Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (25)

Συνέχεια από Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung.

Της Barbara Hannah
Κεφάλαιο 7ο (συνέχεια)

ANNA MARJULA : Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΠΊΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΕΥΡΩΣΗΣ
{S.O. S. Το κεφάλαιο πού ακολουθεί περιέχει ένα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά της γυναικείας ψυχής και ταυτόχρονα και τη μεγαλύτερη ασθένειά της.}  

Στην επόμενη συζήτηση, η Μεγάλη Μητέρα εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι μια γνήσια πνευματική έκσταση συχνά προκαλεί σεξουαλικό αισθησιασμό, που είναι αντιληπτός με το σώμα. Μπορούμε να πούμε ότι ήθελε να έχη η μαθήτριά της αυτούς του αισθησιασμούς επειδή – όπως μόλις ακούσαμε – η σκιά της ασθενούς δεν μπορούσε να πεισθή με οποιουδήποτε είδους αλήθειες εκτός από αυτές της σεξουαλικής περιοχής. Και αυτή η πρωτόγονη σκιά δεν γινόταν να αφεθή πίσω και να της επιτραπή να τρέφη την πικρία της, κρυφά και απαρατήρητα, μέσα στο ασυνείδητο. Εάν η πνευματική έκσταση είναι το υψηλότερο δυνατό είδος θρησκευτικής εμπειρίας, τότε το αντίστοιχό του, η σεξουαλική έκσταση, δεν θα πρέπη να αποκλεισθή, αλλά θα πρέπη να του επιτραπή να έχη τη θέση του, προκειμένου να πείση όχι μόνον την πνευματική πλευρά, αλλά ολόκληρη την ανθρώπινη ψυχή, δηλαδή, και τη σωματική επίσης.
Δέκατη πέμπτη συζήτηση με τη Μεγάλη Μητέρα
Ασθενής: Προ ημερών ανέσυρα, όπως ξέρεις, μιαν περιοχή της σκιάς· τη στιγμή, με άλλα λόγια, που αναγνώριζα μέσα μου αυτό το μικρό ζώο που έλεγε, ότι ένα πέος που τη διαπερνάει είναι το μόνο πράγμα στο οποίο μπορεί να πιστέψη. Σήμερα δοκίμασα μιαν παρόμοια σωματική αίσθηση. Ήταν πολύ αληθινή και πολύ πειστική, αλλά η διείσδυση γινόταν μέσα στην ψυχή μου, και αυτός που με διαπερνούσε ήσουν εσύ! Πρέπει επομένως τώρα να παραδεχθώ, ότι είσαι η αλήθεια της σκιάς μου. Αυτό είναι τρομερό για μένα. Σημαίνει ότι θα πρέπη να παραιτηθώ από το λογικό, κριτικό μου στήριγμα. Σημαίνει ότι βρίσκομαι ολοκληρωτικά κάτω από τη δύναμή σου τώρα.
Μεγάλη Μητέρα: Υποτάξου σε μένα. Κάνε το για χάρη της σκιάς σου. Η συμβολική μας ένωση σημαίνει γι’ αυτήν τη συνουσία που επιθυμεί.
Α.: Αυτό που κάνεις σ’ εμένα είναι να διαπερνάς τον φόβο μου, τον σεξουαλικό μου πανικό και το ταμπού μου.
Μ.Μ.: Δεν θα σε λυπηθώ! Αυτή η πράξη της πνευματικής ένωσης πρέπει να ολοκληρωθή, επειδή πρέπει να βεβαιωθώ ότι είσαι εντελώς πρόθυμη να παραδοθής σε μένα.
Α.: Τότε δοκίμασέ με!
Μ.Μ.: Θα το κάνω! Αλλά να θυμάσαι, δεν υπάρχει οπισθοχώρηση. Μιλώντας συμβολικά, παίρνω τώρα  από σένα την παρθενία και την ανεξαρτησία σου. Θα ανήκης σε μένα για πάντα μετά απ’ αυτό, και όχι πάντοτε σε κατάσταση έκστασης.
 Πολύ χειρότερα θα είναι τα διαστήματα που θα αισθάνεσαι χωρισμένη από εμένα. Δεν θα είσαι στην πραγματικότητα χωρισμένη, αλλά θα αισθάνεσαι σαν να ήσουνα. Θα λαχταράς την ανανέωση της ένωσης μαζί μου, αλλά δεν θα σου το δίνω πάντα αυτό. Αυτή είναι η δοκιμασία. Εάν μπορείς να αντέξης σε τέτοιες δοκιμασίες, αυτό θα είναι η απόδειξη ότι έχεις αναπτύξει μιαν αληθινή επαφή μαζί μου. Αφομοίωσε τώρα, πρώτα απ’ όλα, αυτό που ονόμασες «ενέσεις μεγαλωσύνη μου», επειδή χωρίς μεγαλωσύνη δεν έχεις την παραμικρή πιθανότητα να με αντέξης. Γνώριζε ότι η συνουσία σημαίνει διείσδυση, ακόμη και σε μια συμβολική ένωση.
Επιτίμιο
Για την ασθενή σήμαινε κόλαση το να υποκύψη στην παράλογη εμπειρία της ένωσης με ένα αρχέτυπο, το να την αντιλαμβάνεται, μέσω της έκστασης, σαν σεξουαλική διέγερση, και το να βρίσκεται αντιμέτωπη με όλην αυτήν την κατάσταση. Φαινόταν σαν μια τιμωρία που της είχε επιβληθή από δύο οργισμένες και πληγωμένες οντότητες, τη φύση και τη σκιά, που αισθάνονταν και οι δύο αδικημένες από τη συγκράτηση της ασθενούς σε σεξουαλικά ζητήματα, και που θα μπορούσαν και οι δύο να καταπραϋνθούν μόνον αν αυτή μπορούσε να παραδοθή χωρίς όρους σε αυτό το επιτίμιο.. Αυτό που ζητούσε η Μεγάλη Μητέρα ήταν πραγματικά μια εξιλέωση. Και κατά τη διάρκεια αυτής της εξιλέωσης, η ασθενής όχι μόνο θα έπρεπε να παραιτηθή από τις κριτικές επαναστάσεις του animus της, που σίγουρα ήταν μέχρι τότε ένα όπλο κατά της τρέλλας, αλλά έπρεπε επίσης να υποκύψη σε απαιτήσεις που πρόβαλε σε αυτήν το ασυνείδητο, και τις οποίες δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να καταλάβη.
Φοβόταν τώρα τη Μεγάλη Μητέρα, και φοβόταν μήπως χάση την ψυχική της υγεία, ή μήπως ήταν ήδη τρελλή. Φοβόταν επίσης ότι θα κατακλυσθή από το παράλογο και θα πνιγή απ’ αυτό. Χωρίς την υποστήριξη ενός αναλυτή, δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να συνεχίση. Αλλά αυτήν την υποστήριξη την είχε, και είχε επίσης ένα εσωτερικό κίνητρο για να επιμείνη: το ότι αυτή η καινούργια εμπειρία δεν μπορούσε να είναι χειρότερη από αυτά που είχε περάσει κατά τη διάρκεια των ατελείωτων χρόνων που υπέφερε τις τρομερές συνέπειες της νέυρωσής της, που ήταν  σίγουρα εξίσου παράλογη. Αποφάσισε να το διακινδυνεύση, να διακινδυνεύση ακόμη και τον έσχατο κίνδυνο της τρέλλας, επειδή δεν ήθελε να χάση, για οτιδήποτε ιερό είχε, αυτήν την τελευταία ευκαιρία να ελαφρώση την ψυχή της από το βάρος της, την ευκαιρία που βρισκόταν μέσα σε αυτό το παράλογο επιτίμιο που την πρόσταζαν να εκπληρώση.
Τότε η Μεγάλη Μητέρα την καθησύχασε λέγοντας, ότι ο animus θα την έσωζε. Θα έπρεπε να ακούη τα λόγια της Μεγάλης Μητέρας, όπως και της αντιρρήσεις του animus, έτσι ώστε να μάθη να σχηματίζη τη δική της άποψη. Το επαναστατικό πνεύμα του animus θα έπρεπε να το δη σαν μιαν πιθανή προστασία ενάντια στην πολύ ισχυρή ίσως προσωπικότητα της Μεγάλης Μητέρας. Η ασθενής θα ήταν σε θέση να προσέχη συγχρόνως και τους δύο.
Αυτό φάνηκε με τη σειρά του στην ασθενή σαν μια πραγματική απόδειξη της ανωτερότητας της Μεγάλης Μητέρας. Της έκανε τεράστια εντύπωση. Η  δ α σ κ ά λ α  της είχε καλέσει ακόμη και τον χειρότερο αντίπαλό της στη σκηνή σαν βοήθεια για την ασθενή, και επομένως εναντίον της. Αυτό έβαλε τέλος σε όλες της τις αμφιβολίες, και η ασθενής ήταν τώρα πρόθυμη να υποταχθή στη Μεγάλη Μητέρα, σε μια συμβολική συνουσία, ελπίζοντας ότι αυτό θα αναπλήρωνε όλες εκείνες τις εμπειρίες που της είχαν λείψει στην εξωτερική πραγματικότητα. Και αυτό, η ένωση με τη Μεγάλη Μητέρα, αποδείχθηκε πως ήταν την ίδια στιγμή μια δεύτερη βουτιά στο προσωπικό ασυνείδητο, μια βουτιά που ήταν απαραίτητη, προκειμένου να φέρη στην επιφάνεια ξεχασμένα συμβάντα, και να τα κοιτάξη από μιαν καινούργια οπτική γωνία. Αυτή η κατάδυση ήταν δύσκολη. Έτσι, σελίδες και σελίδες γέμισαν με συζητήσεις που αφορούσαν στα πράγματα που αναδύονταν. Είναι αδύνατον να παρουσιάσουμε ολόκληρο αυτό το υλικό, γι’ αυτό θα κάνουμε μια συντομευμένη αφήγηση, και σε αυτή θα ακούτε τα πραγματικά λόγια τής Μεγάλης Μητέρας μόνον από καιρό σε καιρό.
Η οικογενειακή τραγωδία
Ας δούμε με τη φαντασία μας μια φαινομενικά ευτυχισμένη οικογένεια: ο πατέρας, η μητέρα, τρία παιδιά· οι εξωτερικές συνθήκες είναι αρκετά ομαλές· η μορφή του πατέρα είναι η κυρίαρχη, καθώς και αυτή της μητέρας: τρυφερή, εύκολη στην προσαρμογή και κατάλληλη στο να απαλύνη τις δυσκολίες.
Επειδή ο πατέρας είναι η κυρίαρχη μορφή ανάμεσα στους δύο γονείς, θα εξετάσουμε καλύτερα τί είδος ανθρώπου ήταν. Νομίζω ότι οι λέξεις «σίγουρος για τον εαυτό του» θα μπορούσαν να ειπωθούν γι’ αυτόν: πάντα ήξερε τί ήταν σωστό και τί λάθος. Αλλά πέρα απ’ αυτήν την ακαμψία ήταν ευγενικός, και είχε τη γενική εκτίμηση και αγάπη. Αγαπούσε σίγουρα τη γυναίκα του και τα παιδιά του· αγαπούσε τους συνανθρώπους του και ήταν ένας ευχάριστος σύντροφος. Στον επαγγελματικό τομέα ήταν ένας καλός δικηγόρος, εργατικός και φημισμένος.  Αυτός ο άνθρωπος τώρα, που φαινόταν προορισμένος να περάση την ζωή του ευτυχισμένα και χωρίς πολλά προβλήματα, είχε μιαν εξαιρετικά επικίνδυνη σκιά, την οποία κατάφερε να αφήση τελείως ασυνείδητη, φέρνοντας έτσι ολόκληρη την οικογένειά του στην καταστροφή.
Όταν τα παιδιά ήταν ακόμη πολύ μικρά, ο πατέρας, που δούλευε μέχρι αργά το βράδυ, συχνά αργούσε να σηκωθή το πρωί. Από την κουζίνα η γυναίκα του έστελνε τα παιδιά επάνω, το ένα μετά το άλλο, για να τον ξυπνήσουν. Έτσι συνέβαινε πολλές φορές το δεύτερο κοριτσάκι, η ασθενής μας, να μπαίνη στο υπνοδωμάτιο και να παίζη με τον τεμπέλη πατέρα της μέχρι να καταφέρη να τον ξυπνήση. Θα πρέπη να ήταν σε μια από τις αθώες πρωινές επισκέψεις που συνέβη κάτι το σχεδόν απίστευτο, που κατέστρεψε την παιχνιδιάρικη αφέλεια του μικρού παιδιού και την τραυμάτισε ισόβια με ένα σεξουαλικό ταμπού. Ήταν τόσο μικρή όταν συνέβη αυτό ώστε δεν μπορούσε, αργότερα στην ψυχανάλυση, να θυμηθή ποτέ τις ακριβείς λεπτομέρειες, και είχε την ελπίδα για πολύν καιρό, πως ήταν ένα φανταστικό παρά ένα πραγματικό γεγονός. Αλλά η Μεγάλη Μητέρα τής είπε, πως ήταν πάρα πολύ αληθινό, και η άτυχη ιστορία των μεταγενέστερων, λυπηρών συμβάντων μέσα στην οικογένεια μάς αναγκάζει να το δούμε έτσι.
Αυτό που είχε δη το μικρό κοριτσάκι των τριών ή τεσσάρων χρονών εκείνη, τη χειρότερη μέρα της ζωής της, ήταν όχι μόνον τα γεννητικά όργανα του πατέρα της, αλλά πιθανόν σε  μια στιγμή αυνανισμού και, το χειρότερο ακόμη γι’ αυτήν, την έκφραση που είχε το πρόσωπό του. Αυτό που μπορούσε να θυμηθή καθαρά αργότερα ήταν μια αίσθηση που την πλημμύριζε σε όλο της το κορμί, και ίσως και στην ψυχή της. Ταυτίσθηκε εντελώς με τον πατέρα της, με αυτό που ονομάζει ο Jung «μυστική συμμετοχή».
Τα σχόλια της Μεγάλης Μητέρας σχετικά με αυτό ήταν τα εξής:

Δέκατη έκτη συζήτηση με τη Μεγάλη Μητέρα
Μεγάλη Μητέρα: ο Φροϋδιανός αναλυτής απλώς σε ενθάρρυνε να θυμηθής αυτό που συνέβη. Αυτό δεν είναι αρκετό. Αντιμετώπισέ το! Δες τον ρόλο που παίζει ακόμη στην ζωή σου.
Ασθενής: Η libido μου έχει κολλήσει σ’ αυτό το γεγονός.
Μ.Μ.: Ναι. Δεν μπόρεσες ποτέ να ξεχωρίσης τη δική σου σεξουαλικότητα από αυτήν του πατέρα σου. Και αυτό είναι το πρόβλημα και το βάσανό σου ακόμη και τώρα.
Αυτή η συμμετοχή στην σεξουαλικότητα του πατέρα της είχε, φυσικά, μιαν κακή επίδραση στον χαρακτήρα του μικρού κοριτσιού. Προσπάθησε να καταπιέση την ανησυχία που τη βασάνιζε και που δεν μπορούσε να την καταλάβη, την οποία συνιστούσαν αισθήματα ενοχής και κατωτερότητας. Αντιστάθμιζε με το παραπάνω αυτά τα αισθήματα δείχνοντας πως είναι ένα εξαιρετικά υπάκουο παιδί (ενώ προηγουμένως ήταν μάλλον ζωηρή) και άρχισε να αναπτύσση μια φιλοδοξία, που την έκανε να διακριθή με κάθε τρόπο. Όσο η μητέρα της ζούσε, εκείνη η ευγενική γυναίκα ήταν μια αληθινή προστασία για το παιδί που βρισκόταν σε νευρική φόρτιση και υπερένταση, και που αισθανόταν τουλάχιστον ασφαλές στο καταφύγιο αυτής της μητρικής αγάπης. Αλλά, παρ’  όλα όσα της είχε κάνει εν αγνοία του, το κοριτσάκι δεν μισούσε τον πατέρα του. Τον αγαπούσε και τον λάτρευε. Προσπάθησε απεγνωσμένα, στην πραγματικότητα, σε όλη της την ζωή, να κερδίση την αγάπη του.
Έπειτα η οικογένεια δέχθηκε το χειρότερο πλήγμα που θα μπορούσε να φαντασθή κανείς – τον θάνατο της μητέρας. Αυτή η πολυαγαπημένη τους γυναίκα πέθανε από καρκίνο σε ηλικία σαράντα τριών ετών. Αυτή ήταν μέχρι τότε η ζωή και η ψυχή της οικογένειας, και μόλις έλειψε, ο άνδρας και τα παιδιά της αισθάνθηκαν σαν ξερριζωμένοι. Ο πατέρας προσπάθησε να είναι και μητέρα και πατέρας για τα παιδιά, αλλά αυτή η προσπάθεια απέτυχε οικτρά, αν και είχε την αγάπη τους και αυτά αισθάνονταν τη δική του.
Λίγο καιρό μετά τον θάνατο της μητέρας συνέβη ένα άσχημο περιστατικό. Ο πατέρας είχε συνηθίσει να μπαίνη ελεύθερα σε όλα τα υπνοδωμάτια, μεταξύ των οποίων και σε αυτό που κοιμούνταν οι δύο κόρες του (τα κορίτσια ήταν τώρα δεκαπέντε και δεκατριών χρονών). Μια φορά μπήκε μέσα ενώ η νεώτερη, η ασθενής μας, γδυνόταν και είχε μόλις βγάλει όλα της τα ρούχα. Ο πατέρας ένοιωσε ευχάριστη έκπληξη από το σώμα του κοριτσιού που είχε ήδη τόσο αναπτυχθή, και της το είπε. Δεν μπόρεσε να αντισταθή στον πειρασμό και να μη χαϊδέψη το νεανικό της στήθος, και αυτό παρουσία της μεγάλης της αδελφής.
Επτά χρόνια αργότερα έδωσε μιαν ακόμη απόδειξη της διαστρεβλωμένης «μητρικής του λειτουργίας». Το κορίτσι ήταν τώρα είκοσι χρονών, ήταν ανάγκη να εξετασθή ιατρικά, και ο γιατρός έδωσε εντολή να γίνη εσωτερική πλύση του κόλπου. Όταν η κοπέλλα, που ήταν αθώα σεξουαλικά σαν παιδί, άρχισε τη διαδικασία, ο πατέρας ήταν παρών μέσα στο δωμάτιο, με το πρόσχημα ότι εκείνη θα μπορούσε εν αγνοία της να προξενήση κακό στον εαυτό της. Αισθάνθηκε υποχρεωμένος να της δείξη πώς πρέπει να το κάνη, και έβαλε ο ίδιος τον καθετήρα. Η ταραχή του, που δεν μπόρεσε να κρύψη εντελώς, τάραξε τη νεαρή γυναίκα και πλήγωσε ακόμη περισσότερο την ψυχή της.
Δεν ξέρουμε πώς συμπεριφέρθηκε ο πατέρας απέναντι στα άλλα παιδιά, αλλά γεγονός παραμένει ότι το αγόρι πέθανε στα δεκαοχτώ του χρόνια, και, πολύ αργότερα, η μεγαλύτερη κόρη αυτοκτόνησε.
Έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος έχασε τη γυναίκα και τα δυό παιδιά του, και το μόνο πράγμα που του έμεινε ήταν η μια του κόρη, η ασθενής μας. Αυτή η κόρη ήταν νευρωτική και γι’ αυτόν το λόγο ένα αγκάθι στην ψυχή του πατέρα της, που πάντα αισθανόταν βαθειά περιφρόνηση για τους νευρωτικούς ανθρώπους. Πέθανε σε ηλικία εβδομήντα οχτώ χρόνων, από τις επιπλοκές μιας εγχείρησης. Ήταν ένας αργός και βασανιστικός θάνατος. Το τέλος ήρθε στο νοσοκομείο, στο οποίο είχε νοσηλευθή ακριβώς για έξη μήνες, και στο οποίο η ασθενής μας τον επισκεπτόταν κάθε μέρα. Στις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του, το μυαλό του άρχισε να αδυνατίζη. Έτσι η συνείδησή του λίγο-λίγο εξαφανιζόταν. Σε αυτήν την κατάσταση του μυαλού, παρακάλεσε μια φορά την κόρη του να ξεντυθή. Επειδή η φωνή του είχε πια γίνει πολύ αδύναμη, αυτή έσκυψε επάνω του για να ακούση καλύτερα τα λόγια του, και τότε αυτός προσπάθησε να ξεκουμπώση τη μπλούζα της με τα ετοιμοθάνατα χέρια του, και θύμωσε μαζί της για μερικές ημέρες μετά απ’ αυτό, επειδή είχε αποφύγει το αγκάλιασμά του. Τις τελευταίες ημέρες το θέαμα ήταν οδυνηρό. Βασανιζόταν από όνειρα και παραισθήσεις. Φανταζόταν τον εαυτό του αλυσοδεμένο μέσα στη φυλακή, επειδή είχε δολοφονήσει και τις δύο κόρες του, και το έγραφαν, όπως έλεγε, σε όλες τις εφημερίδες.

Ο θάνατος ελευθέρωσε στο τέλος τον φτωχό γέρο άνθρωπο από το βάσανό του. Πέθανε μια Κυριακή πρωί. Τη στιγμή ακριβώς που άφηνε την τελευταία του πνοή, μια χορωδία από αδελφές του νοσοκομείου άρχισε να τραγουδάη τους συνηθισμένους Κυριακάτικους ύμνους στους διαδρόμους του κτιρίου. Αυτό ήταν μια σύμπτωση, αν θέλετε να το δείτε έτσι. Αλλά στα αυτιά της κόρης, που καθόταν δίπλα στο κρεββάτι τού πατέρας της που μόλις είχε ξεψυχήσει, οι φωνές έμοιαζαν με μιαν ουράνια συνοδεία για την ψυχή του πατέρα της, που θα έμπαινε στο Υπερπέραν. Αυτό το συγχρονικό γεγονός τής φάνηκε να δικαιώνη το γεγονός ότι δεν έπαψε ποτέ, παρ’ όλα όσα είχαν συμβή, να αγαπάη τον πατέρα της.
Μια προσπάθεια της Μεγάλης Μητέρας να θεραπεύση το ταμπού της ασθενούς
Η οικογενειακή τραγωδία που περιγράφηκε, έπρεπε να αναφερθή εδώ εξαιτίας λεπτομερειών που δεν είχαν μνημονευθή πιο πριν. Χωρίς αυτές τις λεπτομέρειες, δεν μπορούμε να καταλάβουμε την άποψη που εκφράζει η Μεγάλη Μητέρα στους επόμενους διαλόγους. Αλλά θέλω να αναφέρω πρώτα ένα απόσπασμα από το έργο «Ψυχολογία και Αλχημεία». Γράφει σ’ αυτό ο Jung:
«Οποιεσδήποτε αμαρτίες έχουν διαπράξει οι γονείς και οι πρόγονοι  απέναντι στο παιδί, γίνονται αποδεκτές από τον ενήλικο σαν ο εκ γενετής προσωπικός του καθορισμός, με τον οποίον πρέπει να συμφιλιωθή. Μόνον ένας ανόητος άνθρωπος ενδιαφέρεται για την ενοχή άλλων ανθρώπων, που δεν μπορεί να τους αλλάξη. Ο σοφός άνθρωπος θα αναρωτηθή: «Ποιος είμαι εγώ στον οποίον συμβαίνουν όλα αυτά;» Για να βρη μιαν απάντηση σ’ αυτό το μοιραίο ερώτημα, θα πρέπη να κοιτάξη μέσα στα ίδια του τα βάθη» (Σύγκρινε την εγκεκριμένη μετάφραση στα Άπαντα του Jung, Τόμος 12, παρ. 152 –B. H. ).
Αυτές οι γεμάτες νόημα σοφές λέξεις εκφράζουν ακριβώς την ιδέα της Μεγάλης Μητέρας αναφορικά με την εκπαίδευση της μαθήτριάς της. Η Μεγάλη Μητέρα τονίζει πάντοτε, όπως και ο Jung, την αξία τού να παίρνη κανείς πάντα την ευθύνη επάνω του, αντί να κρύβη την ενοχή του πίσω από τη σκιά κάποιου άλλου. Γι’ αυτό δίνει τώρα εντολή στη σκιά της ασθενούς να πη την ιστορία με τα δικά της λόγια, έστω κι αν αυτά τα λόγια δεν είναι και πολύ προσεκτικά διαλεγμένα. Και καλεί η Μεγάλη Μητέρα την ασθενή να συνειδητοποιήση τον ίδιον της τον ρόλο στην τραγωδία, τον ρόλο που έπαιξε μέσω της σκιάς, που είναι ένα μέρος τού εαυτού της.
Το αποτέλεσμα είναι μια συζήτηση ανάμεσα σε τρείς μορφές: Το εγώ, τη σκιά και τη Μεγάλη Μητέρα. Η σκιά μιλάει πρώτη:

Συζήτηση με τη σκιά υπό την επίβλεψη της Μεγάλης Μητέρας
Σκιά (στην ασθενή): Γιατί νομίζεις ότι η μητέρα σου αρρώστησε και πέθανε; Γιατί ο αδελφός σου πέθανε τόσο νέος και η αδελφή σου έβαλε τέλος στην ζωή της; Και πώς μπορείς να παραβλέψης αυτό που συνέβη τις τελευταίες μέρες της ζωής του πατέρα σου, όταν έδειξε καθαρά ότι σε επιθυμούσε; Μην είσαι παιδί! Κατάλαβε επιτέλους!
Ασθενής. Η αγάπη μου για τον πατέρα μου με τύφλωνε!
Σ.: Η ανόητη αγάπη σου. Εμένα ήθελε! Και με είχε! Εσύ διάλεξες την αθώα άγνοια. Καταπίεζες τα πάντα, βλέποντάς τα σαν να ήταν άκακα, ανόητο παιδί! Αλλά εγώ πήρα αυτό που μπορούσε να μου δώση. Ήταν ένα παιδί ο ίδιος. Θα σου το πω. Ο γιατρός είπε ότι η μητέρα σου δεν έπρεπε να κάνη άλλα παιδιά.
Α.: Το ξέρω· μου το είπε ο ίδιος. Κόντεψε να πεθάνη όταν γεννήθηκε ο μικρός μου αδελφός, και δεν έπρεπε να διακινδυνεύση άλλες γέννες.
Σ. : Δεν την άγγιξε μετά απ’ αυτό, και βρήκε καταφύγιο σε διαστροφές. Ικανοποιούσε το πάθος του με τη σκληρότητα.
Α. (απευθύνεται στη Μεγάλη Μητέρα): Σε παρακαλώ, Μεγάλη Μητέρα, μπορώ να μιλήσω με εσένα αντί για τη σκιά;
Μεγάλη Μητέρα: Μπορείς να συζητήσης αυτό το μέρος της ιστορίας μαζί μου. Άκουσε: ο εξωστρεφής πατέρας σου, σαν ένας σίγουρος για τον εαυτό του σκεπτόμενος τύπος, ήξερε ακριβώς πού τελειώνει το «σωστό» και πού αρχίζει η αμαρτία. Όσο δεν είχε μιαν άμεση συνουσία μαζί σου, τα έβλεπε όλα σαν πατρικά και επιτρεπόμενα. Δεν έβλεπε τη σεξουαλική σκιά του, ούτε έβλεπε ότι ζούσε αυτήν τη σκιά. Αγαπούσε τη δύναμη. Ήθελε όλοι να υποτάσσωνται σ’ αυτόν, αλλά όχι σε μιαν κανονική συνουσία. Έκανε τους άλλους να τον θέλουν, και μετά αποτραβιόταν στην εξωτερική του δικαιοσύνη. Αυτό είναι που υπέφερες εσύ, και γι’ αυτό αισθανόσουν μιαν καυτήν αγάπη χωρίς ανταπόκριση γι’ αυτόν. Τον αγαπούσες γιατί ήταν πολύ, πραγματικά, αξιαγάπητος. Κατά ένα μέρος η πατρική του αγάπη ήταν εντάξει και περισσότερο από εντάξει. Αλλά υπήρχε αυτή η διαστροφή μέσα του. Όταν ήσουν πολύ μικρό παιδί, σου έδειξε τα σεξουαλικά του όργανα και τη λαγνεία του, για να σε δη να πλημμυρίζης από επιθυμία. Αλλά δεν το γνώριζε αυτό· είχε τόσην άγνοια, σαν να ήταν ένα παιδί. Τώρα μπαίνει στην ιστορία η σκιά σου. Της άρεσε αυτό.
Α.: Σε παρακαλώ, Μεγάλη Μητέρα, μπορώ να μιλάω μαζί σου και όχι μαζί της;
Μ.Μ.: Όχι, άκουσε ως το τέλος τη δυσάρεστη γλώσσα της.
(Η ασθενής συμφωνεί με αυτό και ακούει τη σκιά.)
Σ.: Μου άρεσε απλά αυτή η αίσθηση – λίγο πόθος, λίγο φόβος, λίγο ενοχή – και μου άρεσε να τα νοιώθω μαζί μ’ αυτόν. Αισθανόμουνα σαν ένα σπουδαίο κορίτσι, και ήμουν ανώτερη απ’ τη δική σου ανοησία. Φυσικά, αυτός ήξερε υποσυνείδητα ότι θα μπορούσε πάντα να σε αποκτήση μέσα από εμένα. Και εγώ έπαιζα, σαν σκιά, καλοπιάνοντας τη δική του σκιά.
Μ.Μ. (διακόπτει τη σκιά και μιλάει στην ασθενή): Προσπάθησε να αναγνωρίσης τώρα αυτήν τη σκιά μέσα σου· νοιώσε υπεύθυνη γι’ αυτήν.
Α.: Θυμάμαι ότι κάποιο ένστικτο με προειδοποιούσε και μου έλεγε ότι το όλο πράγμα δεν ήταν σωστό.
Μ.Μ.: Αυτό το ένστικτο ήταν επίσης η σκιά· ήταν ένα άλλο μέρος της. Εάν είχες ακούσει το ένστικτό σου, θα μπορούσες να είχες απωθήσει τον πατέρα σου μακρυά σου: σ’ αυτά τα μεταγενέστερα, οπωσδήποτε τουλάχιστον περιστατικά που ήσουν μεγαλύτερη. Αλλά εσύ τον ενθάρρυνες. Ξέρεις πώς τον ενθάρρυνες;
Α.: Φοβάμαι ότι μου άρεσε η επαφή μαζί του.
Μ.Μ.: Ναι. Έτρεφες ευχαρίστηση, φόβο και αγωνία στο ασυνείδητό σου μάλλον, παρά ένα κομμάτι από την άγνοια και τις διαστροφές του. Πρόσφερες libido στην πιο σκοτεινή σκιά του πατέρα σου, αρνούμενη να το δης σαν κακό, κι αυτό παρά το ένστικτο που σε προειδοποιούσε. Δεν πρέπει να καταπιέζης τη δική σου ενοχή απαλλάσσοντας από την ευθύνη τον πατέρα σου. Δεν είναι ο προστατευτικός πατέρας που σε αγαπάει, και εσύ το υπάκουο, αθώο κορίτσι. Όχι. Αυτός πλησίαζε τη μικρή του κόρη με διαστροφικές τάσεις, κι αυτής τής άρεσε αυτό και το υποβοηθούσε. Σχεδόν αιμομιξία πατέρα-κόρης! Ένα μόλις μικρό βήμα ακόμη, και θα μπορούσε να είχε πάει στη φυλακή. Αυτό το μικρό βήμα φυσικά δεν έγινε, και αποσυρθήκατε και οι δύο μέσα σε μιαν «άμεμπτη» αξιοπρέπεια, με τις αιμομικτικές κλίσεις καλυμμένες κάτω από μιαν επιφανειακή αθωότητα. Σήμερα είσαι ακόμη κάτω από τη μαγεία όλων αυτών. Σπάσε τώρα αυτά τα μάγια! Μη συνεχίζης να βαραίνης τον εαυτό σου με την ψεύτικη αξιοπρέπεια του πατέρα σου. Δες τη σκιά σου και σπρώξε αυτήν τη σκιά στην άκρη, κρίνοντας τον πατέρα σου αυστηρά. Και ανάλαβε ολόκληρη την ευθύνη για τον ρόλο που η δική σου σκιά έπαιξε στην τραγωδία. Υπόφερε την αηδία που νοιώθεις γι’ αυτήν, μέχρι τέλος! Ίσως η πληγωμένη σου φύση να σε συγχωρήση τότε, και να αποκατασταθή η ισορροπία στην ψυχή σου!

(συνεχίζεται)
ΣΧΟΛΙΟ: Όπως φανερώνεται πλέον ξεκάθαρα, η αιμομιξία είτε στό ψυχολογικό, είτε στό σωματικό επίπεδο είναι η πλέον κυρίαρχη ασθένεια τής οικογένειας, μέ ανεκτιμητες ακόμη συνέπειες, ιδιαιτέρως δέ σέ έναν πολιτισμό ο οποίος είναι άθεος.
Aμέθυστος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Σε έναν τέτοιο κόσμο μας οδηγεί και ο σιωνισμός με τα τσιράκια του, τους κάθε λογής 'μεμυημένους' και τέκτονες. Αυτή είναι η ουτοπική κοινωνία την οποία πρεσβεύει στο έργο του ο Bloch και άλλοι -ακόμη και ο Eμπειρίκος! - το συνεχές otium των ειδωλολατρών, σε μια αχρηματική κοινωνία όπου θα έχει καταλυθεί ο καπιταλισμός και θα κυριαρχεί το απελευθερωμένο από την ενοχή και το νόμο υποσυνείδητο. Και φυσικά σε μια τέτοια κοινωνία θα λείπει το πρόσωπο, αφού η 'συνείδηση' -ή μάλλον ό,τι θα έχει απομείνει από την συνείδηση- θα λειτουργεί μηχανιστικά, υπό την απόλυτη κυριαρχία του δράκοντος (θήλυ). Εξ'ου και η απενεχοποίηση και προβολή της ομοφυλοφυλίας. Σκοπός ο θάνατος του ήρωος, του συνειδητού, του ανδρείου φρονήματος, η εκθήλυνση - παθητικότητα των πάντων...
Αποκαλυπτικό το βιβλίο του Σάββα Μιχαήλ, Μορφές του Μεσσιανικού, εκδ. Άγρα (ειδικά τα κεφάλαια για τους Spinoza, Bloch,Εμπειρίκο).
ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΑΣΕΙ...