Συνέχεια από:Παρασκευή, 3 Οκτωβρίου 2014
Συνεχίζεται
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΒΙΤΤΟΡΙΝΟ.
Του Pierre Hadot.
Υπάρχει και μία άλλη θεολογική μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται απο τον Πορφύριο, όταν μας προσφέρει μία ανακεφαλαίωση της Θεολογίας των Χαλδαϊκών λόγων, στο σχόλιό του στον Παρμενίδη του Πλάτωνος. Πρόκειται για την μέθοδο των αντιθετικών κατηγορημάτων. Φαίνεται να είναι πολύ αγαπητή μέθοδος στον Πορφύριο, ο οποίος στις "αφορμές προς τα νοητά" σημειώνει πώς οι αρχαίοι παρέστησαν το ασώματο προσθέτοντας τις πιό ενάντιες ιδιότητες, για να μας βοηθήσουν να εξορίσωμεν απο αυτό τις σωματικές επίνοιες, οι οποίες παρασκιάζουν τις γνωστικές ιδιότητες του όντος (38. Η παράσταση του ασωμάτου όντος ιδιότητα). Τα "λόγια" σύμφωνα με τον Πορφύριο, δέχονται ταυτοχρόνως δόγματα διαμετρικά αντίθετα. Απο το ένα μέρος λένε ότι ο Θεός είναι ξένος σε κάθε πράγμα, ακόμη και απο εκείνα που του ανήκουν και ότι ο Θεός απέχει τελείως απο τον αριθμό. Δηλαδή τα πράγματα δέν μπορούν να συναριθμηθούν με τον Θεό. Και απο το άλλο μέρος τα "λόγια" δηλώνουν πώς ο Θεός διαθέτει μία δύναμη και έναν Νού, και πώς αυτή η δύναμη και αυτός ο νούς είναι συνενωμένα μαζί του στην απλότητα! Δεν διαχωρίζουν τον Θεό απο την Τριάδα.
Οι Νεοπλατωνικοί έλεγξαν αυτή την μέθοδο, διότι κατά την αποψήτους, έχει σαν συνέπεια την συν-αρίθμηση του Θεού με τα πράγματα που έρχονται μετά απο αυτόν. Ο Θεός φανερώνεται αυτή την φορά σαν ο πρώτος όρος μίας Τριάδος, καθώς η δύναμις του και ο νούς του είναι μία εξήγηση (ξεδιπλωμα-έξοδος) και μία φανέρωση του Είναι του. Ο Πορφύριος γνωρίζει πολύ καλά την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στις δύο πλευρές τής Θεολογίας του. Απο το ένα μέρος δέν είναι χωρισμένος απο την Τριάδα. [απο το κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσιν θα λέγαμε σήμερα, διότι η πνοή ζωής, έχει ακριβώς Τριαδική σύσταση, αλλά δέν περιέχει τον Θεό, όπως ισχυρίζονται σήμερα οι Θεολογούντες το Πρόσωπο, ή όσοι ταυτίζουν την Αγία Τριάδα με την εμμένεια, την ενυπάρχουσα Τριάδα, τον Θεό με τον άνθρωπο ή ισχυρίζονται ότι ο Χριστός ήρθε για να αποκαταστήσει το κατ'εικόνα και ομοίωση] και απο το άλλο μέρος "καταργεί" τον αριθμό. Πάντως αυτή η θεολογική μέθοδος (η καταφατική) είναι κατώτερη της αποφατικής.
Στην συνέχεια ο Πορφύριος σχολιάζει με ακρίβεια την αρχή της δευτέρας υποθέσεως (Παρμ 142 b). "Όρα δη εξ 'αρχής. Εν εί εστίν, άρα οίον τε αυτό είναι μέν, ουσίας δέ μή μετέχειν;" (Αν είναι το έν, είναι δυνατόν αυτό να είναι, να μήν μετέχει όμως σε ουσία;) Και προσπαθεί να εξηγήσει αυτό το παράδοξο, διότι αφήνει να εννοηθεί πώς η ουσία προϋπάρχει τού δευτέρου Ενός το οποίο μετέχει της ουσίας. Και εξηγεί πώς ο Πλάτων περνώντας σ'αυτή την δεύτερη υπόθεση, περνά απο το επίπεδο του Ενός, σε εκείνο του Όντος. Το όν όμως δέν μετέχει της ουσίας, διότι είναι καθαυτή ουσία. Όμως ο Πλάτων δέν είπε πώς το όν μετέχει της ουσίας, κάτι που δέν έχει κανένα νόημα, αλλά είπε πώς το Ένα μετέχει της ουσίας, δηλαδή άφησε μία διδασκαλία γύρω απο το δεύτερο Ένα. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πώς σ'αυτή την διατύπωση του Πλάτωνος "μετέχειν", σημαίνει "είναι μέρος με", επομένως "σχηματίζει ένα όλον με". "εν όν το όλον τούτο" (Αυτίκα εκείνο εν μόνον, τούτο δέ εν πάντα κακείνο μέν εν ανούσιον, τούτο δέ έν ενούσιον, το μέν ήν ακραιφνές εν, το δέ ούκ ακραιφνές. Διό ομού εκείνο και ούκ εκείνο (είναι και δέν είναι ταυτοχρόνως το πρώτο Ένα), ότι το μετά τι και το απο του εκείνο τί τρόπον τινά εστίν, αφ'ού και μέθ ό εστίν και άλλο τί, ό ού μόνον ούκ έστιν εκείνο αφ'ού αυτό εστίν, αλλά και εν τοις αντικειμένοις συμβεβηκόσι θεωρούμενον. "Διότι αυτό που είναι μετά απο κάτι και έρχεται απο αυτό το πράγμα, κατά κάποιο τρόπο συμπίπτει μ'αυτό, απο το οποίο και μέσω του οποίου έρχεται και ταυτοχρόνως είναι κάτι άλλο, διαφορετικό, το οποίο όχι μόνον συμπίπτει μ'αυτό απο το οποίο έρχεται, αλλά γνωρίζεται επίσης (θεωρείται) με κατηγορήματα (συμβεβηκόσι) ενάντια".
[Έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτή η διάκριση του Πορφύριου σε πρώτο και ακραιφνές Ένα και σε δεύτερο ούκ ακραιφνές, και για την προτεσταντική ψευδο-θεολογία του προσώπου και της αποστολής τού Κυρίου, και για την Θεολογική ανοησία του Ζηζιούλα ο οποίος ονομάζει τον Κύριο δεύτερο Θεό. Και όλα αυτά τα ανόητα ψεύδη πηγάζουν απο τον Χάιντεγκερ, όπως είναι ήδη γνωστό. Ας το δούμε αναλυτικότερα. Ο Πορφύριος διακρίνει ανάμεσα στο Είναι-άπειρο και το όν-μετοχή, κάτι που τροποποιεί την θεωρία του Πλωτίνου του Ενός-πρώτου και του Ενός δευτέρου. Αυτή η διάκριση ανάμεσα στο Είναι και στο όν που γεννήθηκε στην ιστορία της Ενολογίας, αντιπροσωπεύει ταυτοχρόνως και μία στροφή στην ιστορία τής οντολογίας, την οποία ισχυροποίησε όπως θα δούμε ο Αυγουστίνος. Ο Πορφύριος αποτελεί ένα σταυροδρόμι στην ιστορική εξέλιξη της Δυτικής σκέψης. Για πρώτη φορά το ρήμα "Είναι" κατανοείται σαν δραστηριότης, και αυτή η καθαρή δραστηριότης ταυτίζεται με την πρώτη αιτία, αλλά ταυτοχρόνως αυτό ετοιμάζει την προοδευτική αφομοίωσή του Ενός στο Είναι.
Το Είναι αντιπροσωπεύει το μέγιστο της ενέργειας, το μέγιστο της απλότητος και το μέγιστο της ακαθοριστίας. Και βρισκόμαστε μπροστά σε μία μετάθεση Πλατωνική του Αριστοτελισμού (και του Στωϊκισμού), με αποτέλεσμα την ύπαρξη μίας μεσολαβήσεως ανάμεσα στην ενολογία και την οντολογία. Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε σαν μία "όντο-ενολογία", φτιάχνοντας αυτόν τον όρο ειδικά για τον Πορφύριο. Με συντομία αυτή η μετάθεση που πέτυχε ο Πορφύριος του Στωϊκισμού και του Αριστοτελισμού σε μία Πλατωνική οπτική, έχει ώς εξής: Αυτή η μετάθεση αντιστρέφει την σχέση που είχε συστήσει ο Στωϊκισμός ανάμεσα στην ύπαρξη και την υπόσταση. Για τους στωϊκούς η ουσία αντιπροσώπευε την οντολογική πληρότητα, ενώ η ύπαρξις διέθετε μόνον μία ήμι-πραγματικότητα, διότι ανήκε στην τάξη του κατηγορούμενου, δηλαδή στην τάξη του ασώματου, του χρονικού, και του συμβεβηκότος. Στον Πορφύριο το στωϊκό κατηγορούμενο ξαναγίνεται ένα Πλατωνικό κατηγορούμενο, δηλαδή η ιδέα στην οποία μετέχουν οι ουσίες και τα υποκείμενα. Η ύπαρξις γίνεται τότε η υπερβατική αρχή, η προϋπαρξη, ξεκινώντας απο την οποία συστήνεται η ουσία, η οποία έχει πλέον μόνον μία έμμεση πραγματικότητα. Αλλά η ύπαρξις διατηρεί και τον χαρακτήρα της ενέργειας που διέθετε στο στωϊκό σύστημα. Απο εδώ λοιπόν προέρχεται το παράδοξο ενός Είναι το οποίο είναι ταυτοχρόνως η ιδέα του όντος και καθαρή ενέργεια.
Ενώ η μετάθεση του αριστοτελισμού συνίσταται στην εννοιολόγηση με Πλατωνική σημασία της αριστοτελικής αντιθέσεως ανάμεσα στο Είναι-του Πράγματος και το ίδιο το Πράγμα. Στον Αριστοτέλη αυτή η αντίθεση αντιστοιχούσε σε μία διάκριση ανάμεσα στην έννοια του πράγματος και την συγκεκριμένη του πραγματικότητα. Για έναν πλατωνικό αυτή η αντίθεση λαμβάνει την σημασία μίας διακρίσεως ανάμεσα στην ιδέα του πράγματος και του ιδίου του πράγματος. Στο όν λοιπόν θα διακριθεί το κατηγόρημα "Είναι" που ορίζει την ουσία του όντος και θα δημιουργηθεί η ιδέα του όντος, ιδέα ή οποία δέν θα είναι άλλο παρά το καθαρό Είναι, απολύτως απλό και ακαθόριστο.
Έτσι λοιπόν εάν απο την άποψη της Ενολογίας, η πρωτοτυπία του Πορφύριου βρίσκεται στην ταύτιση του Ενός με το Είναι, απο την άποψη της οντολογίας, η πρωτοτυπία του βρίσκεται στην ταύτιση της υπάρξεως με το "Είναι μόνον," δηλαδή με την ταύτιση της ενέργειας του Είναι, το "ρήμα" Είναι, με την καθαρή ουσία, λαμβανόμενη στην πιό απόλυτη απροσδιοριστία της, και η επόμενη διάκριση τού συγκεκριμένου και καθορισμένου όντος. Δέν υπάρχει διάκριση λοιπόν στην οντο-ενολογία του Πορφύριου ανάμεσα στην ύπαρξη και την ουσία. Το είναι προκύπτει αδιασάλευτα σαν ενέργεια και ιδέα. Η θεμελιώδης αντίθεση εδώ είναι εκείνη που συστήνεται ανάμεσα στο Είναι, στην ενέργεια, χωρίς υποκείμενο, που συμπίπτει με το υπέρτατο Ένα, και το ένα όν, που είναι το πρώτο υποκείμενο, η πρώτη μορφή που προκύπτει απο το Ένα-Είναι.
Το άπειρο-Είναι για πρώτη φορά στην ιστορία της φιλοσοφίας είναι καθαρά διακεκριμένο απο το Είναι μετοχή. Υπάρχουν δύο Λατίνοι συγγραφείς που δέχθηκαν την διάκριση του Πορφύριου ανάμεσα στο Είναι και στο Όν και πρόκειται για τον Βοήθιο και τον Βιττορίνο. Ο Βοήθιος υπήρξε πιό σημαντικός ιστορικά διότι προσλαμβάνοντας τις εμπνεύσεις του Πορφύριου, ξεκινά εκείνη την διαδικασία τής αφομοιώσεως τής πρωτογενούς ενολογικής θέσεως σε μία διάσταση καθαρά οντολογική, κάτω απο την άποψη του Αριστοτέλη, όπως ομολογεί και ο ίδιος σχολιάζοντας την "Εισαγωγή" του Πορφύριου. Ενώ ο Βιττορίνο παραμένει πιστός στον Πορφύριο και επηρεάζει καθοριστικά σχεδόν αποκλειστικά τον Αυγουστίνο.
Αυτή η διάκριση ανάμεσα στο άπειρο-Είναι και στο Είναι-μετοχή (μετεχόμενο), ιδιαιτέρως δέ η ταύτιση ανάμεσα στο άπειρο-Είναι και το Απόλυτο, άνοιξε τον δρόμο στον προβληματισμό της μοντέρνας οντολογίας. Έτσι και ο Χάιντεγκερ αρνείται να ταυτίσει τον Θεό και την Παρουσία (σύμφωνα με την γλώσσα του, το Είναι), όπως αρνείται και να ταυτίσει την ανθρώπινη συνείδηση μ' αυτή την παρουσία. Παρ'όλα αυτά όμως γι'αυτόν το Είναι ή η Παρουσία είναι υπερβατική ώς πρός τα όντα. Έτσι η σύλληψη του Πορφύριου μίας ενέργειας τού Είναι που υπερβαίνει κάθε ορισμό, και κατανοείται μόνον με μία αρνητική (αποφατική) μέθοδο, γνώρισε μία σημαντική ιστορική σπουδαιότητα! Ο Χάιντεγκερ οικοδόμησε όλη του την φιλοσοφία πάνω στην "λήθη του Είναι" και στην σύγχυση αυτού με το όν. Αλλά προχώρησε επίσης και στον δρόμο της λήθης του Ενός. Για τον Χάιντεγκερ, η δυτική μεταφυσική έχασε την "οντολογική διαφορά", παρουσιάζοντας μας πάντοτε το Είναι στην πραγματικότητα του όντος. Ο Beierwaltes επισήμανε όμως πώς εάν ο Χάιντεγκερ είχε μελετήσει κάποιον απο τους Νεοπλατωνικούς δέν θα είχε ισχυρισθεί πώς όλη η μεταφυσική ξέχασε την "διαφορά" της Αρχής. "Η Θέση του Χάιντεγκερ περί της "λήθης του Είναι" εκ μέρους όλης της μεταφυσικής δέν φαίνεται να είναι υποστηρίξιμη, λαμβάνοντας υπ'όψιν πώς για την νεοπλατωνική σκέψη η αρχή δέν είναι ακριβώς το Είναι αλλά το Ένα "υπέρ-ούσιον". Αυτό αντικρούσθηκε ήδη απο τον Πορφύριο, ο οποίος σκέπτεται το Ένα σαν καθαρή πραγματικότητα (το ενεργείν καθαρόν) ενός υπάρχοντος Είναι υπέρ το όν και γι'αυτό απόλυτο και απο τον Κουζάνο: Είναι, Ένα και Θεός είναι χωρίς διάκριση ταυτόσημα". (Ταυτότης και Διαφορά, Franfurt am Main, 1980)].
Έτσι λοιπόν, όπως "ζώον" και "λογικόν" ανακατεύονται για να σχηματίσουν μία νέα ενότητα που είναι ο άνθρωπος, με τον ίδιο τρόπο "Ένα" και "όν" σχηματίζουν μαζί μία νέα υποστατική ατομικότητα η οποία μιμείται το πρώτο Ένα, αλλά "ουσιαστικοποιημένη". Το Ένα που εισέρχεται έτσι σε σύνθεση με την ουσία δέν είναι πλέον το πρώτο Ένα και παρ'όλα αυτά κατά κάποιο τρόπο, είναι ακόμη αυτό το πρώτο Ένα, στο μέτρο στο οποίο αυτό που έρχεται απο ένα άλλο, είναι κατά κάποιο τρόπο αυτό απο το οποίο έρχεται. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι μέσω αυτής της διατυπώσεως, το Ένα μετέχει της ουσίας. Ο Πλάτων θέλησε να αφήσει να εννοηθεί ότι το δεύτερο Ένα μετέχει του πρώτου, και όχι ότι το πρώτο Ένα είναι όν ή ουσία, καθότι μετέχοντας ακριβώς του πρώτου Ενός, το δεύτερο γίνεται Ένα-Ον. Εδώ μάλλον έχουμε κάποια κρυφή θεωρία. Εάν μετέχοντας του πρώτου Ενός, το δεύτερο Ένα γίνεται Ένα-Ον, τότε δέν είναι μήπως το το πρώτο Ένα που είναι το ίδιο το Είναι, ακριβέστερα το Είναι και το καθαρό Ενεργείν πέραν του όντος;!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου