«Εμείς νομίζουμε ότι κράτος είναι οποιαδήποτε εξουσία. Δεν είναι αυτό. Το κράτος είναι μια μορφή εξουσίας, όπου έχει δικαιώματα η μειοψηφία. Τεράστια αλλαγή. Τεράστια κατάκτηση, γιατί πια η λύση δεν είναι η αλληλοσφαγή. Όταν λοιπόν αυτό το πράγμα πρέπει να μπολιαστεί με μια νοοτροπία του δικού μου και του δικού σου καταλαβαίνουμε σε τι δυσλειτουργίες μπορεί να οδηγήσει».
3.46 Στέλιος Ράμφος: Μου είπαν ότι δεν υπάρχει όριο χρονικό οπότε μην ανησυχείτε θα περάσουμε μαζί το μεσημέρι. Tο θέμα είναι αυτό, Εμείς και η Ευρώπη, η επικαιρότητα αυτονόητη, χρειάζεται μία μικρή εισαγωγή για να μπούμε καλλίτερα στο κλίμα αυτών τα οποία πάνω κάτω σκέπτομαι, και αυτή η αναδρομή έχει να κάνει με τον κοινό τόπο εν πάση περιπτώσει ότι μέσα στην ιστορία πριν από αρκετούς αιώνες, καμιά δεκαριά αιώνες, η Ανατολική περιοχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάπου έχασε ας πούμε το τραίνο της ιστορίας και ακολούθησε μία πορεία η οποία την κάνει κάπως λιγότερο η περισσότερο διακριτή, από το θέμα Ευρώπη. Δηλαδή τι συνέβη; οι διεργασίες οι πνευματικές που φυσιολογικά συντελούνταν και που οδηγούσαν σε μια καλλίτερη σχέση με τον εξωτερικό κόσμο των ανθρώπων και των πεποιθήσεων τους, ράγισαν στην Ανατολή για έναν ειδικό λόγο επειδή υποτιμήθηκε η έλλογη σχέση με τον κόσμο υπέρ μιας πειραματικότερης, μιας θρησκευτικότερης αντιλήψεως των πραγμάτων.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Ελλάδα δεν πέρασε Αναγέννηση. Και το λέω αυτό γιατί από εκεί αρχίζει η «Λογική», η λογική του θέματος. Δεν πέρασε Αναγέννηση τι θα πει; όχι ότι δεν είχε Ντα Βίντσι, η Μιχαήλ Άγγελο, αλλά ότι δεν κατάφερε να πετύχει την αναγκαία πλέον εξοικείωση με τον εξωτερικό φυσικό κόσμο, εξοικείωση η οποία δημιούργησε και έδωσε την τεράστια ώθηση στην Ευρώπη της εποχής εκείνης και τη κατέστησε κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη έκτοτε.
Τι σημαίνει λοιπόν Αναγέννηση. Αναγέννηση σημαίνει, μία έξοδος όχι κατ ανάγκη ρήξη απόλυτη, αλλά μια έξοδος συμπληρωματική του βαθέως θρησκευτικού και Μεσαιωνικού κόσμου, και των πεποιθήσεων του, και μια έξοδος προς τον εξωτερικό κόσμο. προς τον φυσικό κόσμο, που σημαίνει και μία έξοδος προς τη λογική, γιατί το βαθύ θρησκευτικό αίσθημα της πίστεως δεν ευνοεί τις διεργασίες τις λογικές, οι οποίες συνδέονται με το σύγχρονο κόσμο, με τις επιστήμες, με όλα αυτά τα πράγματα, υπ αυτή την έννοιαν είχαμε μία διαφορετική εξέλιξη των πραγμάτων, όπου θρησκευτικά συνδυάστηκε με σχίσματα, και με άλλα που δεν μας ενδιαφέρει, αλλά που κυρίως διαμόρφωσε ένα θεμελιώδες πολιτισμικό γνώρισμα της Ανατολής, που ξεκινάει δηλαδή από την Κύπρο, και φτάνει ως στο Βλαδιβοστόκ, δεν είναι πια μόνο η Ελλάδα.
Μια κουλτούρα μια κοινωνία όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι το συναίσθημα και το υποτονικότερο και ατροφικότερο η λογική. Μπαίνουμε για να καταλάβουμε σιγά σιγά και παθολογίες χωρών σαν τη δική μας, όπου παίρνει διαστάσεις παρανοίας η υπερβολή του συναισθήματος, και τα τελευταία χρόνια και όχι μόνο, είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Με αυτό λοιπόν το δεδομένο, με το δεδομένο πια ότι έχουμε να κάνουμε με μιά κουλτούρα, με έναν πολιτισμό του οποίου χαρακτηριστικό είναι οι συναισθηματικές επιλογές, και το ατροφικό του ελλόγου παράγοντα στη ζωή μας, αρχίσαμε να πορευόμαστε. Κάναμε στην αρχή την επιλογή των Τούρκων, διότι εμείς επιλέξαμε τους Τούρκους δεν μας κατέκτησαν απλώς, δηλαδή το Ανατολικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας δεν άντεχε την μετακίνηση προς Δυσμάς και αισθανότανε πιο βολικά με τους Ανατολικότερους ας πούμε Οθωμανούς.
Έγινε λοιπόν η πρώτη επιλογή αυτή, η επιλογή αυτή διήρκεσε όσο ήτανε να διαρκέσει, και η έξοδος πάλι τον 19ο αιώνα με την επανάσταση κτλ, ήτανε μία έξοδος η οποία δεν έθεσε και δεν μπόρεσε να επιλύσει αυτό το πρόβλημα.
Ενώ έπρεπε να γίνει η Ελλάδα ένα κράτος, εννοώ Ευρωπαϊκό, με το σύνταγμα όπως και τυπικά έγινε, έπρεπε να γίνει και στο επίπεδο των νοοτροπιών και των συναισθημάτων, αυτό δεν μπόρεσε να γίνει, και την ταλαιπωρία αυτού του απράκτου γεγονότος την υφιστάμεθα μέχρι σήμερα, διότι θεμελιώδεις μορφές της υπάρξεώς μας, μία από τις οποίες ας πούμε είναι η ίδρυση και η λειτουργία ενός κανονικού κράτους, δεν έχουν περιθώρια να αναπτυχθούν.Μπαίνω σιγά σιγά στο θέμα για να μην είναι απολύτως αποσπασματικό αυτό που έχω να πω,γιατί στο σημείο το οποίο θα καταλήξω, είναι πιο είναι το πρόβλημα της αδυναμίας του κράτους στη Ελλάδα σήμερα.
Αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να δώσω ένα γενικότατο πλαίσιο, ώστε να γίνει η επικοινωνία μας καλλίτερη. Θέλω να πω ότι η εξέλιξη αυτή με τα κυριαρχικά χαρακτηριστικά και συμπαρομαρτούντα των συναισθημάτων, η μορφή μιας συλλογικότητος η οποία δεν είχε χαρακτήρα στιβαρής κρατικής ας πούμε υπάρξεως, μετέθεσε τα στοιχεία της κοινωνικής συνοχής σε περιοχές συναισθηματικά πολύ πρόσφορες, αλλά σε περιοχἐς που δεν είναι εκείνες οι οποίες ευνοούν μία στερεότερη συγκρότηση κοινωνική.
Δηλαδή εκείνο το οποίο κυριάρχησε και κυριαρχεί στην Ελλάδα, ως ισχυρός συνεκτικός δεσμός είναι η οικογένεια, είναι η εντοπιότης, και είναι και τα συντεχνιακά συστήματα, παρέες και όλα αυτά τα σχετικά. Αυτά είναι που δεν επιτρέπουν μία συγκρότηση και συνοχή της κοινωνίας τέτοια την οποία αποτελεί αυτό που λέμε κράτος. Η οικογένεια είναι εκείνη που ζητάει τα ρουσφέτια, το σόι είναι εκείνο που θα αποφασίσει ομαδικά ποιοι θα ψηφιστούν, η εντοπιότητα ο συμπατριώτης είναι εκείνος που πάλι αποφασίζει για αυτά τα θέματα, και οι παρέες και τα συνδικάτα επίσης, επομένως ολόκληρο το σύστημα το οποίο έπρεπε κανονικά να αιμοδοτήσει έναν σοβαρό κρατικό μηχανισμό, έχει στραφεί προς άλλη κατεύθυνση, είναι το στοιχείο το οποίο τον απαγορεύει.
Η πελατεία, το πελατειακό σύστημα το οποίο πληρώνουμε σήμερα, στο οποίο πάνω έχει ριζώσει και αναπτυχθεί η κρίση, έχει να κάνει με την κυριαρχία αυτών των αρχαϊκών παραγόντων, γιατί μόνο στις αρχαϊκές κοινωνίες επικρατούν οι δεσμοί αίματος, τόπου και συνεργασίας ας πούμε συντεχνιακής. Επομένως εκείνο είναι το δομικό στοιχείο το οποίο πρέπει να το έχουμε υπ όψη μας. Όμως η παρενέργεια μιας τέτοιας πραγματικότητος ανθρωπολογικά μιλώντας είναι η εξής: η παντοδυναμία της οικογενείας διαμορφώνει δίκτυο ψυχικών σχέσεων και δεσμών, οι οποίοι είναι διαφορετικοί από τους δεσμούς μιας κοινωνίας, όπου η συλλογικότητα μπορεί να αναγνωριστεί και σαν σχέση με τον άγνωστο. Δηλαδή η σχέση της οικογενείας, της εντοπιότητος, της συναδελφικότητος, κτλ προϋποθέτει μία συλλογικότητα γνωστών ανθρώπων μεταξύ τους, είτε συγγενών, είτε συμπατριωτών, είτε οτιδήποτε άλλο. Μια σύγχρονη μορφή συλλογικότητος, προϋποθέτει μια σχέση και μεταξύ αγνώστων, αλλιώς δεν έχει νόημα να πληρώσω φόρο για την παιδεία της Αλεξανδρουπόλεως, που δεν ξέρω κανένα άτομο από εκεί.
Και ο λόγος για τον οποίο εξετελέσθη το μεγάλο λαχείο που είχε η Ελλάδα, ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν αυτός. Επειδή ζήτησε να φτιαχτούν φόροι, η άλλα τέτοια δημόσια ιδρύματα, οι Μαυρομιχαλαίοι οι οποίοι ήταν αδύνατο να καταλάβουν ότι μπορείς να ξοδεύεις για αγνώστους, τον σκότωσαν. Οι οποίοι είχαν ήδη υπογράψει την έλευσή του ως κυβερνήτου στην Ελλάδα, δεν ήτανε εξ αρχής εχθροί. Θέλω λοιπόν να πω ότι αυτή η πραγματικότης, αυτή, η πραγματικότης δηλαδή των δεσμών, τόπου και αίματος, και των συντεχνιακών η παρεΐστικων σχέσεων, δημιουργεί πλέον, και προεκτάσεις ψυχικές, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, διότι μέσα σε μια τέτοια σχέση όπου επικρατούν αυτού του τύπου οι δεσμοί, ο άνθρωπος δεν μεγαλώνει κατ ανάγκη, μπορεί να περάνε τα χρόνια αλλά ο ίδιος να μένει μικρός, και να έχει συμπεριφορές νηπίου ανεξαρτήτως αν είναι 60 η 70 η 50 χρόνων.
Δεν είναι λοιπόν δύσκολο υπό τέτοιες συνθήκες και όχι υποχρεωτικά σε μιά χώρα σαν τη Ελλάδα, αλλά και γενικότερα, αυτό το συναισθηματικά ανεξέλεγκτο στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που δεν έχουνε την αίσθηση μιας συλλογικότητος πιο αφηρημένης, μαζί με την συγκεκριμένη συλλογικότητα, με την σχέση των γνωστών, είναι πάρα πολύ πιθανό να έχει προεκτάσεις τέτοιου τύπου. Και αυτό το βλέπουμε σ όλες τις μετρήσεις.
Όταν ρωτάνε ποιούς εμπιστεύεσθε το 99% λέει την οικογένεια μου, μετά λένε διάφορα άλλα τον στρατό, την εκκλησία, οπωσδήποτε τα υπόλοιπα τα παραλείπουμε. Τι ακριβώς δηλαδή μπορεί να δημιουργείται; Μπορεί να δημιουργηθούν λοιπόν μέσα σ αυτό το παράξενο μεγάλωμα του ανθρώπου, σε ένα κλίμα πάρα πολύ στέρεο και δυνατό, και ταυτοχρόνως βεβαίως που έχει πολλές αδυναμίες μαζί με τη στερεότητά του, συνθήκες μιας ψυχικής αναπτύξεως, η οποία έχει ενδιαφέρον να περιγράψει κανείς, όσο είναι δυνατόν. Το κύριο χαρακτηριστικό επομένως που ψυχολογικά θα έλεγα ότι βαραίνει στη ζωή ενός Έλληνα είναι η μάνα του, της οποίας το αρχέτυπο είναι η Παναγία, την οποία επικαλούμαστε σε οτιδήποτε γίνεται.
Η μάνα λοιπόν η οποία είναι το έσχατο και το απόλυτο σημείο αναφοράς, και όπου η μητρική εικόνα μπορεί να διαπερνά τη ψυχική μας ζωή από την αρχή ως το τέλος, είναι ένας παράγοντας ο οποίος δεν αφήνει πολλά περιθώρια, στην εδραία θέση και στην ισχυρή συναισθηματικά ας πούμε θέση, του πατέρα και της εικόνας του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο πατέρας είναι ανύπαρκτος, είτε ότι είναι δευτερεύον, η τριτεύον πρόσωπο, αλλά συναισθηματικά είναι ο κυρίαρχος η μητέρα, και ο πατέρας είναι οδηγός επαγγελματικά σε λογικότερες διαδικασίες, σε έμπρακτες επιλογές, που όμως σε μια κουλτούρα όπου η λογική είναι ατροφική, είναι πάντα δεύτερος ο πατέρας, συναισθηματικά, πρώτη είναι η μάνα.
Για αυτό το λόγο είναι πάρα πολύ εύκολο η εικόνα, και η τυραννική η αγάπη της μάνας, να είναι τόσο ισχυρή, και συμβολικά να παρατείνετε σε τέτοιο βαθμό, σε τέτοιο βάθος χρόνου, ώστε να έχει επιπτώσεις αρκετά αξιοπρόσεκτες για τη μοίρα, και ανθρώπων, και συνόλων. Μην ξεχνάμε για να δούμε πόσο χαρακτηριστικό βάθος έχει αυτή η σχέση, ότι όταν βλέπουμε ένα θεαματικό κορίτσι, λέμε μάνα μου, μην ξεχνάμε επίσης ότι σε κορυφαίες στιγμές της ερωτικής μας συμπεριφοράς, λέμε, τι σου κάνω μάνα μου, επειδή είναι εμπειρικό γεγονός.
Καταλαβαίνουμε αμέσως το βάθος των συνολικών προεκτάσεων που έχει ένα τέτοιο γεγονός, διότι οργανώνει και επιδρά και αφορά, τα πιο βαθειά συναισθηματικά σκιρτήματα είτε Έλληνας είναι, είτε Ρώσος, είτε Κύπριος, είτε Βούλγαρος, γιατί μιλάω για μια σειρά χωρών των οποίων και η θρησκευτική παράδοση συνάδει, μια θρησκευτική παράδοση, που έχει σε δεύτερη μοίρα τη λογική, και που δίνει το προβάδισμα στο αίσθημα, το θρησκευτικό. Ενώ στην Ευρωπαϊκή θρησκευτικότητα, είτε υπάρχει ισορροπία λογικής και πίστεως, είτε υπάρχει ας πούμε μια εξαιρετική δύναμη της πίστεως, Προτεστάντες, με αποτελέσματα τα οποία ξέρουμε όλοι. Τι θέλω να πω; Θέλω να πω λοιπόν ότι αν υποθέσουμε πως αυτή η αρχική περιγραφή την οποία έχω κάνει τώρα έχει κάποια στοιχεία βασιμότητος, και αν δεχθούμε ως μεθοδολογικό δεδομένο, ότι στα ιστορικά των ασθενειών επειδή είστε γιατροί χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο, κυρίως των ψυχικών ασθενειών το κρίσιμο δεν είναι να επισημάνουμε την αιτία η οποία προκαλεί κάθε φορά το ψυχικό φαινόμενο. Γιατί το ψυχικό φαινόμενο μπορεί να αυτονομηθεί, και η διαδικασία του να υπάρχει ανεξαρτήτως αρχικού γεγονότος. Παράδειγμα: ένας κακός απογαλακτισμός που δημιουργεί άγχος. Δεν είναι συνεχώς το μυαλό μας όταν νοιώθουμε άγχος, που πάμε στις εξετάσεις, η όταν νοιώθουμε άγχος επειδή μπορεί να υποψιασθούμε ότι κάτι στραβό γίνεται. Έχει αυτονομηθεί το ψυχικό γεγονός.
Και ως αυτόνομο ψυχικό γεγονός μπορεί να επηρεάζει πια. Επομένως θέλω να πω ότι όλοι αυτοί οι συσχετισμοί τους οποίους κάνω δεν είναι συσχετισμοί οι οποίοι στο μυαλό μου τουλάχιστον γράφονται με τη λογική του αυστηρού αιτίου και αποτελέσματος, αλλά της αυτονομίας ενδεχομένως αρχικών γεγονότων, είτε και φαντασιακών καταστάσεων, που πια παίζουνε ρόλο καθαρό, αυτόνομο, μέσα στην ιστορική ζωή, ανθρώπων, λαών, ομάδων, ατόμων, και ούτω καθ εξής.
Λέω λοιπόν ότι αν ακριβώς έχουμε μία διεργασία ιστορική μέσα στην οποία το συναισθηματικό στοιχείο είναι πανίσχυρο, η μητρική εικόνα εξ ίσου, και το λογικό στοιχείο ατροφικό με τη σειρά του, και επομένως οι ψυχικές δομές και ανάγκες περισσότερο τείνουν προς προσωπικές σχέσεις, και δεν έχουμε συνείδηση συνεπώς του προβλήματος, είναι αδύνατον να καταλήξουμε σε μία μορφή συλλογικότητος, η οποία να έχει πραγματική μορφή συγχρόνου κράτους. Θέλω να πω δηλαδή, ότι δεν είναι μόνο οι άθλιοι ενδεχομένως πολιτικοί, οι ρεμούλες, η δεν ξέρω εγώ τι, αυτά που γίνονταν, η που γίνονται, οι διορισμοί των ημετέρων, των ξαδέρφων, όλα αυτά που παρακολουθούμε αυτές τις μέρες, όσο ένα πνεύμα που τα τροφοδοτεί, και τα υποστηρίζει αυτά τα πράγματα, και που είναι μια ριζική δυσπιστία για τον άγνωστο.
Εάν αυτή η ριζική δυσπιστία για τον άγνωστο μπορούσε να μεταλλαχθεί ας πούμε, να έχουμε μια εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση, κι εδώ θα βοηθούσε μια παιδεία διαφορετική, ένα αίσθημα πολιτισμού διαφορετικό, θα είχαμε άλλα αποτελέσματα. Αλλά στο μέτρο που αυτό δεν αλλάζει, και η καλύτερη δημοκρατία στρέφεται εναντίον της, υπό την έννοια ότι δεν ήταν εξαιρετικά σπουδαίο ότι μετά την δικτατορία έγινε δημοκρατία. Γιατί αν δεν εκδημοκρατιστούν και οι νοοτροπίες δεν γίνεται τίποτα. Η δημοκρατία γίνεται μέσον για αυτούς που θέλουν να αρπάζουν.
Επομένως καμία εξέλιξη θεσμική, αν δεν την παρακολουθούν και οι νοοτροπίες, δεν μπορεί να έχει καλό αποτέλεσμα. Θα έχει συνεχώς μία αρνητική έκβαση, και θα επιτρέπει στους ανθρώπους να επανέρχονται στον παλιό κακό τους εαυτό κάθε φορά, και μάλιστα μπορεί να επικαλούνται το λαό, τη δημοκρατία, η δεν ξέρω τι άλλο, αλλά να συνεχίζουν τα ίδια πανάρχαια πράγματα να διατηρούν τις ίδιες κακές πανάρχαιες συνήθειες, που στο τέλος έχουν έναν παρανομαστή, τον δικό μου, τις τεράστιες ανασφάλειες που έχουμε ως λαός, και τα μεγαλομανιακά παραληρήματα που μας χαρακτηρίζουν, τις συνωμοσιολογίες, που ψάχνουμε παντού να βρούμε ανθρώπους, οι οποίοι μας υποσκάπτουν, λαούς οι οποίοι μας μισούν, μας ζηλεύουν, που εμείς όταν είχαμε Παρθενώνα αυτοί τρώγαν βελανίδια, και ούτω καθ εξής.
Λέω λοιπόν αφού φτάνουμε στο λεπτό θέμα των νοοτροπιών, ότι μπορούμε σιγά, σιγά να περάσουμε στο κεντρικό θέμα μιας παθολογίας, που είναι η σημερινή, και που πρακτικά μπορεί να την περιγράψουμε ως παθολογία του κράτους, δηλαδή ως παθολογία μιας συλλογικότητος η οποία διαμορφώνει συνθήκες πραγματικής κοινωνικής συνοχής.
Εάν δεχθούμε ότι αυτό που περιγράφω τώρα, έχει στοιχεία αληθείας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρειάζεται μία ισορροπημένη σχέση μητρικής και πατρικής εικόνας, για να πάμε σε ένα κράτος κανονικό. Όχι να αλλάξουν οι ισορροπίες, αλλά να επέλθει μία ισορροπία, γιατί το κράτος είναι πάντα τόπος λογικής, επειδή έχει να κάνει με ανθρώπους αγνώστους μεταξύ τους, ενώ στην άλλη περίπτωση, στην μη κρατική δομή μιας κοινωνικής συνοχής, πρωτεύουν τα συναισθήματα. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί κράτος δεν είναι οι μορφές της εξουσίας που γνωρίσαμε στην ιστορία. Δεν ήτανε κράτος το Ρωμαϊκό, δεν ήτανε κράτος το Βυζαντινό, δεν ήτανε κράτος οποιοδήποτε κράτος.
Το κράτος είναι αυστηρή μορφή, αυστηρά προσδιορισμένη, τρόπου κοινωνικής συνοχής, που αρχίζουν τα σκιρτήματά του το 1300, για την ακρίβεια με τη Magna Charta το 1215, και ολοκληρώνονται το 16ο 17ο αιώνα, στην Ευρώπη. Τα άλλα δεν είναι κράτη είναι μορφές εξουσίας.
Πολύ περισσότερο δεν είναι κράτος η αρχαία ελληνική πόλις, στη οποία ομνύουμε κάθε τόσο, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι πρόκειται για μεγάλο ιστορικό γεγονός, επειδή πριν την αρχαία ελληνική πόλη δεν υπήρχαν πόλεις στην ανθρωπότητα, αλλά οικισμοί, μεγάλοι η μικροί. Τεράστιοι η ελάχιστοι. Η Βαβυλώνα ήταν ένας τεράστιος οικισμός, γιατί; γιατί το κράτος υπάρχει όπου πια υπάρχει νόμος, και όπου οι εξουσίες μοιράζονται.
Ποιά ήτανε η αδυναμία της αρχαίας ελληνικής πόλεως που όπως είπαμε πριν ήτανε ένα τεράστιο γεγονός; Η αδυναμία της ήταν ότι η πλειοψηφία εξαφάνιζε την μειοψηφία, και αυτό μπορούσε να συμβεί μέσα σε ένα 24ωρο, πολλές φορές. Kαταλαβαίνετε ότι σε μια δομή συνυπάρξεως όπου οι πέντε, εξαφανίζουν τους τέσσερεις, δεν υπάρχει άλλο περιθώριο από την αλληλοσφαγή, η την αυταρχική κοινωνία, όπερ και εγένετο με το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Είπε, τελειώνουμε με τις σαχλαμάρες σας, έχουμε ένα τεράστιο όπλο στα χέρια μας, θα ενωθείτε δια της βίας, και θα πάμε να διαλύσουμε την Περσία. Γιατί η πόλις ακριβώς, έχει και ένα άλλο μεγάλο μειονέκτημα, θέλει να έχει μικρό πληθυσμό, και μικρή εδαφική έκταση. Δεν αντέχει η Αθήνα να ενωθεί με τα Μέγαρα. Ούτε τα Μέγαρα με τη Θήβα, πρέπει ο ένας να κατακτήσει τον άλλον, αυτός ήταν ο λόγος της καταρρεύσεως της Αρχαίας Ελλάδος, και του πολιτισμού. Και αυτός ήταν και ο λόγος που κατέρρευσε και η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αργότερα, διότι στη θέση της πόλεως έβαλε μια τεράστια αυτοκρατορική εξουσία, αλλά δεν υπήρχαν οι διεργασίες που θα μετέφεραν σε φυσιολογικό επίπεδο την συλλογικότητα των ανθρώπων.
Χρειάστηκε να περάσει η Μεσαιωνική χιλιετία γιατί αυτά είναι δύσκολα πράγματα, δεν γίνονται απλά. Να φτάσουμε στο 1215 όπου πια οι Βαρόνοι επιβάλουν στο Βασιλέα της Αγγλίας να τους ρωτάει πριν αποφασίσει, άρα το πρώτο κοινοβούλιο, και μετά να αρχίσει η διαδικασία η οποία ολοκληρώνεται μόνο για τους Γάλλους και για τους Βρετανούς το 1600, και τον 19ο μόνο αιώνα με τον Μπίσμαρκ, και τους Γερμανούς, τόσο αργά. Τον 18ο ας πούμε αρχίζει η συνείδηση, τόσο αργά.
Επομένως το σχολείο, μας έχει κάνει πολύ κακό, διότι δεν μας έχει μάθει ότι το κράτος είναι μία μορφή κοινωνικής υπάρξεως, όπως ας πούμε η βιομηχανία είναι μια μορφή της οικονομικής ζωής, όπως η αγροτική οικονομία είναι μία μορφή, δεν είναι όλη η οικονομία. Εμείς νομίζουμε ότι κράτος είναι οποιαδήποτε εξουσία. Δεν είναι αυτό. Το κράτος είναι μια μορφή εξουσίας, όπου έχει δικαιώματα η μειοψηφία. Τεράστια αλλαγή. Τεράστια κατάκτηση, γιατί πια η λύση δεν είναι η αλληλοσφαγή. Όταν λοιπόν αυτό το πράγμα πρέπει να μπολιαστεί με μια νοοτροπία του δικού μου και του δικού σου καταλαβαίνουμε σε τι δυσλειτουργίες μπορεί να οδηγήσει.
Μπορεί να γίνει κράτος κανονικό η Ρωσία; Όχι, διότι πρέπει να έχει, αν δεν έχει Τσάρο να έχει έναν Πούτιν. Δεν είναι βέβαιο αν δεν μου αρέσει ένας δισεκατομμυριούχος και δεν με πηγαίνει, τι θα του κάνω, η αν ένας πράκτορας το σκάει πως θα τον αντιμετωπίσω, (να του ρίξω λίγο πολώνιο, πως το λέμε αυτό, και να τον τελειώσω). Το ίδιο συμβαίνει και εδώ ας πούμε. Γιατί είναι τόσο δύσκολο η συναίνεση σε μια χώρα όπως είναι ας πούμε η Ελλάδα; Γιατί αυτή η ερώτηση, γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Άρα βρισκόμαστε μπροστά σε μία πραγματικότητα νοοτροπιών βαθύρριζη, την οποία οφείλουμε όμως κάποια στιγμή να κατανοήσουμε, πρoκειμένου να κάνουμε βήματα.
Δηλαδή το γεγονός ότι δεν έχουμε κράτος δεν είναι ότι δεν υπάρχουν υπάλληλοι, το γεγονός ότι δεν έχουμε κράτος σημαίνει ότι κάθε κυβέρνηση, διορίζει δικό της γραμματέα υπουργείου, και τουλάχιστον 10.000 υπάλληλοι αλλάζουν αμέσως θέση, και βεβαίως και αν είναι και μετακλητοί… Άρα λοιπόν μπαίνουμε μπροστά σε ένα φαινόμενο το οποίο είμαστε υποχρεωμένοι πια τώρα να καταλάβουμε με καινούργιους όρους, που στην πραγματικότητα έχουν να κάνουν με το μεγάλο, με το νεώτερο ευρωπαϊκό πολιτισμό, ο οποίος έθεσε αυτά τα προβλήματα.
Δεν είναι υποχρεωτικά αιώνιος, μπορεί να πάρει τη θέση του κάποιος άλλος πολιτισμός, ισχυρότερος κάποτε, αλλά το κράτος θα είναι ένα κράτος που σέβεται, η πλειοψηφία τη μειοψηφία. Άρα υπάρχει χώρος για όλους. Αυτό θέλω να πω. Είπαμε λοιπόν ότι το κράτος αναδύεται μεταξύ 10ου και 17ου αιώνος από το 1200 ως το 1600. Το 1600 πια έχουμε κράτος, και είπαμε έχουμε μόνο στη Βρετανία και στη Γαλλία, εκεί είναι που μπαίνουν τα θεμέλια του κράτους. Ποιός είναι ο ρόλος του κράτους;
Ο ρόλος του κράτους είναι να είναι πολιτικός εγγυητής της κοινωνικής συνοχής. Δηλαδή όταν μας ρωτάνε τι είναι κράτος; δεν λέμε είναι υπουργεία, η δεν ξέρω τι άλλο, αλλά είναι ο τρόπος με τον οποίον υπάρχει και λειτουργεί ένας πολιτικός εγγυητής, της συνοχής μας. Δηλαδή πέρα από τη συγγένεια, πέρα από τη εντοπιότητα, α εγώ είμαι κρητικός, η εγώ είμαι Μανιάτης, και επειδή έτσι, θα κοιτάξω τον άλλο Μανιάτη, η τον άλλο Κρητικό, να τον βολέψω, να τον διορίσω, κι αυτά. Ο πολιτικός λοιπόν εγγυητής της κοινωνικής συνοχής λέγεται κράτος, για αυτό είναι ειδική μορφή ιστορική. Δεν είναι κάθε εξουσία κράτος. Δεν ήτανε κράτος ας πούμε ο Τσενγκίς Χαν, η ο Αττίλας, η ένας αυτοκράτορας, ο οποίος ήτανε ο ίδιος νόμος. Ο βυζαντινός αυτοκράτωρ ήταν έμψυχος νόμος. Και όλες οι νομοθεσίας κι αν υπήρχαν, εκείνος είχε τα δικαιώματα και να τα ερμηνεύσει.
Οπότε δεν μπορεί να υπάρξει κράτος με τη έννοια που το καταλαβαίνουμε, ανεξαρτήτωs του σημαντικού ιστορικού μεγέθους που μπορεί να λέγεται Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Αρχαία Ελλάς, και δεν ξέρω τι.
Επομἐνως το κράτος είναι πολλοί άνθρωποι κάτω από το νόμο, όχι κάτω από τον αρχηγό. Όλα τα κράτη μέχρι το κράτος, ήτανε πολλοί άνθρωποι κάτω από τον αρχηγό, επομένως οι όροι της κοινωνικής συνοχής δεν είχαν ευστάθεια, και το μόνο που έμενε, ήτανε συνομωσίες παλατιού, εξοντώσεις, και εναλλαγές στις εξουσίες. Άρα το κράτος ως πολιτικός εγγυητής της κοινωνικής συνοχής, σημαίνει συνύπαρξη ελευθέρων ανθρώπων, και ελευθεριών, υπό έναν όρο, ποιόν; τον όρο του αυτοπεριορισμού. Γιατί αν πρέπει να συνυπάρξω, χρειάζεται ένας κανόνας πια. Να περιορίζομαι σύμφωνα με το νόμο, και τις αρχές, τις ηθικές, ώστε να αφήνω χώρο για τον άλλο. Αυτός ο αυτοπεριορισμός είναι πολύ κρίσιμο στοιχείο και που ακριβώς ξεπερνάει πια, χωρίς να τη διαλύει, χωρίς να τη διαγράφει, και την οικογενειακή, και τη τοπική, και τη θρησκευτική ας πούμε συλλογικότητα, και όλα αυτά δεν τα καταργεί, αλλά παύουν να είναι αυτά τα καθοριστικά στοιχεία πλέον της κοινωνικής συνοχής, γιατί δεν την ευνοούν παρά μόνο σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Δηλαδή το αίμα, ο τόπος, η παράνοια, η πίστη, και όλα αυτά τα πράματα, συνιστούν θεμέλια ατελούς επιβιοτικής συνυπάρξεως. Το κράτος δεν είναι για να επιβιώνουμε, είναι για να ζούμε, τα προ του κράτους είναι για να επιβιώνουμε.
Έχει μεγάλη σημασία να καταλάβουμε, με όλα τα προηγούμενα θέλω να πω, ότι αυτή τη στιγμή εδώ, η Ευρώπη στη καλή της και στην κακή της εκδοχή και στα πλην της και στα συν, είναι ο τόπος του κράτους. Η Ευρώπη και κατ επέκτασιν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Αυστραλία, εκεί είναι το κράτος, και εκεί είναι η ανάπτυξη, και εκεί είναι ο πλούτος, μαζί με όλα τα αρνητικά συμπαρομαρτούντα, τα όποια θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς διαβάζοντας την ιστορία, και είναι πλήθος, δεν είναι δύσκολο να εντοπίσεις, αλλά το κρίσιμο σημείο είναι αυτό. Υπ αυτή την έννοια κάνω ένα περαιτέρω βήμα ως εισαγωγή στο εμείς και η Ευρώπη, στην πραγματικότητα είναι, εμείς και το κράτος το θέμα, αυτό περιμένουμε από κει. Αυτό είναι το λαχείο που θα μας τύχει, η που θα το πετάξουμε στα σκουπίδια. Αυτό ήθελε ο Καποδίστριας να κάνει, και τον εκτελέσανε. Επομένως υπάρχει ένα κρίσιμο στοιχείο το οποίο πρέπει να αντιληφθούμε και να προχωρήσουμε μαζί του. Δηλαδή τι θέλω να πω;
Ενώ με την πόλη την Αρχαία Ελλάδα ο χώρος ήτανε κάτι πολύ σφιχτά, πολύ αποκλειστικά στενό, με το κράτος ο χώρος ανοίγεται, γιατί; γιατί ένα κράτος μπορεί να περιλάβει άπειρες περιοχές. Μπορεί η μία πολιτεία να γίνει πενήντα δύο πολιτείες, μπορεί η Αθήνα να συνυπάρξει με την Θεσσαλονίκη, με τη Σπάρτη, με τα Χανιά, με το Ηράκλειο, και να είναι το ελληνικό κράτος. Άρα με το κράτος έχουμε μία διεύρυνση του χώρου, και επομένως μια απελευθέρωση του χρόνου. Μα οι παλιές κουλτούρες, αυτό που δεν θέλουνε, είναι η απελευθέρωση του χρόνου, γιατί; Γιατί απελευθέρωση του χρόνου σημαίνει δυνατότητα αλλαγής.
Ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο όπως είναι αρχή και τέλος, όπως είναι γένεση και θάνατος, είναι και δυνατότητα αλλαγής. Άρα με τον ποιό ενστικτώδη και βαθύ τρόπο, η διάθεσή μας να μη φτιάξουμε κράτος, πάει με την άλλη βαθειά μας διάθεση να μην αλλάξει τίποτα.
Είναι ποιό βαθύ αυτό από τα ρουσφέτια που γίνονται, η βαθύτερη ψυχική ανάγκη να μην αλλάξει τίποτα, η βαθύτερη ψυχική ανάγκη να ζούμε και να βιώνουμε ένα ασάλευτο παρόν, είναι ο βαθύς υπονομευτής του κράτους. Και είναι βαθειά στις ψυχές μας αυτά τα πράγματα, ανεξαρτήτως των λογυδρίων που θα εκφωνήσουμε κατά περίσταση. Άρα πάει στην κουλτούρα το πρόβλημα πολύ βαθειά, και τα ισχυρά βιώματα αιωνιότητος ενδεχομένως και απολυτότητος, που μπορεί να έχει κανείς σε θρησκευτικό πεδίο, να γυρνάνε πίσω σε μια αίσθηση του χρόνου ως ριζικής ακινησίας, η οποία μέσα στην πιο βαθειά κρίση, να μη γίνεται καμιά αλλαγή. Μέσα στη πιο βαθειά αγωνία, και να βγαίνει ο Πρωθυπουργός και να λέει εναντίον της λιτότητος, αλλά να εννοεί δώστε μας λεφτά να μοιράσουμε, όχι να αναπτυχθούμε, να πάρουμε μέτρα για ανάπτυξη, κι ο άλλος να λέει φράσεις του Κλίντον.
Λοιπόν έχει σημασία να καταλάβουμε τη βαθύτερη λογική όχι για να υποτιμήσουμε κανέναν, αλλά γιατί κάθε πραγματικά σοβαρή σκέψη πρέπει να περιλαμβάνει κι εμάς τους ίδιους, στην κριτική μας διάθεση.
Αυτά όλα που συζητάω έχουν να κάνουνε με καταστάσεις βαθύτερες που μας αφορούν όλους, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων, ειδικών πολιτικοκοινωνικών. Η βαθειά ανάγκη για την ακινησία σε μεγάλα πλειοψηφικά κομμάτια του λαού μας [γιατί δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι δημιουργικοί, να αυτό εδώ (το νοσοκομείο) που έχετε είναι μια δημιουργική πρωτοβουλία] το βαθύ μίσος για τις αλλαγές, στην παιδεία, ακόμη κι αν με τεράστιες πλειοψηφίες τα πανεπιστήμια φέρνουνε τους έξω και ζητάνε αξιολόγηση, επιβάλει, το όχι, να μη γίνει αξιολόγηση. Γιατί αξιολόγηση θα πει αλλαγή, αυτό θα πει.
Είναι από κακία ανθρώπινη, είναι από μικρότητα; να το πούμε αυτό, αλλά η μικρότητα και η κακία, είναι τίποτα μπροστά στο κοσμολογικό, μπροστά στο ιδεολογικό όραμα, ενός απολύτου. Ποιό είναι το ιδεολογικό όραμα του απολύτου λοιπόν; είναι το όραμα μιας κοινωνίας που πριν από αιώνες στρεφότανε απολύτως στον ουρανό, και δεν κοίταζε δίπλα, τα δέντρα, και τα βουνά, δηλαδή που δεν έκανε την Αναγέννησή της.
Γιατί η ισορροπία έρχεται ακριβώς όταν με την καλοδεχούμενη έννοια ας πούμε του απολύτου χρόνου, δηλαδή της μεγάλης πίστεως, μπορείς να έχεις σχέση με το πραγματικό, και έχοντας σχέση με το πραγματικό, έχεις να κάνεις πια και με τις ανάγκες σου συγκεκριμένα. Άρα έχουμε μία συνεχή εναλλαγή, και ανατροφοδοσία του πιο παλιού συστήματος ιδεών και αντιλήψεων, με τις πιο σημερινές ανάγκες, και κατ επέκταση τα πιο διεστραμμένα αποτελέσματα, και με συντελεστή πολύ βαθύ και ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα, την ασυνειδησία του προβλήματος. Διότι αυτά δεν γίνονται επειδή τα ξέρουμε, η τα ξέρουν οι πολιτικές ηγεσίες και αρνούνται να τα κάνουν, είναι επειδή δεν τα ξέρουν, και δεν τα ξέρουν επειδή η διανόηση στη Ελλάδα δεν στάθηκε με πολλή επιμονή σ αυτά τα πράγματα για να βοηθήσει τους πολιτικούς, γιατί οι πολιτικοί είναι πρακτικοί άνθρωποι και έχουν ανάγκη από ιδέες που θα τους δώσουν άλλοι. Όταν εκεί υστερούμε, επειδή αυτή την εντοπιότητα, την ιθαγένεια αυτών των γεγονότων, την παραβλέπουμε, απλώς για να μεταφέρουμε ξένες ιδέες, μοντέρνες, στην Ελλάδα, τότε χάνουμε το αίμα, και το σώμα, του προβλήματός μας, βεβαίως το πολιτικό πεδίο, ο πολιτικός χώρος, δεν έχει την αναγκαία εκείνη τροφή για να υποδείξει πλέον και συμπεριφορές διαφορετικές, και επιλογές διαφορετικές.
Έχουμε λοιπόν μία εμπράγματη δήλωση των ελλειμμάτων που είπαμε πριν, δηλαδή του γεγονότος ότι δεν είχαμε ποτέ εμείς Αναγέννηση, και που αυτή η εμπράγματη εφαρμογή έχει να κάνει με το ελλειμματικό μας κράτος, με την ατροφική λογική κρίση, με την υπερτροφία του συναισθηματισμού, και όλα αυτά τα πράγματα, και βεβαίως το ανεξέλεγκτο του συναισθηματισμού, μπορεί να έχει προεκτάσεις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, υπό την έννοια ότι τροφοδοτεί με ένα τρόπο ακατάσχετο, τις φαντασιώσεις των ανθρώπων. Δεν είναι δύσκολο κανείς να αρχίσει να καταλαβαίνει παρακολουθώντας λίγο τα πράγματα, τους λόγους για τους οποίους αυτές οι υπερτροφικές ψευδαισθήσεις, και φαντασιώσεις, δημιουργούν τεράστια προβλήματα.
Τι προβλήματα; επι παραδείγματι ας πούμε αν έχεις ιστορικές αποτυχίες, (όπως εμείς) που είμαστε καρπαζοεισπράκτορες από το 1453 κι εδώ, μέχρι σήμερα. Εάν έχεις τέτοιου είδους αποτυχίες, και έχεις τη φυσιολογική ανάγκη μιας συναισθηματικής καλύψεως των αποτυχιών, είναι πάρα πολύ εύκολο, να καταλήγεις σε επιλογές, οι οποίες ας πούμε είναι επιλογές, που θα πρέπει να καλύψουν τα ελλείμματα της αυτοπεποιθήσεως, είναι ψυχολογικά σύνδρομα μανίας καταδιώξεως, που συνεργάζεται με μεγαλομανία ταυτοχρόνως, συνομοσιολογικά ενδιαφέροντα αυτού του τύπου, και γενικότερα καλλιέργεια συνθηκών ατομικής, και συλλογικής καταθλίψεως. Δεν είναι τυχαίο ότι το φαινόμενο αυτό αυτής της συνθήκης καταθλίψεως, ιδίως τώρα με τη κρίση, έχει εκδηλωθεί εντονότατα, όπου η μόνη αναπλήρωση του, πάλι φαντασιακά μόνο μπορεί να υπάρξει, σ αυτές τις περιπτώσεις είναι μία η μόνη αναπλήρωση, είναι να είμαστε υπό διωγμό, επειδή είμαστε μεγαλοφυείς, και μοναδικοί. Και το βλέπουμε αυτό να γίνεται, από τη μία η κατάθλιψη, αλλά το φαντασιακό φέρνει μια λύση φαντασιακή, είμαστε εμείς μοναδικοί, και είμαστε υπό διωγμό, μας ζηλεύουνε. Μας ζηλεύουνε οι πάντες, διότι όταν εμείς κτλ…
Τις συνομωσίες τις συναντάμε συνεχώς, οτιδήποτε και να γίνει, τα σενάρια είναι πάντοτε μυστηριώδη, (που κρύβουν) μυστηριώδεις δυνάμεις.
Το ουσιώδες είναι ότι με κάθε τρόπο, αλλά όχι πια σωστό, αλλά με παθολογικό τρόπο, προσπαθούμε να προβούμε σε αναπληρώσεις ενός τσαλακωμένου, ατομικού και συλλογικού εγωισμού. Τι απoτρέπεται με αυτό τον τρόπο; Αποτρέπεται να ερωτηθούμε εμείς για μας. Εμείς σε ποιό βαθμό, και για πιο λόγο συμμετέχουμε σ αυτό το πρόβλημα, που αν δεν αρχίσεις να ρωτάς τον εαυτό σου, σύμφωνοι όλα αυτά συμβαίνουν, εγώ σε τι φταίω; φτάνουμε σε σημείο να θεωρούμε ως αιτία του κακού τα μνημόνια, ενώ αυτά ήταν έστω, κακές λύσεις, αλλά σε μια χρεοκοπία που προηγήθηκε. Και η χρεοκοπία που προηγήθηκε, ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν ατελειώτων διορισμών. Μπήκαμε στη μεταπολίτευση με 230.000 υπαλλήλους και το 2010 είχαμε 1.000.000 χώρια οι πολλαπλοί μισθοί, χώρια τα διάφορα άλλα. Υπήρχε μία πρόταση ήδη από το 2000 αρκετά σοβαρή για το θέμα το συνταξιοδοτικό, απερρίφθη, και τώρα βεβαίως διαμαρτύρονται όλοι γιατί τους κόβουν τις συντάξεις. Δεν τίθεται όμως πουθενά το ερώτημα, εμείς σε τι ευθυνόμαστε; Εμείς, οι καθένας, σε τι ευθύνεται, και εμείς, ο καθένας, με πιο τρόπο θα μπορούσε να συμβάλει, σ αυτό που θα ήταν το καλλίτερο, που θα έβγαζε από μία κρίση; Δηλαδή η φαντασίωση είναι εναντίον της ευθύνης, και δεν μπορούμε να μπούμε σε σύγχρονο κράτος, σε σύγχρονο κράτος δηλαδή, σε σχέση με αγνώστους, διότι δεν ξέρουμε εμείς αυτόν που μένει στο Σουφλί, αλλά που πρέπει να πληρώνουμε ένα φόρο για να έχει δημοτικό, και γυμνάσιο εκεί. Αυτό δεν μπορεί να γίνει, παρά μόνο με όρους ευθύνης. Και στη πραγματικότητα μία μορφή πολύ σοβαρής κοινωνικής ευθύνης, είναι οι φόροι, και μία μορφή πολύ σοβαρής ανευθυνότητος, είναι η φοροδιαφυγή. Που είναι ελληνικό καθεστώς, και τέτοιο, που να γίνεται με συνεργασία κράτους και πολιτών. Διότι, τις πιο πολλές φορές, σε υποχρεώνει το κράτος να φοροδιαφεύγεις ας πούμε.
Διότι δεν γίνεται αλλιώς, άρα, ο κρίσιμος συντελεστής της υπάρξεως, ο οποίος είναι το θεμέλιο ενός κράτους, μιας κοινωνίας, είναι η ευθύνη. Ευθύνη σημαίνει σχέση με τον άγνωστο, όχι με τον συντοπίτη, και τον συγγενή. Αυτό το πράγμα δεν έχουμε πετύχει, σε ικανό βαθμό στον τόπο μας, αυτό είναι το πρόβλημα. Εμείς και η Ευρώπη, σημαίνει ποιοί είναι οι συντελεστές της ευθύνης, σε ένα τεράστιο λαχείο που μας έπεσε, να επιβιώσουμε σε τόπους, που πριν από 6 αιώνες και περισσότερους, άρχιζαν να κτίζουν αυτό το θέμα. Αυτό είναι το θέμα το οποίο μας ενδιαφέρει. Αυτή είναι η μεγάλη εύνοια της τύχης, που όπως οι Ρωμαίοι είχαν τη εύνοια της τύχης να κατακτήσουν την Ελλάδα, και να μάθουν ένα σωρό πράγματα, είναι τώρα και εύνοια της τύχης, να μπούμε εκεί μέσα, και να μάθουμε ένα σωρό πράγματα, δηλαδή τι να μάθουμε; Να μάθουμε τόπους ευθύνης, που σημαίνει να μπορέσουμε να κοιταχτούμε στο καθρέφτη τους, και να δούμε τον καλύτερό μας εαυτό.
Γιατί μόνο κοιταζόμενοι στον καθρέφτη του ανωτέρου, μπορούμε να αναζητήσουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Εάν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη του εαυτού μας, ξεπέφτουμε στο χειρότερο, και ο θαυμασμός ενός καθρεφτίσματος στο χειρότερό μας εαυτό, λέγεται λαϊκισμός. Αυτά πληρώνουμε με σοβαρές παθογένειες πια, γιατί όπως ξέρουμε δεν αρρωσταίνουν μόνο οι άνθρωποι, αρρωσταίνουν και οι λαοί. Οι Γερμανοί το 30 επι Χίτλερ είχαν αρρωστήσει, οι Ρώσοι επι Στάλιν ήτανε συλλογικές αρρώστιες, όλα αυτά τα πράγματα. Αρρωσταίνουνε λοιπόν και οι λαοί. Εμείς τώρα έχουμε αρρωστήσει και βυθιζόμαστε σε μιά συνεχή παρακμή, όπως ένας άνθρωπος με αδυναμίες ψυχολογικές, ένας ανασφαλής, υποχόνδριος, βλέπει συνεχώς απειλές γύρω του, ενώ θα έπρεπε να πάμε στον ψυχίατρο να μας βοηθήσει να στραφούμε μέσα μας, να ρωτήσουμε εμείς τελικά που είναι το θέμα το δικό μας, σε τι συμμετέχουμε μέσα σ αυτή την δυσκολία και με κακοδαιμονίες, και έστω και με εχθρούς; αλλά εμείς. Διότι τελικά έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει χειρότερος εχθρός από τον εαυτό μας, στην Ελλάδα, επι μονίμου, και σταθερής βάσεως, αλληλοσφαγές, άγριες ας πούμε αλληλοεκμεταλλεύσεις, αδυναμία να συνεννοηθούμε για πράγματα στοιχειώδη. Σκεφθείτε τι γινότανε μέχρι τις 25 Ιανουαρίου του 15, και τι υποχρεώνονται να κάνουνε εκείνοι που κάνανε ότι κάνανε μέχρι τότε. Πρόκειται περι παρανοίας, στην πραγματικότητα ζούμε σε ένα Δρομοκαΐτειο συλλογικό, από το οποίο λείπει όμως ο αρμόδιος ψυχίατρος, που στη περίπτωση αυτή είμαστε εμείς. Διάβασα προχθές, παρακολούθησα, μία ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση.
Έλεγε η δημοσκόπηση την αλλαγή του πολιτικού κλίματος, εν πάσει περιπτώσει, και μετά τους προτεινόμενους αρχηγούς, τους αρχηγούς οι οποίοι θεωρούνται καλύτεροι,. Πρώτος ήτανε ο Μητσοτάκης, ο δεύτερος ήτανε ο Λεβέντης, άρα ο κίνδυνος είναι τρομερός. Ο κίνδυνος είναι τρομερός, διότι μπορούμε να τον δούμε πρώτο. Άρα από τη μία η έκφραση μίας ανάγκης αλλαγής και ελπίδος, κατανοήσιμη απολύτως, εντάξει, το δεύτερο όμως είναι μία έκφραση βαθύτατης απογνώσεως, και αρνήσεως, να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Τι θα γίνει εάν αυτό πραγματοποιηθεί, μπορεί να διανοηθείς κανείς τι μπορεί να συμβεί; Μιλάμε για λαό πια ο οποίος δεν έχει καμία συναίσθηση. Ο κίνδυνος είναι αυτός, δεν είναι τόσο οι διάφοροι πολιτικοί, είναι ο ίδιος ο λαός ο οποίος δεν έχει κανένα κριτήριο, άλλο από τον πολλαπλασιασμό της τυφλώσεως του. Την αδυναμία να κρίνει, να πει θα βάλω τα πράγματα κάτω, ἐνα κι ένα κάνουν δύο, έτσι έχει η κατάσταση, θα τα βρούμε. Όλες οι χώρες μπήκανε στη κρίση, η Κύπρος, οι πάντες, όλοι, είναι έξω, εμείς είμαστε μέσα, με επιπλέον μνημόνια, και με επαπειλούμενο άλλο μνημόνιο 4o.
Άρα, και μιλάω σε εσάς γιατί έχετε την αίσθηση των γιατρών, των εξοικειωμένων με τον πόνο, έχετε τη εμπειρία του πόνου. Είναι το μεγάλο σας ψυχολογικό προσόν, ότι ανθρώπους πονεμένους προσπαθείτε να βολέψετε. Ζούμε σε μια τέτοια συνθήκη αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό, και υπό την έννοια αυτή, το θέμα της σχέσεώς μας με την Ευρώπη, είναι τρομακτικής σημασίας. Δεν έχει σημασία η Ευρώπη για τα λεφτά που μπορεί να μας δίνει, τα δισεκατομμύρια που μας έχει δώσει, δεν είναι αυτό το πράμα. Η Ευρώπη είναι ο τόπος εκείνος που μπορεί ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα να μας βοηθήσει ακριβώς, για να μπούμε σε να κλίμα, το οποίο αποφύγαμε ήδη από τον 10ο και τον 11ο αιώνα.
Να κοιταχτούμε στον εαυτό μας, και να φτιάξουμε μορφές συλλογικότητος, που το κρίσιμο στοιχείο είναι η ευθύνη για τον γνωστό, όσο και για τον άγνωστο συμπολίτη μας. Το κρίσιμο είναι αυτό.
Αντ΄ αυτού η υψίστη έκφραση ευθύνης που βλέπουμε στην κοινωνία μας, είναι η εφαρμογή και η καθιέρωση της αρχής της συνεχούς ευκολίας. Η συνεχής διευκόλυνση, και ευκολία, είναι η απόλυτη καταστροφή. Γιατί σε ένα τέτοιο κλίμα δεν ζητάς λογαριασμό από τον εαυτό σου. Το κακό της ευκολίας, είναι ότι σου λέει μη ζητάς λογαριασμό από σένανε. Άρα μην αξιολογείς τον εαυτό σου, άρα άφησε ελεύθερους όλους τους δαίμονές σου. Το νόημα λοιπόν μια σχέσεως με ένα χώρο όπου αυτά λίγο πολύ είναι πιο προχωρημένα απ τα δικά μας, δε λέω τέλεια, δε λέω δεν ξέρω τι, είναι αυτή . Και η απόλυτη συνειδητοποίηση ότι πρέπει να πάμε να το κερδίσουμε αυτό, και να προχωρήσουμε, αν υπάρχει κάτι καλύτερο, έχει ακριβώς αυτό το νόημα. Πρέπει δηλαδή να ξεπεράσουμε το συναίσθημα της συγγενείας, και της εντοπιότητος, πρέπει στη θέση του χωρίς να το καταργήσουμε, να προσθέσουμε το αίσθημα της ευθύνης. Της ευθύνης και για το δικό μας, και για τον άγνωστο.
Ευχαριστώ πολύ για την υπομονή σας.
ΣΧΟΛΙΟ: Μπράβο Αναγεννησιακή Λογική mr. Ramfos! Γιά τήν ειρήνη. Η οποία είναι εσχατολογική. Απολαμβάνεται στό τέλος, όπως ο κομμουνισμός. Αφού περάσουμε από εκατονταετείς πολέμους, δύο παγκόσμιους, τό Βιετνάμ, τήν απελευθέρωση τών Αράβων. Μετά τήν ανάδειξη τού αποφασιστικού πολιτισμικού καί πολιτικού παράγοντος τής Αναγεννήσεως, όλα αποκτούν μία Λογική. Καί εάν ο διαφωτισμός απέτυχε στά πόδια τού Χίτλερ καί τού Στάλιν, κανένα πρόβλημα, υπάρχει η Αναγέννηση, έχουμε καβάτζα καί τόν Μεσαίωνα. Η μειο(ν)ψηφία, μέ μιά έξυπνη οπισθοδρόμηση ξανά πρός τό τέλος τραβά. Η πλειοψηφία στηρίζεται στό συναίσθημα τής συγγένειας στά βασίλεια τού αίματος. Ενώ η μειοψηφία δέν ποτίζει τά πράγματα μέ αίμα, τά εξαερώνει. Σωστός. Μέ βαθειά ευθύνη καί άισιοδοξία γιά ένα αίσιο τέλος, ένα Happy end, πού διακρίνεται ήδη μετά τόν τρίτο παγκόσμιο. Αυτός είναι ο νέος ορισμός τής ευτυχίας. Βλέπουμε τό έργο από τό τέλος. Ο σκοπός αγιάζει τά μέσα. Η μειοψηφία είναι τό ΙΑΜΑ.
Αμέθυστος
3 σχόλια:
Κι όμως, η Ελλάδα είναι ίσως η πιο εκτρωματική μορφή της Δύσεως! Γιατί οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί δημιούργησαν οι ίδιοι τις κοινωνίες τους, και "μπορούν τώρα να παριστάνουν και τους άθεους", όπως λέει ο Παπαδιαμάντης - πληρώνοντας φυσικά τραγικές συνέπειες. Αλλά στην Ελλάδα η Δύση επεβλήθη και επιβάλλεται δια της βίας, και το αποτέλεσμα σ' έναν λαό που αγάπησε βαθειά το ωραίο και το αληθινό είναι εκτρωματικό!
Πέστα χρυσόστομε, Αμέθυστε, χίλια χρόνια να ζήσεις/
Η φτώχεια της Ελληνικής διανόησης σ' όλο της το μεγαλείο.
Εχουμε βαρεθεί ν' ακούμε τα ίδια και τα ίδια
του Ράμφου και του Γιανναρά.
Εγκαταλείπουμε το γάμο για τα πουρνάρια της Δύσεως χάριν αυθεντιών που μας κάνουν τη ζωή κόλαση ποτίζοντάς μας το δηλητήριο της συγχύσεως μέσω ενός ιδιότυπου ανορθολογισμού...
Δημοσίευση σχολίου