Προτεσταντισμός - Ευχαριστία – Συνοδικότητα
Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΑ τόμος 89, τεύχος 3 (2018) σελ. 91-106
Χρήστου Γιανναρά
Το ευ-αγγέλιο της Εκκλησίας, το «μήνυμα χαράς» που αυτή
κομίζει, είναι η εμπειρική βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί. Να
«σωθεί» σημαίνει: να υπάρχει «σώος», δηλαδή ολόκληρος, ακέραιος, να του
χαριστεί η ολοκληρία-πληρότητα της ύπαρξης, η ελευθερία από περιορισμούς
χρόνου, χώρου, φθοράς, θανάτου.
Αυτό το ευ-αγγέλιο δεν συνιστά ρομαντικό ρητόρευμα, ψευδαισθητική ελπίδα. Είναι μαρτυρία με συγκεκριμένες χρονικές συντεταγμένες, παρεμβάλλεται στην Ιστορία του κόσμου και τη σημαδεύει τελεσίδικα - την κόβει στα δύο, σε ένα «πρίν» και σε ένα «μετά»: «Ἐν ἔτει δὲ πεντεκαιδεκάτῳ τὴς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας, καὶ τετρααρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρῴδου, Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετρααρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς Ἀβιληνῆς τετρααρχοῦντος, επ’ αρχιερέως (των Εβραίων) Άννα και Καϊάφα», γεννιέται στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας ένα ανθρώπινο βρέφος, ελεύθερο από τις αναγκαιότητες της φυσικής αναπαραγωγής, δηλαδή:
Γεννιέται από μητέρα παρθένο, η οποία συλλαμβάνει και
κυοφορεί με μόνη τη συγκατάθεσή της στο θέλημα του Θεού - αιτία της γέννησης του
βρέφους της Βηθλεέμ είναι η ελευθερία μιας σχέσης, όχι η αναγκαιότητα της
φύσης. Δεν παρέκαμψε τη σεξουαλικότητα σαν «μολυσμό» ο τόκος της παρθένου, την
παρέκαμψε ως αναγκαιότητα, γι’ αυτό και δεν αποποιήθηκε τη διαφορά του φύλου, τη
λειτουργία της κύησης και της γέννας. Πραγμάτωσε (και φανέρωσε) τη βιολογική
λειτουργία όχι ως φυσική νομοτέλεια αλλά ως ελευθερία αγάπης, ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς.
Το παιδί που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας και
ανδρώθηκε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας βγήκε στον δημόσιο βίο δίδοντας «σημεία»
(σημάδια-ενδείξεις) της ίδιας ελευθερίας που καθόρισε και τη σύλληψη-γέννησή
του, της ελευθερίας από τις φυσικές αναγκαιότητες που διέπουν τις κτιστές
υπάρξεις: Περπάτησε πάνω στα νερά της λίμνης Γενησαρέτ χωρίς να βυθίζεται, έγινε
πρόξενος θαυμαστής αλιείας («πλήθους ιχθύων πολλού»), χόρτασε πέντε χιλιάδες
άνδρες μοιράζοντας πέντε άρτους και δύο ιχθύες, θεράπευσε εκ γενετής τυφλούς,
όπως και λεπρούς, παραλύτους, την αιμορροούσα γυναίκα, εξ αποστάσεως τον
υπηρέτη του εκατοντάρχου, τη θυγατέρα της Χαναναίας, ανάστησε την πεθαμένη κόρη
του αρχισυναγώγου Ιαείρου, τον μονογενή υιό της χήρας στη Ναΐν την ώρα της εκφοράς
του για ενταφιασμό, τον Λάζαρο στη Βηθανία, τέσσερεις μέρες μετά από την ταφή
του. Ζητούσε επιτακτικά από τους αυτόπτες μάρτυρες των υπερφυσικών «σημείων» ίνα
μηδενί ειπώσι το γεγονός — ίνα μηδείς γνω αυτό — ίνα μηδενί λέγωσι — ίνα μηδενί
ά είδον διηγήσωνται — μηδενί ειπείν τό γεγονός.
Σε αυτή την επιμονή αποσιώπησης των θαυμαστών «σημείων»
βρίσκεται το κλειδί κατανόησης της διαφοράς της χριστιανικής Εκκλησίας από το
πανανθρώπινα και διαχρονικά εντοπιζόμενο θρησκευτικό φαινόμενο. Οι θρησκείες
μιλούν για «θαύματα», για τη δύναμη-ισχύ-εξουσία τού «υπερφυσικού» στοιχείου ή
παράγοντα. Η Εκκλησία στο «θαύμα» βλέπει τη δυνατότητα υπαρκτικής ελευθερίας:
το ενδεχόμενο ή ύπαρξη να μην υποτάσσεται στη φυσική αναγκαιότητα.
Κάθε θρησκεία, όπως και κάθε φιλοσοφία, προϋποθέτει την
ύπαρξη a priori και ανερμήνευτα δεδομένη. Ακόμη και στην εκπληκτική για την αρτιότητα
της αρχαιοελληνική φιλοσοφία, ύπαρξη δεν
είναι προϊόν ελευθερίας αλλά ανάγκης, ενός είδους «ειμαρμένης». Ακόμη και οι
«θεοί» (υπερφυσικές υπάρξεις) ή το «πρώτον κινούν» και η κίνηση προκύπτουν από
ανεξήγητη ανάγκη, δεν είναι προϊόντα ελευθερίας - ή έκφραση «υπαρκτική
ελευθερία» συνιστά λογική αντίφαση ορισμών (contradictio in terminis): από τις δύο
έννοιες η κάθε μία αναιρεί την άλλη.
Οι Έλληνες συλλαμβάνουν ως αφετηριακή αναγκαιότητα την
κίνηση και πιστοποιούν εμπειρικά ότι «πᾶν τὸ κινούµενον ἀνάγκη ὑπό τινος κινεῖσθαι»
(Φυσικά, Θ5 256 a 13-14)». Επομένως, «ανάγκη αεί κίνησιν είναι, ει δε αεί,
ανάγκη συνεχή είναι» και συνακόλουθη ανάγκη «ειναί τι εν και αΐδιον το πρώτον
κινούν ... και το πρώτον κινούν ακίνητον» (Αριστοτέλους, Φυσικά Θ6 259α 13-15 /
258β 11-12). Αυτήν την αναγκαιότητα που καθιστά την ύπαρξη, τόσο των φυσικών
όντων όσο και του υπερφυσικού παράγοντα, νομοτελειακά δεδομένη, αιτιωδώς ανερμήνευτη,
την ανατρέπει το ευ-αγγέλιο της Εκκλησίας.
Το ιστορικό πρόσωπο Ιησού του απο Ναζαρέτ ούτε μεταφέρει- εκπροσωπεί,
ούτε διδάσκει μια καινούργια οντολογία, μια θεωρία-εκδοχή υπαρκτικής
ελευθερίας. Ως παρουσία μέσα στην Ιστορία σαρκώνει
την ελευθερία: πραγματώνει και φανερώνει την ελευθερία ως τρόπον υπάρξεως της αιτιώδους αρχής του υπάρχειν. Ο των πάντων Αίτιος και Δημιουργός των υπαρκτών έχει την ελευθερία
να υπάρχει με τον τρόπο τόσο της αναίτιας αιτίας όσο και των αιτιατών. Και η
μόνη προσιτή στον ανθρώπινο νου έννοια που μπορεί να σημάνει αυτή την υπαρκτική
ελευθερία είναι η λέξη αγάπη.
Η λέξη αγάπη έχει στην
ανθρώπινη γλωσσική σημαντική πολλές σημασίες: Σημαίνει φιλαλληλία, αλτρουισμό, αλληλεγγύη,
στοργή, τρυφερότητα, ευσπλαχνία, συμπάθεια. Σημαίνει και τον έρωτα, δηλαδή μιαν
εκ-στατική δυναμική (από το ρήμα εξ-ίσταμαι,
έξω- ίσταμαι, βγαίνω έξω από την ατομική μου αυτάρκεια, ελευθερώνομαι από κάθε
νομοτέλεια δεδομένης ανάγκης-ορμής ιδιοτέλειας) — αυτο- προσφέρομαι, χαρίζομαι.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας εμφανίζεται ως
εμπειρική πιστοποίηση το εκπληκτικό μήνυμα (ευ-αγγέλιο) ότι: η αιτιώδης αρχή
(Πρώτη Αιτία) της ύπαρξης και των υπαρκτών είναι μια έλλογη και απόλυτη (απολελυμένη από κάθε
περιορισμό) ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία όχι ως βουλητικό απλώς, αλλά ως υπαρκτικό γεγονός. Με το γλωσσικό σημαίνον
αγάπη και σημαινόμενο τον αυθυπερβατικό έρωτα μπορούμε να
σημάνουμε την αυθυπαρξία ως θελητική ελευθερία σχέσεων αγαπητικής αμοιβαιότητας.
Για να σημάνουμε με τον γλωσσικό μας κώδικα την οντολογική
αυτή προοπτική, η λέξη θεός δεν
μπορεί να είναι πρωτεύουσα σε σημασία. Διότι ο θεός προϋποθέτει (για τη λογική
μας) μιαν ύπαρξη με δεδομένο τον λόγο-τρόπο
που την κάνει να είναι αυτό που είναι: η θεότητα συνεπάγεται καθοριστικά την
ανάγκη της αχρονίας, αθανασίας, αφθαρσίας, παντοδυναμίας (τουλάχιστον). Γι’
αυτό και η μαρτυρία (ευ-αγγέλιο) της εκκλησιαστικής εμπειρίας δηλώνει την
αναφορά της στην αιτιώδη αρχή του υπάρχειν με τη λέξη Πατήρ. Ο «Πατήρ» δεν προκαθορίζεται υπαρκτικά από δεδομένη φύση ή
ουσία «θεότητας». Είναι αυτό που είναι εξ αιτίας του «υποστατικού» τρόπου με
τον οποίο είναι (ελεύθερα θελημένου τρόπου): της πατρότητας, δηλαδή της αγάπης
υπαρκτικά κοινωνούμενης, υποστατικά χαριζόμενης. «Υποστασιάζει» η αγάπη του
Θεού-Πατρός τους δέκτες-κοινωνούς της: «γεννά» τον Υιό-Λόγο και «εκπορεύει» το
παράκλητο Πνεύμα, ενώ παραμένει ενιαίως και αδιαιρέτως κοινωνούμενη η αγάπη ως
κοινός υπαρκτικός τρόπος.
Η ελευθερία, ως αυθυπερβατική αγάπη, δεν είναι «ιδίωμα» που
συνοδεύει ή προστίθεται στο υπαρκτικό γεγονός. Είναι ο υποστατικός τρόπος
ύπαρξης της αιτιώδους αρχής του υπάρχειν: ο τρόπος της πατρότητας, ο τρόπος της
υιότητας, ο τρόπος της εκπόρευσης: Τρόπος να συνίσταται η ύπαρξη υποστατικά
διακρινόμενη και ενοποιητικά κοινωνούμενη (χωρίς να διαιρείται-διαφοροποιείται ο
ενικός τρόπος της αγαπητικής ελευθερίας).
Ο Πατήρ δεν υπάρχει πρώτα και μετά αγαπάει. Υπάρχει επειδή αγαπάει, δηλαδή επειδή
«γεννά» τον Υιό και «εκπορεύει» το Πνεύμα - η ύπαρξή του είναι η ενυπόστατη ελευθερία
της αγαπητικής πατρότητας: το
«γεννάν» και το «εκπορεύειν», δηλαδή το ζωογόνως αγαπάν.
Με ανάλογη γλωσσική εκφραστική αναφέρεται η Εκκλησία και
στον Υιό-Λόγο του Πατρός, όπως και
στο παράκλητο Πνεύμα του Πατρός. Αυτή
η εκφραστική αντλείται, να το ξαναπούμε, όχι από μια αφηρημένη συλλογιστική,
αλλά από το γεγονός της μαρτυρίας μαρτύρων «αυτοπτών γενομένων» της ιστορικής
παρουσίας Ιησού του από Ναζαρέτ. Η
«άνανδρος» (δίχως παρέμβαση ανδρός) γέννηση του Ιησού, τα «σημεία» της
υπαρκτικής Του ελευθερίας από κάθε νομοτέλεια που διέπει τις κτιστές υπάρξεις στη
διάρκεια των τριάντα τριών χρόνων της επίγειας διαδρομής Του, ο σταυρικός Του
θάνατος και ή εκ νεκρών ανάστασή Του, μαρτυρούν την υπαρκτική Του ελευθερία από
τις αναγκαιότητες που διέπουν το κτιστό - όπως μαρτυρεί η ενανθρώπησή Του την ελευθερία
Του και από τον τρόπο του ακτίστου.
Αυτές όλες οι ερμηνευτικές αναλύσεις αποσκοπούν στον φωτισμό
(διασάφηση) του ευ-αγγελίου της Εκκλησίας: Ευ-αγγέλιο είναι η μαρτυρία της εμπειρίας
της Εκκλησίας, η διαβεβαίωση που παρέχει αυτή η μαρτυρία ότι, με το ιστορικό
γεγονός της ενανθρώπησης του Υιού-Λόγου του Πατρός, έγινε δυνατή η σωτηρία του ανθρώπου: Ανοίχθηκε η
δυνατότητα να «σωθεί» ο άνθρωπος, που σημαίνει: να γίνει «σώος»-ολόκληρος, να
υπάρξει ανυπότακτος σε υπαρκτικούς περιορισμούς χρόνου, χώρου, φθοράς, θανάτου.
Διάφορες θρησκείες μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία επαγγέλλονται
τη «σωτηρία» του ανθρώπου, αλλά παρακάμπτουν την ετυμολογία (πρώτη σημασία) της
ελληνικής λέξης. Περιορίζουν τη σημασία της λέξης στο αποτρεπτικό αποκλειστικά
νόημά της: σώζομαι «από» κάποιον ή «από» κάτι (απειλή, φθορά, θάνατο, γενικά από
το «κακό»). Σωτηρία συνιστά ή αποτροπή ενός «κακού». Η τυπικά θρησκευτική εκδοχή
συνδέει αυτή την αποτροπή με μια «υπερβατική» παρέμβαση, δύναμη «θεϊκή», a priori παντοδύναμη
όπως και η μαγεία. Η «σωτηρία» στη θρησκευτική εκδοχή της, είναι άσχετη με το
υπαρκτικό γεγονός, άσχετη με τον τρόπο της ύπαρξης. Και είναι αυτή, η θρησκευτική
(όχι εκκλησιαστική) εκδοχή της σωτηρίας, που συνοδεύει καταγωγικά τη
θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος: τόσο στην περίπτωση του
ρωμαιοκαθολικού και προτεσταντικού Χριστιανισμού όσο και του σύγχρονου «ορθοδοξισμού».
Η Εκκλησία φωτίζει στόχους υπαρκτικούς — «ίνα (οι άνθρωποι)
ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» (Ιωαν. 10,10). Δεν προσφέρει συνταγές ή υποδείξεις
απλώς «αθανασίας» - η «αθανασία» καθ’ εαυτήν δεν είναι υπαρκτικός στόχος και αν
κατανοηθεί σαν διάρκεια απεριόριστη, είναι μόνον εφιάλτης. Δεν ευαγγελίζεται
εφιάλτες ή Εκκλησία· ευαγγελίζεται την υπαρκτική πληρότητα: η σωτηρία σημαίνει
την πραγματοποίηση της ολοκληρίας, της ακεραιότητας του υπάρχειν, του
πληρώματος της ύπαρξης. Στοχεύει η Εκκλησία στη «θέωση» του ανθρώπου, όχι στην
αθανασία του: Να υπάρχει ο άνθρωπος με τον τρόπο της υπαρκτικής του αιτίας: τον
τρόπο πληρωματικής ελευθερίας, τον τρόπο της αγαπητικής σχέσης, δηλαδή του
Τριαδικού Πρωτοτύπου της ύπαρξης.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου