Περί
συνάντησης
και
αντιπαράθεσης της θεολογίας και
της φυσικής επιστήμης κατά τον 17ο και 18ο αιώνα
Theologie der ElektrizitätZur Begegnung und Auseinandersetzung von Theologie und Naturwissenschaft im 17. und 18. Jahrhundert
του Ernst Benz
στο Abhandlungen der Geistes- und Sozialwissenschaftlichen Klasse, Jahrgang 1970, Nr. 12
Εισαγωγή
Το θέμα «Θεολογία του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού» φαίνεται κάπως παράξενο εάν ληφθεί υπ’ όψιν η σημερινή κατάσταση της θεολογίας και των φυσικών επιστημών. Η θεολογία και η φυσική επιστήμη, στις θεωρήσεις και τις μεθόδους τους, απομακρύνθηκαν τόσο μεταξύ τους και έθεσαν συνειδητά διαχωριστικά όρια, από τα μέσα του περασμένου αιώνα, ώστε να φαίνεται περίεργο, το να αγνοήσει κανείς το όριο αυτό και να προσπαθεί να φέρει σε άμεση σχέση τις δυο αυτές περιοχές τής γνώσης. Ακόμα και μια καθαρά ιστορική ανάλυση μιας τέτοιας «σύγχυσης» θεολογίας και φυσικής επιστήμης υπόσχεται λίγα - οι προσπάθειες των φυσικοθεολόγων του 18ου αιώνα θεωρούνται από πολλού ξεπερασμένες. Οι επιστημονικές τους ιδέες είναι το ίδιο παλιές όσο και οι θεολογικές. Η σύγχρονη έρευνα της ιστορίας τού πνεύματος και της θεολογίας δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με την κοσμολογία και την φυσική θεολογία του 18ου αιώνα. Η μοντέρνα θεολογία μείωσε το πρόβλημα τής θρησκείας στο ερώτημα περί τής προσωπικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και Θεού, στο ερώτημα περί της λειτουργίας της πίστεως. Παραμέλησε όμως πλήρως την θεολογική πτυχή τής κοσμολογίας, της φυσικής θεολογίας, της θέσης του ανθρώπου στο σύμπαν και στην αλυσίδα των άλλων μορφών ζωής του κόσμου μας. Από την άλλη, η φυσική επιστήμη υπό την σκιά μιας θετικιστικής έννοιας της επιστήμης, αποδόμησε τις παλιότερες συνδέσεις της με μια θεολογική κοσμοθεωρία, και στηρίζει την επιστημονικότητά της στην άρνηση κάθε θεωρητικής, μεταφυσικής ερώτησης.
Αυτή η σημερινή κατάσταση, την οποία οι περισσότεροι αντιπρόσωποι και των δυο πλευρών, της θεολογίας και της φυσικής επιστήμης, θεωρούν ως την καλύτερη λύση, δεν αποτελεί στην πραγματικότητα μια ικανοποιητική λύση. Μοιάζει μάλλον με μια πνευματική κατάσταση, την οποία αν μεταφέρουμε από την περιοχή τής ιστορίας του πνεύματος στην προσωπική ψυχολογία, πρέπει να διαγνώσουμε μόνο ως κλασσική περίπτωση σχιζοφρένιας. Η θρησκευτική μας συνείδηση και η επιστημονική μας συνείδηση καθορίζονται από την εμπειρία τής μιας και της αυτής τελικής πραγματικότητας, με την οποία έχουμε ως άνθρωποι να κάνουμε. Και οι δυο μορφές εμπειρίας και ερμηνείας αυτής της τελευταίας πραγματικότητας ήταν σε όλες τις εποχές πολύ στενά συνδεδεμένες και συσχετιζόμενες. Αποτελεί μια εντελώς έκτακτη κατάσταση, το γεγονός ότι οι δυο δεν θέλουν να έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους. Αυτό υποδεικνύει ένα βαθύ ρήγμα στην στάση μας προς την πραγματικότητα, η οποία δεν υπήρξε τέτοια σε καμιά στιγμή της πνευματικής ιστορίας της Δύσεως. Η σχέση τής θρησκευτικής συνείδησης με την επιστημονική συνείδηση, ήταν από την αρχή της ανάπτυξης τού ανθρωπίνου πνεύματος, μια σχέση διαλεκτικής γεμάτης εντάσεις. Δεν ήταν όμως ποτέ σχέση που να είχε αποκρυσταλλωθεί σε μια σχιζοφρενική στάση, όπου η μια πλευρά να μη θέλει να ξέρει τίποτε για την άλλη, όπως φαίνεται να είναι η περίπτωση σήμερα.
Το θέμα της παρούσης μελέτης συνδέεται άμεσα με την συσχέτιση της θρησκευτικής προς την επιστημονική συνείδηση. Βάσει του μέχρι τώρα σχεδόν πλήρως αγνοημένου υλικού των θεολογικών και επιστημονικών πηγών, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε πως η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού κατά τον 18ο αιώνα, αλλά και η ταυτόχρονη ανακάλυψη μαγνητικών και γαλβανικών φαινομένων, επέφεραν μιας ύψιστης σημασίας αναμόρφωση της ιδέας περί Θεού και της αντίληψης περί παρουσίας του Θεού στον κόσμο. Η συνέπεια της νέας αυτής περί Θεού ιδέας ήταν και μια εντελώς νέα αντίληψη περί σχέσης ψυχής και σώματος, πνεύματος και ύλης, ζωής και ύλης.
Η μεσαιωνική θεώρηση περί Θεού και η χριστολογία ήταν προσανατολισμένες προς την κεντρική εικόνα του φωτός: ο Θεός ως ήλιος, ως φως, που ακτινοβολεί τις δυνάμεις Του στον κόσμο, αλλά και στην ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Ο κόσμος των ιδεών και συμβόλων της μεσαιωνικής περί Θεού αντίληψης, ήταν μια μεταφυσική του φωτός. Αυτή κυριαρχούσε τόσο στην κοσμολογία, όσο και στην γνωσιολογία και στην αντίληψη περί ιστορίας της σωτηρίας.
Με την ανακάλυψη του μαγνητισμού και του ηλεκτρισμού έρχεται δίπλα στην συμβολική του φωτός μια νέα εικόνα: ο μαγνητισμός και ο ηλεκτρισμός εμφανίζονται ως η πιο προσιτή στις αισθήσεις αναπαράσταση της κρυμμένης πραγματικότητας της θεϊκής δύναμης μέσα στον κόσμο και μέσα σε πράγματα, όπως η ζωή, η κίνηση, κρυμμένη δύναμη που δημιουργεί θερμότητα. Η θεϊκή αυτή δύναμη την οποία αναπαριστά ο μαγνητισμός και ο ηλεκτρισμός, διαπερνά ολόκληρο το σύμπαν, προκαλεί την έλξη των αντίθετων πόλων, που πότε πότε, με τις βίαιες εκφορτίσεις μέσα στον κεραυνό, εμφανίζεται ως εκτυφλωτικό φως, ως καταστροφική δύναμη μέσα στην μυστηριώδη, άλογη μορφή της. Ο ηλεκτρισμός και ο μαγνητισμός έγιναν το νέο σύμβολο του Θεού.
Και για αυτή την αλλαγή υπήρξαν σπόροι μέσα στον μυστικισμό του μεσαίωνα: ο μαγνήτης ήταν ανέκαθεν σύμβολο του Θεού, σύμβολο της αινιγματικής ελκτικής δύναμης της αγάπης του Θεού. Η οποία αγάπη συνδέει με τον Χριστό και μεταξύ τους, τους ανθρώπους που είναι πλήρεις θείας χάριτος. Η οποία χωρίς εξωτερικές υλικές συσχετίσεις δημιουργεί μια εσωτερική σύνδεση των πιστών με τον Χριστό, που καθιστά τα άτομα με το κεφάλι τους, ένα σώμα, το οποίο διαπερνάται από την μαγνητική αγάπη του Χριστού για τον άνθρωπο και του ανθρώπου για τον Χριστό. Έτσι και ο μεσαίων γνώριζε την πολύπλευρη χρήση της εικόνας του μαγνήτη για την απεικόνιση της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Ο Angelus Silesius παρουσιάζει την ιδέα αυτή στο 5ο βιβλίο του Cherubinischer Wandersmann, ως εξής:
«Ο πνευματικός μαγνήτης και το ατσάλι.
Ο Θεός είναι ένας μαγνήτης, η καρδιά μου το ατσάλι.
Στρέφεται πάντα προς Αυτόν, όταν την έχει μια φορά αγγίξει.»
Εισαγωγή
Το θέμα «Θεολογία του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού» φαίνεται κάπως παράξενο εάν ληφθεί υπ’ όψιν η σημερινή κατάσταση της θεολογίας και των φυσικών επιστημών. Η θεολογία και η φυσική επιστήμη, στις θεωρήσεις και τις μεθόδους τους, απομακρύνθηκαν τόσο μεταξύ τους και έθεσαν συνειδητά διαχωριστικά όρια, από τα μέσα του περασμένου αιώνα, ώστε να φαίνεται περίεργο, το να αγνοήσει κανείς το όριο αυτό και να προσπαθεί να φέρει σε άμεση σχέση τις δυο αυτές περιοχές τής γνώσης. Ακόμα και μια καθαρά ιστορική ανάλυση μιας τέτοιας «σύγχυσης» θεολογίας και φυσικής επιστήμης υπόσχεται λίγα - οι προσπάθειες των φυσικοθεολόγων του 18ου αιώνα θεωρούνται από πολλού ξεπερασμένες. Οι επιστημονικές τους ιδέες είναι το ίδιο παλιές όσο και οι θεολογικές. Η σύγχρονη έρευνα της ιστορίας τού πνεύματος και της θεολογίας δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με την κοσμολογία και την φυσική θεολογία του 18ου αιώνα. Η μοντέρνα θεολογία μείωσε το πρόβλημα τής θρησκείας στο ερώτημα περί τής προσωπικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και Θεού, στο ερώτημα περί της λειτουργίας της πίστεως. Παραμέλησε όμως πλήρως την θεολογική πτυχή τής κοσμολογίας, της φυσικής θεολογίας, της θέσης του ανθρώπου στο σύμπαν και στην αλυσίδα των άλλων μορφών ζωής του κόσμου μας. Από την άλλη, η φυσική επιστήμη υπό την σκιά μιας θετικιστικής έννοιας της επιστήμης, αποδόμησε τις παλιότερες συνδέσεις της με μια θεολογική κοσμοθεωρία, και στηρίζει την επιστημονικότητά της στην άρνηση κάθε θεωρητικής, μεταφυσικής ερώτησης.
Αυτή η σημερινή κατάσταση, την οποία οι περισσότεροι αντιπρόσωποι και των δυο πλευρών, της θεολογίας και της φυσικής επιστήμης, θεωρούν ως την καλύτερη λύση, δεν αποτελεί στην πραγματικότητα μια ικανοποιητική λύση. Μοιάζει μάλλον με μια πνευματική κατάσταση, την οποία αν μεταφέρουμε από την περιοχή τής ιστορίας του πνεύματος στην προσωπική ψυχολογία, πρέπει να διαγνώσουμε μόνο ως κλασσική περίπτωση σχιζοφρένιας. Η θρησκευτική μας συνείδηση και η επιστημονική μας συνείδηση καθορίζονται από την εμπειρία τής μιας και της αυτής τελικής πραγματικότητας, με την οποία έχουμε ως άνθρωποι να κάνουμε. Και οι δυο μορφές εμπειρίας και ερμηνείας αυτής της τελευταίας πραγματικότητας ήταν σε όλες τις εποχές πολύ στενά συνδεδεμένες και συσχετιζόμενες. Αποτελεί μια εντελώς έκτακτη κατάσταση, το γεγονός ότι οι δυο δεν θέλουν να έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους. Αυτό υποδεικνύει ένα βαθύ ρήγμα στην στάση μας προς την πραγματικότητα, η οποία δεν υπήρξε τέτοια σε καμιά στιγμή της πνευματικής ιστορίας της Δύσεως. Η σχέση τής θρησκευτικής συνείδησης με την επιστημονική συνείδηση, ήταν από την αρχή της ανάπτυξης τού ανθρωπίνου πνεύματος, μια σχέση διαλεκτικής γεμάτης εντάσεις. Δεν ήταν όμως ποτέ σχέση που να είχε αποκρυσταλλωθεί σε μια σχιζοφρενική στάση, όπου η μια πλευρά να μη θέλει να ξέρει τίποτε για την άλλη, όπως φαίνεται να είναι η περίπτωση σήμερα.
Το θέμα της παρούσης μελέτης συνδέεται άμεσα με την συσχέτιση της θρησκευτικής προς την επιστημονική συνείδηση. Βάσει του μέχρι τώρα σχεδόν πλήρως αγνοημένου υλικού των θεολογικών και επιστημονικών πηγών, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε πως η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού κατά τον 18ο αιώνα, αλλά και η ταυτόχρονη ανακάλυψη μαγνητικών και γαλβανικών φαινομένων, επέφεραν μιας ύψιστης σημασίας αναμόρφωση της ιδέας περί Θεού και της αντίληψης περί παρουσίας του Θεού στον κόσμο. Η συνέπεια της νέας αυτής περί Θεού ιδέας ήταν και μια εντελώς νέα αντίληψη περί σχέσης ψυχής και σώματος, πνεύματος και ύλης, ζωής και ύλης.
Η μεσαιωνική θεώρηση περί Θεού και η χριστολογία ήταν προσανατολισμένες προς την κεντρική εικόνα του φωτός: ο Θεός ως ήλιος, ως φως, που ακτινοβολεί τις δυνάμεις Του στον κόσμο, αλλά και στην ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Ο κόσμος των ιδεών και συμβόλων της μεσαιωνικής περί Θεού αντίληψης, ήταν μια μεταφυσική του φωτός. Αυτή κυριαρχούσε τόσο στην κοσμολογία, όσο και στην γνωσιολογία και στην αντίληψη περί ιστορίας της σωτηρίας.
Με την ανακάλυψη του μαγνητισμού και του ηλεκτρισμού έρχεται δίπλα στην συμβολική του φωτός μια νέα εικόνα: ο μαγνητισμός και ο ηλεκτρισμός εμφανίζονται ως η πιο προσιτή στις αισθήσεις αναπαράσταση της κρυμμένης πραγματικότητας της θεϊκής δύναμης μέσα στον κόσμο και μέσα σε πράγματα, όπως η ζωή, η κίνηση, κρυμμένη δύναμη που δημιουργεί θερμότητα. Η θεϊκή αυτή δύναμη την οποία αναπαριστά ο μαγνητισμός και ο ηλεκτρισμός, διαπερνά ολόκληρο το σύμπαν, προκαλεί την έλξη των αντίθετων πόλων, που πότε πότε, με τις βίαιες εκφορτίσεις μέσα στον κεραυνό, εμφανίζεται ως εκτυφλωτικό φως, ως καταστροφική δύναμη μέσα στην μυστηριώδη, άλογη μορφή της. Ο ηλεκτρισμός και ο μαγνητισμός έγιναν το νέο σύμβολο του Θεού.
Και για αυτή την αλλαγή υπήρξαν σπόροι μέσα στον μυστικισμό του μεσαίωνα: ο μαγνήτης ήταν ανέκαθεν σύμβολο του Θεού, σύμβολο της αινιγματικής ελκτικής δύναμης της αγάπης του Θεού. Η οποία αγάπη συνδέει με τον Χριστό και μεταξύ τους, τους ανθρώπους που είναι πλήρεις θείας χάριτος. Η οποία χωρίς εξωτερικές υλικές συσχετίσεις δημιουργεί μια εσωτερική σύνδεση των πιστών με τον Χριστό, που καθιστά τα άτομα με το κεφάλι τους, ένα σώμα, το οποίο διαπερνάται από την μαγνητική αγάπη του Χριστού για τον άνθρωπο και του ανθρώπου για τον Χριστό. Έτσι και ο μεσαίων γνώριζε την πολύπλευρη χρήση της εικόνας του μαγνήτη για την απεικόνιση της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Ο Angelus Silesius παρουσιάζει την ιδέα αυτή στο 5ο βιβλίο του Cherubinischer Wandersmann, ως εξής:
«Ο πνευματικός μαγνήτης και το ατσάλι.
Ο Θεός είναι ένας μαγνήτης, η καρδιά μου το ατσάλι.
Στρέφεται πάντα προς Αυτόν, όταν την έχει μια φορά αγγίξει.»
Συνεχίζεται
1 σχόλιο:
Περί ηλεκτρομαγνητισμού
Ο μαγνήτης έλκει πάντοτε ένα άλλο μαγνήτη. Ακόμα και αν ο σίδηρος δεν έλκει σίδηρο, και άρα δεν φαίνεται να είναι «μαγνητισμένος», η παρουσία ενός μαγνήτη αλλάζει τις διατάξεις μέσα στον σίδηρο. Τότε τα άτομα μέσα στο κομμάτι που βρίσκεται εντός του μαγνητικού πεδίου λαμβάνουν όλα μια συκγεκριμένη κατεύθυνση, την οποία καθορίζει η «κατεύθυνση» του μαγνήτη. Δηλαδή προς τα που δείχνει ο βόρειος ή ο νότιος πόλος του μαγνήτη. Οι δυο αυτοί πόλοι είναι πάντα μαζί και δεν είναι δυνατόν να χωρίσουν. Όσο μικρός και να είναι ο μαγνήτης, όσες φορές και να τον κόψουμε στη μέση. Οι δυο πόλοι παραμένουν μαζί και έχουν πάντα την ίδια αντιδιαμετρική κατεύθυνση. Ο ένας πόλος έλκει πάντα τον αντίθετο του και απωθεί τον ομώνυμο του.
Το μαγνητικό πεδίο δημιουργείται από την κίνηση ηλεκτρικών φορτίων. Υπάρχουν δυο είδη ηλεκτρικού φορτίου, το θετικό και το αρνητικό. Αν υποθέσουμε πως δυο αντίθετα ηλεκτικά φορτια (που βρισκονται αρκετά μακριά το ένα από το άλλο για να μην αλληλοεπιδρούν) κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, θα δημιουργήσουν μαγνητικά πεδία αντίθετης κατεύθυνσης.
Αν ένα «ακίνητο» ηλεκτρικό φορτίο (σε ένα χάλκινο σύρμα για παράδειγμα) βρεθεί σε μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο (ως προς την κατευθνση ή ως προς την ένταση, δηλαδή ο μαγνητης είτε περιστρέφεται, είτε απομακρύνεται ή πλησιάζει), θα αρχίσει να κινείται. Δηλαδή ένα μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο δημιουργεί ηλεκτρικό ρεύμα μέσα σε ένα ηλεκτρικό αγωγό. Πάνω σε αυτό το φαινόμενο, της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, βασίζεται η παραγωγή ηλεκτρισμού, η ελεγχόμενη δηλαδή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ο κεραυνός είναι ένα παράδειγμα μη ελεγχόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.
Η δυνατότητα παραγωγής ελεγχόμενης ηλεκτρικής, και κατά συνέπεια μαγνητικής ενέργειας* οδήγησε στην ανάπτυξη της ατομικής και της κβαντικής φυσικής. Το τι συμβαίνει και το τι υπάρχει μέσα στο άτομο, έτσι όπως το αποδέχεται η επιστήμη σήμερα, άρχισε να ερευνάται με την βοήθεια του ηλεκτρομαγνητισμού. Οι ακτίνες Χ, ήταν αποτέλεσμα πειραμάτων επίδρασης του ηλεκτρισμού στα άτομα. Και όλα τα άλλα, με περίπλοκο τρόπο περιγραμμένα φαινόμενα στο ατομικό και υποατομικό επίπεδο, ήταν και είναι δυνατόν να περιγραφούν μόνο με την χρήση της ηλεκτρικής και μαγνητικής ενέργειας. Και για να προκύψουν τα αποτελέσματα που περιγράφουν ασύλληπτα μικρά και ανεπαίσθητα φαινόμενα και δυνάμεις, απαιτήθηκαν μηχανήματα μεγάλης ακρίβειας. Ακριβείς πειραματικές μετρήσεις απαιτούν ακριβή έλεγχο. Και όσο πιο μικρά και ανεπαίσθητα τα φαινόμενα, τόσο πιο μεγάλα και μεγαλύτερης ακρίβειας τα μηχανήματα και οι ενέργειες που απαιτούνται. Το CERN για παράδειγμα ή η ατομική βόμβα (αόρατα φαίνομεν, ορατά πολύ αποτελέσματα).
• (Όλες οι περιγραφές φαινομένων στην φυσική καταλήγουν εν τέλει στην ενέργεια. Ο στόχος είναι η ενέργεια και η δύναμη, ακριβέστερα τα αποτελέσματα της όποιας δύναμης. Όλες οι μετρήσεις στην φυσική είναι μετρήσεις κάποιας δύναμης. Ακόμα και τα αόρατα φαινόμενα (όπως ο μαγνητισμός), ή μάλλον ιδιαίτερα αυτά, μπορούν να διαπιστωθούν και να ποσοτικοποιηθούν μόνο δια των φαινομένων που προκαλούν, και αυτά είναι πάντοτε επίδραση κάποιας δύναμης.)
Επειδή είναι αόρατα στο μάτι τα φαίνομενα, τα αποτελέσματα των οποίων βλέπουμε, και τα οποία μόνο έμμεσα και μόνο με τα μάτια μας μπορούμε να διαπιστώσουμε, άρχισε η συζήτηση και επιστημονική έρευνα περί της πιθανής πνευματική φύσης των φαινομένων αυτών (λογικά κβάντα, τηλεμεταφορά... ).
Και ίσως να είναι όλα αυτά φαινόμενα πνευματικά, αλλά τα κυριαρχεί ένα πνεύμα το οποίο «όπου θέλω πνει» (θα νομίζουμε ίσως), και όχι αυτό το Πνεύμα της Αληθείας, το οποίο «όπου θέλει πνει».
Δημοσίευση σχολίου