Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

WERNER BEIERWALTES ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ (PLATONISMUS UND IDEALISMUS)

        WERNER BEIERWALTES 

         ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ  (PLATONISMUS UND IDEALISMUS)

          ( Εκδ. Vittorio Klostermann – Frankfurt am Main – Πρώτη έκδοση 1972 – Δεύτερη, αναθεωρημένη και διευρυμένη έκδοση 2004 )

καλή μέν ούν καί θεία, εύ ίσθι, η ορμή        
ήν ορμάς επί τούς λόγους·
έλκυσον δέ σαυτόν καί γύμνασαι μάλλον
διά τής δοκούσης αχρήστου είναι
καί καλουμένης υπό τών πολλών αδολεσχίας,
έως έτι νέος εί· ει δέ μή,
σέ διαφεύξεται η αλήθεια.
                            ΠΛΑΤΩΝ

Αυτό που μια φορά νοήθηκε, μπορεί να καταπιεσθή, να ξεχασθή, να διασκορπισθή. Αλλά δεν μπορούμε να μεταπεισθούμε, ότι κάτι απ’ αυτό επιζή. Γιατί έχει τη δύναμη του Γενικού η σκέψη. Αυτό που βάσιμα νοήθηκε, πρέπει κάπου αλλού, από άλλους να νοηθή: αυτή η εμπιστοσύνη συνοδεύει ακόμα και την πιο μοναχική και πιο αδύναμη σκέψη…

 Η παγκόσμια καταπιεστική τάση βαδίζει ενάντια στη σκέψη ως τέτοια. Είναι (όμως…) ευτυχία η σκέψη, ακόμα κι εκεί που προσδιορίζει τη δυστυχία: εκφράζοντάς την. Μ’ αυτό και μόνον παρέχεται ευτυχία στην παγκόσμια δυστυχία. Όποιος δεν το αφήνει να ατροφήση αυτό στον εαυτό του, αυτός δεν έχει παραιτηθή.

ΑΝΤΟΡΝΟ
           
 ΠΡΟΛΟΓΟΣ  στη δεύτερη έκδοση  2004
           
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
              
  Περί της συναφείας της εργασίας μου στη σχέση του νεοπλατωνισμού προς την κλασσική γερμανική φιλοσοφία, τον «ιδεαλισμό»
                             
                    Ι.
       Ο φιλοσοφικός μου σκοπός επικεντρώνεται, απ’ τις πιο πρώιμες εργασίες μου στη μεταφυσική του φωτός των Ελλήνων, προπάντων στο ερώτημα, πώς προφυλάσσεται και ταυτόχρονα αναπτύσσεται η πλατωνική συνολικά σκέψη στον ονομαζόμενο νεοπλατωνισμό και πώς προσδιορίζει, σ’ αυτήν τη νέα (της…) μορφή, μια φιλοσοφικώς διαμορφωμένη στα διαλογιστικά της σχήματα και σε ουσιαστικές αντικειμενικές ερωτήσεις  χριστιανική θεολογία, καθώς και την τελειοποίηση της νεώτερης συνείδησης στον γερμανικό ιδεαλισμό του Φίχτε, του Σέλλινγκ και του Χέγκελ. Αποπειράθηκα να καταμετρήσω ως βάση (Basis) των ιστορικά ενεργών συλλογισμών μου την ανωτέρω ονομασθείσα περιοχή, σχεδιάζοντας και αναπτύσσοντας βασικές μορφές και βασικές έννοιες της νεοπλατωνικής σκέψης, συγκεντρωμένος προπάντων στον Πλωτίνο και τον Πρόκλο:  τον Πλωτίνο, πανταχού ούτως ειπείν παρόντα με τη θεωρία του τού Ενός και την εξέλιξή του, του σκεπτόμενου τον εαυτό του, το ίδιο του το Είναι πνεύματος (νους), της σχέσης αιωνιότητας και χρόνου (Εννεάδες ΙΙΙ 7), του φωτός ως οντολογικής και επιτρεπούσης τη γνώση δομής τού Είναι, καθώς και της τέχνης, ως του αναγωγικού (anagogisch) καθρέφτη του ίδιου του Ωραίου. Αποπειράθηκα, αντίθετα στην προσπάθειά του να περιορίση την έννοια του συστήματος σε άκαμπτο, τυπικό και μη φιλοσοφικό, να επαναφέρω, εμπνευσμένος μέσα σε κάποια όρια κι απ’ τον Χέγκελ, σε ισχύ – στο βιβλίο μου για τον Πρόκλο (1965) – τη συστηματική, μέσα από μερικά αυθεντικά για το σύνολο της σκέψης του χαρακτηριστικά, συλλογιστική δομή του Πρόκλου.

     Δεν κατανόησα ποτέ την εργασία μου σ’ αυτήν την περιοχή ως μια μουσειακή απλώς διαχείριση ιστορικών προβληματισμών και διανοητικών αποτελεσμάτων, που θα καθιστούσε, από μιαν υποτιθέμενα ανώτερη άποψη του παρόντος,  πραγματικό παρελθόν το παρελθόν, και θα το υποβίβαζε πραγματικά σε απαρχαιωμένο και ξεπερασμένο. Σκεπτόμουν και σκέπτομαι μιαν ανάλυση μάλλον, που παίρνει στα σοβαρά και την, διαμορφούμενη στην πρώιμή της ακριβώς ιστορία σκέψη, γιατί ζούμε πάντοτε – παρ’ όλες τις διαφορές ως προς τις αρχές – απ’ αυτήν ακόμη στη δική μας σκέψη. Αυτό εννοεί, όταν λέη κι ο Φρίντριχ  Νίτσε: «Μπορείτε (σας επιτρέπετε…) να εξηγήτε μέσα απ’ την υψίστη μόνο δύναμη του παρόντος το παρελθόν: θα μαντέψετε με την ισχύστη μόνον ένταση των ευγενεστέρων σας ιδιοτήτων, τί είναι άξιο γνώσης και προφύλαξης, και μεγάλο στο παρελθόν. Το όμοιο με το όμοιο! Τραβάτε αλλιώς μαζί σας  προς τα κάτω  το παρελθόν»  (( F. Nietzsche, Unzeitgemässe Betractungen, 2. Stück: Vom Nutzen und Nachteil der Historie, hg. v. K. Schlechta, München 1954, I 250 )). Παραπέμπει στο εξής προπάντων η σκέψη του Νίτσε: θα έπρεπε να είναι η ιδιοποίηση της ιστορίας, η ιδιοποίηση μιας «παρελθούσης» σκέψης, κριτική ιδιοποίηση για το παρόν, που δεν απορρίπτει με ευκολία, αλλά επιθυμεί να μεταβιβάση ακριβώς, μέσα από μια νέα, εντατική και μόνο διαβεβαίωση, μια νέα καθολική θεμελίωση της κίνησης της ξένης σκέψης, περαιτέρω το παρελθόν. Είναι και αντίθετες σε μιαν πιθανή υπεροψία και απατηλή διάθεση της Παρούσης στα Πράγματα «ιστορίας» οι προτάσεις αυτές του Νίτσε· θα μπορούσε ή θα έπρεπε να διορθωθή μάλιστα, με τον διαφωτισμό των ιστορικών όρων του ιδίου παρόντος - με την έννοια ενός αυτο-διαφωτισμού, μιας ενεργητικής ανάμνησης στις πηγές του ανθρώπου - αυτή η τάση. Είναι ουσιαστική, προς διαβεβαίωση της ιδίας κατάστασης στη σκέψη, καθώς και για τις ονομαζόμενες συστηματικές ερωτήσεις, για έναν φιλόσοφο η στροφή στην ιστορία – καθόλου εξωτερικό συνεπώς, και τυχαίο συμβάν τού φιλοσοφείν, αλλά έκφραση της πεποίθησης, ότι δεν είναι ποτέ δυνατή, χωρίς διαλογισμό πάνω στους δικούς της ιστορικούς όρους, μια συστηματική σκέψη. Αλλ' ότι πρέπει να επιτελείται πάντοτε, κοιτάζοντας ακριβώς τις διαφορετικές προοπτικές τής εμφανιζόμενης αλήθειας του κάθε πράγματος, αυτός ο διαλογισμός πάνω στην ιστορία· αποδεικνύεται ακριβώς, η απαραίτητη ενότητα συστηματικής και ιστορικής σκέψης σ' αυτό.

      Διατήρησα έτσι πάντα, ενάντια σε ένα επιστημονικώς ακυρωμένο, στη συναναστροφή με την ιστορία της σκέψης "κατά το δοκούν", τη σχετικότητα της αλήθειας του κάθε ερωτήματος ή πράγματος στους διαλογισμούς μου πάνω στις ειδικές διαμορφώσεις ενός συλλογισμού - παρά ή σε στενή σύνδεση προς την ιστορική, λεπτομερειακή εργασία. Στεκόμαστε, με τις δικές μας ιδιαίτερες ερωτήσεις και απόπειρες για λύση των προβλημάτων, συνειδητά, καμμιά φορά και ασυνείδητα, τόσο με τη μορφή μιας καθορισμένης στροφής όσο και με μιαν κατηγορηματικήν άρνηση, στο μέσον μιας παραδοσιακής συνάφειας, που καθιστά «επιτυχημένη» («εξασφαλισμένη»…), μέχρις έναν ορισμένον βαθμό, την ίδια μας τη σκέψη. Είμαστε  «ενεργητική ιστορία» οι ίδιοι. Αυτό είναι που έχει η φιλοσοφική ερμηνευτική τού παρόντος (και ιδιαιτέρως αυτή του Hans-Georg Gadamer) με το σχέδιο της ιστορίας της φιλοσοφίας του Χέγκελ κοινό. Μπορεί να παραχθή απ' αυτήν μια σκέψη, που να γίνη ο κανόνας της φιλοσοφικής έρευνας, και να συνδέεται παραγωγικά σ' αυτήν το παρελθόν με το παρόν, φανερώνοντας την εκάστοτε και ειδική επικαιρότητά του: Δεν υπάρχει, σε αντίθεση προς άλλες μορφές της γνώσης, που αποδεικνύουν, μέσα στην πρόοδο, ως αναληθείς και ανάξιες για περαιτέρω συζητήσεις «ξεπερασμένες» θέσεις και θεωρίες, δεν υπάρχει – με την έννοια τουλάχιστον του Χέγκελ – τίποτα απολύτως παρελθόν, πεπαλαιωμένο και «νεκρό» στην ιστορία της φιλοσοφικής συνείδησης και των θεωριών της. Μένουν όλα προφυλαγμένα μάλλον, σε μεταμορφωμένη και αναγνωρίσιμη όμως ακόμα μορφή, ή «διατηρημένα» για μιαν ενεργητικήν ανάμνηση  σε μεταγενέστερες συνάφειες του λόγου. Δεν σημαίνει βέβαια αυτό, ότι θα ήταν ή θα μπορούσε να είναι όλα τα μια φορά διανοηθέντα,  κατά τον ίδιον τρόπο για τον παρόντα διαλογιζόμενο σημαντικά· είναι μάλλον, όχι μόνο δυνατό, αλλά νόμιμο και ακριβώς αναγκαίο, να συνάπτεσαι σε μιαν ιστορικά ατομική εκπόνηση ενός ερωτήματος, ενός προβλήματος, μιας έννοιας ή μιας θεωρίας – μέσα από μεταγενέστερα, πολλαπλώς στα ενδιαφέροντα και τους σκοπούς τους μεταβεβλημένα συμφραζόμενα – καινούργιος και πλούσιος ο ίδιος σε ιδέες, και εννοιολογικά παραγωγικός. Οδηγούν καινούργιες ανάγκες και νέες ερωτηματικές προθέσεις το ειδικό ενδιαφέρον σ’ αυτό, το οποίο είχε διανοηθή – εκτεινόμενο πέρα απ’ τον εκάστοτε καιρό – ως αληθές, αποδεικτικώς πειστικό, και πιέζοντας προς περαιτέρω ερωτήσεις στο παρελθόν. Είναι πάντοτε «εξίσου ζωντανή [και υποχρεωτική], όπως στον καιρό της διάκρισής της» η αλήθεια - κατά τον Χέγκελ - αυτού που έγινε μια φορά διανοητό  (( Hegel, Einleitung in die Geschichte der Philosophie, hg. v. J. Hoffmeister (Philosophische Bibliothek, Bd. 166, Hamburg 1959) 71 )).

     Το ερώτημα για την εγγύτητα ή την απόσταση, ή για τη εγγύτητα στην απόσταση μιας σκέψης (ενός σκέπτεσθαι…), έγινε σε μένα – εκφρασμένο ή και υπονοούμενο μόνο –  μόνιμο, κάθε φορά, καθοδηγητικό θέμα της φιλοσοφικής μου εργασίας. Είναι η συνείδηση μιας ερμηνευτικής διαφοράς προς το παρελθόν, και  η εμπειρικώς ταυτόχρονα, ενεργητική απόπειρα του κατανοούντος, να συσχετίση με μεταγενέστερες και σύγχρονες ερωτήσεις του φιλοσοφείν αυτό που είναι παρελθόν,  άλλο, και εμφανίζεται ως ξένο σ’ αυτόν, που καθιστά την προαναφερθείσα κριτική και παραγωγική ταυτόχρονα ιδιοποίηση μιας σκέψης, πρώτα απ’ όλα δυνατή (( πρβλ. εδώ: Arbogast Schmitt, Die Moderne und Platon, Stuttgart 2003 )). Μπορεί και πρέπει να διαθραύση μια τέτοια ιδιοποίηση την κρούστα (Kruste) της ιστορίας, που έχει σκληρύνει, έχει καλύψει ή έχει απολύτως παραμορφώσει, με τις πιο διαφορετικές ερμηνείες, μια σκέψη. Όχι αυτό που αποξενώθηκε λοιπόν, που μετατοπίσθηκε με την απαίτηση για μια φαινομενική αντικειμενικότητα σε απόσταση, και που αφέθηκε και εγκαταλείφθηκε πραγματικά στο παρελθόν του, αλλ' αυτό που αναπαραστάθηκε, με το βλέμμα πάνω στο ίδιο το πράγμα, μέσα απ' την ιστορία,το παρόν, που κατέστη και διατηρήθηκε δηλαδή ζωντανό, μιας σκέψης, η οποία βρίσκεται σε μια διαλεκτική προς το αρχικό της σημείο σχέση: είναι αυτό και μόνο, το οποίο μπορεί να γίνη μαγευτικό, να γίνη δέσμευση (υποχρέωση…) στις ερμηνείες σας για το ίδιο το πράγμα, και για την εμφανιζόμενη σ’ αυτό αλήθεια. Αναβιβάζει η κατ' αυτόν τον τρόπο αιτιολογημένη στροφή προς την ιστορία της σκέψης την εσωτερική, κατά τη γνώμη μου, προφάνεια μιας ερμηνείας, καθώς και την πειστική της, προς τους άλλους δύναμη. Και δεν είναι, κατ' αυτό το μέτρο, και η ιστορία των εννοιών ένα γυμνό, πολυμαθές κόσμημα ενός συστηματικού σκοπού τού φιλοσοφείν για μένα. Ανήκει μάλλον σε μιαν επιτέλεση της ίδιας της φιλοσοφίας η ερμηνευτική πράξη (Praxis), που ενεργεί και ως ιστορία των εννοιών, ή που είναι η ίδια ένας τρόπος τού φιλοσοφείν, ο οποίος έχει συνείδηση της ίδιας του της ιστορικότητας, και επιχειρεί να συσχετισθή, μέσα απ' αυτήν, με την αλήθεια αυτού που κάποιος κάποτε διανοήθηκε – και χωρίς να συντάσση, μάλιστα, αυστηρά στη δική του προ-αντίληψη τη σκέψη του άλλου, ώστε να μπορή να δηλώση τον εαυτό του ως αποκλειστικόν, ίσως, ενδιάμεσον τού άλλου. Οδήγησε,, σ’ αυτήν την ακραίως εγωϊστική ή και απολύτως αυτιστική μορφή τής σχέσης προς την ιστορία, σε σφετερισμό μάλλον ή και σε μια βίαιη και εξουσιαστική αυτοσκηνοθέτηση η "ιδιοποίηση". Όπου είναι ο Martin Heidegger και οι αποδομητές (Dekonstruktivitisten) πολλαπλής προέλευσης, τα ακραία παραδείγματα αυτής της εκτροπής. 
 ( συνεχίζεται )

Aμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: