Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Ο Μεγάλος διάλογος του Πλάτωνος – Σοφιστής

ΚΑΤΑ  ΖΗΖΙΟΥΛΑ
Με την βοήθεια του διαλόγου ‘‘Ό σοφιστής’’ θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε τη «θεολογία» του Ζηζιούλα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο. Ιδιαιτέρως την κατηγορία της ετερότητος.
-Το ερώτημα της γνώσεως και του αντικειμένου της, το αιώνιο είναι (όν) πιέζει από τα βάθη αυτόν τον διάλογο του Πλάτωνος, ο οποίος επιπλέον εξετάζει την φύση του Σοφιστού και κατά συνέπειαν και του φιλοσόφου. Ο φιλόσοφος Σωκράτης και η αντίθεσή του, ο Σοφιστής, αντιπαρατίθενται σ’αυτόν τον διάλογο. Ο μαθηματικός Θεόδωρος συνδέει τον διάλογο με τον Θεαίτητο, και ο ξένος της Ελέας με τον Παρμενίδη. Ο μαθηματικός μάς θυμίζει την τέχνη της διαιρέσεως που αναπτύχθηκε στον διάλογο Θεαίτητος, και η οποία χρησιμοποιήθηκε και εδώ. Ο Θεαίτητος είχε εγείρει ορισμένες απορίες χωρίς να τις λύσει. Κατά πρώτον, για να ορίσει την γνώση είχε ερευνήσει την σημασία του λάθους. Είχε δείξει διάφορα είδη λάθους, αλλά δέν έφτασε να μας πει τί πράγμα μπορούσε να είναι το λάθος καθ’εαυτό. Είχε αναφερθεί επίσης το θέμα του Ηράκλειτου, είχε καθορισθεί δηλ. μία αναγκαία τοποθέτηση στην Πλατωνική τάξη του κόσμου, στο γίγνεσθαι και στην αλλαγή. Έπειτα ο Παρμενίδης ταυτίζοντας είναι και γνώση είχε ανοίξει τον δρόμο στην γνώση του Είναι. Αρνούμενος όμως πραγματικότητα σε κάθε πράγμα, εκτός του Ενός, είχε αποκλείσει επίσης αυτή την οδό γνώσεως. Ο διάλογος "Παρμενίδης" με την διαλεκτική του ΕΝΟΣ και του ΑΛΛΟΥ είχε ανοίξει έναν επικίνδυνο καινούργιο δρόμο. Εάν η αλήθεια αναφέρεται στα όντα ή στο Είναι, τότε το ψέμμα θα πρέπει να έχει κάποια σχέση με το αινιγματικό πρόβλημα του μή-Είναι.
Είναι λοιπόν η αλήθεια και το ψεύδος που συγκρούονται μεταξύ τους. Το παράδοξο της περιπτώσεως είναι πως ακριβώς οι αντιλογούντες Σοφιστές χρησιμοποίησαν και ανέδειξαν την σύλληψη του Παρμενίδη, η οποία αρνείται την πραγματικότητα του μή-είναι (και επομένως και την δυνατότητα να μιλήσουμε γι’αυτό) και αυτό με τον σκοπό ακριβώς να καταστρέψουν την δυνατότητα της αλήθειας, του διαλόγου του αληθινού και της διαπραγμάτευσης, με τον σκοπό να τα υποκαταστήσουν με την λανθασμένη τους ιδέα περί αυθεντικού διαλόγου. Αρνήθηκαν πως το ψεύδος ήταν κάν δυνατό.
Όπως δεν υπάρχει αλήθεια χωρίς λάθος, έτσι και ο φιλόσοφος κατανοεί την φύση του μόνον στην διαμάχη του με τον Σοφιστή.
Έτσι λοιπόν η «δημιουργία» (ποιητική-κριτική) παίρνει μία πολύ σπουδαία θέση από την αρχή της έρευνας, διότι δημιουργία σημαίνει «φέρνω από το μή-είναι στο είναι» (219 Β). Έτσι ώστε το μή-είναι να εισέρχεται αμέσως στην συζήτηση, διότι είναι ένα θεμελιώδες φαινόμενο της ίδιας της ζωής, καθότι οι ενέργειες της παραγωγής, της ποιήσεως και της δημιουργίας το προϋποθέτουν. Έτσι λοιπόν, μ’αυτή την αρχή ξεκαθαρισμένη αρχίζει η περιγραφή του Σοφιστή, ο οποίος είναι κυνηγός ανθρώπων, όχι όμως σαν την πειρατεία, αλλά με τα όπλα της πειθούς. Είναι μία πειθώ η οποία απευθύνεται στα άτομα και όχι στον λαό, όπως η ρητορική, αδελφή της τέχνη του ψεύδους. Το ψεύδος της Ρητορικής συνίσταται στο γεγονός πως ισχυρίζεται ότι μπορεί να διδάξει την αρετή. Στον διάλογο «Πρωταγόρας», ερευνώντας την φύση του (ότι ποτ’έστιν), ονομάζεται «έμπορος τροφής για την ψυχή». Ο Σοφιστής πουλά φαγητό που έχουν φτιάξει άλλοι. Η τέχνη του είναι ψυχεμπορική και γι’αυτό ισχυρίζεται πως μπορεί να πωλήσει αρετή. Η τέχνη του είναι η αμφισβητητική και κινείται στο βασίλειο των λόγων, γι’άυτό και είναι πολύ επικίνδυνος. Κάθε εποχή έχει την υποχρέωση να ξετρυπώνει τους Σοφιστές και τους Ρήτορες. Διότι είναι γόητες και θαυματοποιοί (235 ΑΒ) και δέν καλλιεργούν μίαν εικαστική τέχνη, αλλά μία φανταστική, με την οποία δημιουργούν ψεύτικες εικόνες. Η ερώτηση λοιπόν γύρω απο τον Σοφιστή και τον Ρήτορα είναι: πώς είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι σαν την ψευδαίσθηση, την αντιγραφή, το μή-είναι και το ψεύδος;
Με τις ερωτήσεις αυτές ξεκινά και η οντολογική έρευνα, ας πούμε : με τις λέξεις ακριβώς, ψευδαίσθηση και αντίγραφο. Με την επίδειξη, το ίχνος, την σκιά, την μάσκα και το αντίγραφο, την μίμηση. Οι οποίες «περιγράφουν» το μή-όν. Επομένως μπορούμε να πούμε το ψεύδος, με λέξεις οι οποίες δεν ανταποκρίνονται σε ένα οποιοδήποτε όν. Κατασκευάζοντας ένα είδωλο, διότι ο Σοφιστής είναι ειδωλοποιός. Ένα τέτοιο είδωλο μοιάζει με κάποιο πραγματικό όν, αλλά είναι άλλο από αυτό. Δεν είναι αληθινά πραγματικό, παρότι υπάρχει καθ’εαυτό, είναι αυτόνομο. Είναι κατά κάποιον τρόπο. Δια της συμπλοκής των αντιθέτων (όντως - ούκ όντως).
Ερευνώντας όμως το είναι καθ’αυτό (ΙΙ 1b 244Β-245 Ε) όπως το ανακάλυψε και το εξέφρασε ο Παρμενίδης, ο Πλάτων ανακαλύπτει πως η ενότης και η διαφορετικότης (ετερότης) δεν αλληλοαποκλείονται αλλά έχουν την ανάγκη η μία της άλλης
Ξεκινά κατόπιν την γιγαντομαχία ανάμεσα σ’αυτούς που πιστεύουν πως το είναι αποδίδεται μόνον σε ό,τι είναι φυσικό και χειροπιαστό και σε εκείνους οι οποίοι αποδίδουν το αληθινό Είναι στις νοητές ασώματες μορφές. Και καταλήγει στον ορισμό τού Είναι σαν δύναμης, που θα γίνει παγκόσμια, με την βοήθεια του Αριστοτέλη: Δύναμις τού ποιείν και πάσχειν.
Υπάρχουν και οι «πνευματικοί», αυτοί που θέτουν μία απόλυτη απόσταση, διαχωρισμό, ανάμεσα στον νοητό κόσμο και τον Φυσικό ή του Γίγνεσθαι. Όμως, λέει ο Πλάτων, η κοινωνία μας με το γίγνεσθαι επιτυγχάνεται μέσω του σώματος και δια μέσου των αισθήσεων, η κοινωνία μας με το Είναι επιτυγχάνεται μέσω της ψυχής και δια μέσουν των συλλογισμών (δια λογισμών). Οι θεωρητικοί αρνούνται την δύναμη του ποιείν και πάσχειν στον νοητό κόσμο, στον κόσμο της σκέψης ας πούμε, αλλά εάν η αντίληψη είναι μία κοινωνία, το ίδιο είναι και η σκέψη. Η σκέψη και η γνώση είναι πράξεις, ενέργειες. Η γνώση του Είναι, να γίνει κάτι γνωστό, είναι ένα πάθος (μία εμπειρία) και επομένως μία κίνηση του Είναι (248 Ε). Οι πνευματικοί αρέσκονται να πιστεύουν πως το παντελώς όν, στο μεγαλείο του και στην λαμπρότητα του, είναι αιωνίως ακίνητο, πως δέν έχει ψυχή, ούτε κίνηση. Διαθέτει όμως αντιθέτως νόηση, ζωή, έχει ψυχή και κίνηση (και εδώ η κίνηση ελευθερώνεται από τον χώρο).
Το πρόβλημα που δημιουργείται τώρα με την κατάκτηση της κοινωνίας και της κινήσεως είναι ότι χάνεται η ταυτότης (το κατά ταυτά και ωσαύτως και περί το αυτό), εάν δεν υπάρχει ησυχία (άνευ στάσεως). Όποιος όμως καταστρέφει την ταυτότητα, καταστρέφει την νόηση, την γνώση, την σοφία. Διότι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε κάτι που αλλάζει συνεχώς. Πρέπει λοιπόν να τα υπερβούμε. Το είναι λοιπόν είναι κάτι που σκεπάζει, που αγκαλιάζει κίνηση και στάση. Αγνοούμε αυτά που τα χωρίζουν και ποντάρουμε μόνον «πρός την της ουσίας κοινωνίαν». Είναι όμως δυνατόν; Δέν πρέπει το είναι, να είναι ή το ένα ή το άλλο; Μία κάποια λύση προσφέρεται από την συμπλοκή είναι και μή είναι, από την κοινωνία δηλ. που προσφέρει και η ενέργεια της σκέψης και το γίγνεσθαι του σώματος. Η οποία κοινωνία θεμελιώνει τις σχέσεις ανάμεσα στα αντικείμενα και στον κόσμο των σωμάτων και σε κείνον των καθαρών μορφών. Έτσι φτάνουμε σε ένα κορυφαίο αδιέξοδο. Το είναι και το μή-είναι αντιμετωπίζουν εξίσου τα ίδια προβλήματα εάν υπολογιστούν το καθένα τους ξεχωριστά. Μένει για να προχωρήσουμε την έρευνα να τα ερευνήσουμε συνδεδεμένα, ενωμένα. Και η έρευνα θα συνεχιστεί εξετάζοντας τόσο το είναι όσο και το μή-είναι. Ξεκαθαρίζοντας κατ’αρχάς εάν πρέπει να υπάρχει κοινωνία ανάμεσά τους. Το βασικό ερώτημα είναι εάν μπορούν μόνον μερικά πράγματα να έλθουν σε κοινωνία με μερικά άλλα και εάν υπάρχει μία τέχνη που μπορεί να διαθέτει την γνώση των συνδυασμών και των δυνατών κοινωνιών. Διότι είναι αδύνατον όλα να κοινωνούν με όλα. Στον Σοφιστή εξετάζεται εάν η κοινωνία και η διαίρεση μπορούν να συνδυαστούν μαζί και ποιοί είναι οι συνδυασμοί τής κοινωνίας των. Και προκύπτει πως εάν υπάρχει ή όχι κοινωνία ανάμεσα στις ουσίες και ποιού είδους κοινωνία είναι, μπορεί να καθοριστεί μόνον εάν οι ουσίες είναι γνωστές ξεχωριστά. Είναι αληθινά γνωστές εάν γίνει δυνατόν, μέσω της μεθόδου της διαιρέσεως, να τοποθετηθούν στην θέση τους, σε ένα συγκεκριμένο μέρος  του συστήματος. Και αυτό είναι το έργο του διαλεκτικού, του φιλοσόφου.
Έτσι λοιπόν το Είναι, η κίνηση και η στάση είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Η κίνηση και η στάση δεν συνδυάζονται μεταξύ τους, αλλά το Είναι συνδυάζεται και με τα δύο. Κάθε μία απο τις τρείς μορφές είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της και διαφορετική από τις άλλες. Μ’αυτόν τον τρόπο αποκτώνται ένα τέταρτο και ένα πέμπτο είδος : το ταυτόσημο, η ταυτότης, ταυτόν, και το διαφορετικό, το άλλο (θάτερον, διαφορά, διαφορετικότης), και τα δύο διαφορετικά και από την κίνηση και από την στάση και από το Είναι. Η κίνηση είναι διαφορετική από το ταυτόν, και διαφορετική και από το άλλο. Συνδυάζεται και με τα δύο χάρη στην μέθεξη και την κοινωνία (256 Β ). Η κίνηση είναι κάτι διαφορετικό από το είναι αλλά μετέχει τού είναι και γι’αυτό είναι και δεν είναι ταυτόχρονα. Μαθαίνουμε ακόμη πως το διαφορετικό, το άλλο, είναι εκείνο που κάνει δυνατή, σε κάθε μορφή, την μετοχή στο Είναι, και ακόμη περισσότερο στο μή-είναι. Ακόμη και το είναι εις εαυτόν είναι αυτό που είναι, διότι «δεν είναι» οποιοδήποτε άλλο πράγμα. Μ’αυτόν τον τρόπο το μή-είναι χάνει την αντίθεσή του στο Είναι και γίνεται το άλλο. Μία άρνηση, μία απόφασις σαν όχι ωραίο ή μή –είναι, δεν δείχνει μία σχέση ανάμεσα σε αντίθετα, αλλά κάτι διαφορετικό. Το διαφορετικό λαμβάνει μία θέση στο βασίλειο του Είναι (258 ΒC).
Μία σημαντική παρατήρηση βρίσκεται επίσης στο (257 C 1-3), όπου λέγεται ξεκάθαρα πως οι αναλύσεις αυτές δεν αφορούν μόνον στα ονόματα αλλά ακόμη περισσότερο στα πράγματα, που αυτά δείχνουν, τις πραγματικότητες δηλ. της ζωής. Και ενώ ο τρόμος του μηδενός φαινόταν να χάνεται στην διαφορετικότητα, συναντούμε ηθικά αντίθετα, το ωραίο και το μή-ωραίο, το δίκαιο και το μή-δίκαιο. Το δίκαιο και το άδικο. Αυτό που σημάδεψε τελικώς την ζωή του Σωκράτη.
Με την προϋπόθεση αυτών των λίγων μπορούμε να πλησιάσουμε με σιγουριά τα θεολογικά κείμενα πλέον του Ζηζιούλα, ελπίζουμε στον καιρό τους.
Αμέθυστος

2 σχόλια:

always@work είπε...

Μπραβο, πολυ ωραιο αρθρο.

amethystos είπε...

Ευχαριστούμε. Τό είχαμε ξεχάσει. Καλή Ανάσταση.