Συνέχεια από Παρασκευή, 27 Νοεμβρίου 2015
IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο Χριστός και η αλήθεια
Το Πνεύμα και η αλήθεια
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
3ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο : Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ - Α Λ Η Θ Ε Ι Α
ΙΙ. « Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιωάν. 14,6)
Δ. Ερμηνεία του κατά Ιωάννη 14,6
Η μελέτη της δομής του αποσπάσματος, και των παράλληλων κειμένων, μας πρόσφεραν ήδη μερικά πολύτιμα για την ερμηνεία του στίχου στοιχεία: «η αλήθεια και η ζωή» δεν είναι ένας στόχος που βρίσκεται στο τέρμα του δρόμου· οι έννοιες αυτές δεν υποδεικνύουν τις θείες πραγματικότητες στις οποίες ο Χριστός, ως «Οδός» μας οδηγεί, ή αυτές με τις οποίες ταυτίζεται· «η αλήθεια» δεν είναι εδώ η «θεία πραγματικότητα» την οποία μας αποκάλυψε ο Ιησούς. Κατά τον Ιωάννη, ο Ιησούς μας οδηγεί στον Πατέρα, διότι είναι η οδός προς τον Πατέρα· και είναι αυτή η οδός, διότι είναι η αλήθεια και η ζωή. Η μελέτη του περιεχομένου του 14,6 θα μας επιτρέψει την ακριβή προσέγγιση, στις λεπτομέρειές της, αυτής της πρώτης γενικής ερμηνείας.
1. Ας δούμε, κατ’ αρχήν, αν ο στ. 6 θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως όσων προηγούνται, ή αυτών που έπονται.
Στο απόσπασμα 14,2-11 ο στ. 6 αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις δύο κύριες υποδιαιρέσεις (τους στ. 2-6 και 6-11). Διότι ακριβώς σ’ αυτόν τον στίχο ξαφνικά η προοπτική αλλάζει: από τον μέλλοντα χρόνο περνάμε στην παρούσα πραγματικότητα. Έως τον στ. 5 η προσοχή μας συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο μέλλον: ο Ιησούς θα αναχωρήσει, θα μεταβεί εις τον οίκον του Πατρός και θα προετοιμάσει ένα τόπο για τους μαθητές του· το νόημα επικεντρώνεται σ’ αυτή την επικείμενη αναχώρηση. Εάν ερμηνεύσουμε τον στ. 6 υπό το φως αυτής της πρώτης εξέλιξης, οι λέξεις εγώ ειμί η οδός θα σήμαιναν ότι ο Ιησούς έχει την δυνατότητα να πάρει μαζί του τους μαθητές του και να τους οδηγήσει πλησίον του Πατρός του (στ. 3)· έτσι ο Χριστός θα ήταν «η οδός» με μια εσχατολογική αποκλειστικά έννοια: θα έδινε την δυνατότητα στους πιστούς, μετά το θάνατό τους, να εισέλθουν στον «οίκο» του Πατρός.
Αμέσως όμως μετά τον στ. 6 η προοπτική μεταβάλλεται. Δεν πρόκειται πλέον για ένα γεγονός που ανάγεται στο μέλλον, ακόμη και το άμεσο (όπως για παράδειγμα ο θάνατος του Ιησού), αλλά για μια παρούσα πραγματικότητα. Στους στ. 6-11 δεν υπάρχει ρήμα σε μέλλοντα χρόνο· και ο ίδιος ο στ. 6 είναι μια γενική αναφορά, που συναντά την πραγμάτωσή της στο παρόν (εγώ ειμί … ουδείς έρχεται). Η ερμηνευτική προσθήκη των όρων αλήθεια και ζωή ενισχύει την βεβαιότητα ότι ο Ιησούς δεν θα οδηγήσει αργότερα (στο μέλλον) τους μαθητές του στον Πατέρα, αλλά από τώρα, επ’ άρτι· μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια ο Χριστός μπορεί να ονομάζεται «η οδός» στον εν λόγω στίχο. Εάν λοιπόν ο στ. 6 χρησιμεύει ως μετάβαση ανάμεσα στο άμεσα εσχατολογικό τμήμα που προηγείται, των στ. 2-6 και τους στ. 7-11, όπου γίνεται λόγος για την παρούσα πραγματικότητα, θα πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί υπό το φως αυτού του δεύτερου μέρους του αποσπάσματος, διότι ήδη δια του στ. 6 έχουμε μεταφερθεί στο παρόν: ο Ιησούς λέγει ότι είναι «η οδός» και ότι «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ αυτού» επειδή είναι αυτό που είναι για τους πιστούς από αυτήν την παρούσα στιγμή και όχι με εσχατολογική έννοια.
Για να αναδείξουμε ο νόημα των λέξεων αλήθεια και ζωή, σ’ αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να θυμηθούμε αυτό που είπαμε προηγουμένως σχετικά με την εσωτερική δομή του στ. 6. Ανάμεσα στα δύο μέλη του στίχου συναντήσαμε έναν αντιθετικό παραλληλισμό: «έρχεσθαι προς τον Πατέρα» δια του Ιησού (στ. 6β), σημαίνει διανύω «την οδό» που είναι αυτός ο ίδιος, δεχόμενος απ’ αυτόν «την αλήθεια και την ζωή» (στ. 6α). Αυτοπροσδιοριζόμενος ως η αλήθεια και η ζωή, ο Ιησούς μας λέγει ότι μας οδηγεί στον Πατέρα αποκαλύπτοντας τον Πατέρα και κοινωνώντας μας στην ζωή του Πατέρα· ο Ιησούς είναι η «αλήθεια» διότι ήδη από τώρα αποκαλύπτει τον Πατέρα· και είναι η «ζωή», διότι
ήδη από τώρα προσφέρει στους πιστούς την ζωή του Πατρός.
2. Ποια είναι όμως η σχέση ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη λέξη του στίχου, δηλαδή ανάμεσα στις λέξεις «αλήθεια» και «ζωή»; Μήπως αποτελούν την παράθεση δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους λέξεων που αντιπροσωπειών δύο παράλληλες ερμηνείες της λέξης «οδός»; Ή μήπως υπάρχει μεταξύ τους σχέση υπαγωγής; Στην περίπτωση αυτή είναι σαν να λέμε: «Είμαι η οδός επειδή είμαι η αλήθεια, και επομένως επίσης η ζωή». Κατά την γνώμη μας αυτή είναι η μόνη ερμηνεία που ανταποκρίνεται στην προοπτική του Ιωάννη, Διότι όταν πραγματικά ο Ιωάννης θέλει να προσδιορίσει με ποιο τρόπο ο Ιησούς μας παρέχει την θεία ζωή, αναφέρεται σχεδόν πάντοτε στον λόγο του Ιησού (συνώνυμος της αληθείας) ή στην πίστη σ’ αυτόν και στον λόγο του: «ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (3,36)· «ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (5,24)· «τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν» (6,63)· «ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (6,68)· «ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν» (12,50)· «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (17,3). Και κυρίως ο στίχος του προλόγου για τον Λόγο που είναι «πλήρης της χάριτος της αληθείας» (1,14)· «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν» (1,4). Στον στ. 14,6, επίσης, ο Χριστός προσδίδει τους όρους «αλήθεια» και «ζωή» σωτηριολογικό περιεχόμενο, υποδεικνύοντας στους μαθητές του το όχημα για την μετάβασή τους στον Πατέρα: οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι δια της δωρεάς της αλήθειας ο Ιησούς μας καθιστά μετόχους της ζωής του Πατρός. Κατά συνέπεια η αλήθεια και η ζωή δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Στην εβραϊκή παράδοση είναι χαρακτηριστικό ότι «η αλήθεια» χαρακτηρίζει την παρούσα συμπεριφορά των ανθρώπων, ενώ «η ζωή» θεωρείται ουσιαστικά μια εσχατολογική δωρεά. Στον Ιωάννη η δωρεά της ζωής προηγείται· αλλά ακόμη και εδώ η αλήθεια κατά κάποιον τρόπο προηγείται της ζωής, σαν προϋπόθεση, στην οποία η αιτία προηγείται του αποτελέσματός της. Στον στ. 14,6, το ζητούμενο, στο οποίο αναφέρεται το μεταφορικό νόημα του πρώτου ουσιαστικού, (μία «οδός» πρέπει κάπου να οδηγεί), διευκρινίζεται στο τρίτο ουσιαστικό: «η οδός», (που είναι ο Χριστός), οδηγεί στην ζωή (του Πατρός). Ο ενδιάμεσος όρος η αλήθεια, περιγράφει το μέσον για την επίτευξή του: δια της αληθείας του Ιησού εξασφαλίζεται η ζωή του Πατρός. Θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το όλο νόημα ως εξής: Ο Ιησούς είναι η οδός προς τον Πατέρα, μας οδηγεί στον Πατέρα, διότι είναι η αλήθεια και έτσι μας κάνει μετόχους της ζωής του Πατρός. Το θεολογικό νόημα της παρομοίωσης που εκφράζεται δια της έννοιας η οδός είναι προφανές: «η μετάβαση» στον Πατέρα – από την «οδό» που είναι ο Ιησούς – σημαίνει την συμμετοχή, δια της «αληθείας» του στην ίδια την «ζωή» του Πατρός.
Υπό αυτήν την έννοια, ο στ. 14,6, σε ότι αφορά κυρίως την εσωτερική σχέση των όρων «αλήθεια» και «ζωή», βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με το δόγμα του 4ου Ευαγγελίου, που μας διδάσκει ότι το ουσιώδες μέσον για την απόκτηση της θείας ζωής είναι η πίστη στον Ιησού και στον λόγο του.
3. Δεν μπορούμε όμως να αρκεσθούμε σ’ αυτήν την ερμηνεία που φαίνεται προς στιγμήν αρκετά λειτουργική: διότι θα δίναμε την εντύπωση οι λέξεις εγώ ειμί η αλήθεια σημαίνουν απλώς ότι ο Ιησούς μας αποκαλύπτει την αλήθεια του Πατρός, μας γνωρίζει τον Πατέρα, χωρίς να μας λέει τίποτε γι’ αυτόν τον ίδιο. Δεν αρκεί να εξηγήσουμε το απόσπασμα όπως το κάναμε μέχρις εδώ: ότι «ο Ιησούς είναι η αλήθεια, σε σχέση με τους ανθρώπους». Διότι στην πραγματικότητα ο Ιησούς δεν λέει μόνον ότι μας διδάσκει ή διακηρύσσει την αλήθεια αλλά ότι «Εγώ ειμί η αλήθεια». Εάν ο Ιησούς δεν ήταν παρά μόνον ένας διδάσκαλος ή ένας προφήτης δεν θα διακρινόταν από τους άλλους προφήτες ή τους αποστόλους: και αυτοί επίσης δίδαξαν την αλήθεια και λειτούργησαν, μεταξύ των ανθρώπων, σαν φορείς της αποκάλυψης. Αλλά κανένας προφήτης, κανένας μαθητής που Χριστού δεν θα μπορούσε να δηλώσει όπως αυτός: εγώ ειμί η αλήθεια. Η μεγάλη καινοτομία αυτής της αποκάλυψης είναι λοιπόν ότι ο Χριστός ταυτίζεται με την αλήθεια: ο Ιησούς όχι μόνον αποκαλύπτει τον Πατέρα, αλλά και αυτός ο ίδιος είναι η πληρότητα αυτής της αποκάλυψης· στο πρόσωπο του συντελείται η απόλυτη και οριστική εσχατολογική αποκάλυψη. Στον πρόλογο υπάρχει σαφής αναφορά σ’ αυτήν την διαπίστωση, ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός είναι η αποκάλυψη (1,18), ότι είναι «πλήρης της χάρητος της αληθείας». Δεν υπάρχει όμως ακόμη η δυναμική που περιέχεται στον στ. 14,6, στον οποίο «η αλήθεια» γίνεται ταυτόσημη με το πρόσωπο του Ιησού, χάρη στην διατύπωση του Ιωάννη εγώ ειμί.
Έτσι γίνεται κατανοητό το γιατί μια απλώς λειτουργική ερμηνεία του στ. 14,6 δεν επαρκεί: «η αλήθεια» σ’ αυτόν τον στίχο, μας φανερώνει κάτι περισσότερο για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Όπως υποστηρίζει και ο Y. de Montcheuil: «Για να αντιληφθούμε την αποστολή του Χριστού θα πρέπει να γνωρίσουμε αυτό που είναι».
4. Χωρίς να εγκαταλείψουμε το πεδίο ερμηνείας που ακολουθούμε και την βιβλική θεολογία, θα πρέπει τώρα να προχωρήσουμε βαθύτερα και να αναρωτηθούμε όπως και ο J. Giblet: « Πού βασίζεται αυτή η εκπληκτική ικανότητα του Ιησού να μας αποκαλύψει, στην πληρότητά της, την αλήθεια του Πατέρα; Οι ακούοντες θα αναρωτηθούν για την προσωπικότητα αυτού που μιλά και πράττει στο όνομα του … Πατρός … Καλούμαστε να ατενίσουμε (στοχαστούμε) την θαυμαστή αιώνια σχέση που ενώνει τον Πατέρα με τον Υιό». Ο στ. 14,6 για τον Χριστό-Αλήθεια δεν μας φανερώνει μόνον ότι ο Χριστός είναι η πληρότητα της αλήθειας για τους ανθρώπους· η ιδιότητα αυτή του Χριστού, μας αποκαλύπτει επίσης, έστω και έμμεσα, αυτό που είναι ο ίδιος ο Χριστός, αυτό που προϋπήρξε ο ίδιος, στις τριαδικές σχέσεις ανάμεσα στον Υιό και τον Πατέρα. Αυτό θα πρέπει όμως τώρα να το εξηγήσουμε με επιχειρήματα.
Επανατοποθετώντας τον στ. 6 στο δεδομένο πλαίσιο του κειμένου θα παρατηρήσουμε – όπως κάναμε προηγουμένως – ότι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα εδάφια 2-6 και 6-11· και ότι αν και η λέξη οδός αποτελεί την κατάληξη όσων προηγούνται, τα νέα στοιχεία που αναδύονται την συνδέουν μάλλον με ό,τι ακολουθεί: με άλλα λόγια, οι στ. 7-11 αποτελούν ένα είδος επανάληψης και μετερμηνείας του στ. 6· ό,τι αναφέρεται προηγουμένως με την μορφή αντιπαραβολής – ο Ιησούς είναι «η οδός», δι’ αυτού «ερχόμεθα» προς τον Πατέρα – επανέρχεται στους στ. 7-11 σε απέριττη γλώσσα, χωρίς παρομοιώσεις. Αυτό το δεύτερο μέρος του αποσπάσματος είναι δυνατόν να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε κατά ποία έννοια ο Ιησούς μπορεί να αυτοαποκαλείται η οδός προς το Πατέρα, με ποια έννοια είναι η αλήθεια.
Από φιλολογική άποψη, αυτή η δεύτερη περικοπή (στ. 7-11), όπως και η προηγούμενη, αναπτύσσεται σε τρείς χρόνους:
α) την πρώτη δήλωση του Ιησού, που αποτελεί μια πρώτη ερμηνεία του στ. 6, η οποία παραμένει μυστηριώδης για τους μαθητές του: δια της γνώσεως του Υιού γνωρίζουμε τον Πατέρα (στ.7)·
β) την ερώτηση του Φιλίππου που δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τους λόγους του: ζητά να δεί τον Πατέρα με τους σωματικούς οφθαλμούς του (στ.8)·
γ) μια νεώτερη ερμηνεία, πιο λεπτομερή από την προηγούμενη με την οποία ο Ιησούς εξηγεί την σκέψη του: ο πιστός μπορεί να δεί τον Πατέρα δια του Υιού, διότι ο Υιός είναι εις τον Πατέρα και ο Πατήρ εις τον Υιόν· ο Πατήρ ποιεί τα έργα δια του Υιού, μένων εις αυτόν (στ.9-11). Μπορούμε εδώ να αναφερθούμε σε ένα είδος εξέλιξης, όπως παρατηρεί και ο C. Charlier ο οποίος επικαλείται την μέθοδο, θέση, αντίθεση, σύνθεση. Κάτι που είναι σύνηθες και στον Ιωάννη.
Δύο ακόμη διαδικασίες συνθέσεως θα μας αποδείξουν την ενότητα αυτού του αποσπάσματος. Πρώτα η παρεμβολή:
– τον πατέρα… δι’ εμού (στ. 6β) ο πατήρ εν εμοί (στ.11α)
– τον πατέρα μου (στ.7α)
Η εμφανής αυτή επανάληψη περιλαμβάνει ταυτόχρονα και μια εξέλιξη: μπορούμε να γνωρίσουμε τον Πατέρα δια του Ιησού (στ.6β), επειδή ο Πατήρ βρίσκεται εν αυτώ (στ.11α)
Η δεύτερη διαδικασία αφορά τις θεματικές ενότητες που αναδεικνύουν την κυρίαρχη ιδεολογία των στίχων:
– (1) εγώ, μου, μοι, με κλπ. (στ.7, δύο φορές· στ.9, δύο φορές· στ. 10, πέντε φορές· στ. 11, τρείς φορές)
– (2) ο πατήρ (στ.7· στ.8· στ.9, δύο φορές· στ.10, τρείς φορές· στ.11 δύο φορές)
– (3) γιγνώσκειν (στ. 7, τρείς φορές· στ.9)
– (4) οράν (στ.7· στ. 9, δύο φορές)
– (5) πιστεύειν (στ.11, δύο φορές)
Βλέπουμε τώρα ποιο είναι το θέμα που πραγματεύονται οι στ. 7-11: η γνώση (3) του Υιού (1) οδηγεί στην γνώση του Πατρός (2), χάρις στην κοινωνία Πατρός και Υιού· αλλά για να γνωρίσουμε (3) τον Πατέρα διά του Υιού, θα πρέπει να δούμε (4) τον Ιησού, όχι μόνον με τους σωματικούς οφθαλμούς, αλλά με ένα βλέμμα (4) πίστεως (5), δηλαδή να ανακαλύψουμε σ’ αυτόν τον Υιό, και στον Υιό τον Πατέρα.
Οι διαδικασίες αυτές μας βοηθούν να αντιληφθούμε καλύτερα την ακριβή εμβέλεια του στ. 6, στον οποίο ο Ιησούς δηλώνει ότι είναι «η οδός (προς τον πατέρα), η αλήθεια και η ζωή». Είπαμε προηγουμένως ότι ο Ιησούς είναι η αλήθεια διότι εκπροσωπεί την πληρότητα της αποκαλύψεως. Μπορούμε τώρα, αυτό, να το διατυπώσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ο Ιησούς είναι η ζωντανή αποκάλυψη του Πατρός· και τούτο συμβαίνει διότι βρίσκεται εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν αυτώ (στ. 10α και 11α), διότι ο Πατήρ μένει εν αυτώ (10γ). Αυτός που βλέποντας τον Ιησού με τους σωματικούς οφθαλμούς, μπορεί επίσης να ατενίσει την κρυφή πραγματικότητα της ενότητάς του με τον Πατέρα, «βλέπει τον Πατέρα» με τους οφθαλμούς της πίστεως (στ. 9β).Η απόλυτη αυτή κοινωνία του Πατρός και του Υιού μας φανερώνεται στους λόγους του Ιησού· λόγους αποκαλυπτικούς (λαλώ), τους οποίους ο Ιησούς δεν προφέρει αφ’ εαυτού (στ.10β)· δια του Ιησού, ο ίδιος ο Πατήρ ποιεί τα έργα (στ.10γ)· ελλείψει της εμέσου πίστεως σ’ αυτήν την κοινωνία του Πατρός και του Υιού (στ.11α), οι μαθητές θα πρέπει τουλάχιστον να πιστέψουν δια των έργων (στ.11β)· και επειδή αυτά είναι ταυτόχρονα τα έργα του Υιού και του Πατρός, η ίδια αυτή πίστη θα τους οδηγήσει στην γνώση του Υιού και του Πατρός.
Η παραδοχή αυτή μας φανερώνει με ποια έννοια ο Ιησούς αυτοαποκαλείται «η οδός»: είναι η οδός που οδηγεί στον Πατέρα διότι δι’ αυτού φθάνουμε στην γνώση του Πατρός. Είναι «η αλήθεια», δηλαδή η πλήρης και οριστική αποκάλυψη, διότι, δι’ αυτού καθίσταται παρούσα ανάμεσά μας και μας αποκαλύπτεται η ενδόμυχη κοινωνία του Υιού και του Πατρός· ο Ιησούς είναι η Αλήθεια· μας αποκαλύπτει αυτό το μυστήριο δια του προσώπου του, επειδή ακριβώς ο Πατήρ μένει εν αυτώ: «οράν» και «γιγνώσκειν» τον Υιό, σημαίνει οράν και γιγνώσκειν τον Πατέρα· αυτός μόνον, ο Ιησούς, είναι «η Αλήθεια», διότι μέσα από τον άνθρωπο Ιησού φανερώνεται σ’ εμάς το μυστήριο του προσώπου του, η κοινωνία ζωής με τον Πατέρας, η ιδιότητα του Υιού, ως προς τον Πατέρα. Βρισκόμαστε τώρα σε ένα από τα κορυφαία σημεία της θεολογίας του Ιωάννη.
5. Ένας άλλος τρόπος να ερμηνεύσουμε τον στ. 14,6 είναι συγκρίνοντάς τον με δύο παρόμοια αποσπάσματα, το 1,14-18 και το 8,31-36.Το πρώτο κείμενο, κατακλείδα του προλόγου, το ερμηνεύσαμε ήδη στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου. Θα θυμίσουμε τα κύρια σημεία.
α) Στο 1,14-18 όπως και στο 14,6-11 το υποκείμενο που ενεργεί είναι ο σαρκωθείς Λόγος, ο άνθρωπος Ιησούς· και στις δύο περιπτώσεις η λέξη «αλήθεια» περιγράφει την αποκαλυπτική ιδιότητα του Ιησού. Θυμίζουμε ότι όντως οι δύο τελευταίες λέξεις του 1,18 σημαίνουν: «αυτός υπήρξε η αποκάλυψη», και ότι αυτές οι λέξεις, εκείνος εξηγήσατο αντιστοιχούν στο πλήρης…αληθείας του στ.14· τούτο σημαίνει ότι η «αλήθεια» και η «αποκάλυψη» αντιστοιχούνται. Στα δύο σημεία λοιπόν του προλόγου, που συναντάται ο όρος «αλήθεια» συνδυάζεται με το θέμα της υιότητας του Χριστού: ὡς μ ο ν ο γ ε ν ο ῦ ς πλήρης… ἀ λ η θ ε ί α ς (1,14)· ἡ ἀ λ ή θ ε ι α διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ… μονογενὴς υ ἱ ὸ ς (1,17-18). Αν για τον Ιωάννη, και τους άλλους μαθητές, ο Ιησούς Χριστός υπήρξε (εκείνος) η αποκάλυψη, είναι επειδή ενεφανίσθη πάντοτε σ’ αυτούς ως «ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς», ζώντας σε μια μόνιμη σχέση υπακοής και αγάπης με τον Πατέρα· και δι’ αυτής αποκαλυπτόμενος ως ο Υιός του. Η «αλήθεια» του Ιησού, η αποκάλυψη που ενσαρκώνει, είναι η φανέρωση της θείας του υιότητας.
Ας θυμίσουμε επίσης ως προς ποια σημεία η κατάληξη αυτή του προλόγου, συγκρινόμενη με τους στ. 1,1-2 του Ευαγγελίου και τους 1,2 της 1η Επιστολής του Ιωάννη είναι ταυτόχρονα παρόμοια και ανόμοια. Και στις τρείς περιπτώσεις που παρεμβάλλεται η πρόθεση προς ή εις αυτή σημαίνει «στραμμένος προς». Αλλά στους στίχους των προαναφερθέντων αποσπασμάτων (Ιωαν. 1,1-2 και 1η Επ. Ιωάν. 1,2) η πρόθεση προς υποδεικνύει μεγαλύτερη εγγύτητα διότι περιγράφει την αιώνια ζωή εν Θεώ, αυτήν του Λόγου «προς τον Θεό», «προς τον Πατέρα»· αντίθετα, στο τέλος του προλόγου (1,18) ο Ιωάννης παρεμβάλλει την πρόθεση εις που προϋποθέτει μια κάποια «απόσταση» ανάμεσα στους όρους· γιατί εδώ αναφέρεται στον επίγειο βίο του Ιησού Χριστού: αυτός είναι ο μονογενής Υιός «ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς». Το θεολογικό ενδιαφέρον της ομοιότητας αυτών των τριών αποσπασμάτων είναι προφανές: δείχνει ότι τον ίδιο ακριβώς υιικό βίο διάγει ο Λόγος εν Θεώ και ο Ιησούς Χριστός ανάμεσά μας.
β) Ένα άλλο απόσπασμα του 4ου Ευαγγελίου περιέχει την ίδια εγγύτητα ανάμεσα στην λέξη αλήθεια και το θέμα της υιότητας του Ιησού. Πρόκειται για τον στ. 8,31-36 που πραγματεύεται την ελευθέρωση δια της αληθείας. Η σύγκριση των στ. 32 και 36 αποκαλύπτει ότι στον μεν πρώτο ελευθερώνει «η αλήθεια», ενώ στον δεύτερο ο Υιός. Όπως και στα εδάφια 1,14-18 και 14,6-11, το θέμα της «αλήθειας» ανασύρει αυτομάτως για τον αγ. Ιωάννη το θέμα του «Υιού». Ο Ιησούς είναι η Αλήθεια υπό την ιδιότητα του Υιού.
6. Ας επιστρέψουμε στον στ. 14,6 που επιδιώξαμε να ερμηνεύσουμε με αυτά τα παράλληλα αποσπάσματα. Εδώ ο Χριστός δεν είναι πλέον μόνο «πλήρης αληθείας»· είναι αυτός ο ίδιος «η Αλήθεια», και δι’ αυτής μας οδηγεί στον Πατέρα.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, Ο ΣΑΡΚΩΘΕΙΣ ΛΟΓΟΣ, ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς
Ο Ιησούς είναι η Οδός προς τον Πατέρα, διότι μας κατευθύνει στην κοινωνία με τον Πατέρα (1η Επ. Ιωάν. 1,3) και μας καθιστά μετόχους της ζωής του Πατρός. Αυτός μόνον μπορεί να είναι αυτή η Οδός διότι ζει την ζωή του Πατρός και είναι ταυτόχρονα άνθρωπος σαν κι εμάς, γεγονός που αποτελεί την ουσιαστική προϋπόθεση της μεσολάβησης ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους. Αυτός μόνον μπορεί να γίνει αυτή η Οδός: αφ’ ενός, επειδή είναι ο Λόγος προς στον Θεό (Ιωάν. 1,1-2) η Ζωή προς τον Πατέρα (1η Επ.Ιωάν. 1,2)· αφ’ ετέρου διότι είναι η Αλήθεια σ’ αυτόν τον κόσμο, η αποκάλυψη αυτής της κοινωνίας του Υιού και του Πατρός, και δι’ αυτής η Ζωή για τους πιστούς. Ο Λόγος όμως έγινε αλήθεια δια της Σαρκώσεως· διότι μόνον ο σαρκωθείς Λόγος, ο άνθρωπος Ιησούς, μπορεί να μας αποκαλύψει την υιική ζωή, την θεϊκή ζωή του. Η αλήθεια που μας φανερώνει, ενσαρκώνεται κατά κάποιο τρόπο στον σαρκωθέντα Λόγο. Και γι’ αυτό η αποκάλυψη είναι αυτός ο ίδιος (στ. 1,18). Η πράξη την αποκάλυψης είναι για τον Χριστό η αποκάλυψη αυτού του ιδίου. Και η γνώση της αλήθειας συνίσταται στην γνώση και την διείσδυση στο μυστήριο του Ιησού, στο οποίο ο Υιός και ο Πατήρ συναντώνται. Όταν ο Ιησούς, ο σαρκωθείς Λόγος, ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, μας φανερώνει την «δόξα» του, το μυστήριο που είναι αυτός ο ίδιος, μας φανερώνει ταυτόχρονα, για να μας κάνει μετόχους του, το «μυστήριο» της ζωής του Υιού και του Πατρός. Δι’ αυτής ακριβώς την φανερώσεως γίνεται για εμάς «η Αλήθεια».
Η ανάλυση αυτού του στίχου δείχνει επίσης ότι οι τρεις όροι που αποδίδονται στον Ιησού περιγράφουν μια καθοδική και μια ανοδική πορεία ταυτόχρονα: η καθοδική πορεία οδηγεί από τον Πατέρα προς τους ανθρώπους και ολοκληρώνεται στην Ενσάρκωση, δια της αποκαλύψεως που είναι για μας ο Χριστός-Αλήθεια· η ανοδική πορεία οδηγεί από τους ανθρώπους προς τον Πατέρα και διέρχεται από τον Χριστό-Οδό. Αυτός μόνον μπορεί τότε να είναι η Οδός προς τον Πατέρα, διότι μόνο αυτός είναι ταυτόχρονα «ένσαρκος» μεταξύ των ανθρώπων, και «Λόγος της Ζωής» παρά του Πατρός. Κατά μια έννοια λοιπόν ο λέξη οδός είναι λοιπόν εδώ η σημαντικότερη: διότι εκφράζει ρητά την μεσολάβηση αυτή του Ιησού, και περιγράφει συνοπτικά τα ουσιώδη του έργου της σωτηρίας, που συνίσταται στην μετοχή μας στην ζωή του Πατρός. Ο όρος αλήθεια εξ άλλου, που ερμηνεύει την οδό, εκφράζει και αυτός την μεσολάβηση του Ιησού, αλλά από άλλη άποψη και με ένα τρόπο συμπληρωματικό. Ως «Αλήθεια» ο Ιησούς είναι ο μεσάζων ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους: είναι μεσάζων κατά την αποκάλυψη και την γνώση (καθοδική πορεία), διότι είναι αυτός ο ίδιος η κατ’ εξοχήν αποκάλυψη, η πληρότητα της αποκάλυψης. Αλλά ο Ιησούς είναι ακόμη περισσότερο μεσάζων ως «Οδός»· εδώ είναι μεσάζων κατά την κοινωνία και την ζωή, διότι δι’ αυτού και εν αυτώ αποκτούμε πρόσβαση στην ζωή του Πατρός (ανοδική πορεία). Η πρώτη μεσιτεία υπάγεται στην δεύτερη: επειδή είναι η Αλήθεια, ο Ιησούς είναι για μας η Ζωή και επίσης η Οδός· η μεσιτεία της αποκαλύψεως ακολουθεί την μεσιτεία της κοινωνίας· ο Ιησούς είναι η Αλήθεια για να μας δώσει την Ζωή, την ζωή των τέκνων του Θεού (1,12).
Μπορούμε τώρα να διακρίνουμε γιατί μια ακριβής ερμηνεία αυτής της ιδιότητας του Ιησού, της αλήθειας, προϋποθέτει ένα είδος συνεχούς διαλεκτικής ανάμεσα στα δύο σκέλη του μυστηρίου του. Της Ενσάρκωσής του (Ιησούς Χριστός «ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς») και του θεϊκού βίου του («ο Λόγος προς τον Θεόν», «η Ζωή προς τον Πατέρα»). Έτσι αιτιολογείται και η δυσκολία που παρουσιάζει μια ορθή και διακριτή ερμηνεία του στίχου· και αντιλαμβανόμαστε γιατί πολλοί αναλυτές υπέκυψαν στον πειρασμό να αναγνωρίσουν στην «Αλήθεια» που είναι ο Ιησούς, είτε αποκλειστικά μία από τις θείες ιδιότητές του, είτε, αντιθέτως, μια συγκεκριμένη σωτηριώδη αποστολή που εκτέλεσε στην ιστορία. Αλλά και οι δύο όψεις είναι εξίσου απαραίτητες και δεν διαχωρίζονται. Εάν απαλείψουμε μία από τις δύο, όπως συνέβη στο παρελθόν με τον αρειανισμό ή τον γνωστικό δυαλισμό εξαλείφουμε ταυτόχρονα και το μυστήριο του Ιησού.
Αντιλαμβανόμαστε επίσης τώρα γιατί μόνο ο Ιησούς μπορεί να αποκαλείται «η Αλήθεια», γιατί αυτός μόνο είναι «η Οδός» προς τον Πατέρα. Με αυτή τη θαυμαστή παρομοίωση του «Ιησού-Οδός», το Ευαγγέλιο του Ιωάννη εκφράζει μια θεώρηση παρόμοια με του Παύλου, για τον οποίο ο μοναδικός μεσολαβών ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους είναι ο Χριστός Ιησούς.
7. Ολοκληρώνοντας αυτή την ανάλυση αντιλαμβανόμαστε πόσο απατηλός θα ήταν ο ισχυρισμός ότι ο Ιησούς, προσδιοριζόμενος ως «η Αλήθεια», δεν μας αποκαλύπτει τίποτε για τον εαυτό του. Χωρίς αμφιβολία η λέξη «αλήθεια» δεν υποδεικνύει άμεσα το θείο είναι (με την ελληνική έννοια της ουσίας): στον Ιωάννη ο όρος αλήθεια καθαυτός σημαίνει «αποκάλυψη»· προσδιορίζει επομένως ουσιαστικά μια ιδιότητα του Ιησού, την ιδιότητα της αποκάλυψης· οι λέξεις «Εγώ ειμί η Αλήθεια» δεν προσδιορίζουν λοιπόν άμεσα την υπερβατικότητά του.
Για να ερμηνεύσουμε απολύτως όμως το γιατί ο Ιησούς ταυτίζεται με αυτή την λειτουργία θα πρέπει να αναζητήσουμε αυτό που πραγματικά είναι. Τούτο είναι και το έργο του Ευαγγελιστή: το κείμενο που πλαισιώνει τον στ.14,6, δείχνει ότι η ιδιότητα της αποκάλυψης που αποδίδεται στον Ιησού, δεν γίνεται κατανοητή, παρά μόνο σε συνδυασμό με την κοινωνία του Υιού με τον Πατέρα· αφ ετέρου, ο παραλληλισμός του προλόγου με τους στ. 8,32.36 του Ιωάννη, απέδειξαν ευκρινώς ότι ο Ιησούς, μόνο επειδή είναι ο Λόγος και ο μονογενής Υιός μπορεί να βρίσκεται ανάμεσά μας «πλήρης της χάριτος της αληθείας». Ο όρος αλήθεια δεν περιγράφει οπωσδήποτε άμεσα την υπερβατικότητα του Ιησού, αλλά την προϋποθέτει αναγκαστικά, επειδή η αποκάλυψη είναι αυτός ο ίδιος: το περιεχόμενο και το αντικείμενο αυτής της αποκάλυψης που αντιπροσωπεύει για μας ο άνθρωπος Ιησούς, είναι η υιική του σχέση με τον Πατέρα, το μυστήριο του θεϊκού βίου του, της κοινωνίας του με τον Πατέρα. Επομένως η θεωρία της «λειτουργικής χριστολογίας» θα πρέπει να απορριφθεί, εάν χρησιμεύει απλώς για να μας αποδείξει ότι οι λέξεις εγώ ειμί η αλήθεια περιγράφουν αποκλειστικά την αποκαλυπτική ιδιότητα του Ιησού, χωρίς να μας διδάσκουν τίποτε περί του προσώπου του Χριστού.
Θα μπορούσαμε εν τούτοις να βρούμε ένα νόημα γι’ αυτήν την «λειτουργική χριστολογία» που να μας ικανοποιεί. Η λέξη αλήθεια προϋποθέτει ρητά την αποκάλυψη ενός μυστηρίου. Η τριαδική ύπαρξη του Πατρός και του Υιού μετατρέπεται στην καθαυτό «αλήθεια» για τους πιστούς, εφ’ όσον του αποκαλύπτεται. Μπορούμε λοιπόν να ισχυρισθούμε ότι ο Ιησούς είναι ακριβώς «αλήθεια σε σχέση με τους ανθρώπους», όχι όμως για να υποδείξει απλώς ότι θα ήταν «το μέσον που θα τους επέτρεπε να βρίσκονται μέσα στην θρησκευτική αλήθεια», χωρίς να τους γνωρίσει τίποτε από αυτόν τον ίδιο και την υπερβατικότητά του· αλλά με την έννοια ότι το καθαυτό μυστήριο της θείας ζωής δεν μπορεί να γίνει γνωστό στους ανθρώπους παρά μόνο δια της αποκαλύψεως του σαρκωθέντος Λόγου που είναι «πλήρης αληθείας». Εάν επιθυμούμε η ερμηνεία αυτού του στίχου να υπερβεί το απλό επίπεδο της οικονομίας και να ανυψωθεί σ’ αυτό της θεολογίας των τριαδικών σχέσεων, επίπεδο που προσδίδει σ’ αυτήν την αποκάλυψη το πραγματικό της νόημα, αυτή η «θεολογία» της εν Θεώ ζωής δεν είναι προσεγγίσιμη παρά μόνον μέσα από την «οικονομία» της αποκαλύψεως· και μόνον αυτή η «οικονομία» καθιστά για μας «αλήθεια», την ζωή του Υιού και του Πατρός.
Επομένως, σύμφωνα με την ετυμολογία και την θεολογία του αγ. Ιωάννη, ο Λόγος προς τον Θεόν, ο αιώνιος Λόγος του Πατρός, ανεξαρτήτως της Σαρκώσεως, δεν είναι ακόμη η καθαυτό «Αλήθεια». Η εκδοχή αυτή – που αργότερα υιοθέτησαν ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ο Ωριγένης και ο Αυγουστίνος, καθώς και ένα ολόκληρο ερμηνευτικό ρεύμα πλατωνικής έμπνευσης – θα πρέπει να αποκλεισθεί ολοσχερώς από τα κείμενα του Ιωάννη: η λέξη «αλήθεια» δεν συναντάται πουθενά στην αρχή του προλόγου του Ευαγγελίου, ούτε και των Επιστολών που είναι και τα κείμενα στα οποία κυρίως ο Ιωάννης περιγράφει την αιώνια ζωή του Λόγου στις σχέσεις του προς τον Θεό. Ρητή αναφορά στον Χριστό-Αλήθεια γίνεται μόνον σε άμεση σχέση με τη Σάρκωση (Ιωάν. 1,14-18· 14,6-11)· μόνο ο σαρκωθείς Λόγος, ο Υιός του Θεού, που ενεφανίσθη στους ανθρώπους, είναι κατά τον αγ. Ιωάννη «η Αλήθεια» του Θεού. Μόνο ο άνθρωπος Ιησούς είναι ανάμεσά μας η ζωντανή Επιφάνια του Πατρός· και δι’ αυτού «η Οδός» προς τον Πατέρα.
Ε. Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α
Όπως είδαμε, η λέξη «αλήθεια» δεν μας γνωρίζει ουσιαστικά τον Χριστό ως «την πραγματικότητα του Θεού», διότι σ’ αυτή την περίπτωση ο όρος θα έπρεπε να ερμηνευθεί κατά το ελληνικό και στατικό νόημα της οντολογικής αλήθειας, του καθαυτό «είναι», της έσχατης «αλήθειας» των πραγμάτων, της «veritas Dei in se». Αν όμως εκκινήσουμε από την βιβλική και κατά τον Ιωάννη έννοια της αλήθειας-λόγος, θα καταλήξουμε σε μια ερμηνεία του στ. 14,6 εξίσου διεισδυτική με αυτήν του Ωριγένη και του Αυγουστίνου, αν και με διαφορετικό προσανατολισμό. Αναφερόμενη στον ιστορικό Ιησού, αυτή η έννοια μας αποκαλύπτει, και αυτή, την υπερβατικότητά του: ο άνθρωπος Ιησούς είναι για μας η Αλήθεια, η πλήρης αποκάλυψη της οικείας σχέσης των θείων προσώπων, επειδή ήδη αυτός ο ίδιος, πριν από κάθε αποκάλυψη και από το έργο της σωτηρίας, υπήρξε παρά τον Θεό, ο Λόγος προς τον Θεό, η καθαυτό έκφραση της σκέψης του Πατρός, ο Λόγος της ζωής που στρέφεται προς τον Πατέρα. Για τον Ιωάννη όμως μόνο ο ιστορικός Ιησούς είναι η Αλήθεια. Και τούτο διότι υπήρξε πάντοτε «εις τον κόλπον του Πατρός», και δι’ αυτού κατέστη για μας η αποκάλυψη: «Μόνο ο Ιησούς Χριστός, μέσα από την απόλυτη διαύγεια της ζωής και των λόγων του, ως προς τον Πατέρα, μπορεί να πει για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι η αλήθεια»· «Η Αλήθεια-Πρόσωπο… μαρτυρείται … όπως το φως μιας παρουσίας» (M. Zundel, Διάλογος με την Αλήθεια, Παρίσι, 964, σ. 165): στον Ιησού-Αλήθεια διαφαίνεται το φως του Λόγου, η δόξα του Υιού του Θεού.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επανατοποθετούμενος στο κείμενο που τον περιβάλλει άμεσα και στο πλαίσιο της σύνολης θεολογίας του Ιωάννη, ο στ. 14,6 αποκτά την μέγιστη δογματική του αξία κυρίως επειδή μας αποκαλύπτει, όχι την άμεση θεία φύση του Ιησού, αλλά τις σχέσεις που ενώνουν μεταξύ τους τα θεία Πρόσωπα του Υιού και του Πατρός, φανερώνοντάς μας δια του Ιησού την τριαδική ζωή· και επίσης επειδή μας εισάγει ταυτόχρονα στο μυστήριο της κεντρικής ιδέας του Ιωάννη, το μυστήριο της Ενσάρκωσης του Λόγου.
(Τέλος του Πρώτου Μέρους)
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου