Συνέχεια από Τετάρτη, 8 Οκτωβρίου2014
( Κεφ. 30 – 38 , 212c – 223a )
GERHARD KRȔGER
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ
«ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
10. ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ :
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΣΑΤΥΡΟΥ
Αφού τέλειωσε τον λόγο του ο Σωκράτης, διαρκεί η εντύπωσή του στην ομήγυρη για μια στιγμή ακόμα: μερικοί επαινούν τον λόγο, κι ο Αριστοφάνης ετοιμάζεται να πη κάτι σχετικό με το θέμα (212c, 205e). Η επόμενη όμως στιγμή φέρνει ήδη μαζί της την αιφνίδια μεταβολή απ’ τη φιλοσοφική ζωή, για την οποία και θα επιθυμούσε να ‘κερδίση’ ο Σωκράτης τούς συνομιλητές του (212b), στην «κοσμική» ζωή τού Αλκιβιάδη, που χτυπά ξαφνικά, με το θορυβώδες πλήθος τών ‘κωμαστών’, την πόρτα (212c). Μετά τη σειρά τών αφιερωμένων στον Έρωτα λόγων, με τις μικρές, όχι εκτός θέματος ‘παρενθέσεις’ – ένας έπαινος πάντοτε στον Έρωτα -, γίνεται τώρα η κατάσταση «δραματική» (dramatisch). Συμβαίνει βήμα το βήμα κάτι καινούργιο: ο Αλκιβιάδης έρχεται να στεφανώση τον Αγάθωνα, και προκαλείται μια ένταση, αν θα μείνη ή όχι στο συμπόσιο (213a)· προσκαλείται όμως να μείνη και παίρνει θέση ανάμεσα στον Αγάθωνα και τον Σωκράτη (ό.π.)· κι αφού ‘παρέβλεψε’ έτσι τον Σωκράτη, βρίσκεται «ξαφνικά», όπως το συνηθίζει, ‘υπό το βλέμμα του’ (213b – c)· και ‘περιέρχεται’ αμέσως σε μια ζηλότυπα κωμική διαμάχη μαζί του, για να αλλάξη εξίσου ξαφνικά και να γίνη ενθουσιώδης, στεφανώνοντας το «θεσπέσιο κεφάλι» τού αληθινού νικητή (του Σωκράτη…!), ώστε να μη μπορή να «τον κατηγορήση» εκείνος «για τίποτα» (213d – e)· στρέφεται μετά ξανά προς τους συμποσιαστές, ξαφνιάζοντάς τους με την τυραννική αυτο-επιλογή του σε συμποσιάρχη (Symposiarche) (( Ενώ το έθιμο απαιτούσε εκλογή απ’ τη συντροφιά )), και ξεκινά μάλιστα με μιαν πρόποση στον Σωκράτη (213e – 214a)· καθώς αιφνιδιάζεται όμως απ’ τα λόγια τού Ερυξίμαχου, υποχωρεί πάλι να συνεχιστούν κανονικά οι λόγοι (214b – c)· κι όταν διστάζη, να μιλήση για τον Έρωτα, προκύπτει αναπάντεχα η αλλαγή τού θέματος: απ’ τον Έρωτα στον Σωκράτη (214b – e)! Είναι λοιπόν κι ο λόγος τού Αλκιβιάδη υπ’ αυτήν την έννοια «σημαντικός»: καθώς καταπλήσσει με τις παράδοξες εικόνες τών Σειληνών και των Σατύρων, που δείχνουν απ’ τη μεριά τους την παράδοξη και ‘αιφνιδιαστική’ εντύπωση που του προκαλεί ο Σωκράτης (215a – 216c)· συναρπάζει δε αυτός ο λόγος με την ‘ιδιότροπη’ αφήγηση, στην οποία και ‘εγκαταλείπεται’ με μιαν ‘εντυπωσιακή’ ειλικρίνεια ο ομιλητής, καθώς και με ολόκληρη τη σειρά από προσπάθειες, να μιλήση σ’ αυτήν την αφήγηση για τον εαυτό του (216c – 219d)· μας δείχνει το ‘πήγαινε-έλα’ στη σκέψη ενός ‘αρρώστου’, που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο ερωτικό μίσος και τον θαυμασμό (219d – 221d), καθώς και την εκπληκτική εντύπωση που του προκαλούν κι οι λόγοι τού Σωκράτη (221e – 222b). Αυτός ο λόγος, στον οποίον και ‘προδίδεται’ το προσωπικό μυστικό τών πιο σημαντικών απ’ τα παρευρισκόμενα πρόσωπα, δεν αποτελεί την αντικειμενική διαπραγμάτευση ενός θέματος, αλλά είναι ο ίδιος ένα γεγονός. Κι ενώ ‘λησμονούν’ οι άλλοι λόγοι, κι οπωσδήποτε εκείνος τού Σωκράτη, της κατάσταση της συντροφιάς, ή την αφήνουν έστω σε δεύτερη μοίρα, ‘επεμβαίνει’ ο λόγος τού Αλκιβιάδη με το περιεχόμενό του κατευθείαν στην κατάσταση: θα ήθελε να «εκδικηθή» ο Αλκιβιάδης, που (για το ότι…) συναντά πάντοτε τον Σωκράτη μπροστά του (213c, d)· και βρίσκει με την ‘έμπνευσή’ του, να επαινέση τον Σωκράτη, μιαν ευκαιρία γι’ αυτό (214d/e)· στρέφεται λοιπόν επανειλημμένα, πριν και κατά τη διάρκεια του λόγου του, στον Σωκράτη, για να του επιβεβαιώση την αλήθεια των όσων λέει (214e, 215b, 216a, 217b, 219c),ενώ απευθύνεται και στον Αριστοφάνη (221b). Αυτό που ‘έζησε’ ο ίδιος με τον Σωκράτη, δεν είναι παρά μια απ’ τις πολλές περιπτώσεις τής ίδιας της ζωής (222b), ενώ διαπιστώνεται τελικά, ότι ακόμα και μιλώντας «φαίνεται να είναι πάντοτε ακόμα ερωτευμένος με τον Σωκράτη» (222c). Το παιχνίδι μάλιστα της ‘αγάπης’ που διεκτραγωδείται στον λόγο, συνεχίζεται άμεσα και στη ‘φιλονικεία’, αν θά ’πρεπε να κάθεται δίπλα στον Σωκράτη ή δίπλα στον Αλκιβιάδη ο Αγάθων (222e). Η ίδια δε η μεταβαλλόμενη πορεία τού λόγου επηρεάζεται, όπως το ομολογεί κι ο ίδιος, απ’ την «κατάστασή» του (215a, 221d)· δεν επαινεί μόνον, αλλά και ψέγει (222a). Αυτός ο δραματικός χαρακτήρας ολόκληρης της σκηνής είναι και η ένδειξη για μιαν ακραία κυριαρχία τού πάθους (Πολιτεία 604e κ.ε.). Ο Αλκιβιάδης έχει κατανικηθή απ’ αυτό που του «συνέβη» και του «συμβαίνει» (πέπονθα, πάσχω, πάθος· 215c – e, 216c, 217e κ.α.). Και είναι μεθυσμένος απόψε απ’ αυτό: είδαμε προηγουμένως, ότι εισάγεται ξανά με την έλευσή του η διονυσιακή διάθεση· γίνεται μάλιστα αυτή η διάθεση πραγματικά μια δύναμη, που το μέγεθός της μπορεί να ‘προσφέρη’ την αφορμή, να κατανοηθή θρησκευτικά. Είναι όμως σημαντικό για την περίσταση, ότι αυτό δεν συμβαίνει. Ο Αλκιβιάδης είναι κι αυτός τόσο λίγο ένας «μυθικός» άνθρωπος όπως κι οι άλλοι· δεν κατανοεί «με ευσέβεια» τη διάθεση και τον εικονικό κόσμο τού Διόνυσου, στον οποίον και κινείται, αλλά τον χρησιμοποιεί με ‘ανωτερότητα’ (( ! )) . Η ανεξαρτησία του, αν χρειαζόμαστε γενικώς κάτι που να τη μαρτυρά, εκδηλώνεται με την ομολογημένη εκ μέρους του έλλειψη «ντροπής (αισχύνη)», φόβου δηλ. μπροστά στην κρίση τής κοινότητας (216b), με την άμετρη και σαθρή αδυναμία, με την οποίαν και υποκύπτει στις τιμές τού πλήθους (ό.π.), και με τη συνολική του κυριαρχική εμφάνιση, που η συνειδητή της έλλειψη δισταγμού, παρ’ όλη τη μέθη, θυμίζει περισσότερο την κυριαρχική ηθική τού Καλλικλή στον πλατωνικό «Γοργία» παρά το απλοϊκό πάθος τής παράδοσης. Γι’ αυτό και δεν είναι άδικος μαζί του όταν του λέη κατόπιν ο Σωκράτης, πως ήταν αρκετά «νηφάλιος», ώστε να γνωρίζη καθώς μιλούσε, και τί έκανε (222c· πρβλ. και 212e, 214c). Τί να σημαίνη όμως αυτό; Και πώς ‘συμπεριφέρεται’ η βία τού πάθους (Pathos) για ‘ανεξαρτησία’ στον Αλκιβιάδη;
Μπορεί να φανή με την πρώτη ματιά, πως επαναλαμβάνεται απλώς η ‘συμπεριφορά’ εκείνων που μίλησαν πριν απ’ τον Σωκράτη. Το παιχνίδι με τα διονυσιακά ‘πάθη’ και η κενοδοξία μπροστά στο πλήθος υπενθυμίζει τον Αγάθωνα, που εμφανίζεται έτσι κι αλλιώς ιδιαιτέρως συνδεδεμένος με τον Αλκιβιάδη (και τον Σωκράτη) (πρβλ. και 172b). Από ηθικής πλευράς θυμίζει ο τρόπος που ‘επιζητά’ τον Σωκράτη ο Αλκιβιάδης (218c – d) τον Παυσανία, καθώς συνομιλεί ‘παράδοξα’ και ‘ερεθιστικά’ με τον Αριστοφάνη. Στην πραγματικότητα όμως είναι όλα διαφορετικά: ο Αλκιβιάδης συγκινείται, με όλη (παρ’ όλη…) τη δεξιοτεχνία τής σκέψης του, εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι οι προηγούμενοι, που ακόμα κι όταν δεν ‘κατέστρεφαν’ τα πάθη τους, δεν φαίνονταν να διαπερνώνται απ’ αυτά. Αυτό που έπαθε ο ίδιος είναι κάτι περισσότερο απ’ την επίδραση των μεγάλων ομιλητών, που η εντύπωσή τους παραμένει επιφανειακή: «επαναστάτησε και αγανάκτησε», επειδή «προδιατέθηκε ως σκλάβα (να σκλαβωθή…)» η ψυχή του (215e, 219e). Και μας βοηθάει ο ίδιος, που γνωρίζει τόσο καθαρά το πάθος του, να βρούμε τη ‘λύση’, καθώς επαινεί τον Σωκράτη. Το πάθος του δεν είναι τυφλό, όπως εκείνο τών άλλων (και μάλιστα ακριβώς τότε, που δεν ήθελαν ως ‘(δια)φωτισμένοι’ άνθρωποι να το παραδεχτούν). Ο έρωτάς του προς τον Σωκράτη έχει αναγνωρίσει τη διαφορά μεταξύ σώματος και ψυχής, σεξουαλικότητας και Έρωτα, και έχει μάθει, λόγω τής ειρωνείας με την οποίαν και απέκρουε ο Σωκράτης τις επιθυμίες, πως δεν είναι προσδεδεμένο στο αισθητά ερεθιστικό το πάθος, αφού η ωραιότητα του Σωκράτη είναι αφαλώς εσωτερική και μπορεί να τη διακρίνη με οξύτητα απ’ το άσχημο παρουσιαστικό η σκέψη. Είναι ο Αλκιβιάδης (και όχι ο Πλάτων, όπως συνηθίζουμε να λέμε ενάντια και στο ύφος του) που είδε, «μόνος αυτός» απ’ τους παρόντες, στο ‘εσωτερικό’ τού Σωκράτη και μπορεί και να το φανερώση στους άλλους (216d, e). Δεν υπάρχει αμφιβολία: αυτό το «κριτικό» πάθος συνιστά καθ’ εαυτό τον πλατωνικόν Έρωτα. Ο Αλκιβιάδης δεν είναι τόσο ‘ανυποψίαστος’ και τόσο «αμύητος» απέναντι στο «μυστήριο» της φιλοσοφίας όπως οι άλλοι: το «θεϊκό» παιχνίδι τού «Μαρσύα» έδειξε, πως ανήκει ο Αλκιβιάδης σε κείνους, που «χρειάζονται τους θεούς και τους καθαγιασμούς» (215c)· ‘γνώρισε’ δε στον (με τον…) Σωκράτη την ‘κατοχή’, το χτυποκάρδι και τα δάκρυα των Κορυβαντών (215c – e)· και τον «δάγκωσαν» άρρητα, και πιο δυνατά κι από μια έχιδνα, επειδή βρήκαν και σ’ αυτόν το «πιο ευαίσθητο» σημείο, την «ψυχή ενός νέου που δεν της λείπει η ευγένεια», οι φιλοσοφικοί λόγοι (Logoi) (218a). Αντιλαμβάνεται μάλιστα και τη διονυσιακή διάθεση τόσο λίγο «διονυσιακά» με την παλιάν έννοια ο Αλκιβιάδης, ώστε να την ταυτίζη με τη μανία (Mania) τής φιλοσοφίας, θεωρώντας τόσο ακαταμάχητο αυτό το ‘σωκρατικό πάθος’ (το πάθος για τον Σωκράτη…), ώστε να μη μπορή να σκεφτή κανέναν ανεπηρέαστον απ’ αυτό στην ομήγυρη (218b). – Το αξιοσημείωτο όμως είναι εδώ, ότι μοιάζει παρ’ όλ’ αυτά στους άλλους – τον Παυσανία και τον Αγάθωνα – ο Αλκιβιάδης· γιατί παραμένει στην τροχιά τής αισθητικής επιθυμίας και της φιλοδοξίας. Η ψυχή του είναι μάλιστα πολύ πιο «πολύμορφη», και η ‘παρουσία’ του πιο άστατη απ’ ό,τι τών άλλων, γιατί είναι μοιρασμένη ανάμεσα στη φιλοσοφική και τη ‘(δια)φωτισμένα’ κοσμική ζωή. Ενώ δεν ντρέπεται πουθενά, ντρέπεται ωστόσο μπροστά στον Σωκράτη (216b). Του φαίνεται μάλιστα συχνά ως ‘έντιμο’, πως δεν θα μπορούσε και να ζη έτσι όπως είναι, γιατί τον πιέζει κι ο Σωκράτης να παραδεχτή, πως δεν φροντίζει για τον εαυτό του, παρ’ όλο που «το έχει ακόμα μεγάλη ανάγκη», και ασχολείται αντί γι’ αυτό με τις υποθέσεις τών Αθηναίων· υπερισχύει όμως ξανά σ’ αυτόν η φιλοδοξία (216a – b). Απορεί δε απ’ την άλλη, πώς εξαρτάται με μια πικρή και ‘απογοητευμένη’ επιθυμία απ’ τον Σωκράτη και ‘πρέπει’ (είναι υποχρεωμένος…) παρ’ όλ’ αυτά να τον θαυμάζη. Κάθε γνώση τής διαφοράς μεταξύ σωματικού και ψυχικού Ωραίου, καθώς και κάθε γνώση για την υπεροχή τής εσωτερικής ωραιότητας, δεν έχει αλλάξει καθόλου στον Αλκιβιάδη το ότι το πάθος του έχει μείνει μέχρις αυτήν την ώρα αισθησιακό, - και μάλιστα, όχι μόνο το πάθος για τον οποιονδήποτε, π.χ. για τον Αγάθωνα, αλλά ακόμα και το πάθος για τον Σωκράτη.
Πώς είναι αυτό δυνατόν; Και γιατί δεν έμαθε κάτι περισσότερο στον (με τον…) Σωκράτη; Εφ’ όσον η ερωτική αγάπη προς τα ωραία σώματα και τις ωραίες ψυχές είναι μια απαραίτητη βαθμίδα, δεν χρειαζόταν να του λείπει: αγαπά άλλωστε ερωτικά και ο Σωκράτης απ’ τη μεριά του με πάθος τον Αλκιβιάδη (213c) – είναι ωστόσο «εσωτερικά εντελώς πειθαρχημένος» (216d). Και γι’ αυτή τη διαφορά υπάρχει μόνο μιά εξήγηση. Ο Αλκιβιάδης μπορεί να είναι τόσο ‘ασυγκράτητος’, επειδή τού λείπει η υψηλότερη εκείνη δύναμη, που δίνει σταθερότητα στον Σωκράτη. Και δεν τη δημιουργεί απ’ τον εαυτό του αυτή τη δύναμη ο Σωκράτης: κρατάει την «ομοιομορφία» του μόνον, επειδή ζη απ’ το θεϊκά «Ομοιόμορφο». Ο Αλκιβιάδης δεν είναι ούτε «αμύητος», ούτε όμως και «μυημένος». Έχει δη την ψυχική ωραιότητα του Σωκράτη, αλλά έχει δη προφανώς, από μακριά και μόνον, εκείνη τών επιστημών (222a), και καθόλου την ‘αποφασιστική’ ωραιότητα του ίδιου του Ωραίου. Και το πιο ιδιαίτερό του πάθος (Pathos), που τον ‘βασανίζει’, είναι το ότι υποφέρει απ’ αυτήν την ατέλεια (πρβλ. 219e). Δεν ζη ούτε μυθικά, ούτε ‘διαφωτισμένα’, αλλά ούτε και φιλοσοφικά. Βρίσκεται δε σε μιαν παράδοξη απορία (Aporie) (219e), που τον οδηγεί σε ακατανόητες πράξεις και λόγους (218b): η αντίληψή του για τη φιλοσοφία είναι ιδιαιτέρως ‘λοξή’, η συμμετοχή του στη μανία (Mania) της αξιοπρόσεχτα ‘ερεθισμένη’ – εντελώς αντίθετα απ’ τον Σωκράτη - , αλλά και η φιλοδοξία του δεν είναι πια «φυσιολογική», και προπάντων η αισθησιακή του αγάπη. Το ότι είναι ερωτευμένος με τον ωραίον Αγάθωνα, μπορεί να είναι «φυσικό» για τις ‘κακές συνήθειες’ της εποχής του· του συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον Σωκράτη! Και είναι μόνο γι’ αυτό δυνατό στην παραδοξότητά του αυτό το αισθησιακό πάθος για τον ‘αισθησιακά άσχημο’ Σωκράτη, επειδή εμφανίζεται ο Σωκράτης μέσα στο ‘ημίφως’ μιας ‘διεθλασμένης’ (εκ μέρους τού Αλκιβιάδη…) αγάπης προς τη σοφία. Είναι τυφλός για να δη ο Αλκιβιάδης, ότι ‘ενεργεί’ ήδη ο έρωτας προς το ίδιο το Ωραίο στον Σωκράτη, και δεν παρατηρεί, ότι είναι ‘απαύγασμα’ και ‘απεικόνιση’ όλη η ωραιότητα του ‘δασκάλου’ του. Τον ‘αγαπά’ όμως ταυτόχρονα και «φιλοσοφικά», με το «κριτικό» δηλ. και ένα πάθος, που διακρίνεται με την ‘καταναλωτική’ του αποκλειστικότητα απ’ τα μεταβαλλόμενα και πολλά πάθη τής «τυφλής» ζωής. Έχει θαμπωθή απ’ την ‘ανταύγεια’ του πνευματικού ήλιου, και βρίσκει τη μοναδικότητα και το ‘απαράμιλλο’ που διαθέτει το αντικείμενο ενός ‘ορατού’ έρωτα, μόνο στη μοναδική και χωρίς προηγούμενο ανάμεσα στους ανθρώπους ‘παραδοξότητα’ του Σωκράτη (221c – d). Τον έχει δε κυριαρχήσει τόσο πολύ η ‘ωραία παρουσία’ του, ώστε δεν μπορεί – και παρ’ όλο ότι τον προειδοποιεί ο Σωκράτης – να επαινέση κανέναν άλλον, ούτε θεό ούτε άνθρωπο, όταν είναι εκείνος μπροστά (214d). Και εφ’ όσον είναι σε όλες τις βαθμίδες ίδιο το «πλατωνικό» πάθος, εγκωμιάζει (Enkomion) όχι τον Έρωτα, αλλά τον Σωκράτη! Δεν είναι δε αδύνατη αυτή η ‘σύγχυση’, επειδή αναζητώντας την ωραιότητα, είναι στην πραγματικότητα όμοια με τον Έρωτα η ψυχή τού Σωκράτη – έτσι όπως μοιάζει στην ίδια την ωραιότητά της με το Αιώνιο. Θα ήταν ωστόσο εντελώς λανθασμένο, να θεωρήσουμε λόγω τής ομοιότητας μεταξύ Σωκράτη και της μυθικής εικόνας τού Έρωτα, ως «ενσάρκωση» του ‘Δαίμονα’ (Dӓmon) τον Σωκράτη, ή να τον ανυψώσουμε ως ‘προϋπάρχοντα’ Στωϊκό πάνω απ’το ανθρώπινο μέτρο, ή και να δούμε ακόμα σ’ αυτόν έναν καινούργιο ‘λατρευτικό’ θεό. Γιατί σ’ αυτήν την υπερβολή συνίσταται ακριβώς και η ‘μοιραία’ σύγχυση, που ‘διαπράττει’ ο Αλκιβιάδης. Ο οποίος και παραγνωρίζει το σημαντικότερο στον Σωκράτη: τη μετριοφροσύνη του απέναντι στο ανθρώπινο, που φέρει μόνον ‘υποτελώς’ τα ‘δαιμονικά’ (τα μεταξύ Θεού και ανθρώπου…), κι ακόμα περισσότερο τα θεϊκά χαρακτηριστικά. Ο Σωκράτης παρουσίασε δικαίως ως απλόν ‘λάτρη’ και ‘θαυμαστή’ τού Έρωτα τον εαυτό του, και ως απλόν ‘μεσίτη’ τον ίδιον τον Έρωτα. Καθώς όμως δεν βλέπει αυτές τις διαφορές ο Αλκιβιάδης, προσκολλάται ολόκληρη η ορμή τού ‘ορατού’ του πάθους στο πρόσωπο του Σωκράτη, και καθώς έχει εγκαταλειφθή ταυτόχρονα, χωρίς σωτηρία, στο αισθησιακό του και τυφλό πάθος, γίνεται γι’ αυτόν αντικείμενο της αιθησιακής επιθυμίας ο ίδιος ο Σωκράτης.
Απ’ αυτήν την ψυχική διάθεση προέρχεται τώρα και ο λόγος τού Αλκιβιάδη. Επειδή θέλει δε να εκδικηθή, φοβάται πως θα γελοιοποιηθή απ’ αυτόν ο Σωκράτης: «Μήπως (όμως…) θέλεις να με γελοιοποιήσης με τον έπαινό σου; (επί τά γελοιότερά με επαινέσεις)» (214e). «Θέλω να πω την αλήθεια (ταληθή)», απαντά ο Αλκιβιάδης, κι ο Σωκράτης πρέπει να το ‘αποδεχτή’ αυτό. Δεν έχει όμως αποκλειστή μ’ αυτήν την υπεκφυγή το γελοίο. Βρίσκεται αντίθετα στη συνένωση αλήθειας και γελοιοποίησης ο πραγματικός χαρακτήρας τής ‘ομιλίας’, που χαρακτηρίζει τον ίδιον τον Αλκιβιάδη.
Το είδαμε ήδη στον Αριστοφάνη: εκεί που παραγνωρίζει το πάθος τον ίδιο του τον σκοπό, γίνεται γελοίο. Το στοιχείο τού γελοίου διατρέχει γι’ αυτό τη συνολική παρουσία τού Αλκιβιάδη και ιδιαιτέρως τη σχέση του προς τον Σωκράτη. Ήδη το ότι είναι μεθυσμένος, προκαλεί να τον καταγελάσουν, όπως το φοβάται κι ο ίδιος ο Αλκιβιάδης (212e)· και οι εικόνες που χρησιμοποιεί για τον Σωκράτη, μπορούν κι αυτές να εμφανιστούν ως γελοίες (215a)· μετά το τέλος τού λόγου του ξεσπά λοιπόν ένα γέλιο για την ανοιχτοκαρδία του (222c). Είναι δε ολόκληρο το περιεχόμενο του λόγου, και προπάντων αυτό που «βιώνει» ο Αλκιβιάδης, που προκαλεί το γέλιο. Πρόκειται για την αντιστροφή ενός ‘κόσμου’: ο Αλκιβιάδης, που «καμαρώνει» για τη φυσική του ωραιότητα (217a), νομίζει κατ’ αρχάς πως ο Σωκράτης τον επιθυμεί ή πως θα τον επιθυμούσε· κι όταν ανακαλύπτη την πλάνη του, γίνεται ο ίδιος εραστής (217c, 222b), απογοητεύεται για τα καλά, και δεν παύει να είναι παρ’ όλ’ αυτά ερωτευμένος. Γίνεται (απλώς…) γελοίος. Το αξιοσημείωτο όμως στην περίπτωσή του είναι ότι το γνωρίζει κι ο ίδιος· δεν αγνοεί ότι είναι φυλακισμένος στην αισθησιακή παρανόηση του πάθους του. Μιλά λοιπόν ο ίδιος για τον εαυτό του αληθινά (215/16, 219e). Το γελοίο παραμένει, αναμεμιγμένο όμως παράδοξα μέσα απ’ αυτήν τη γνώση ενός ‘μισο-μυημένου’ με τη σοβαρή αλήθεια, ενώ σημαίνει αντίστροφα και η αλήθεια – που αποκαλύπτει την κατάσταση του Αλκιβιάδη – όχι μόνον αυτό που «υπάρχει» και είναι το πραγματικό, αλλά ταυτόχρονα και το τιποτένιο, μάταιο και μηδαμινό (χρησιμοποιεί εδώ τη διπλή σημασία τής «αλήθειας» που «λέμε» ο Πλάτων, για να θυμίση αποδίδοντας το γεγονός, κάτι το οποίο και περιέχεται στην «καθαρή αλήθεια», παρ’ όλ’ αυτά και ταυτόχρονα την αλήθεια ως Ιδέα, που εμφανίζεται βέβαια τόσο γελοιωδώς ‘ακάθαρτη’ στον Αλκιβιάδη).
Αν επρόκειτο ωστόσο μόνο για τη γελοιότητα, θα έπρεπε να ονομάσουμε κωμικό – όπως και τον Αγάθωνα – τον Αλκιβιάδη. Γιατί ενώ κατανοούσε το γελοίο «γενικώς» και μυθικά ο κωμικός Αρσιτοφάνης και το καθιστούσε έτσι μια παράσταση του τραγικού (tragisch), πρόκειται αναμφισβήτητα για τα ξεχωριστά πρόσωπα και για τη συγκεκριμένη κατάσταση εδώ. Μέσα απ’ την επιθυμία για εκδίκηση του Αλικιβιάδη, φοβάται πως θα θιγή προσωπικά ο Σωκράτης, ενώ αισθάνεται οπωσδήποτε και συνεχώς «περιφρονημένος» και «καταγέλαστος» απ’ τον Σωκράτη ο Αλκιβιάδης (καταφρονείν, καταγελάν, 215b, 216d, e, 219c, d· πρβλ. και 220b, 221e). Θα ‘παρέπεμπε’ έτσι το γελοίο, ως το «καταγέλαστον», στην κωμωδία τον Αλκιβιάδη, αν δεν τον είχε όμως αγγίξει επίσης και η αλήθεια: γιατί ο Σωκράτης είναι πράγματι εσωτερικά ωραίος, και ο Αλκιβιάδης το βλέπει αυτό. Αυτά που λέει δεν είναι ξένα προς την αλήθεια και όχι παντελώς ανάξια· το γελοίο προέρχεται μόνο από την ‘ατέλειά’ του, που δεν αντιλαμβάνεται πλήρως την αλήθεια. Απ’ το γελοίο μεσολαβεί εδώ μόνον ένα βήμα προς το υπέροχο, ενώ συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο στον Αγάθωνα. Εξ ού και η παρανόηση κάποιων ερμηνευτών, που βρίσκουν τραγικό τον Αλκιβιάδη. Και βρίσκεται πράγματι πιο κοντά στην τραγωδία απ’ ό,τι στην κωμωδία η συνεισφορά τού Αλκιβιάδη στον ‘διαγωνισμό’ για τη σοφία. Δεν ανήκει ωστόσο γι’ αυτό στην τραγωδία, αλλά σ’ ένα τρίτο γένος: πρόκειται για το ‘παιχνίδι’ τού Σάτυρου. «Το σατυρικό σου και σειληνικό ‘παιχνίδι’ (το σατυρικόν σου δράμα… και σειληνικόν)» λέει ο Σωκράτης (222d), και δείχνει η ανάλυση, ότι επαληθεύεται πλήρως απ’ την ίδια την (πλατωνική…) ποίηση αυτός ο χαρακτηρισμός. Όσο λίγα σατυρικά δράματα κι αν διασώθηκαν απ’ την αρχαιότητα, τόσο σίγουρα μπορούμε ωστόσο να πούμε πως διαφέρουν ουσιαστικά απ’ τις κωμωδίες (Komödien), κι ότι έπρεπε, καθόλου τυχαία, να αποδοθούν μαζί με τις παραστάσεις τών τραγικών. Το σατυρικό δράμα είχε, όπως και η τραγωδία, μυθικό υλικό ως θέμα, και την προσέγγιζε τόσο στη γλώσσα όσο και στους στίχους τών διαλόγων, παρ’ όλο που βρίσκονταν κοντά στην πραγματικότητα το ‘σκηνικό’ του, δείχνοντας π.χ. με μια ‘γελοιότητα’ τους ήρωες και επιτρέποντας το άσεμνο και απρεπές στη ‘χωρωδία’ τών Σειληνών. Ανήκει λοιπόν αναμφισβήτητα σ’ αυτό το γένος τής «αστείας τραγωδίας» κι ο λόγος τού Αλκιβιάδη.
Ο Σωκράτης ωστόσο, που λέει το σωστό, φαίνεται πως θέλει να μετατρέψη τον λόγο σε κωμωδία. Βεβαιώνει λοιπόν για τον Αλκιβιάδη, αυτό που διατύπωσε ‘στον καιρό του’ και ο Αριστοφάνης (193b/c): εννοούνται όλα προσωπικά· και το μόνο που επεδίωξε με μεγάλη προσποίηση σ’ ολόκληρον τον λόγο του ο Αλκιβιάδης, είναι να φέρη σε διχόνοια τον Σωκράτη με τον Αγάθωνα (222c), κάτι που δεν έπρεπε ωστόσο σε καμμιά περίπτωση να συμβή (222d). Και μπορεί να το πη αυτό ο Σωκράτης, επειδή δεν είναι πράγματι μόνο «φιλοσοφικά» αλλά ταυτόχρονα και «προσωπικά» ερωτευμένος ο Αλκιβιάδης, και το λέει έτσι, επειδή επαινέθηκε υπέρμετρα εδώ, κι επειδή πρέπει προφανώς να συμβή και κάτι, ώστε να οδηγηθή απ’ την υπερβολική «σατυρική» παρρησία, με την οποία και αποκάλυψε ένα προσωπικό μυστικό – και με τον τρόπο του ένα «μυστήριο» επίσης – ο Αλκιβιάδης, πίσω ξανά στη δυνατότητα μιας γενικής συνομιλίας και διαλόγου στο συμπόσιο. Είναι δε σαφές, ότι μιλά εδώ ειρωνικά ο Σωκράτης: παραβλέποντας σκόπιμα την αλήθεια, που θα διαχώριζε στα σοβαρά τον ‘αναντίρρητο’ λόγο τού Αλκιβιάδη απ’ τον λόγο τού Αγάθωνα, που αναιρέθηκε προηγουμένως.
( συνεχίζεται, με το τελευταίο κεφάλαιο: «Το τέλος τού Συμποσίου: Τραγωδία και Κωμωδία» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου