Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Προτεσταντισμός - Ευχαριστία – Συνοδικότητα (3) του Χρήστου Γιανναρά

Προτεσταντισμός - Ευχαριστία – Συνοδικότητα

Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΑ τόμος 89, τεύχος 3 (2018) σελ. 91-106

Χρήστου Γιανναρά


Συνέχεια από Παρασκευή, 11 Ιανουαρίου 2019


Η Εκκλησία δεν «βελτιώνει» τη συμπεριφορά, τα ήθη, τον χαρακτήρα: αλλάζει τη φθαρτή ύπαρξη σε ελεύθερη από περιορισμούς και αναγκαιότητες ύπαρξη, αλλάζει τον ατομοκεντρισμό σε ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, τον θάνατο σε ανάσταση. Με τέτοιες εκφράσεις προσπαθούμε να «πούμε» έναν υπαρκτικό τρόπο που δεν «χωράει» στη γλώσσα μας, αφού «τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μας»(Wii) καί «κόσμος μας» είναι ή κτιστή πραγματικότητα ύποταγμένη στην αναγκαιότητα.

Τη σωτηρία-ελευθερία από τις αναγκαιότητες του κτιστού η Εκκλησία την αναγγέλλει-γνωστοποιεί (την κάνει ευ-αγγέλιο), όχι με τη γλώσσα των εννοιών, που εύκολα αυτονομούνται (σαν αλήθεια καθ’ εαυτήν) και ειδωλοποιούνται. Αλλά με τον τρόπο των σχέσεων που, όταν είναι αγαπητικές, γίνονται τρόπος Γιορτής. Γνωρίζουμε το ευ-αγγέλιο μετέχοντας στον τρόπο της Εκκλησίας, τρόπο αγαπητικών σχέσεων — η γνώση του τρόπου της Εκκλησίας είναι μετοχή σε εόρτια εμπειρία, δεν εξαντλείται σε μόνη την ατομική κατανόηση εννοιών.

Να επιμείνουμε στη λέξη «σωτηρία». Τη λέξη τη γέννησε ο ελληνικός τρόπος, που ταυτίζει τη γνώση όχι με την ατομική κατανόηση, αλλά με τη μετοχή σε κοινωνούμενη εμπειρία. Για τους Έλληνες η σωτηρία παράγεται από το ρήμα σώζω-σώζομαι, που δηλώνει: γίνομαι σώος, ολόκληρος, ακέραιος, άτμητος, φθάνω στην υπαρκτική ολοκληρία, στην πληρότητα των υπαρκτικών δυνατοτήτων.

Για τους λαούς της λατινικής παράδοσης, το νόημα της λέξης σωτηρία (salus, salut, salvezza, salvation) διολίσθησε πολύ νωρίς στη σημασία του διαφυλάττω, αποταμιεύω, κυρίως: αποφεύγω κίνδυνο, απειλή, ποινή. O τρόπος της δικανικής κατασφάλισης του ατομοκεντρισμού στην ευρωπαϊκή Δύση επέβαλε προοδευτικά την εκδοχή της σωτηρίας ως αποφυγής δυσάρεστου ατομικού ενδεχομένου, προστασίας του εγώ. Σήμερα, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης του νεωτερικού δυτικού «παραδείγματος», η λέξη σωτηρία κομίζει αυτονόητα και αποκλειστικά το νόημα της ατομικής διάσωσης, της εγγυημένης προστασίας.

Παραπέμπει η λέξη «σωτηρία» και στη μη τιμωρία για ενοχές, σε μια «αιώνια» αμνηστία, μαζί με τη συντήρηση-διατήρηση της ατομικής ύπαρξης — υπό συνθήκες (προδιαγραφές) οντολογικά αδιευκρίνιστες. Η ευ-αγγελική εκδοχή της «ολοκληρίας» (της σώας, ακέραιης, πληρωματικής ύπαρξης) δεν κατατίθεται πια ως μαρτυρία επιδίωξης ή προσδοκίας της Εκκλησίας.

Το φερόμενο σήμερα ως «χριστιανικό» ευ-αγγέλιο, αφορά αποκλειστικά στη συμπεριφορά και καθόλου (ούτε κατά διάνοιαν) στην ύπαρξη. Ακόμη και η «κηρυσσόμενη» συνέχιση της ύπαρξης μετά-τον-θάνατο επιμένει σε γλωσσικά σημαίνοντα ατομικής βιοτής, όχι τρόπου της ύπαρξης: Αυτονόητα η «αιώνια» ζωή παραπέμπει στην αέναη (σε γραμμικό χρόνο) παράταση ενός οντολογικά αντιφατικού «δεδομένου» της ανθρώπινης ύπαρξης, ούτε άκτιστου, αφού έχει έναρξη, αλλά ούτε και κτιστού, αφού επιβιώνει του θανάτου, που το λέμε «ψυχή» και το κατανοούμε με ενδοκοσμικές προσλαμβάνουσες (εν τόπω χλοερώ, έν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη ή στεναγμός).
Και αυτή η εκφραστική είναι παγιωμένη (με παραλλαγές) σε όλες τις φερόμενες ως «χριστιανικές» εκκλησίες ή ομολογίες. Οι διαφορές τους εντοπίζονται σε φορμαλιστικές διατυπώσεις, επινοήματα απολύτως ιδεολογικά, μακραίωνες έμμονες σε υποχρεωτικές αλλά ακατανόητες θρησκευτικές «πεποιθήσεις». Όλα είναι άσχετα με τον τρόπο της ύπαρξης: τη σχέση ή τη μη σχέση, τη «ζωή» και τον «θάνατο».

Η αλλοτρίωση της Εκκλησίας σε θρησκεία, του ευ-αγγελίου της σωτηρίας σε «αλάθητη» ιδεολογία και σε κώδικα χρηστικών ηθικών εντολών, συντελέστηκε (για λόγους ιστορικούς πολύ συγκεκριμένους) στον γεωγραφικό χώρο της Εκκλησίας της Παλαιάς Ρώμης και στη διάρκεια του λεγάμενου σήμερα «Μεσαίωνα». Βρήκε όμως η «θρησκειοποίηση» του εκκλησιαστικού γεγονότος (η μετάθεση του στόχου από την ύπαρξη στη συμπεριφορά) την πληρέστερη και συνεπέστερη αρτίωση της στα αποτμήματα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, προϊόντα κατακερματισμού της μετά από την έκρηξη της Διαμαρτύρησης ενάντια στον ρωμαιο-παπικό ολοκληρωτισμό.

Η Διαμαρτύρηση (protestantismus) δεν γέννησε απλώς μια πληθώρα «μεταρρυθμισμένων» εκδοχών του ρωμαϊκού θρησκευτικού μοντέλου. Γέννησε ένα καινούργιο πολιτισμικό «παράδειγμα», τον πρώτο, πραγματικά παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό (τρόπο του βίου, οργάνωσης και πρακτικής του βίου) που γνώρισε ως τώρα η ανθρώπινη Ιστορία. Ο πολιτισμός αυτός έβγαλε ως την άκρη τις συνέπειες του «σωτηριολογικού» ατομοκεντρισμού, τον οποίο είχε εμπεδώσει στους βαρβαρικούς πληθυσμούς της μετα-ρωμαϊκής Ευρώπης ή παπική καθέδρα.
Την παγκοσμιοποίηση του ατομοκεντρικού πολιτισμού της ευρωπαϊκής Δύσης την επέβαλαν οι ιστορικές συγκυρίες. Ως τον 15ο αιώνα (1453) τόσο η κοινωνιοκεντρική (πολιτική) παράδοση των Ελλήνων όσο και το εκκλησιαστικό γεγονός (ένσαρκο στην ευχαριστιακή κοινότητα) -η συνύφανση των δύο στην οργάνωση και νοηματοδότηση του βίου της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης»- ήταν ερείσματα σθεναρής αντίστασης στον βαρβαρικό ατομοκεντρισμό.

Τον 15ο αιώνα, αυτός ο «μέγας κόσμος» της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης» αλώθηκε από τα στίφη των Οθωμανών Τούρκων· Ελληνισμός και εκκλησιαστική καθολικότητα αποκλείστηκαν από τη μετοχή στο ιστορικό γίγνεσθαι, απωθήθηκαν στο περιθώριο της Ιστορίας. Ο ενορμητικός δυναμισμός των εποίκων πληθυσμών (μετά από τον 3ο και ως τον 6ο μ.Χ. αιώνα) της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, μετάπλασε προοδευτικά (και μέ ακαταγώνιστη νομοτέλεια) το εκκλησιαστικό γεγονός σε ατομοκεντρική θρησκεία. Με την ίδια δυναμική ο ίδιος ενορμητικός ατομοκεντρισμός μεταστοιχείωσε και το πρόσλημμα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας σε ατομοκεντρική νοησιαρχία: προδρομική μήτρα τού καρτεσιανού cogito και της καντιανής «καθαρής» λογικής.

Οι συντεταγμένες αυτής της κοσμογονικής αλλαγής στη μεταρωμαϊκή Ευρώπη έχουν επισημανθεί και οριοθετηθεί, ίσως όμως όχι επαρκώς μελετηθεί με τη λογική και τα κριτήρια της εκκλησιαστικές καθολικότητας και του ελληνικού κοινωνικού εμπειρισμού. Το ελάχιστο (και ραγδαία μειούμενο) λείμμα ελληνόφωνων πληθυσμών στον βαλκανικό νότο ονοματίζει ακόμη θεσμούς και λειτουργίες με λέξεις που κατάγονται από το ιστορικό παρελθόν του Ελληνισμού ή της χριστιανικής Εκκλησίας και παραπέμπουν σε σημερινά δεδομένα που βρίσκονται στους αντίποδες (με κυριολεκτικά αντεστραμμένους τους όρους) του ιστορικού παρελθόντος: Τί σήμαινε κάποτε πόλις, πολιτική, δημοκρατία, και τί σημαίνουν σήμερα οι ίδιες λέξεις; Τί σήμαινε καταγωγικά o επίσκοπος, η αρχιεπισκοπή, το πατριαρχείο, και τί αντιπροσωπεύουν σήμερα;

Συντηρούμε νεκρές διακοσμητικές απομιμήσεις, που παραπέμπουν μόνο στη θωράκιση ψευδαισθήσεων πιστότητας σε ένα παρελθόν αγνοημένο, καταργημένο. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι ένας «ορθόδοξος» ναός χτισμένος με μπετόν-αρμέ είναι μια διακοσμητική ψευτιά, τόσο απροσχημάτιστη όσο και το κερί που «ανάβει» σε μιαν οθόνη, μόλις ρίξουμε νόμισμα στο παγκάρι εισερχόμενοι στον ναό. Ομιλούμε για «ορθόδοξη» εικονογραφία, αλλά με χρώματα της χημικής βιομηχανίας (!). Για «ορθόδοξα» μουσικά μέλη, και μάλιστα παλαιός ενώ δεν αποβλέπουν παρά μόνο στην αισθητική τέρψη και ατομοκεντρική «κατάνυξη», καθόλου στη μετοχή-κοινωνία. Ποια σχέση μπορεί να έχει το λειτούργημα πατρότητας του επισκόπου, με τα φώ-μπιζου των απομιμήσεων του αυτοκρατορικού σάκκου ή με τη χαρτονένια μίτρα, που θέλει να φαντάζει βασιλικό διάδημα;

O προτεσταντισμός έβγαλε ως την άκρη τις συνέπειες της ρωμαιοκαθολικής θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος· ο ρωμαιοκαθολικισμός και ο ορθοδοξισμός τον ακολούθησαν «εκ των πραγμάτων», αλλά με πρωτεύουσα έγνοια να σώσουν τα προσχήματα, την «επίσημη» εικόνα της «διαφοροποίησής» τους, τις εντυπώσεις. Με αφαιρετική γενίκευση (που λειτουργεί ως ένδειξη και αφορμή προβληματισμού, όχι ως πιστοποίηση και κρίση) όλες οι «ομολογίες» είναι (στα ουσιώδη) περίπου εξομοιωμένες. Πατριαρχικές «αποδείξεις», παπικές «αποφάνσεις», αρχιεπισκοπικές «εγκύκλιοι», προτεσταντικά κηρύγματα συμπίπτουν στο ότι: η σωτηρία είναι «αιώνια» κατασφάλιση του εγώ, η αρετή οπωσδήποτε αξιόμισθη, ο «εκκλησιασμός» υποχρέωση, το κήρυγμα καθηκοντολογία, η «πίστη» στέρεες ατομικές «πεποιθήσεις», η αγάπη κορυφαία αγαθοεργία και αποτελεσματικότατη ιεραποστολή.
Η «Χριστιανοσύνη» μοιάζει να έχει οργανικά ενοποιηθεί στο επίπεδο του θρησκευτικού ατομοκεντρισμού: Η Ευχαριστία φαίνεται να βιώνεται σαν διδακτική και ψυχωφέλιμη «ανάμνηση» (συμβολική αναπαράσταση), η σύνοδος παρουσιάζεται ως διοικητικό όργανο που διευθετεί εκκρεμότητες, επιλύει προβλήματα, συντονίζει δραστηριότητες - ένα αποτελεσματικό Πολίτ-Μπυρό κάθε εθνικής εκκλησίας. Η «ενότητα» της Εκκλησίας δεν είναι υπαρκτικό γεγονός, είναι φυσικό γεγονός: το συνιστούν η κοινή εθνοφυλετική καταγωγή, οι κοινές «πεποιθήσεις», τα κοινά στοιχεία τού φολκλόρ.

Βέβαια, η Εκκλησία αυτο-ορίστηκε καταγωγικά με τη γλώσσα των παραβολικών εικόνων, της απροσδιοριστίας του θαύματος, δηλαδή της ζωής: Η βασιλεία του Θεού ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως, ουδέ έρουσιν ιδού ώδε η ιδού εκεί... Ούτως εστίν η βασιλεία του Θεού, ως εάν άνθρωπος βάλη τον σπόρον επί της γης, και καθεύδη και εγείρηται νύκτα και ημέραν, και ο σπόρος βλαστάνη και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός. Αυτομάτη γαρ η γη καρποφορεί (Λουκ. 17,22· Μαρκ. 26-28).
Στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου ατομοκεντρικού «παραδείγματος» η αλήθεια της Εκκλησίας μοιάζει τόσο ουτοπική-έξω-πραγματική όσο και η αλήθεια του έρωτα. Όμως οι άνθρωποι δεν πάψαμε να ζητάμε (να διψάμε) τη γνησιότητα-αλήθεια του έρωτα και κάποιοι (μια ελάχιστη ζύμη) τη γνησιότητα - αλήθεια της Εκκλησίας. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις η εύρεση του ζητουμένου δεν κατορθώνεται με ορθή «πληροφόρηση», αλλά με αλλαγή νοοτροπίας (μετάνοια): Δεν θα γνωρίσουμε ποτέ τον έρωτα μέσα από νομικές-ορθολογικές κατασφαλίσεις γνησιότητας. Και δεν θα βρούμε ποτέ την Εκκλησία έξω από τον ζωτικό ρεαλισμό λειτουργίας της πατρότητας, με την «πατρότητα» (αλλ’ ου παιδαγωγία) να λειτουργεί ως Ευχαριστία και Σύνοδος χωρίς περιορισμούς χρόνου και τόπου.

Η διαφορά της παιδαγωγίας από την πατρότητα είναι ίδια με τη διαφορά του συμπεριφέρομαι από το υπάρχω, της κατανόησης από την εμπειρική μετοχή και μέθεξη, του κατασκευάζω από το δημιουργώ, του φλερτάρω από το ερωτεύομαι. Ίδια διαφορά με αυτήν που έχει η υπαλληλική γραφειοκρατία από τη δημιουργική πρωτοπορία, ο συμβολισμός και οι γραφικότητες από τις ρήξεις που απαιτεί η καινοτομία. Ίδια με τη διαφορά της θρησκείας από την Εκκλησία.

Ο Προτεσταντισμός, ο Ρωμαιοκαθολικισμός, ο Ορθοδοξισμός μοιάζουν να είναι ο «μέγας λίθος» που κατασφαλίζει στεγανά τον θρίαμβο του θανάτου πάνω στο ευ-αγγέλιο της ζωής. Μοιάζει να είναι, ενώ την ίδια ώρα η ζωή συμπορεύεται μαζί μας, και οι οφθαλμοί μας «κρατούνται του μη επιγνώναι αυτήν». Μόνο σαν έκπληξη «εν τω ευλογείν τον άρτον» πιστοποιείται η ζωή, και αμέσως αποσύρεται στο μη φαινόμενο («άφαντος αφ’ ημών»). Γιατί η ζωή δεν εκβιάζει, αποσύρεται για να ελευθερώσει.

Τέλος

SUMMARY Protestantism - Eucharist - Conciliarity
By Prof. Christos Yannaras

The Greek word «σωτηρία» (salvation) means that man becomes sound, undivided, free from the necessities that accompany the nature of created being. The “salvation” of man has taken place in the historical person of Christ.

The salvation of man is a mode of existence. This mode constitutes the Church. The Church existence is actualized as a relationship of love, an offering of the self. There are two institutions that incarnate the existential event of Church: The Eucharist and the Synod.

Both of them “give birth to” man into a new mode of existence, that is the one of the Trinitarian mutual perichoresis (inter-containment), the mode of incarnation of the Son.

This “birth” presupposes the function of paternity: this is the role of bishop. Apostle Paul said: “You have myriads of pedagogues, but one father” (1 Kor. 4.15).

Our problem today is that we perceive the Evangelical message of the Church as behavioral, not as existential. We have alienated the Church, by altering it to an individualistic religion. That’s why the differences between the Christian confessions are only ideological: they contrast convictions, they do not differentiate the ecclesial mode of existence from the individualism of religion.

ΣΧΟΛΙΟ: Διαθέτει μιά θετική κριτική ματιά, αλλά η φιλοσοφία του επηρεασμένη θανάσιμα από τόν υπαρξισμό τού Χάιντεγκερ έχει δύο αθεράπευτα κενά. Δέν υπολογίζει τό κακό στόν κόσμο καί στήν ζωή, σάν νά μήν υπάρχει καί περιέργως βαπτίζει τήν ανάγκη κακό. Φορτώνοντάς την μέ τήν έννοια τού πεπρωμένου, τής μοίρας. Αντικαθιστώντας τό ορθό φρόνημα μέ τήν αδιάκριτη καί ιδανική κοινωνία αγάπης.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: