Ο Οδυσσέας Ελύτης και η ανακάλυψη της Ελλάδας
Ἡ ἀναζήτηση τῆς ταυτότητας μας, ἡ ἔρευνα νά ἀνακαλύψουμε ποιοί εἴμαστε, βρίσκεται στό κέντρο τῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐποχή, θά λέγαμε, τῆς ἔκπτωσης του ἀπό τόν παράδεισο.
Ἐκεῖ πού τό κυρίαρχο πρότυπο τῆς ἀνθρώπινης καί κοινωνικῆς ζωῆς τό προσδιορίζει ἡ ὑποταγή σέ μιά ὁρισμένη θρησκευτική παράδοση…ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα «ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος» δίνεται ἀπό τή διδασκαλία αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς παράδοσης. Ἀποταμιεύεται στά ἱερά της βιβλία. Στά τελετουργικά καί τίς τελετές της, στίς νουθεσίες καί τό παράδειγμα τῶν εὐσεβῶν καί τῶν ἁγίων της, στούς σοφούς καί τούς προφῆτες της, στά ἔργα τῶν ποιητῶν καί τῶν ζωγράφων της…Καί τό πρόβλημα γιά τόν ἄνθρωπο σέ κοινωνίες ὅπου μιά τέτοια διδασκαλία ἀποτελεῖ, κατά κάποιον τρόπο, τή ζωντανή πνευματική φλέβα τους, δέν εἶναι τόσο νά ἀνακαλύψει ποιός ἤ τί εἶναι, ὅσο νά πραγματώσει μέσα του αὐτό πού ὄντως εἶναι.
… «Ἐγώ καί ἡ γενιά μου», γράφει ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ἐπιχειρήσαμε νά ἀνακαλύψουμε τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος. Αὐτό ἦταν ἀναγκαῖο γιατί μέχρι τότε τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος παρουσιαζόνταν ὅπως τό εἶχαν δεῖ οἱ Εὐρωπαῖοι. Γιά νά πραγματώσουμε αὐτό τό καθῆκον ἔπρεπε νά καταστρέψουμε τήν παράδοση τοῦ ὀρθολογισμοῦ πού ἀπλώνεται βαρειά πάνω στό δυτικό κόσμο…
Ὁ ὑπερρεαλισμός, ὅπως τόν εἶδε ὁ Ἐλύτης, ἦταν μιά προσπάθεια νά ἀνατρέψει τήν τυραννία τῆς κοσμοθεωρίας πού εἶχε παραγάγει αὐτό τόν κόσμο, μιᾶς κοσμοθεωρίας πού σταδιακά εἶχε ἐγκλωβιστεῖ σέ μιά καθαρά ὑλιστική καί πραγματιστική προσέγγιση τῶν πραγμάτων καί ἡ ὁποία θεωροῦσε ὡς πραγματικό μόνο ὅ,τι μποροῦν νά παρατηρήσουν καί νά συλλάβουν οἱ αἰσθήσεις• πού θεωροῦσε πώς ἡ ἀλήθεια γιά τά πράγματα μπορεῖ νά ἀνακαλυφθεῖ μέσα ἀπό μιά διεργασία ὀρθολογιστικῆς καί λογικῆς ἀνάλυσης. Τά ἴδια πράγματα, τά φυσικά πράγματα, δένδρα, λουλούδια, πουλιά, βράχια, ζῶα, ἀστέρια, ἀντιμετωπίζονταν ἁπλῶς ὡς ἀντικείμενα πού ὑπόκεινται σέ ὁρισμένους μηχανιστικούς νόμους, τούς ὁποίους οἱ ἐπιστήμονες πάσχιζαν νά διατυπώσουν. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή δέν ὑπῆρχε καμμιά θέση γιά τέτοιες ἀπαρχαιωμένες ἰδέες ὅπως ψυχή καί εἰκονοπλαστική δύναμη τῆς ψυχῆς.
…Ἀντίθετα, ὁ ὑπερρεαλισμός ἐπαναβεβαίωσε τήν πίστη, μιά ὁλοκληρωτική πίστη στίς πνευματικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Δήλωσε πώς τά πράγματα πού βλέπουμε γύρω μας ἤ βιώνουμε μέσῳ τῶν αἰσθήσεών μας οὐσιαστικά περιέχουν πολύ λίγη πραγματικότητα, καί τά πράγματα πού ἀντιλαμβανόμαστε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι ὅσο πραγματικά ἤ ἀκόμη καί πιό πραγματικά ἀπό ἐκεῖνα πού βλέπουμε μέ τά σαρκικά μας μάτια. Καί ἰσχυρίστηκε πώς τά φαινόμενα τῆς φύσης εἶναι ὄντως φαινόμενα τοῦ πνεύματος. Καί πώς δουλειά τῆς τέχνης δέν εἶναι νά ἐπαναλαμβάνει τά γεγονότα καί τίς ἐμπειρίες τῆς καθημερινῆς ζωῆς μέ μιά «ποιητική» γλώσσα, ἀλλά νά παρουσιάζει τά πράγματα ὅπως εἶναι ὅταν θεωροῦνται ὑπό τό φῶς τοῦ πνεύματος. Δηλαδή, ὁ ἀληθινός τεχνίτης δέν διεισδύει στά πράγματα τόσο μέ τίς αἰσθήσεις, ὅσο τά συλλαμβάνει βάση εἰκόνων πού εἶναι ἔμφυτες στήν ψυχή. Γιά αὐτό ὀ κόσμος δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἁπλῶς ὡς ἐξωτερικό ἀντικείμενο ἤ ἐξωτερικό πρότυπο γιά λίγο-πολύ ἀκριβολογικούς ὁρισμούς, ταξινομήσεις καί ἑρμηνεῖες ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα. Βιώνεται καί ἀποκαλύπτεται ὡς μιά διαδοχή ἐσωτερικῶν σχέσεων…
«Ὁ ἀληθινός ποιητής», γράφει ὁ Ἐλύτης, «δέν καταδέχεται νά περισσολογεῖ, νά ζωγραφίζει, νά ξαναθυμίζει. Κάνει ὁρατό τό ἀόρατο, αἰσθητό τό νοούμενο, πραγματικό τό μή πραγματικό. Στή θέση μιᾶς φτωχῆς σειρᾶς ἀπό λέξεις βάζει μιάν ἄλλη, κατάλληλη ὄχι πιά νά θυμίσει γνωστά, μά νά ἐμπνεύσει ἄγνωστα ὁράματα».
Μίλησα γιά τήν ἀποσύνθεση ἐνός πνευματικοῦ κόσμου στή Δύση πού ἔχει ἐκθέσει τήν ἀνθρώπινη ψυχή σέ μιά ἀντίστοιχη ἀποσύνθεση. Ἡ ψυχή μή μπορώντας πλέον νά ζήσει σέ μιά ἐσωτερική πνευματική διάσταση πού ἀντανακλᾶται καί στό περιβάλλον πού δημιουργεῖ γύρω της, ἀναπόφευκτα προβάλλεται πρός τά ἔξω, παραδίνεται ἀνυπεράσπιστη καί δίχως ἐπίγνωση στόν κόσμο τῶν πραγμάτων, στόν κόσμο τῶν ἐντυπώσεων καί τῶν ἀντανακλαστικῶν ἀντιδράσεων. Καί σάν ὐποκατάστατο τῆς ζωῆς πού ἔχασε, ρίχνεται μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο καί ἔτσι ἀποξενώνεται μέσα σ’ αὐτόν. Ὁ μόνος πραγματικός δρόμος γιά νά βγεῖ ἡ ψυχή ἀπ’ αὐτή τήν κατάσταση εἶναι νά πάρει τήν ἀντίθετη κατεύθυνση, νά στραφεῖ στόν ἑαυτό της καί νά προσπαθήσει νά ξανακατακτήσει ἀπό τά μέσα τόν χαμένο πνευματικό κόσμο.
Αὐτή θά πρέπει νά εἶναι, πάνω ἀπ’ὅλα, ἡ δουλειά τῶν ποιητῶν. «…Μιά ὁλόκληρη φιλολογία ἔκανε τό λάθος στά χρόνια μας νά παραβγεῖ μέ τά γεγονότα καί νά πλειοδοτήσει στή φρίκη ἐκεῖ πού θά ᾽πρεπε νά τήν ἀντισταθμίσει». Γι’ αὐτόν, τό λειτούργημα τῆς ποίησης ἔχει σκοπό νά μᾶς ἀποσπᾶ ἀπό τόν κόσμο ὅπως τόν ἔχουμε βρεῖ, τόν κόσμο τῆς φθορᾶς• ἐπειδή ἡ ποίηση «εἶναι ἠ μόνη ὀδός γιά νά ὑπερβοῦμε τή φθορά, μέ τήν ἔννοια πού ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά τήν Ἀνάσταση».
«Νά γιατί γράφω», ἐξηγεῖ. «Γιατί ἡ Ποίηση ἀρχίζει ἀπό κεῖ πού τήν τελευταῖα λέξη δέν τήν ἔχει ὁ θάνατος. Εἶναι ἡ λήξη μιᾶς ζωῆς καί ἡ ἔναρξη μιᾶς ἄλλης, πού εἶναι ἴδια μέ τήν πρώτη ἀλλά πού πάει πολύ βαθιά, ὡς τό ἀκρότατο σημεῖο πού μπόρεσε ν’ ἀνιχνεύσει ἡ ψυχή, στά σύνορα τῶν ἀντιθέτων, ἐκεῖ πού ὁ Ἥλιος καί ὁ Ἅδης ἀγγίζονται. Ἡ ἀτελεύτητη φορά πρός τό φῶς τό φυσικό πού εἶναι ὁ Λόγος, καί τό φῶς τό Ἄκτιστον πού εἶναι ὁ Θεός». Καί προσθέτει: «Θέλουμε δέ θέλουμε, εἴμαστε ὅλοι δέσμιοι μιᾶς εὐτυχίας πού ἀπό δικό μας λάθος ἀποστερούμαστε».
…ὁ κόσμος ἀποκαλύπτει τή βαθύτερη ἐσωτερικότητα του καί τίς πολλές του λεπτομέρειες, ὅσο ὁ ἴδιος ὁ ποιητής τόν ἐξερευνᾶ πιό βαθιά, ἀλλά πάντοτε ἀπό τίς μεταμορφώσεις αὐτῶν τῶν ἴδιων βασικῶν μορφῶν, λές καί πρόκειται γιά ἕνα ἀλφάβητο πού ἐπαναλαμβάνεται ἀδιάκοπα, πού τά γραμματά του ἔχουν ἄλλοτε τούτη τή σειρά, ἄλλοτε τή δείνα, καί πού καί πού προστίθεται ἕνα καινούργιο γράμμα. Ἤ, μέ ἄλλά λόγια, εἶναι σάν νά τελεῖται μιά λειτουργία στήν ὁποῖα δέν γίνεται ἐπίκληση τῶν ὀνομάτων τῶν ἁγίων ἤ γεγονότων τοῦ μεταφυσικοῦ κόσμου, ἀλλά τῶν πιό ταπεινῶν πραγμάτων πού μᾶς περιβάλλουν:
Ἄξιον ἐστί τό ξύλινο τραπέζι
Τό κρασί τό ξανθό μέ τήν κηλίδα τοῦ ἥλιου
Τοῦ νεροῦ τά παιχνίδια στό ταβάνι
Στή γωνιά τό φυλλόδενδρο πού ἐφημερεύει.
Ὅμως, ἐδῶ ἀκριβῶς πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί. Δέν εἶναι καί τόσο εὔκολο νά εἰσέλθουμε σ’ αὐτό τόν κόσμο. Στήν πραγματικότητα, ἀπαιτεῖ κατάλληλη μύηση. Γιατί ὁ Ἐλύτης, κατά τήν ἐπίσημη ὁμολογία του, δέν προτίθεται νά προβάλει ἁπλῶς τόν φυσικό, νατουραλιστικό κόσμο τῆς Ἑλλάδας• δέν εἶναι αὐτός ὀ κόσμος πού ἀνακαλύπτει καί μᾶς προσκαλεῖ νά τόν ἀνακαλύψουμε μέ τή σειρά μας. Δέν εἶναι ποιητής τῆς φύσης. Ἀπεναντίας, γιά νά τό ἐπιβεβαιώσει αὐτό, παραθέτει τόν λόγο ἑνός πνευματικοῦ δασκάλου τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης: «Ὁ κάλλει ἀλλοτρίῳ ἐπιβάλλων τούς ὀφθαλμούς οὔκ ἔτι κόρην ἀλλά πόρνην ἔχει τήν τοῦ ὀφθαλμοῦ κόρην». Ὅπως παρατηρήσαμε…αὐτό πού ἔχει σημασία γιά τόν ποιητή εἶναι ἡ εἰκονιστική ἤ πνευματική πραγματικότητα τῶν πραγμάτων κι ὄχι ἡ ὀπτική τους ἐμφάνιση.
Εἶναι ὡσάν κάθε πράγμα τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου -κάθε πράγμα πού ἀντιλαμβανόμαστε μέσῳ τῶν αἰσθήσεων- νά ἔχει τό ἰσοδύναμο ἤ ἀνάλογό του, ὅπως προτιμάει νά τό ὀνομάζει ὁ Ἑλύτης, στόν ἐσωτερικό κόσμο• καί εἶναι ἡ θέα ἤ ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμοῦ πού ἀφυπνίζει καί φέρνει στό ἐπίπεδο τῆς συνείδησης τίς ἀντίστοιχές τους εἰκόνες πού βρίσκονται πάντα παροῦσες μέσα μας σέ μιά λανθάνουσα κατάσταση. Στόν ἐσωτερικό κόσμο τά πράγματα πού συλλαμβάνουμε καί βιώνουμε μέσω τῶν αἰσθήσεων, μετατρέπονται μέσῳ αὐτῶν τῶν εἰκόνων σέ ψυχικές ἐνέργειες…Ἡ ἁπλή περιγραφή πού ἀφήνει τά πράγματα ὅπως ἐμφανίζονται στίς αἰσθήσεις μας, ἀντί νά ἀντιπροσωπεύει τήν πραγματικότητα, στήν οὐσία τή διαστρέφει. Ἀλλά βλέποντας τά πράγματα ὅπως θά μᾶς ζητοῦσε ὁ Ἐλύτης νά τά δοῦμε-ἀναφέροντάς τα ἀναγωγικά στά ἀρχέτυπά τους τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου- μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ὑψώσουμε τόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων σ’ ἕνα «ἱερό ἐπίπεδο», ὅπως τό ὀνομάζει, καί νά «ἐξαγιάσουμε τήν αἴσθηση».
Ἄν σμικραίνουν τά ὄργανα τῆς ἀντίληψής μας σμικραίνουν καί τά ἀντικείμενα. (Poetry and Prose of William Blake)
Ἤ, ὅπως γράφει ὁ Shelley: «Ὅλα τά πράγματα ὑπάρχουν μέ ἕναν τρόπο πού διαφέρεται ἀνάλογα μέ τό πρόσωπο πού τά βλέπει…». Ἤ, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἐλύτη… «Τό μάτι πού ἀλλάζει, ἀλλάζει τά πάντα». Καί τό λάθος μας εἶναι πώς δέν μποροῦμε νά δοῦμε τά πράγματα μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας -ἀδυνατοῦμε νά ἐπιτύχουμε αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Ἐλύτης «ὀρθή ἀντιστοιχία τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ νοητοῦ κόσμου»- καί βλέπουμε μόνο τόν φυσικό κόσμο μέ τά ὑλικά μας μάτια μέσα ἀπό παρωπίδες. Εἶναι, τελικά, ζήτημα κάποιου ἀθώου ματιοῦ, τοῦ ματιοῦ ἑνός παιδιοῦ ἤ ἑνός ἁγίου…
Καί ἐπειδή τό πῶς ἀντιλαμβανόμαστε ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐσωτερική μας κατάσταση, τό νόημα αὐτῆς τῆς φράσης εἶναι πώς ἔχουμε συσκοτίσει καί ἔχουμε κηλιδώσει τήν ψυχή, πού ἔχει χάσει ἔτσι τήν πρωταρχική μας ἁγνότητα ὅρασης. «Ὁλόκληρο τό νόημα τοῦ ὁράματος», γράφει ὁ Ἐλύτης, «…συγκεντρώνεται στήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς πού προϋποθέτει γιά νά γίνει εὐανάγνωστο καί κατανοητό»…
Ἀλλά γιά νά ἀποκτηθεῖ αὐτό τό βλέμμα πρέπει πρῶτα νά ἐξαγνίσουμε τήν ψυχή, νά καθάρουμε τά «αἰσθητήρια ὄργανα», φυσικά καί πνευματικά. Πρέπει νά καθάρουμε «ἀπό τό ἐσωτερικό μας βλέμμα τή μεμβράνη τῆς οἰκειότητας πού μᾶς συσκοτίζει τό θαῦμα τῆς ὕπαρξῆς μας» καί νά δημιουργήσουμε ἐκ νέου τό σύμπαν «πού ἔχει ἐκμηδενιστεῖ στό μυαλόμας ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν ἐντυπώσεων πού τίς ἔχει ἀμβλύνει ἡ ἵδια ἡ ἐπανάληψη».Τότε μόνο θά μπορέσουμε νά δοῦμε πώς στήν πραγματικότητα τά πράγματα δέν προσδιορίζονται ἀπό τόν χρόνο καί τόν χῶρο, ἐρχόμενα ἀπό τό παρελθόν καί ἐπεκτεινόμενα στό μέλλον, ἀλλά πώς γεννιοῦνται καί ξαναγενννιοῦνται ἀπό τήν ἀρχή κάθε στιγμή, μέ ὅλη ἐκείνη τήν ἀθωότητα καί τήν ἁγνότητα πού τό συννεφιασμένο καί κουρασμένο βλέμμα μας ἀδυνατεῖ νά τήν ἀναγνωρίσει σ’ αὐτά. Κάθε στιγμή τό κάθε τι ξαναδημιουργεῖται, ὅπως γράφει ὀ Ἐλύτης, «ὄμορφος ἀπό τήν ἀρχή στά μέτρα τῆς καρδιᾶς». Ἤ, ὅπως τό τοποθετεῖ κάποιος ἀδελφός του τῆς Ἀνατολῆς, ἕνας Πέρσης ποιητής, «κάθε στιγμή ὁ Ἠγαπημένος ἀποκτᾶ ἕνα καινούργιο φόρεμα» (RUMI, Diwan- i Shams- i Tabriz). Δέν εἶναι μιά ἁπλή μεταφορά τό νά ποῦμε πώς γιά τόν Ἐλύτη ὁ «Ἠγαπημένος» εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ Ἑλλάδα…Ἀλλά γιά τόν Ἐλύτη, αὐτή ἡ Ἑλλάδα, «αὐτός ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας», δέν εἶναι πρωταρχικά μιά ἱστορική ἤ μιά γεωγραφική ὀντότητα. Δέν εἶναι ἕνα χωροχρονικό συνεχές ὅπως εἶναι, παραδείγματος χάριν, στόν Παλαμᾶ. Μᾶλλον διαφεύγει καί ὑπερβαίνει τόν χῶρο καί τόν χρόνο. Ἤ, μᾶλλον, εἶναι ὁ χῶρος πού δέν εἶναι χῶρος, πού ὑπάρχει σ’ ἕναν χρόνο πού δέν εἶναι χρόνος. Σ’ ἔνα ἀπό τά ποιήματά του ὁ Σεφέρης περιγράφει τόν τόπο του, τήν Ἑλλάδα, ὡς «κλειστό». Τόν κλείνουν, λέει, «οἱ δύο μαῦρες Συμπληγάδες». Γιά τόν Ἐλύτη, ἡ Ἑλλάδα δέν εἶναι κλειστή. Ἀλλά –καί τοῦτο εἶναι τό τελικό στάδιο τῆς μύησης- γιά νά ἀνακαλύψεις τήν Ἑλλάδα πού δέν εἶναι κλειστή, γιά νά ἀνακαλύψεις τό πραγματικό πρόσωπο τῆς Ἑλλάδας, πρέπει νά περάσεις ἀπό τίς «Συμπληγάδες», γιατί αὐτή ἡ ἀληθινή Ἑλλάδα πρόκειται νά βρεθεῖ μόνο ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τῶν «Συμπληγάδων»…
Οἱ βράχοι ἀντιπροσωπεύουν ὅλες τίς ἀντιφάσεις καί τίς ἀντιθέσεις -ἐδῶ καί ἐκεῖ, δίκαιο καί ἄδικο, παρελθόν καί μέλλον- στίς ὁποῖες συνήθως εἶναι ἐγκλωβισμένη καί θρυμματισμένη ἡ ζωή μας… Ἔχει σωστά εἰπωθεῖ πώς ὁ τοῖχος τοῦ Παραδείσου -ὁ τοῖχος πού μᾶς κρατᾶ ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο- εἶναι κατασκευασμένος ἀπό αὐτές τίς ἀντιθέσεις…πρέπει νά περάσουμε πέρα ἀπό αὐτές τίς ἀντιφάσεις καί τίς ἀντιθέσεις, μέσα ἀπό τούς συγκρουόμενους βράχους. Πρέπει νά διαβοῦμε πέρα ἀπό τίς χωρικές διαστάσεις πού διαχωρίζουν τό ἐδῶ ἀπό τό ἐκεῖ γιά νά μποῦμε στόν ἀδιάστατο χῶρο πού δέν βρίσκεται πουθενά γιατί εἶναι ταυτόχρονα παντοῦ. Πρέπει νά τραβήξουμε πέρα ἀπό τίς ἀξίες τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας πού ἐφαρμόζονται στή συμπεριφορά μας σ’ αὐτό τόν κόσμο, μαθαίνοντας μιά αὐθορμησία καί μιά ἀθωότητα πού ὑπερβαίνει τή «γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ». Πάνω ἀπ’ ὄλα πρέπει νά περάσουμε πέρα ἀπό τό παρελθόν καί τό μέλλον μέ τήν εἴσοδό μας σ’ ἕνα αἰώνιο Τώρα…Ὁ Blake ταυτίζει –τήν περιοχή αὐτή- μέ τόν «κόκκο τῆς ἄμμου…πού δέν μπορεῖ νά βρεῖ ὁ Σατανάς…». Στήν πραγματικότητα τό νά εἶσαι ἐκεῖ πέρα σημαίνει νά βλέπεις «ἕναν κόσμο σ’ ἕναν κόκκο ἄμμου καί τήν Αἰωνιότητα σέ μιά ὥρα» (Blake). «Καί αὐτό λαβαίνει χῶρα πέρα ἀπό τόν χρόνο, δηλαδή χωρίς πρίν καί μετά, σ’ ἕνα αἰώνιο Τώρα…τήν πατρίδα καί ἀφετηρία κάθε ζωῆς καί κάθε γίγνεσθαι. Καί ἔτσι ὅλα τά πλάσματα βρίσκονται ἐκεῖ μέσα, πέρα ἀπό τούς ἑαυτούς τους, μιά Ὕπαρξη καί μιά Ζωή…ὅπως στήν αἰώνια τους πηγή»(JOHN OF RUYSBROECK).
Ἐδῶ, σ’ αὐτή τήν «μεσολάβηση τῆς ἄχρονης στιγμῆς»(T.S. ELIOT) -ὁ ποιητής- μᾶς προσκαλεῖ νά ἀνακαλύψουμε κάτι ἀπό τίς ἀληθινές διαστάσεις τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, κάτι ἀπό τήν ἀληθινή μας ταυτότητα:
Ὅ,τι ἀγαπῶ γεννιέται ἀδιάκοπα
Ὅ,τι ἀγαπῶ εἶναι στήν ἀρχή του πάντα.
————————————————————
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Φιλίππου Σέρραρντ: « Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ» Ἐκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑΙ 1998
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας: Χρήσου Μποκόρου, “Σκιά ελιάς και καντήλι”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου