Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Αγιότητα, άσκηση, ευχαριστία, θεολογική σκέψη κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ζηζιούλα και τον π. Ρωμανίδη (4)

Δευτερεύουσα Μεταπτυχιακή Εργασία Α΄ έτους
Θέμα: Αγιότητα, άσκηση, ευχαριστία, θεολογική σκέψη κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ζηζιούλα και  τον π. Ρωμανίδη


Φοιτητής : Γεώργιος Η. Μπόρας
Α.Μ.: 1619
Διδάσκων: Χρ. Σταμούλης 

Θεσσαλονίκη 2012

Β. Θέσεις του π. Ιωάννη Ρωμανίδη

 2. Ρωμιοσύνη και Φράγκοι-Λατίνοι
Ο π. Ρωμανίδης θεωρεί ότι αυτή η δύναμη που καταξιώνει την θεραπευτική μέθοδο, η δύναμη του φωτισμού και της θεώσεως όχι μόνο υπέμεινε και βάσταξε τους διωγμούς, αλλά και κατέκτησε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και έγινε η καρδιά του Ελληνικού της Πολιτισμού. Το κριτήριο με το οποίο η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έκανε την Ορθόδοξη πίστη και πράξη και το συνοδικό της σύστημα μέρος της νομοθεσίας και της διοικήσεώς της δεν διέφερε πολύ από την σημερινή νομική υποστήριξη της γνήσιας ιατρικής και της προστασίας των πολιτών από κομπογιαννίτες. Θρησκείες και δόγματα, που απομακρύνουν από τον φωτισμό και την θέωση, δεν θεωρούνταν μόνο επικίνδυνα για την σωτηρία, αλλά και ως μη συντελεστικά στην παραγωγή πολιτών, που θα μπορούσαν να συντελέσουν στην θεραπεία και μεταμόρφωση της κοινωνίας[1]. Εδώ θα μπορούσαμε να αντιδιαστείλουμε τις επιδιώξεις των προγραμμάτων παιδείας ή τις στοχοθέσιες των εξουσιαστικών ελίτ των σύγχρονών κρατικών μορφωμάτων. Οπωσδήποτε, στην μοντέρνα εκδοχή των κοινωνιών, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν το λιγότερο αντιδραστική, αν λάβουμε υπόψη μας την πολυπολιτισμική αρένα που διεκδικεί παθολογικά, και μόνο για τον εαυτό της (η τουλάχιστον διεκδικούσε μέχρι πρόσφατα με ελάχιστες ρωγμές), το αλάνθαστο του κοινωνικού τρόπου. Ίσως δεν είναι μακριά μια οντολογία του όντος που εκχώρησε το «είναι» του στο μη ον. Όπου το τριμερές της ψυχής αντικαθίσταται από έναν αενάως λειτουργούντα  μηχανισμό αντιγραφής-καταχώρησης. Συνεχίζει ο π. Ρωμανίδης να αναπτύσσει τα αποτελέσματα της ερευνάς του και μας λέει ότι η συμβολή των φωτισμένων και δοξασμένων στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόσο στο Ανατολικό όσο και στο Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν πολύ μεγαλύτερη, από όσο ήταν δυνατόν οι μη γνώστες της Ορθοδοξίας ιστορικοί να φανταστούν, έστω και αν πολλές από τις  αυτοκρατορικές προσδοκίες αποδείχθηκαν ουτοπικές. Ο ισχυρισμός, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Ελληνικός της Πολιτισμός αντικαταστάθηκαν από κάποια "Βυζαντινή" αυτοκρατορία και κάποιο "Βυζαντινό" πολιτισμό, είναι καθαρά καρικατούρα. Ο φωτισμός και ο δοξασμός είχαν γίνει η καρδιά και ο πυρήνας τόσο του Ανατολικού όσο και του Δυτικού μέρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτή η παράδοση της θεραπείας και της τελειώσεως δεν ενδιέφερε τους Τεύτονες κατακτητές των Δυτικών Ρωμαίων. Αλλά οι Ανατολικοί Ρωμαίοι διατήρησαν και συνέχισαν την παράδοση αυτή, η οποία δεν είναι "Βυζαντινή" αλλά Αποστολική[2]. Στην παπική και στην προτεσταντική παράδοση (με ότι σημαίνει αυτό για τους προτεστάντες) η επωνυμία του Χριστού «Ιατρός» δεν υφίσταται. Φυσικό επακόλουθο να μην υφίσταται και η θεραπευτική μέθοδος. Η ηθικολογία της ανταπόδοσης του Θεού για τις καλές πράξεις του ανθρώπου είναι η κατά βάση θεολογία τους. Ο τρεπτός άνθρωπος παρασύρει τον Θεό καθιστώντας τον ομοίως τρεπτό. Όταν  ο άνθρωπος από κακό παιδί που ήταν γίνει καλό παιδί, τότε ο Θεός τον αγαπά. Διαφορετικά, τον αποστρέφεται! Αν παραμένει ή γίνεται κακό παιδί, τότε ο Θεός δεν τον αγαπά! Δηλαδή, αν ο άνθρωπος γίνει καλό παιδί, τότε αλλάζει και ο Θεός και γίνεται καλός. Και από εκεί που δεν τον αγαπούσε, τώρα τον αγαπά! Όταν ο άνθρωπος γίνεται κακό παιδί, ο Θεός θυμώνει και, όταν ο άνθρωπος γίνεται καλό παιδί, ο Θεός χαίρεται!
 Κατά τον π. Ρωμανίδη η αδυναμία της Δύσης να καταλάβει ότι η Εκκλησία λειτουργεί ως νοσοκομείο είναι αιτία πολλών δογματικών διαφορών Ανατολής και Δύσης. Στη Δύση οι πολιτικές δυνάμεις μετέτρεψαν την Εκκλησία σε πολιτικό θεσμό. Έτσι ο θεραπευτικός κατά βάση χαρακτήρας της Εκκλησίας  εκτροχιάσθηκε στην σφαίρα των πολιτικών παιχνιδιών, ταυτόχρονα ο επέκεινα πόθος της ψυχής αποψιλώθηκε από την αλάθητη ρομφαία του παποκαισαρισμού. Από τα πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία Πρεσβύτερης Ρώμης, Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων οι Φράγκοι κατέλαβαν, με την στρατιωτική βία, εκείνο της Πρεσβύτερης Ρώμης, αντικαθιστώντας τους Ρωμαίους Πάπες με Τεύτονες κατά την διάρκεια ενός αγώνα, ο οποίος έληξε το 1046[3]. Έτσι, επέκτειναν τον έλεγχό τους στην  αποστολική διαδοχή μέχρι αυτόν του Παπικού Θρόνου ως μέρος των σχεδίων τους για παγκόσμια κυριαρχία. Μετέβαλαν τους Ρωμαίους Πατέρες σε Γραικούς και Λατίνους και προσέθεσαν τους Φράγκους στους λεγομένους ανύπαρκτους (διότι ήτανε Ρωμαίοι Πατέρες λατινόφωνοι και όχι Λατίνοι) αυτούς Λατίνους Πατέρες και έτσι χάλκευαν τον μύθο ότι οι Φράγκοι και οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες αποτελούν κάποια ενιαία Λατινική Χριστιανοσύνη. Για το Ισλάμ ο Πάπας είναι ακόμη και σήμερα Λατίνος και Φράγκος και οι δικοί μας Πατριάρχες Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων είναι Ρωμαίοι. Οι βασιλείς των Φράγκων σφετερίσθηκαν πρώτα το δικαίωμα αρνησικυρίας στις εκλογές των επισκόπων. Κατόπιν σφετερίσθηκαν το δικαίωμα διορισμού των επισκόπων. Στη συνέχεια ανακάλυψαν την οικονομική ωφέλεια από την πώληση των θέσεων των επισκόπων μέσω της πλειοδοσίας. Σε αυτό το σημείο οι Ρωμαίοι επίσκοποι της Φραγκιάς έχασαν την επαφή τους με τον φωτισμό και τον δοξασμό, που επιβίωσαν ανάμεσα στον μοναχισμό, κλήρο και λαό, όπως φαίνεται σαφώς στους βίους των αγίων. Κατόπιν αυξήθηκε ο αριθμός των Φράγκων επισκόπων μέχρις ότου οι Καρολίγγειοι Φράγκοι έδιωξαν τους εναπομείναντες Ρωμαίους επισκόπους και επέβαλαν τους εαυτούς τους ως επισκόπους στην Εκκλησία, με ιδιαίτερη φροντίδα αστυνομεύσεως των Ρωμαίων, που είχαν περιέλθει σε κατάσταση δουλοπαροικίας. Έτσι οι Φραγκο-Λατινικές βασιλείες έκαναν την αποστολική διαδοχή ιδιοκτησία της φυλής τους. Η απείθεια των δούλων και δουλοπαροίκων σε αυτήν την αποστολική διαδοχή διορθωνόταν από τον επισκοπικό στρατό. Ούτε μία από τις δογματικές πρωτοβουλίες των Φράγκων κατά τον 8ο και 9ο αιώνα υπήρξε το αποτέλεσμα αναζητήσεως πληροφοριών και επεξηγήσεων από τους Ρωμαίους, των οποίων τις δογματικές διατυπώσεις διέστρεφαν. Οι Φράγκοι δεν ήταν σε θέση να κάνουν διάλογο, απλώς γιατί ήταν αμαθείς βάρβαροι, με μία απίστευτη αυτοπεποίθηση, ότι είναι η εκλεκτή φυλή του Θεού και ότι ο Αυγουστίνος είναι ο καλύτερος οδηγός σε όλα τα ουσιώδη ζητήματα της πίστεως. Δυστυχώς, ο επίσκοπος Ιππώνος δεν είχε κατανοήσει τον βιβλικό φωτισμό και δοξασμό. Αργότερα άρχισαν οι Φράγκοι να πληροφορούνται για τους Πατέρες και τις Ρωμαϊκές Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά απλώς υπέταξαν και αυτές στην δική τους παράδοση και ανέδειξαν τον Αυγουστίνο στο κατ' εξοχήν κλειδί της ερμηνείας τους. Έτσι, οι Φράγκοι ουδέποτε είδαν, και οι Λατίνοι ακόμη δεν βλέπουν, την κάθαρση και τον φωτισμό της καρδιάς και τον δοξασμό ούτε στην Παλαιά ούτε στην Καινή Διαθήκη, ούτε στους Πατέρες. Ουδέποτε είδαν, και ούτε ακόμη βλέπουν, την ανάγκη θεραπείας της νόσου της ευδαιμονία και της μεταμορφώσεως της ιδιοτελούς αγάπης σε αγάπη, η οποία "ου ζητεί τα εαυτής." Συνεχίζουν να πιστεύουν, ότι η θέα του Θεού είναι ο παράδεισος και η ευδαιμονία, και ότι η έλλειψη της θέας του Θεού είναι η κόλαση. Δηλαδή, απορρίπτουν το θεμέλιο της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, ότι όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού εν Χριστώ, αλλά όλοι δεν θα μετάσχουν[4]. Ο Φραγκο-Λατινικός και γενικότερα ο Δυτικός Πολιτισμός και το Ισλάμ είναι κυριαρχημένα από την νόσο της αναζητούσας την ευδαιμονία ιδιοτέλειας. Αυτή ακριβώς η αρρώστια βρίσκεται στο θεμέλιο όλων των προσωπικών και κοινωνικών νοσημάτων. Παραμένουσα ανεξέλεγκτη, οδηγεί αυτομάτως σε συγκρούσεις συμφερόντων σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και στην ιδιοτελή εκμετάλλευση των ανθρώπων και του περιβάλλοντος από τους συνανθρώπους τους. Η σύγχρονη τεχνολογία και επιστήμη υποτάχθηκαν στην εξυπηρέτηση της αρρώστιας αυτής, όπως εκφράζεται στην καταναλωτική οικονομία, η οποία διαβρώνει τις κοινωνικές δομές και ωθεί στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων πέρα από τα υποφερτά όρια[5].
Ο κ. Ζηζιούλας αναφερόμενος στην θεραπευτική διάσταση της Εκκλησιαστικής ζωής τονίζει ότι για τους πλατωνίζοντες Αλεξανδρινούς θεολόγους η Εκκλησία αντλεί την ταυτότητά της από τον υπέρχρονο και αιώνιο κόσμο των ιδεών, όπως επίσης και την παρούσα υπόστασή της. Στον ιδεατό αυτό κόσμο κυριαρχεί ο Λόγος του Θεού που ενώνει στον εαυτό του όλους τους λόγους των όντων. Άρα και η Εκκλησία ανάγει την αληθινή της ταυτότητα στο συμπαντικό Λόγο. Συνεπώς, το ερώτημα για το είναι της Εκκλησίας απαντάται ως η συνάντηση και ένωση των αιωνίων ψυχών με τον αιώνιο Λόγο[6]. Επειδή, όμως, στην αρμονική ενοποίηση των ψυχών με τον Λόγο παρεμβάλλονται τα αισθητά στοιχεία και η σωματική διάσταση, γενεσιουργός αιτία των παθών, μέσα στην ροή του χρόνου, η Εκκλησία έχει ως κύρια αποστολή να προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα κάθαρσης απ’ ότι εμποδίζει την ένωση του με τον Λόγο. Συνεπώς, η ταυτότητα της Εκκλησίας συνίσταται σ’ ένα θεραπευτήριο ψυχών ενώ ο Μοναχισμός αποτελεί ακριβώς τη χαρισματική εκείνη μέθοδο μέσα στην Εκκλησία για την πραγματοποίηση της κάθαρσης της ψυχής από τα πάθη και της σύναψης της με το Λόγο του Θεού[7]. Έτσι το λατρευτικό και ευχαριστιακό στοιχείο χάνει σταδιακά την πρωτεύουσα σημασία του και μετατρέπεται ως μέσο προς σκοπό. Η ευχαριστιακή σύναξη της Εκκλησίας, η Θεία Κοινωνία, χρησιμοποιείται, απλώς, για την υποβοήθηση του αγώνα κατά των παθών. Όλα αυτά συνετέλεσαν, ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην θεραπευτική προοπτική της Εκκλησιολογίας, και όχι στην ευχαριστιακή[8]. Ο κ. Ζηζιούλας θεωρεί τον μοναχισμό ως τον κατ’ εξοχήν φορέα της «θεραπευτικής» λεγόμενης εκκλησιολογίας που ασχολείται με την κάθαρση από τα πάθη και τη σύναψη της ψυχής (και μόνον) με τον Λόγο του Θεού και όχι με τον Χριστό. Η πραγματικότητα αυτή συνιστά αντίθεση προς την συνείδηση της αρχαίας Εκκλησίας και μας υποχρεώνει να ιεραρχήσουμε την θεραπευτική εκκλησιολογία σε θέση κατώτερη από την ευχαριστιακή και να την θεωρήσουμε στα όρια της δογματικής ορθότητας. Σ’ ό,τι δε αφορά το ενδεχόμενο της σύνθεσης, της πιθανότητας δηλαδή να συναποτελούν και η Ευχαριστία και η Άσκηση στοιχεία που συνιστούν από κοινού την ταυτότητα της Εκκλησίας, θεωρείται για τον Μητροπολίτη Περγάμου ως «άποψη που δεν ικανοποιεί τον σκεπτόμενο άνθρωπο» [9]. Διαφαίνεται από τα παραπάνω ότι εισάγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια διαλεκτική ανάμεσα στην θεραπευτική, λεγομένη, μέθοδο της Εκκλησίας και του Κυριακού σώματος. Για τον  π. Ρωμανίδη η τήρηση των εντολών και η προοδευτική αναγωγή προς την θέωση μέσα από το τρίπτυχο κάθαρση, φωτισμός, θέωση είναι αυτά που συνιστούν τον άξονα που οι Πατέρες της Εκκλησίας μας εμπιστεύτηκαν. Ο π. Ιωάννης Ρωμανιδης αφίσταται της εκκλησιολογικής προσέγγισης του κ. Ζηζιουλα. Αν και οι δυο ήσαν μαθητές του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ εν τούτοις έχουμε σχεδόν αντιδιαμετρική θεώρηση. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό δεν ενέχει σοβαρά προβλήματα αλλά η επιμονή στη μονομέρεια δεν είναι ο κατάλληλος σύμβουλος. Η προσέγγιση του κ. Ζηζιούλα αποκλείει εν μέρει την ησυχαστική παράδοση και παραδίδει την ζώσα Εκκλησία στα χέρια του Επισκόπου, ωσάν να μην είναι ο Κύριος που σταυρώθηκε και σταυρώνεται διαρκώς υπέρ του σύμπαντος κόσμου.[10]
                          ΤΕΛΟΣ 

Σημειώσεις


[1] π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 39.
[2] π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 39.
[3] π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 28.
[4] π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 40.
[5] π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική, σελ. 41.
[6] ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΙΩ., Θέματα Εκκλησιολογίας,, σελ. 6.
[7] ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΙΩ., Θέματα Εκκλησιολογίας,, σελ. 6.
[8] ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΙΩ., Θέματα Εκκλησιολογίας,, σελ. 7.
[9] ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΙΩ., Θέματα Εκκλησιολογίας,, σελ. 7.
[10] Κατά την άποψη μου η εξουσία που υπονοείται στο έργο του κ. Ζηζιούλα δομεί ένα ιεραρχικό μοντέλο και δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το κληρικαλιστικό πνεύμα από το οποίο εμφορείται και το οποίο υφίσταται σήμερα και στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνεπώς, αφίσταται από την έννοια της εξουσίας που έδωσε ο Κύριος στους Επισκόπους, διότι ο Κύριος είπε λάβετε Πνεύμα Άγιον.

Συντομογραφίες -Βιβλιογραφία

Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας,
Θεία Λειτουργία
Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, Θεσσαλονίκη 1979, τ. 22
Ι.Δ.Ζηζιούλας,  Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας
Ι.Δ.Ζηζιούλας, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θεία Εὐχαριστία καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρείς πρώτους αἰώνας, Αθήνα 1965
Άγιου Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ Ζωής
Άγιου Νικολάου Καβάσιλα,  Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγοι επτά, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2005
Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος , Γρηγόριος ο Θεολόγος

Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος (επιμ.), Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, μτφ. Διονύσιος Κακαλέτρης, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991
Στυλ. Παπαδόπουλος, ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εισαγωγή: Στυλ. Παπαδόπουλος, Απόδοση: Βασ. Μουστάκης, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος,  Αθήνα 1991
π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική
π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009
ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΙΩ., Θέματα Εκκλησιολογίας
ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΙΩ., Θέματα Εκκλησιολογίας,  έκδοση Υπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 1991

Δεν υπάρχουν σχόλια: