Πριν από λίγο καιρό έγραψα ένα σημείωμα για τη γλώσσα. Ίσως οι σκέψεις που εξέθεσα νάναι χρήσιμες για ορισμένους νέους σε ηλικία φίλους. Γι’ αυτό και τις αναρτώ.
Ξεκινώ από τη διάχυτη πλέον αντίληψη πως η γλώσσα μας, όπως και ο πολιτισμός μας εξ άλλου, έχει λάβει την κατιούσα. Παρά την αισιοδοξία ορισμένων πως η γλώσσα διαθέτει ακόμη μεγάλες αντοχές, ο προσεκτικός παρατηρητής διαπιστώνει πως ο δημόσιος λόγος (όπως τουλάχιστον εκφέρεται από τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα μεταδόσεως των πληροφοριών) έχει φτωχύνει σημαντικά, όχι μόνο στο νόημα αλλά και στο λεξιλόγιο. Ίσως η γλώσσα της ποίησης και της καλής πεζογραφίας να αντιστέκονται, όμως το μικρό μέγεθος του αναγνωστικού τους κοινού αποτελεί αψευδή μαρτυρία της περιορισμένης τους εμβέλειας. Δεν είναι η δική τους γλώσσα που διαμορφώνει το κοινό γλωσσικό αίσθημα, αλλά η γλώσσα των ΜΜΕ και του Διαδικτύου.
Πώς θα ήταν άλλωστε δυνατόν η παρατηρούμενη στα καθ’ ημάς έκπτωση του νοήματος να μην συνοδευόταν και από έκπτωση της γλώσσας, δεδομένης της αλληλεξαρτήσεως γλώσσας και νόησης -όπως τουλάχιστον έχουν καταδείξει έγκυροι γλωσσολόγοι και ψυχολόγοι; Το ένα συμπαρασύρει αναγκαστικά και το άλλο. Δεν μπορούμε πλέον να σκεφθούμε και να εκφράσουμε την ποικιλία και πολυπλοκότητα του σύγχρονου γίγνεσθαι στα ελληνικά. Εξ ου και η εισαγωγή αγγλικών όρων και, το χειρότερο, φράσεων. Ο σύγχρονος κόσμος απαιτεί νέες έννοιες και νέους τρόπους για τη σύλληψη και έκφρασή του, γεγονός ωστόσο που προσκόπτει στην όλο και επεκτεινόμενη απαιδευσία μας η οποία δεν επιτρέπει τον εμπλουτισμό και την περαιτέρω εξέλιξη του γλωσσικού μας οργάνου.
Πριν 20 χρόνια περίπου, ο Γιάννης Καλιόρης (στις Παρεμβάσεις, 1981, τ. Α, «Διδάγματα του αδιεξόδου»), έγραφε πως «αν μιλάμε σήμερα ευρω-αγγλο-ελληνικά είναι γιατί σκεφτόμαστε κι έτσι, και σκεφτόμαστε έτσι γιατί θέτουμε και ανάλογους σκοπούς και διαμορφώνουμε αντίστοιχη βιοτροπία που πλήττουν τη γλώσσα στην εσωτερική της διάσταση». Πράγμα που ισχύει, διότι ο αγγλοσαξωνικός πολιτισμός, όπως διαχέεται από τις ΗΠΑ μαζί με τα τεχνολογικά μέσα που τον υποστηρίζουν, είναι πανίσχυρος. Κι είναι πανίσχυρος διότι διαμορφώνει τις σύγχρονες ανάγκες μας, τις αισθητικές μας συγκινήσεις, τα ιδεώδη και τις προσδοκίες μας, ενώ, ταυτόχρονα, τα γλωσσικά του σύμβολα, αφενός λόγω της διεθνούς τους αποδοχής και, αφετέρου, λόγω της απαλλαγής τους από δεσμευτικούς γραμματικούς κανόνες -άρα λόγω της ευχέρειας της αγγλικής γλώσσας να προσαρμόζεται στα νέα επικοινωνιακά δεδομένα-, προσφέρεται για την ανάδυση χρηστικών σημασιών. Όταν απαιτούνται σημασίες φιλοσοφικού περιεχομένου ή ακριβολόγου επιστημονικού προσδιορισμού, τότε, συχνά, η ελληνική επιστρατεύεται ώστε το σημαίνον να υποβάλλει το βάθος του σημαινομένου.
Σήμερα, στην Ελλάδα, όπως και σε όλον τον δυτικό κόσμο, κυριαρχεί ο σκεπτικισμός με αποτέλεσμα να ακυρώνεται κάθε κανονιστική αξία όπως και κάθε υψηλό, συλλογικό ιδεώδες, ενώ κάθε έκφανση του οργανωμένου βίου να διαποτίζεται με την αίσθηση της αβεβαιότητας, της ματαιότητας και της ατομικιστικής απόλαυσης. Οι κεντρικές νοηματοδοτήσεις της νόησης και της γλώσσας υποκλίνονται στη λειτουργική λογική των μέσων – ΜΜΕ και διαδικτυακά Κοινωνικά Μέσα- που τις διακινούν, όσων δηλαδή συμβάλλουν στην επικοινωνιακή τους εξάπλωση.
Εξ αιτίας των τεχνολογικών εξελίξεων, στις μέρες μας, αντί να μιλάμε για διπλή άρθρωση γλώσσας και νόησης, μιλάμε για υποταγή της γλώσσας στην τεχνολογία. Η παλιά ρήση του Καστοριάδη για τη σύζευξη λέγειν και τεύχειν (η οποία προσπαθεί να συλλάβει την ιστορική διάσταση του κοινωνικού πράττειν), έχει παραχωρήσει τη θέση του τεύχειν στην τεχνολογία, σ’ έναν δηλαδή παράγοντα ο οποίος είναι ταυτόχρονα και λέγειν καθώς περικλείει και τον λόγο της επιστήμης. Βεβαίως, ένα μέρος της γλώσσας εξακολουθεί να αρδεύεται από τον βιόκοσμο (όπως για παράδειγμα η γλώσσα της λογοτεχνίας), όμως η επιρροή της στο κοινωνικό πράττειν διέρχεται σήμερα μέσα από τη διεπιφάνεια μέσων – χρήστη, ώστε να επιτυγχάνεται η ροή της πληροφορίας.
Βάσει των παραπάνω, στην εποχή μας, η κοινωνία που προηγείται στην τεχνολογία είναι εκείνη η οποία καθιστά τη γλώσσα της lingua franca και επηρεάζει με τις δικές της σημασίες την παγκόσμια κουλτούρα, άρα και κάθε ατομική και συλλογική συνείδηση. Η αγγλική θα παραμένει lingua franca όσο οι ΗΠΑ κρατούν τα τεχνολογικά πρωτεία και θα ασκεί καταλυτική επιρροή στα πολιτισμικά πρότυπα των λαών.
Με το να υποκύπτει η εθνική γλώσσα στα γλωσσικά συμβολικά συστήματα της κυρίαρχης τεχνολογικής δύναμης, μειώνεται η ικανότητά της να λειτουργεί και ως οικοδομικό υλικό της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας. Η συμμετοχή διαφορετικών ατομικών ταυτοτήτων στην ίδια γλώσσα, ανήγαγε την τελευταία σε συστατικό της κοινής τους αναγνώρισης πως ανήκουν στο ίδιο έθνος. Άρα, η γλώσσα, λειτουργούσε, από το ένα μέρος, ως ιμάντας μεταφοράς των κοινών παραδόσεων, ως μέσον συγγραφής και διατηρήσεως της ιστορικής βιογραφίας του έθνους και, από το άλλο, ως ο τόπος του συνανήκειν. Σε κοινωνίες όπου σημειώνεται ύφεση στη δυναμική της γλώσσας τους, τα άτομα χάνουν την προσωπική τους αίσθηση του συνανήκειν, οδηγούμενα εκόντα άκοντα σε οντολογική ανασφάλεια ικανή να τα καταστήσει ευάλωτα απέναντι σε εχθρικές επιβουλές.
Ζώντας σε εποχή παρακμής των συλλογικοτήτων, το μετανεωτερικό ελληνικό υποκείμενο, εφόσον αποκόπτεται σιγά, σιγά, από τις ρίζες της γλώσσας του, κινδυνεύει να απολέσει τη συλλογική του μνήμη, άρα να απομακρυνθεί από το παρελθόν του, με αποτέλεσμα η συνείδησή του να στερείται βασικών ερεισμάτων της εθνικής του ταυτότητας. Ένα τέτοιο υποκείμενο, αιωρούμενο σ’ ένα ατομικιστικό σύμπαν, είναι πρόθυμο να μεταναστεύσει και να εγκολπωθεί τον τρόπο ζωής μιας οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας που θα του εξασφαλίζει τη ναρκισσιστική επιβεβαίωση των επαγγελματικών του δεξιοτήτων. Αφ’ ης στιγμής οικειοποιηθεί μια ξένη γλώσσα, η σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό γίνεται σχέση παρατηρητή με το αντικείμενό του, όχι σχέση πάσχοντος με το πάθος του.
Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος να ισχυριστεί, πως υπάρχει συγγένεια μεταξύ των γλωσσών, όπως μαρτυρεί τουλάχιστον το ενέργημα της μετάφρασης. Οι γλώσσες είναι εσωτερικά συνάλληλες μέσα σε αυτό που θέλουν να εκφράσουν (κατά τη γνωστή ρήση του Μπένγιαμιν, στο Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας). Κατά συνέπεια, η αφομοίωση και χρήση μιας ξένης γλώσσας δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην αδυναμία του ομιλούντος ή του γράφοντος να συλλάβει τα νοήματα που μεταφέρει η γενέθλια γλώσσα του. Εκείνο που εδώ υποστηρίζεται είναι πως ο ετερόγλωσσος χρήστης μιας γλώσσας δεν μπορεί να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο υποφώσκει εντός της η εθνική μνήμη και τον οποίο συλλαμβάνει ο ομόγλωσσος όντας μέτοχος της εθνικής συνείδησης. Σε αυτήν την εθνική, ιστορική συνείδηση παραπέμπει η εθνική γλώσσα, εφόσον, βεβαίως, μιλιέται και, κυρίως, γράφεται στη ζωντανή της εκδοχή, υπό την προϋπόθεση πως ο κληρονομημένος ιστορικός της πλούτο δεν έχει περισταλεί από μισαλλόδοξες περικοπές.
Ξεκινώ από τη διάχυτη πλέον αντίληψη πως η γλώσσα μας, όπως και ο πολιτισμός μας εξ άλλου, έχει λάβει την κατιούσα. Παρά την αισιοδοξία ορισμένων πως η γλώσσα διαθέτει ακόμη μεγάλες αντοχές, ο προσεκτικός παρατηρητής διαπιστώνει πως ο δημόσιος λόγος (όπως τουλάχιστον εκφέρεται από τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα μεταδόσεως των πληροφοριών) έχει φτωχύνει σημαντικά, όχι μόνο στο νόημα αλλά και στο λεξιλόγιο. Ίσως η γλώσσα της ποίησης και της καλής πεζογραφίας να αντιστέκονται, όμως το μικρό μέγεθος του αναγνωστικού τους κοινού αποτελεί αψευδή μαρτυρία της περιορισμένης τους εμβέλειας. Δεν είναι η δική τους γλώσσα που διαμορφώνει το κοινό γλωσσικό αίσθημα, αλλά η γλώσσα των ΜΜΕ και του Διαδικτύου.
Πώς θα ήταν άλλωστε δυνατόν η παρατηρούμενη στα καθ’ ημάς έκπτωση του νοήματος να μην συνοδευόταν και από έκπτωση της γλώσσας, δεδομένης της αλληλεξαρτήσεως γλώσσας και νόησης -όπως τουλάχιστον έχουν καταδείξει έγκυροι γλωσσολόγοι και ψυχολόγοι; Το ένα συμπαρασύρει αναγκαστικά και το άλλο. Δεν μπορούμε πλέον να σκεφθούμε και να εκφράσουμε την ποικιλία και πολυπλοκότητα του σύγχρονου γίγνεσθαι στα ελληνικά. Εξ ου και η εισαγωγή αγγλικών όρων και, το χειρότερο, φράσεων. Ο σύγχρονος κόσμος απαιτεί νέες έννοιες και νέους τρόπους για τη σύλληψη και έκφρασή του, γεγονός ωστόσο που προσκόπτει στην όλο και επεκτεινόμενη απαιδευσία μας η οποία δεν επιτρέπει τον εμπλουτισμό και την περαιτέρω εξέλιξη του γλωσσικού μας οργάνου.
Πριν 20 χρόνια περίπου, ο Γιάννης Καλιόρης (στις Παρεμβάσεις, 1981, τ. Α, «Διδάγματα του αδιεξόδου»), έγραφε πως «αν μιλάμε σήμερα ευρω-αγγλο-ελληνικά είναι γιατί σκεφτόμαστε κι έτσι, και σκεφτόμαστε έτσι γιατί θέτουμε και ανάλογους σκοπούς και διαμορφώνουμε αντίστοιχη βιοτροπία που πλήττουν τη γλώσσα στην εσωτερική της διάσταση». Πράγμα που ισχύει, διότι ο αγγλοσαξωνικός πολιτισμός, όπως διαχέεται από τις ΗΠΑ μαζί με τα τεχνολογικά μέσα που τον υποστηρίζουν, είναι πανίσχυρος. Κι είναι πανίσχυρος διότι διαμορφώνει τις σύγχρονες ανάγκες μας, τις αισθητικές μας συγκινήσεις, τα ιδεώδη και τις προσδοκίες μας, ενώ, ταυτόχρονα, τα γλωσσικά του σύμβολα, αφενός λόγω της διεθνούς τους αποδοχής και, αφετέρου, λόγω της απαλλαγής τους από δεσμευτικούς γραμματικούς κανόνες -άρα λόγω της ευχέρειας της αγγλικής γλώσσας να προσαρμόζεται στα νέα επικοινωνιακά δεδομένα-, προσφέρεται για την ανάδυση χρηστικών σημασιών. Όταν απαιτούνται σημασίες φιλοσοφικού περιεχομένου ή ακριβολόγου επιστημονικού προσδιορισμού, τότε, συχνά, η ελληνική επιστρατεύεται ώστε το σημαίνον να υποβάλλει το βάθος του σημαινομένου.
Σήμερα, στην Ελλάδα, όπως και σε όλον τον δυτικό κόσμο, κυριαρχεί ο σκεπτικισμός με αποτέλεσμα να ακυρώνεται κάθε κανονιστική αξία όπως και κάθε υψηλό, συλλογικό ιδεώδες, ενώ κάθε έκφανση του οργανωμένου βίου να διαποτίζεται με την αίσθηση της αβεβαιότητας, της ματαιότητας και της ατομικιστικής απόλαυσης. Οι κεντρικές νοηματοδοτήσεις της νόησης και της γλώσσας υποκλίνονται στη λειτουργική λογική των μέσων – ΜΜΕ και διαδικτυακά Κοινωνικά Μέσα- που τις διακινούν, όσων δηλαδή συμβάλλουν στην επικοινωνιακή τους εξάπλωση.
Εξ αιτίας των τεχνολογικών εξελίξεων, στις μέρες μας, αντί να μιλάμε για διπλή άρθρωση γλώσσας και νόησης, μιλάμε για υποταγή της γλώσσας στην τεχνολογία. Η παλιά ρήση του Καστοριάδη για τη σύζευξη λέγειν και τεύχειν (η οποία προσπαθεί να συλλάβει την ιστορική διάσταση του κοινωνικού πράττειν), έχει παραχωρήσει τη θέση του τεύχειν στην τεχνολογία, σ’ έναν δηλαδή παράγοντα ο οποίος είναι ταυτόχρονα και λέγειν καθώς περικλείει και τον λόγο της επιστήμης. Βεβαίως, ένα μέρος της γλώσσας εξακολουθεί να αρδεύεται από τον βιόκοσμο (όπως για παράδειγμα η γλώσσα της λογοτεχνίας), όμως η επιρροή της στο κοινωνικό πράττειν διέρχεται σήμερα μέσα από τη διεπιφάνεια μέσων – χρήστη, ώστε να επιτυγχάνεται η ροή της πληροφορίας.
Βάσει των παραπάνω, στην εποχή μας, η κοινωνία που προηγείται στην τεχνολογία είναι εκείνη η οποία καθιστά τη γλώσσα της lingua franca και επηρεάζει με τις δικές της σημασίες την παγκόσμια κουλτούρα, άρα και κάθε ατομική και συλλογική συνείδηση. Η αγγλική θα παραμένει lingua franca όσο οι ΗΠΑ κρατούν τα τεχνολογικά πρωτεία και θα ασκεί καταλυτική επιρροή στα πολιτισμικά πρότυπα των λαών.
Με το να υποκύπτει η εθνική γλώσσα στα γλωσσικά συμβολικά συστήματα της κυρίαρχης τεχνολογικής δύναμης, μειώνεται η ικανότητά της να λειτουργεί και ως οικοδομικό υλικό της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας. Η συμμετοχή διαφορετικών ατομικών ταυτοτήτων στην ίδια γλώσσα, ανήγαγε την τελευταία σε συστατικό της κοινής τους αναγνώρισης πως ανήκουν στο ίδιο έθνος. Άρα, η γλώσσα, λειτουργούσε, από το ένα μέρος, ως ιμάντας μεταφοράς των κοινών παραδόσεων, ως μέσον συγγραφής και διατηρήσεως της ιστορικής βιογραφίας του έθνους και, από το άλλο, ως ο τόπος του συνανήκειν. Σε κοινωνίες όπου σημειώνεται ύφεση στη δυναμική της γλώσσας τους, τα άτομα χάνουν την προσωπική τους αίσθηση του συνανήκειν, οδηγούμενα εκόντα άκοντα σε οντολογική ανασφάλεια ικανή να τα καταστήσει ευάλωτα απέναντι σε εχθρικές επιβουλές.
Ζώντας σε εποχή παρακμής των συλλογικοτήτων, το μετανεωτερικό ελληνικό υποκείμενο, εφόσον αποκόπτεται σιγά, σιγά, από τις ρίζες της γλώσσας του, κινδυνεύει να απολέσει τη συλλογική του μνήμη, άρα να απομακρυνθεί από το παρελθόν του, με αποτέλεσμα η συνείδησή του να στερείται βασικών ερεισμάτων της εθνικής του ταυτότητας. Ένα τέτοιο υποκείμενο, αιωρούμενο σ’ ένα ατομικιστικό σύμπαν, είναι πρόθυμο να μεταναστεύσει και να εγκολπωθεί τον τρόπο ζωής μιας οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας που θα του εξασφαλίζει τη ναρκισσιστική επιβεβαίωση των επαγγελματικών του δεξιοτήτων. Αφ’ ης στιγμής οικειοποιηθεί μια ξένη γλώσσα, η σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό γίνεται σχέση παρατηρητή με το αντικείμενό του, όχι σχέση πάσχοντος με το πάθος του.
Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος να ισχυριστεί, πως υπάρχει συγγένεια μεταξύ των γλωσσών, όπως μαρτυρεί τουλάχιστον το ενέργημα της μετάφρασης. Οι γλώσσες είναι εσωτερικά συνάλληλες μέσα σε αυτό που θέλουν να εκφράσουν (κατά τη γνωστή ρήση του Μπένγιαμιν, στο Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας). Κατά συνέπεια, η αφομοίωση και χρήση μιας ξένης γλώσσας δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην αδυναμία του ομιλούντος ή του γράφοντος να συλλάβει τα νοήματα που μεταφέρει η γενέθλια γλώσσα του. Εκείνο που εδώ υποστηρίζεται είναι πως ο ετερόγλωσσος χρήστης μιας γλώσσας δεν μπορεί να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο υποφώσκει εντός της η εθνική μνήμη και τον οποίο συλλαμβάνει ο ομόγλωσσος όντας μέτοχος της εθνικής συνείδησης. Σε αυτήν την εθνική, ιστορική συνείδηση παραπέμπει η εθνική γλώσσα, εφόσον, βεβαίως, μιλιέται και, κυρίως, γράφεται στη ζωντανή της εκδοχή, υπό την προϋπόθεση πως ο κληρονομημένος ιστορικός της πλούτο δεν έχει περισταλεί από μισαλλόδοξες περικοπές.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, έργο του Ιωάννη Μητράκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου