και μ’ αυτό οδηγούμαστε στο
τελικό και πιο σημαντικό συμπέρασμα της De Docta ignorantia. Η αλήθεια που απαντά
σε κάθε «περίπτωση» εφαρμογής τής μεθόδου και εκείνη που απαντά σε όλες τις
«περιπτώσεις» εφαρμογής της μεθόδου είναι μία και μόνη αλήθεια: είναι πάντοτε η
σύμπτωση των αντιθέτων που αποκαλύπτεται αληθινή και είναι πάντοτε η αλήθεια
που δείχνει την απόλυτη σύμπτωση των αντιθέτων. Αυτή είναι ο φεγγίτης προς την
απόλυτη Αλήθεια του Θεού. Η σύμπτωση των αντιθέτων, που είναι προϊόν ενόρασης
και αποτελεί ταυτοχρόνως αρχή και μέθοδο, συνιστά ένα μόνο τμήμα της απόλυτης
Αλήθειας, γιατί είναι ένα τμήμα της πραγματικής απόλυτης Αλήθειας: πραγματική
ως αρχή, πραγματική και ως μέθοδος. Γράφει ο Κουζάνους: «έφερα στο φως τη ρίζα
της σοφής άγνοιας: αυτή η ρίζα είναι η απόλυτη Αλήθεια». Είναι εκείνη που για
την κοινή γνώση, τη γνώση των σχολαστικών. παραμένει απρόσιτη και που μόνο η
μέθοδος της ανορθόδοξης ενόρασης αφήνει να διαφανεί ως τελική, απόλυτη ρίζα της
ενόρασης. Η ρίζα της ενόρασης είναι η απόλυτη Αλήθεια με την οποία έχει
προικιστεί κάθε, και οποιαδήποτε, αρμονική ταυτότητα ανάμεσα σε εκείνα τα
αντίθετα που φαίνονται τέτοια, μόνο αν δεν περάσει κανείς πέρα από τη
συνηθισμένη γνώση των σχολαστικών διδασκάλων της φιλοσοφίας.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου