Συνέχεια από:Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016
Του Ernst Lewalter
Στον
τόμο:
Zeitschrift für Kirchengeschichte 53, 1934
VI. Procursus
(πρόδρομος)
«Μάταια προσπαθούμε να προσδιορίσουμε πόσα χρόνια απομένουν ακόμα για τον κόσμο αυτό-μάταια, γιατί όπως ακούμε από την Αλήθεια, αυτή η γνώση δεν είναι δική μας υπόθεση» (XVIII, 53). Η χρονική στιγμή του τέλους του κόσμου δεν αποκαλύπτεται, και επομένως δεν μπορεί να προσδιοριστεί μέσω της ερμηνείας των Γραφών. Ο Αυγουστίνος όχι μόνο διαγράφει από την αντίληψη του περί ιστορίας την χιλιετή βασιλεία ως εικόνα του μεσσιανικού ενδιάμεσου βασιλείου, αλλά αφαιρεί και την αρμοδιότητα από την ιστορική ερμηνεία των εσχάτων.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιες είναι οι συνέπειες αυτής
της ριζικής στροφής. Η βασιλεία του Θεού που υπερβαίνει την ιστορία και τό κοσμικό
γίγνεσθαι απαντώνται καθαρά, χωρίς μεταβάσεις του ενός προς το άλλο, στην
αντίληψη του Αυγουστίνου περί ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν είναι αντίθετα
με την δυαλιστική έννοια, αλλά σχετίζονται το ένα προς το άλλο δια της ιδέας
της ecclesia, ως βασιλείας του
Θεού εν τη γενέσει της.
Με αυτή την απόρριψη της προσμονής του μεσσιανικού
βασιλείου, που κυριαρχεί σε όλη την προηγούμενη χριστιανική βιβλιογραφία, με
την ερμηνεία του regnum Christi (Βασιλεία του Χριστού) με το procursus ecclesiae (προεικόνιση της Εκκλησίας), στρέφει το βλέμμα
ολοκληρωτικά, με όλη του την ενέργεια στο γίγνεσθαι του παρόντος αιώνος. Μέσω
της ρήξης με την προσμονή του ενδιάμεσου βασιλείου, ο Αυγουστίνος γίνεται
ιστορικός της παγκόσμιας και γενικής ιστορίας.
Regnum filii hominis est hic ecclesia (η βασιλεία των υιών των ανθρώπων είναι η εδώ εκκλησία).
Ως «η εδώ ευρισκόμενη εκκλησία» ερμηνεύεται «η βασιλεία που δεν είναι εκ του
κόσμου τούτου». Δεν είναι hinc (από εδώ), αλλά hic (εδώ).
Δημιούργησε πολλές φορές έκπληξη, πώς ο Αυγουστίνος στην
πορεία της έκθεσής του, χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο την ιδέα της ecclesia στην θέση της civitas Dei. Από πλευράς όμως παγκόσμιας ιστορίας και ιστορίας της
σωτηρίας, «η ταλάντευση αυτή στην χρήση της γλώσσας» εύκολα κατανοείται. Η civitas Dei peregrinans καθίσταται ecclesia (σύναξη), δηλαδή βασίλειο (regnum) με τον σε αυτό ανήκοντα λαό (populus), με την εμφάνιση του Χριστού.
Προηγουμένως είχε πολίτες, αλλά δεν ήταν ακόμα ecclesia.
Ο Άβελ ήταν ο πρώτος peregrinans, ο πρώτος, in quo civitas Dei peregrinabatur (στον οποίο η πολιτεία του
Θεού περιπλανήθηκε). Μετά τον θάνατο του Άβελ γεννήθηκε ο Σηθ, ο γενάρχης της vasa misericordiae (δοχείο ελέους), και με αυτόν ξεκίνησε η διαρκής peregrinatio της civitas Dei, η οποία όμως ήταν
από την αρχή αναμεμειγμένη, δια του αίματος, με την civitas Cain. Και έτσι κατέστη
δυνατόν, όπως μαρτυρεί η Γένεση, 6,2, οι filii Dei (που ο Αυγουστίνος τους θεωρεί
πολίτες της περιπλανώμενης πολιτείας του Θεού) να επιθυμήσουν τις κόρες των
ανθρώπων και να τιμωρηθούν με τον κατακλυσμό, από τον οποίο γλίτωσε μόνο ένας «perfectus civis civitatis Dei peregrinantis»- ο Νώε, η κιβωτός του οποίου ήταν το σύμβολο της «civitas Dei in hoc saeculo peregrinans, hoc est ecclesia πολιτεία του Θεού
στον παρόντα περιπλανώμενο αιώνα, που είναι η Εκκλησία».
Από τους γιους του Νώε, ο Σημ είναι εκείνος, που de cuius semine in carne natus est Christus, ο πατέρας της circumcisio (περιτομής), ο δε
Ιάφετ της praeputium (ακροβυστίας)-όπου
«πατέρας» πρέπει να κατανοηθεί ως «praefiguratio» (προεικόνιση).
Από τον Χαμ «προέρχονται» οι ειδωλολάτρες. Στα επόμενα χρόνια, η λατρεία του
αληθινού Θεού (cultus veri Dei), διατηρείται μόνο στους απογόνους του Σημ, τουλάχιστον
μετά την ίδρυση της Βαβυλώνας, της civitas confusa (. Η ίδρυση αυτή είναι η
οικοδόμηση της από εκείνη την στιγμή συνεχιζόμνης societas impriorum. Με την Βαβυλώνα
αρχίζει χρονικά η perversa imitatio civitatis Dei (διεστραμμένη
μίμηση), που βασίζεται στο ότι η superba impietas (υψιστη ασέβεια) του Nimrod θέλει να μιμηθεί την τάξη της civitas Dei «contra Deum». Η Βαβυλώνα θα γίνει λοιπόν το σύμβολο της civitas terrena, εφόσον «παριστάνει μόνο τον εατό της», εφόσον δηλαδή
είναι civitas diaboli. Με τον δέκατο απόγονο του Σημ
(τον Αβραάμ) γίνεται φανερή μια άρθρωση του χρόνου: ένας πρώτος procursus civitatis Dei. Η notitia Dei (ο Θεός γίνεται γνωστός) γίνεται evidentior (φανερή), τα promissa (υποσχέσεις)
γίνονται clariora (σαφείς).
Επαναλαμβάνεται ο ρυθμός των γεγονότων του κατακλυσμού. Και όπως εκεί έμειεν μόνο ένας perfectus (τέλειος), και εδώ έμεινε μόνο
ο οίκος του Θαρά, όπου «ακόμα προστατεύεται η φυτεία της πολιτείας του Θεού». (XVI, 13) Αλλά κάθε τέτοια
διατήρηση φέρνει ταυτόχρονα και ένα procursus (πρόδρομο). Η civitas Dei peregrinans ακολουθείται από
τα regna gentium (βασίλεια των γενών), στα
οποια «terrigenarum civitas (γεννημένη από την γη πόλη)…excellebat (προϊσταται)», υπό την οποία η
Ασσυρία αποκτά εξουσία. Στην civitas Dei όμως δίνεται υπόσχεση για την
γη Χαναάν και «semen tamquam harena terrae», δηλαδή αποκτά
εμφάνιση πάνω στην γη.
Από τον Αβραάμ προέρχονται «omnes gentes» (γενεαί πάσαι),
μέσω του Ισαάκ gens Israelitica και μέσω του Ισμαήλ τα άλλα
γένη. Αυτή όμως η καταγωγή δεν είναι όπως η καταγωγή ολόκληρου του ανθρώπινου
γένους από τον Αδάμ. Από τον Αβραάμ προέρχονται μόνο οι pauci (λίγοι), εκείνοι στους οποίους δόθηκε η promissio secundum spiritum (υπόχεση του
ερχόμενου πνεύματος). Μεταξύ αυτών βρίσκονται τόσο οι Ιουδαίοι όσο και οι
εθνικοί. Η γη της επαγγελίας είναι η συσχέτιση προς την υποσχεθείσα ορατότητα.
Η civitas Dei εμφανίζεται πρώτα ως ο λαός
του Ισραήλ. Η ιστορία της περιπλάνησης γίνεται ιστορία του λαού του Ισραήλ. Ο
Ισαάκ γίνεται πατέρας δυο υιών. Του Ησαύ, πατριάρχη των λαών υποταγμένων στον
Ισραήλ ,και του Ιακώβ-Ισραήλ. Αυτός ευλογείται, τον «λαό» του θα λατρεύσουν εκείνοι που είναι
υιοί Αβραάμ secundum fidem (επερχόμενη πίστη), γιατί
αυτός είναι υιός Αβραάμ, secundum carnem (επερχόμενη σάρκα).
Η σημασία της καταγωγής εξ αίματος περιορίζεται για τον
Αυγουστίνο σε μια ιστορική χρονική περίοδο. Από απόψεως του λαού του Ισραήλ, η
κοινωνία του αίματος έχει κοσμοϊστορική σημασία. Γιατί η καταγωγή του Ιησού από
τον Αβραάμ είναι καταγωγή εξ αίματος. Για τους εθνικούς όμως δεν μπορεί να βγει
κανένα συμπέρασμα ως προς την πτυχή αυτή. Οι Χριστιανοί ειδωλολατρικής
καταγωγής, όπως και ο ίδιος ο Αυγουστίνος, μπορούν να προσλάβουν μόνο την
πνευματική καταγωγή από τον Αβραάμ (Ισμαήλ). Με τον τρόπο αυτό, από την εποχή
του Αβραάμ, υπάρχει μια διπλή μορφή της civitas Dei peregrinans: μια ορατή, ο λαός του Ισραήλ, που αποτελείται από
ιθαγενείς και προσύλητους, και είναι ο πυρήνας των Ιουδαίων (XVIII, 47), και μια αόρατη
μορφή-τους υιούς του Αβραάμ εν πίστει. Περί αυτής γνωρίζουμε ότι γνωρίζουμε από
ένα παράδειγμα: από το παράδειγμα του Ιώβ, που δεν ήταν Ιουδαίος, και όμως λόγω
της iustitia pietasque (δικαιοσύνη δια της ευσέβειας)
δεν είχε όμοιο του κατά την εποχή του. «Με τον Ιώβ μας έδειξε ο Θεός, πως και
στις άλλες φυλές μπορούν να υπάρχουν άνθρωποι, που ζουν σύμφωνα με τον Θεό και
τον ευαρεστούν, αφού ανήκουν στην πνευματική Ιερουσαλήμ» (II, 331, 2ff. Domb.).
Με τον τρόπο αυτό ρίξαμε ένα βλέμμα στο ερώτημα, πως
πρέπει να κρίνουμε την μετοχή των προ Χριστού δικαίων στην Βασιλεία του Θεού.
Πρέπει να υποθέσουμε, πως στο σημείο αυτό, προκύπτουν για τον Αυγουστίνο
μόνιμες συνέπειες από την ερμηνεία της Χιλιετίας με βάση την ιστορία της
σωτηρίας. Επειδή όμως στο ερώτημα αυτό δόθηκε πολύ μικρή προσοχή, πρέπει να
πάμε ακόμα πιο πίσω.
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου