Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Προτεσταντισμός - Ευχαριστία – Συνοδικότητα (2) του Χρήστου Γιανναρά


Προτεσταντισμός - Ευχαριστία – Συνοδικότητα

Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΑ τόμος 89, τεύχος 3 (2018) σελ. 91-106

Χρήστου Γιανναρά


Συνέχεια από Κυριακή, 6 Ιανουαρίου 2019

Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός και o σημερινός Ορθοδοξισμός καταλαβαίνουν τη σωτηρία σαν ατομικό του ανθρώπου κατόρθωμα, εξαγοραζόμενο με ορθοφροσύνη, αρετές, αγαθοεργίες. Και την εξαγορά την αντιλαμβάνονται σαν εγγύηση για να σώζεται το αυτοπροαίρετο: η έμπρακτη συγκατάθεση της ατομικής ελευθερίας στην ατομική σωτηρία.

Αλλά στο ευ-αγγέλιο της Εκκλησίας συγκεφαλαιώνεται ακριβώς η άρνηση-υπέρβαση κάθε παραμικρής εμμονής στον ατομοκεντρικό τρόπο ύπαρξης -έτσι ώστε η ατομική σωτηρία να συνιστά «αντίφαση στους όρους» (contradictio in terminis - ή μια λέξη αναιρεί νοηματικά την άλλη) σαν να μιλάμε για «ξύλινο σίδερο» ή για «ενάρετη αμαρτία». Σκοπός και επιδίωξη της Εκκλησίας δεν είναι η σωτηρία του ατόμου, αλλά η θέωση του ανθρώπινου προσώπου: να υποστασιάζει και ο άνθρωπος («καθ’ ομοίωσιν Θεού») την ύπαρξη ως σχέση ελεύθερης αγάπης, να τον συνιστά ως ύπαρξη η αγαπητική αυτοπροσφορά - όπως «συνιστά» τον Πατέρα η πατρότητα, τον Υιό η υιότητα, το Πνεύμα η εκπόρευση.
Την Εκκλησία τη συνιστά η αλλαγή στον τρόπο της ύπαρξης. Όχι η αλλαγή στη συμπεριφορά, όχι η «βελτίωση» του χαρακτήρα όχι η ηθικοποίηση του ανθρώπου. Συνιστά την Εκκλησία η κοινή θέληση και το κοινό άθλημα να πραγματώνεται η ύπαρξη ως κοινωνία της ύπαρξης, να υπάρχει ο άνθρωπος αγαπώντας και αγαπώμενος. Κοινωνείται η τροφή (συγκεφαλαίωση των τρόπων επιβίωσης), καθώς και η εκπλήρωση κάθε άλλης νομοτελειακής εγωτικής ανάγκης οριοθετείται με όρους κοινού αθλήματος («άσκησης»), ώστε να κοινωνείται μετεχόμενη και όχι σαν αυτοσκοπός.
Δύο θεσμοί αρθρώνουν και δομούν την Εκκλησία σε ενιαίο, ζωηφόρο σώμα, υπαρκτική πραγμάτωση και εικόνα του Τριαδικού Πρωτοτύπου της όντως ζωής: η Ευχαριστία και η Σύνοδος. Και οι δυο θεσμοί προϋποθέτουν μια τρίτη, συντεταγμένη με αυτούς λειτουργία: αυτήν της πατρότητας.

Διαφοροποιείται καταγωγικά η Εκκλησία από το (πανανθρώπινο) φαινόμενο της θρησκείας, επειδή εκδέχεται την πληρότητα-ολοκληρία της ύπαρξης (τη σωτηρία) όχι ως ατομικό γεγονός, αλλά ως γεγονός σχέσης-κοινωνίας-αλληλοπεριχώρησης (κατά το Τριαδικό πρωτότυπο). Η είσοδος στη ζωή-ως-σχέση δεν έχει αφετηρία μια ατομική απόφαση, αλλά (όπως και στο βιολογικό πεδίο) μια γέννα-γέννηση. Και η λέξη «γέννηση» κυριολεκτεί, δεν λειτουργεί συμβολικά-αλληγορικά: «Γεννιέται» ο άνθρωπος στην κοινωνούμενη ύπαρξη και ζωή - η Εκκλησία είναι η «μήτρα» γι’ αυτήν τη γέννα.

Ο Παύλος ξεκαθαρίζει ότι η «γέννα» προϋποθέτει «γεννήτορα», μια λειτουργία πατρότητας: «Εάν μυρίους παιδαγωγούς έχητε εις Χρίστον, αλλ’ ου πολλούς πατέρας, εν γάρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα»(Α’ Κορ. 5,15). Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, όχι αυθαίρετα, ότι σήμερα σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες ή «ομολογίες» ή «παραδόσεις» ή παραπάνω φράση του αποστόλου Παύλου κατανοείται αλληγορικά, παραβολικά, όχι κυριολεκτικά. Στο παγκοσμιοποιημένο πολιτιστικό μας «παράδειγμα» εύκολα κάποιος είναι δυνατόν να αντιλαμβάνεται τον επίσκοπο ως εγγυητή και διασώστη της χριστιανικής «αλήθειας» που ταυτίζεται αυτονόητα με την Ιδεολογική ορθότητα, την απαρέγκλιτη πιστότητα στις αλάθητες «πηγές» της αλήθειας (Γραφή και συγγράμματα Πατέρων). Στη νεωτερικότητα ο επίσκοπος γίνεται αντιληπτός περισσότερο ως θρησκευτικός αξιωματούχος με υψηλό «ανθρωπιστικό» λειτούργημα που δικαιολογεί υψηλές απολαβές, ανέσεις και τιμές υψηλόβαθμου κοινωνικού λειτουργού. Όχι ως γεννήτορας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό της νεωτερικότητας φαίνεται να ελλείπει πραγματικά η έμπρακτη μαρτυρία ότι υπάρχει επίγνωση επισκοπικής πατρότητας «αλλ’ ού παιδαγωγίας» (κατά την παύλεια «καισαρική» αντιδιαστολή). Μοιάζει να έχει χαθεί κάθε σύνδεση της Ευχαριστίας με την πραγμάτωση-φανέρωση της Εκκλησίας, όπως και κάθε σύνδεση της μετοχής στην Εκκλησία-Ευχαριστία με το δώρημα της αναγέννησης: της χαράς να μάς ξαναχαρίζεται η ζωή, να την κερδίζουμε βήμα-βήμα, ανεπαίσθητα, μέσα από την πράξη της άσκησης, αλλά ποτέ «μετά παρατηρήσεως»(Λουκ. 17-20)  - «αυτόματη γαρ η γη καρποφορεί»(Μαρκ. 4, 28). Εξ αιτίας του προτεσταντισμού η λέξη «αναγέννηση» σημαίνει μόνο και αποκλειστικά, απ’ άκρη σε άκρη της γης, μια «ηθική» μεταστροφή· ο «Χριστιανισμός» αφορά μόνο τη συμπεριφορά και τα «αισθήματα», όχι την ύπαρξη.

Η εμπειρία της Εκκλησίας, καταγεγραμμένη ως «ευ-αγγέλιο», επιμένει: «Δει υμάς γεννηθήναι άνωθεν»(Ιωαν. 3,7) - «εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού»(Ιωαν. 3,3)  - «εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού. Το γεγεννημένον εκ της σαρκός σάρξ εστι και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος πνεύμα εστι»(Ιωαν. 3, 5-7). Αντίστοιχα και οι λέξεις «καινός» (καινούργιος), «καινότης», «ανακαίνωσις», «ανακαινούσθαι», «ανακαινίζειν» στο ευ-αγγέλιο της Εκκλησίας σαφώς αναφέρονται σε καινότητα υπάρξεως, όχι συμπεριφοράς: - «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις»(Β’ Κορ. 5,17), «ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον»(Εφεσ. 4,24), «γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς»(Μαρκ. 16,17).

Καθόλου τυχαία ο προτεσταντισμός μεταποίησε την Ευχαριστία από γεγονός που συγκροτεί την Εκκλησία (ως τρόπο της ύπαρξης) σε συμβολική τελετή με ψυχολογικές και ηθικοδιδακτικές στοχεύσεις. Διατήρησε το εθιμοτυπικό της μετοχής σε «κοινό ποτήριο» και σε «μελιζόμενο άρτο», αλλά μόνον ως «ανάμνηση» - εικόνα παραπεμπτική στο τελευταίο δείπνο του Χριστού πριν από το πάθος του.

Ο ρωμαιοκαθολικισμός (όπως στη Νεωτερικότητα και ο ορθοδοξισμός) επίσης απομακρύνθηκε από την προτεραιότητα της επίγνωσης ότι η Ευχαριστία είναι το γεγονός συγκρότησης και φανέρωσης της Εκκλησίας - του υπαρκτικού τρόπου που συνιστά την Εκκλησία. Ενίσχυσαν τη θρησκευτική εκδοχή της Ευχαριστίας, τον αξιωματικά «μεταφυσικό» χαρακτήρα της τελετής (μίλησαν για «μετουσίωση», δηλαδή για θαύμα), ώρισαν τη μετοχή ως «καθήκον» - «υποχρέωση» του θρησκευόμενου ανθρώπου, τη συνεπή συμμετοχή παραγωγό αξιομισθίας.
Με την πείρα και της Νεωτερικότητας, πρέπει να έγινε εναργέστερα σαφές ότι η δυναμική πολυδιάσπασης του Χριστιανισμού δεν γεννιέται από τη λογική (ή αναγκαιότητα) που διέπει τις ιδεολογίες, όταν μετεξελίσσονται σε «συστήματα εξουσίας». Δεν γεννιέται οπωσδήποτε από διαφοροποιήσεις στη διατύπωση ή στην κατανόηση των «δογμάτων» (διατυπώσεων ειδωλοποιημένης «ορθότητας») ούτε υποχρεωτικά από αντιμαχίες για εξουσιαστικά προνόμια επισκόπων, που επισκοπούν επισκοπές μεγάλου πληθυσμιακού μεγέθους ή σκληρυμένων εθνοφυλετικών φιλοδοξιών. Ο Χριστιανισμός διασπάται και θα διασπάται πάντοτε, επειδή η μη-διάσπαση, η αγαπητική κοινωνία και ενότητα, είναι ένα κατόρθωμα ελευθερίας και το κατόρθωμα, αν γίνει μονιμοποιημένος θεσμός, αυτοαναιρείται.

Η Εκκλησία είναι εκείνη η συλλογικότητα κτιστών λογικών υπάρξεων, που θέλουν και επιχειρούν να υπάρξουν με τον τρόπο του Ακτίστου: της άκτιστης αιτιώδους αρχής του υπάρχειν. Ο τρόπος του Ακτίστου είναι η ελευθερία από κάθε προκαθορισμό της ύπαρξης: υπάρχει το Άκτιστο επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και θέλει να υπάρχει επειδή αγαπάει. Τρόπος του Ακτίστου είναι η ύπαρξη ως σχέση, ως αγαπητική κοινωνία του υπάρχειν - ύπαρξη με τον τρόπο της αγάπης (που είναι η κορυφαία σε πληρότητα ελευθερία): τρόπο της «πατρότητας», της «υιότητας», της «εκπόρευσης».

Τον τρόπο του Ακτίστου τον έκανε γνωστό και προσιτό στις κτιστές λογικές υπάρξεις η ενσάρκωση του Υιού και Λόγου. Γι’ αυτό και τολμούμε (όχι αυθαίρετα ούτε παράλογα) να λέμε ότι ο τρόπος (το σώμα) του Υιού και Λόγου είναι η Εκκλησία. Διότι η Εκκλησία επιχειρεί και στοχεύει να σαρκώσει, ως ελεύθερη επιλογή, την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως την αποκάλυψε ως «σάρκα» Του («θεωμένη», ελεύθερη από τις αναγκαιότητες του κτιστού) με την ενανθρώπησή Του ο Υιός. Ποιος είναι ο τρόπος που αποκάλυψε ως «σάρκα» Του ο ενανθρωπήσας Υιός; Είναι η κένωση: η φάτνη και ο σταύλος, ο σταυρός και ο θάνατος: το άδειασμα (ελεύθερη, εκούσια παραίτηση) από κάθε ατομοκεντρική αυτασφάλιση, κάθε ιδιο-τέλεια, κάθε εκζήτηση υπαρκτικής αυτάρκειας).

(Συνεχίζεται)

H ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΡΓΟΛΟΓΙΑ. ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΑΚΤΙΣΤΗ ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙΝ; Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΙΤΙΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΟΣ. 
ΤΟΝ ΠΑΡΑΣΥΡΕΙ Η ΛΕΞΙΛΑΓΝΕΙΑ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: