Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (83)

Συνέχεια από Τρίτη,20 Φεβρουαρίου 2018
                                      
                                         PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                           ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                            ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                              ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                        20.  ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

      Αν θα γράψη κανείς κάποτε την ιστορία τού πλατωνισμού, θα περιλάβη ως ένα απ’ τα σημαντικώτερα κεφάλαια την επενέργεια ή τις ‘συνέπειες’ που άσκησε το «Συμπόσιο»· κάτι στο οποίο μπορεί να συγκριθή μόνο με τον «Τίμαιο» και την «Πολιτεία».
      Σ’ αυτόν τον διάλογο παρουσιάζεται ο Σωκράτης, όπως πουθενά αλλού στον Πλάτωνα, ταυτόχρονα ως κοινωνικός και μοναχικός άνθρωπος, και του απονέμεται η υψίστη τιμή. Γι’ αυτό και δεν μπορούσε να είναι ούτε ο ίδιος ο Σωκράτης αφηγητής, όπως π.χ. συμβαίνει στον «Λύση» ή στον «Πρωταγόρα», ούτε μπορούσε να μείνη χωρίς αφηγητή ο διάλογος, όπως στον «Γοργία» ή τον «Φαίδρο». Έπρεπε να προβλεφθή μια σύντομη συζήτηση-πλαίσιο όπως στον «Φαίδωνα», ανάμεσα σε κάποιον που είχε παρεβρεθή στο Συμπόσιο, και κάποιον ή και περισσότερους άλλους που θέλουν ν’ ακούσουν την αφήγηση. Και στους δυό διαλόγους κορυφώνεται αυτή η εισαγωγική συζήτηση με το ερώτημα: «Τί ειπώθηκε λοιπόν εκεί;», για να οδηγηθούμε και τις δυό φορές πέρα απ’ όσα ελέχθησαν, στο κινούμενο γίγνεσθαι και στη σιωπή ή το άρρητο.
      Είναι πιο δύσκολο να απαντηθή το ερώτημα, γιατί μετατίθενται μακριά τα γεγονότα , πριν απ’ τον χρόνο τής αφήγησης. Η περιγραφόμενη γιορτή εντοπίζεται στο έτος 416, όταν εξέλαβε ως αφορμή ο Πλάτων την πρώτη νίκη τού λαμπρού νεαρού ποιητή Αγάθωνα – τής οποίας η μνήμη πρέπει να παρέμεινε επί μακρόν -, για να παρουσιάση όλους εκείνους τούς λόγους περί έρωτος. Γιατί αφήνει όμως να ‘περάσουν’ τόσα πολλά χρόνια ανάμεσα στα γεγονότα και την αφήγηση – μια τόσο σημαντική γι’ αυτόν επινόηση, ώστε να περιγράψη λεπτομερώς την ιστορία τής παράδοσης τού γεγονότος, και να μας οδηγήση κατ’ αρχάς στη λανθασμένη εντύπωση, την οποίαν και αποσύρει κατόπιν, ότι συνέβη μόλις πριν από λίγο η γιορτή (172 BC); Αυξάνεται βέβαια η σημασία τών γεγονότων και των λόγων, όταν έχη διατηρηθή για τόσο πολύν χρόνο η ανάμνησή τους, κι αν ενδιαφέρονται τόσο πολύ ακόμα και τώρα ν’ ακούσουν γι’ αυτούς οι άνθρωποι. Προστίθεται δε σ’ αυτό και το ότι, εμφανίζει μεν μ’ αυτόν τον τρόπο ως ιστορικά τα συμβάντα ο Πλάτων – επιβεβαιώθηκε απ’ τον ίδιον τον Σωκράτη ο αφηγητής -, απαλλαγμένα όμως απ’ τα ασήμαντά τους στοιχεία: ο Αριστόδημος, που ήταν εκεί ο ίδιος, δεν μπορεί να τα θυμηθή πλέον όλα, κι ο Απολλόδωρος, που συνεχίζει την αφήγηση του Αριστόδημου, έχει κι αυτός ξεχάσει απ’ τη μεριά του κάποια, έτσι ώστε να μην απομένουν παρά τα πιο «αξιομνημόνευτα» (187 Α. 180 C). Ο πλατωνικός διάλογος διαμορφώνει εκ νέου συμβολικά ένα πραγματικό γεγονός. Χωρίς να είναι όμως ούτε κι αυτό το παν.
     Έχουμε άλλον έναν, αρκετά παλαιότερο διάλογο που ‘αφηγείται’ διεξοδικά την ιστορία του, τον «Παρμενίδη». Είναι πολύ νέος εκεί ο Σωκράτης, όταν συναντάται με τον ηλικιωμένο Παρμενίδη. Κι εκείνες οι απορίες (Aporien) τής «διδασκαλίας τών Ιδεών» δεν έχουν προκύψει ‘χθές’, αλλά ‘ερευνώνται’’ από καιρό. Παρόμοια έχει διδαχθή κι εδώ όσα ξεύρει για τον έρωτα «κάποτε»  ο Σωκράτης- το τονίζει δυό φορές – απ’ τη Διοτίμα. Που ήταν νέος όταν γνώρισε την οδό τού Έρωτα, την οδό προς την υψίστη ωραιότητα και το αληθινό Είναι. Θα μιλήση ύστερα από πολύν καιρό γι’ αυτό στη γιορτή, κι η επίδραση εκείνου τού λόγου φτάνει μέχρι σήμερα, που το διηγείται εκ νέου ο Απολλόδωρος. Παραμένει λοιπόν συνεχώς παρόν το συμβάν!  Κι ακόμα περισσότερο: ‘καταδύεται’ στο ρεύμα τού χρόνου, αναφερόμενο στους ανθρώπους, το άχρονο Όν. Κι ακόμα πιο πολύ: διαπερνά μια ‘σοβαρότητα’ τη λάμψη και το ιλαρό στοιχείο, όταν σκεφτόμαστε ότι, όχι μόνον έχει ήδη καταστραφή ο Αλκιβιάδης και η Αθήνα, αλλά έχει περάσει και ένας χρόνος απ’ τον θάνατο του Σωκράτη, όταν διηγείται ο Απολλόδωρος για τη ‘γιορτή’.
      Είναι ο ίδιος Απολλόδωρος που εμφανίζεται εξάλλου στην «Απολογία», καθώς απαριθμεί ο Σωκράτης τούς άνδρες που του συμπαραστάθηκαν και παρίστανται και στη δίκη. Ονομάζεται εκεί ο Απολλόδωρος δίπλα στον Πλάτωνα , κι είναι  τελευταίο το όνομά του στη σειρά, ώστε να το συγκρατή και η μνήμη. Αλλά ακόμα κι αν δεν το θυμάται αυτό ο αναγνώστης τού «Συμπόσιου», δεν μπορεί και να λησμονή ότι είναι ο ίδιος Απολλόδωρος που ‘ξεσπά’ με πάθος τόσο στην αρχή (59 ΑΒ) όσο και στο τέλος τού «Φαίδωνα» (118 D). «Τον ξεύρεις άλλωστε τον άνθρωπο και τη φύση του (τον χαρακτήρα του…)», λέγεται εκεί (59 Β 1). Ανήκουν στην ίδια περίοδο πλατωνικής διαλογικής ποίησης το «Συμπόσιο» και ο «Φαίδων». Και μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε για το ποιος απ’ τους δυό διαλόγους προηγείται· χωρίς να μπορούμε ωστόσο και να αποφασίσουμε, καθώς είναι και οι δυό κατά μια βαθύτερην έννοια «ταυτόχρονοι». Είναι αδύνατον να μην ‘έχη μπροστά του’ ο Πλάτων τον Απολλόδωρο που παρίσταται – και με ποιον τρόπο! - στον θάνατο του Σωκράτη, όταν τον καθιστά αφηγητή στο «Συμπόσιο». Γιατί θα μπορούσε να τοποθετήση και κάποιον άλλον απ’ τον σωκρατικό κύκλο να μιλήση για τη γιορτή τού Αγάθωνα. Διαλέγει ωστόσο τον Απολλόδωρο, επειδή θέλει να οδηγήση τούς αναγνώστες του να σκεφτούν, πέρα απ’ τη γιορτή και τους λόγους περί έρωτος, και για τον θάνατο, έτσι όπως πέρασε κι ο ίδιος με τη σκέψη του απ’ το ένα στο άλλο. Όπως αντηχεί ο έρως μέσα στον διάλογο για τον θάνατο, έτσι ‘αντηχεί’ σιγανά και ο θάνατος πριν απ’ τις συζητήσεις για τον έρωτα – για να ακουστή αργότερα καθαρά και μέσα σ’ αυτές.
      Παρουσιάζονται ήδη πολλά πρόσωπα στον προοιμιακό διάλογο: Ο Αριστόδημος, ο μόνος απ’ τους παρόντες που πήρε ο ίδιος μέρος στη γιορτή, και στον οποίον οφείλεται τελικά η αφήγηση· κι ο Απολλόδωρος, που αφηγείται αυτό που του έχουν αφηγηθή. Ανήκουν δε κι οι δυό σε κείνην την κατηγορία τών παράφορα αφοσιωμένων αλλά και μη παραγωγικών και κάπως ‘αστείων’ μαθητών, που δεν λείπουν απ’ την ακολουθία κανενός μεγάλου ανδρός. Ο Αριστόδημος περπατά ξυπόλητος όπως ο δάσκαλος, ως «ο πιο ένθερμος θαυμαστής του ανάμεσα στους ανθρώπους τής εποχής του». Κι ο Απολλόδωρος, που φέρει για άγνωστους λόγους και σε μιαν παράδοξη αντίφαση προς τη φύση του το προσωνύμιο «ο ήπιος και απαλός» (μαλακός), τους θεωρεί όλους ‘άθλιους’ (κακοδαίμονες), με μοναδική εξαίρεση τον Σωκράτη – κάτι το οποίο και είναι βέβαια υπό μια βαθύτερην έννοια όλοι, αναμετρούμενοι μ’ αυτόν. Αυτοί οι δυό είναι και οι πλησιέστεροι στον Σωκράτη στον πιο ‘εξωτερικό’ του κύκλο. Υπάρχει και κάποιος Φοίνιξ ως φορέας τής παράδοσης ανάμεσα στον Αριστόδημο και τον Απολλόδωρο, κι εκείνος ο Γλαύκων, που διψά να ακούση για τον φημισμένο διάλογο, κι αναζητούσε μάλιστα «πρόσφατα» τον Απολλόδωρο για να τον ρωτήση σχετικά. Ακούγοντας το όνομα Γλαύκων δεν μπορούμε ίσως να σκεφτούμε παρά τον αδελφό τού Πλάτωνα, ο οποίος και εμφανίζεται – ως γυιός τού Αρίστωνα και αδελφός τού Αδείμαντου, χωρίς να συγχέεται λοιπόν με άλλον – στην αρχή τής «Πολιτείας» και στην αρχή τού «Παρμενίδη», σε μια σκηνή δε στην αρχή τής «Πολιτείας» που θυμίζει μέχρι και κατά λέξιν τη σκηνή στο «Συμπόσιο». Αυτός είναι και ο τρόπος τού Πλάτωνα, για να δηλώνη ότι είναι ο ίδιος που διαμορφώνει τούς διαλόγους, χωρίς να συμμετέχη και ως ένα από τα πρόσωπα σ’ αυτούς – όπως θα το κάνουν εξάλλου και ο Αριστοτέλης και ο Κικέρων. Υπάρχει δε κι ένας «Κάποιος», που έχει ακούσει απ’ τη μεριά του τον Φοίνικα να αφηγείται, χωρίς να μπορή όμως να μας μεταφέρη κάτι το ακριβές – μια ασαφής λοιπόν παράδοση. Και εντελώς ‘τελευταίοι’ οι ανώνυμοι, προς τους οποίους και μιλά ο Απολλόδωρος. Χαρακτηρίζοντάς τους ως πλούσιους ανθρώπους τού χρήματος (173 C), αντιπαραθέτοντας τούς «λόγους περί φιλοσοφίας» στη φλυαρία τους, και αποσαφηνίζοντας την αντίθεση δύο αρχών ζωής που μάχονται αναμεταξύ τους όπως και στην αρχή π.χ. τής «Πολιτείας»· σε μια ‘σύγκρουση’ που τη συμβολίζει η σύγκρουση των λέξεων (οίομαι – ουκ οίομαι, 173 D). Χωρίς να παραβλέψουμε απ’ την άλλη, ότι εμφανίζεται αργότερα ως ένα είδος ερωτικού πόθου, του πιο πρωτόγονου έστω, ο πόθος για το χρήμα (205 D), κι ότι δίνουν την αφορμή αυτοί τούς οποίους κοροїδεύει (λοιδορεί…) ο Απολλόδωρος με τις γεμάτες περιέργεια ερωτήσεις τους, να ακούσουμε επιτέλους την αφήγηση για τη γιορτή. Στον εσωτερικό διάλογο εισέρχεται βέβαια μόνον ο Αριστόδημος, κι αυτός ως ένας βουβός ακροατής. Γιατί εκεί θα συναντήσουμε ανθρώπους υψηλοτέρας ‘τάξεως’, ανάμεσα στους οποίους θα ξεχωρίζη πάλι αναμφισβήτητα ο Σωκράτης.
     Υπάρχει κάτι ακόμα αξιοπρόσεχτο σ’ αυτόν τον διάλογο-πλαίσιο. Αναφέρεται ευθύς εξαρχής ότι «συνυπάρχουν ο Αγάθων, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης». Ας το θυμόμαστε, για να ‘θαυμάσουμε’ το πώς δεν βρίσκεται ανάμεσα στους προσκαλεσμένους ο Αλκιβιάδης, και να περιμένουμε με ‘αγωνία’ το πότε θα εισβάλη – διαφορετικά πάντοτε απ’ όλους τούς άλλους – κι αυτός. Και μπορούμε να θυμηθούμε και τον «Πρωταγόρα», όπου αναφέρεται μεν με τις πρώτες λέξεις ο Αλκιβιάδης, για να εισέλθη ωστόσο πολύ αργότερα (336 Β) στον διάλογο. Αυτό που ήταν ένα ‘περιθωριακό’ στοιχείο εκεί, γίνεται σημαντικό μορφολογικό τώρα θέμα στο «Συμπόσιο».

    ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: