Συνέχεια από Τρίτη, 6 Δεκεμβρίου 2016
IGNACE DE LA POTTERIE, S. J.
Β. Το πνεύμα της αληθείας στην 1η Επιστολή 4,6
Όλοι σχεδόν οι σχολιαστές παρατηρούν δικαίως ότι ο στ, 3,24 αντιστοιχεί απολύτως στον στ. 4,13: εδώ θα συναντήσουμε και μια νέα ερμηνεία του ρόλου του Πνεύματος της αληθείας. Ο στ. 4,13 έχει το πλεονέκτημα ότι μας εισάγει στον τρίτο κύκλο της Επιστολής (4,7 – 5,12), ενώ ο στ. 3,24 ανήκει τον δεύτερο κύκλο (4,7 – 5,12)· στην ομόκεντρη και προοδευτική ανάπτυξη της 1η Επιστολής, ο στίχος αυτός επανέρχεται στο νόημα του 3,24 με περισσότερη σαφήνεια. Το κείμενο λέει: «ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν».
IGNACE DE LA POTTERIE, S. J.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ : ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ 1Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Ι. Το Πνεύμα της αληθείας και το Πνεύμα της πλάνης
Β. Το πνεύμα της αληθείας στην 1η Επιστολή 4,6
2. Η λειτουργία του Πνεύματος της αληθείας
γ) 1η Επιστολή 4,13
Όλοι σχεδόν οι σχολιαστές παρατηρούν δικαίως ότι ο στ, 3,24 αντιστοιχεί απολύτως στον στ. 4,13: εδώ θα συναντήσουμε και μια νέα ερμηνεία του ρόλου του Πνεύματος της αληθείας. Ο στ. 4,13 έχει το πλεονέκτημα ότι μας εισάγει στον τρίτο κύκλο της Επιστολής (4,7 – 5,12), ενώ ο στ. 3,24 ανήκει τον δεύτερο κύκλο (4,7 – 5,12)· στην ομόκεντρη και προοδευτική ανάπτυξη της 1η Επιστολής, ο στίχος αυτός επανέρχεται στο νόημα του 3,24 με περισσότερη σαφήνεια. Το κείμενο λέει: «ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν».
1. Εδώ τίθεται εκ νέου το ερώτημα: το ἐν τούτῳ αναφέρεται σε αυτό που ήδη λέχθηκε («ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους»), ή σε αυτό που λέγεται στη συνέχεια («ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν»); Θα συμφωνήσουμε με την πλειονότητα των σχολιαστών ότι σ’ αυτή την περίπτωση το ἐν τούτῳ αναφέρεται στο ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν, για τον απλό λόγο ότι ο Ιωάννης χρησιμοποιεί το ἐν τούτῳ και στο άλλο απόσπασμα 3,16, στο οποίο αυτή η διατύπωση συνοδευόμενη από το ρήμα γινώσκω ακολουθείται επίσης, όπως και εδώ, από ένα επεξηγηματικό ὅτι· και επίσης επειδή χρησιμοποιεί κατά τον ίδιο τρόπο την διατύπωση ἐν τούτῳ … ὅτι σε δύο παρόμοιες περιπτώσεις χωρίς το ρήμα γινώσκω. Πιστεύουμε ότι αυτή η ερμηνεία καλύπτει και τον στ.4,13. Επομένως τον αποδίδουμε ως εξής: «Εξ αυτού αναγνωρίζουμε ότι μένουμε εις Αυτόν και Αυτός εις ημάς: Διότι μας παρέδωκεν εκ του Πνεύματός του».
2. Σε τί συνίσταται αυτή η δωρεά του Πνεύματος που για τον Ιωάννη αποτελεί κριτήριο της κοινωνίας μας με τον Θεό; Όπως είπαμε οι απαντήσεις διίστανται. Πιστεύουμε ότι θα μπορέσουμε να συλλάβουμε το πνεύμα του συγγραφέα μελετώντας την φιλολογική σύνθεση του αποσπάσματος.
α) Ο στίχος μας ανήκει σε ένα αυστηρά καθορισμένο σύνολο από την παρέμβαση 4,7 -16, που περιλαμβάνει δύο παράλληλα αποσπάσματα: 4,7-10 και 4,11 -16 (όπου ανήκει ο στ. 13 που μελετάμε). Και τα δύο αρχίσουν παρομοίως με μια παρότρυνση στο έλεος, που συνοδεύεται από ένα κίνητρο που την στηρίζει.
στ.7 στ. 11
«Ἀγαπητοί, «Ἀγαπητοί,
εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς,
ἀγαπῶμεν καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀγαπᾶν
ἀλλήλους ἀλλήλους».
ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι».
Τα δύο αποσπάσματα στα οποία αυτοί οι στίχοι χρησιμεύουν για εισαγωγή, αναπτύσσουν με αντίστοιχο τρόπο το κίνητρο που μας δίδεται για την άσκηση του ελέους (το κίνητρο είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις), αλλά κατά τρόπο συμπληρωματικό: πρώτα από την σκοπιά του Θεού (« η αγάπη είναι εκ Θεού»), και στην συνέχεια από την δική μας σκοπιά («οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς»). Στο πρώτο απόσπασμα (4,7-10) η παρότρυνση στο έλεος βασίζεται στην αποκάλυψη της αγάπης του Θεού: η αγάπη είναι εκ Θεού (στ.7)· ο Θεός είναι αγάπη, που σημαίνει ότι όλη η ενέργειά του προς ημάς είναι αγαπητική (στ.8)· ο Θεός αποκαλύπτεται ως Θεός της αγάπης αποστέλλοντας τον Υιό του (στ. 9-10). Αυτή είναι επομένως η αντικειμενική θεώρηση μιας ιστορικής πραγματικότητας: η εκδήλωση της αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους (ἐ φ α ν ε ρ ώ θ η ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στ. 9).
Το δεύτερο απόσπασμα (4,11 -16) αρχίζει με μια παρόμοια παρότρυνση με αυτήν του στ.7, και διατυπώνει το κίνητρο του αδελφικού ελέους με τις λέξεις του συμπεράσματος της προηγούμενης διατύπωσης που αποτελούν λέξεις-κλειδιά (στ.10: αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς· στ.11 εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς). Το κίνητρο αυτό επαναλαμβάνεται και ερμηνεύεται στους επόμενους στίχους, αλλά αυτή τη φορά από τη σκοπιά των ανθρώπων (=υποκειμενική άποψη) και την διά της πίστεως γνώση της αποκαλυφθείσας αγάπης του Θεού. Λαμβάνοντας υπόψη την διαφορά αυτή, ο παραλληλισμός των δύο αποσπασμάτων είναι αξιοσημείωτος:
Αντικειμενική άποψη Υποκειμενική άποψη
στ. 9 ἐ ν τ ο ύ τ ῳ στ. 14 Κ α ὶ ἡ μ ε ῖ ς
ἐ φ α ν ε ρ ώ θ η τ ε θ ε ά μ ε θ α κ α ὶ
(ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν) μ α ρ τ υ ρ ο ῦ μ ε ν
ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ὅτι ὁ πατὴρ
ἀπέσταλκεν ὁ Θ ε ὸ ς ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν
εἰς τὸν κόσμον σ ω τ ῆ ρ α τοῦ κόσμου
ἵνα ζ ή σ ω μ ε ν δ ι' α ὐ τ ο ῦ
στ. 10 ἐ ν τ ο ύ τ ῳ ἐ σ τ ὶ ν στ. 16 καὶ ἡ μ ε ῖ ς
ἐ γ ν ώ κ α μ ε ν κ α ὶ
π ε π ι σ τ ε ύ κ α μ ε ν
ἡ ἀγάπη τὴν ἀγάπην
ὅτι α ὐ τ ὸ ς ἠ γ ά π η σ ε ν ημᾶς ἣ ν ἔ χ ε ι ὁ Θ ε ὸ ς ἐν ἡμῖν
Εδώ συναντάμε αντιστοιχίες σκέψεων και ορολογίας, τόσο ανάμεσα στους δύο στίχους, όσο και από την μια στήλη στην άλλη. Οι διπλή σειρά παραλληλισμών ανάμεσα στα αποσπάσματα 9-10 και 14-16 αναδύεται ικανοποιητικά στον παρόντα πίνακα. Αλλά ας δούμε και τις αντιστοιχίες που υπάρχουν ανάμεσα στους δύο διαδοχικούς στίχους στο εσωτερικό της κάθε στήλης, πρώτα ανάμεσα στους στ. 9 και 10:
στ. 9 ἐν τούτῳ στ. 10 ἐν τούτω
ἐ φ α ν ε ρ ώ θ η ἐ σ τ ὶ ν
ἡ ἀγάπη ἡ ἀγάπη … ὅτι
τ ο ῦ Θ ε ο ῦ ἐν ἡμῖν α ὐ τ ὸ ς ἠγάπησεν ημᾶς
καθώς και ανάμεσα στου στ. 14 και 16:
στ. 14 Καὶ ἡμεῖς στ. 16 Καὶ ἡμεῖς
τ ε θ ε ά μ ε θ α κ α ὶ ἐ γ ν ώ κ α μ ε ν κ α ὶ
μ α ρ τ υ ρ ο ῦ μ ε ν π ε π ι σ τ ε ύ κ α μ ε ν
Ας σημειώσουμε τέλος ένα είδος παρέμβασης ανάμεσα στον στ. 9 και 16 (ο στ. 9 αναφέρεται στην αποκάλυψη της αγάπης· ο στ. 16 στην γνώση μας αυτής της αποκάλυψης):
Στ. 9 ἐ φ α ν ε ρ ώ θ η στ. 16 Κ α ὶ ἡ μ ε ῖ ς ἐ γ ν ώ κ α μ ε ν…
ἡ ἀγάπη την αγάπην
τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν ἣν ἔχει ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν
Είναι επομένως εμφανές ποιο είναι το θέμα που πραγματεύονται οι στ. 14-16, καθώς και η σχέση τους με τους στ. 9-10. Η ιδέα που αναπτύσσεται είναι η ακόλουθη: οφείλουμε να αγαπήσουμε, διότι δια της πίστεως γνωρίσουμε την αγάπη του Θεού που μας αποκαλύφθηκε. Και η αποκάλυψη περιλαμβάνεται στους στ. 9-10: εκεί ο Ιωάννης αιτιολογούσε το έλεος λέγοντας ότι ο Θεός αποκαλύπτεται ως αγάπη· και εδώ συνεχίζει λέγοντας: πρέπει να αγαπήσουμε διότι γνωρίσαμε (δια της πίστεως) αυτή την αποκάλυψη της θείας αγάπης. Το έλεος έχει τις ρίζες του στην πίστη: Η ενόραση δια της πίστεως της αγάπης του Θεού αναδύει αυθόρμητα την αδελφική μας αγάπη.
β) Ποια θέση καταλαμβάνει σ’ αυτή την ανάλυση ο στ. 13 στον οποίο γίνεται αναφορά στην δωρεά του Πνεύματος; Οι ενδείξεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σχετίζεται με τους στ. 14-16 που ακολουθούν και όχι με τον στίχο που προηγείται. Ας σημειώσουμε κατ’ αρχήν ότι οι λέξεις-κλειδιά στο στ. 12 ἀγαπῶμεν ἀλλήλους αποτελούν επανάληψη και κατακλείδα του προηγούμενου θέματος, του ελέους, που αναφέρεται στον στ. 11 (ἀλλήλους ἀγαπᾶν). Τα υπόλοιπα στοιχεία όμως του στ. 12 αποτελούν αντιθέτως νέες λέξεις-κλειδιά που προσανατολίζονται προς του επόμενους στίχους: η παρατήρηση Θεὸν οὐδεὶς …τεθέαται της αρχής προετοιμάζει την απάντηση του στ. 14: καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα· η φράση ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει του στ. 12 αναγγέλει την φράση ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει των στ. 15 και 16 με τους οποίους συναρτάται· και τέλος το 4ο τμήμα του στίχου 12 ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν αποτελεί απαρχή ενός δευτερεύοντος θέματος που επαναλαμβάνεται και αναπτύσσεται στη συνέχεια στους στ. 17-18: Ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη… Παρατηρούμε ότι μετά από τον στ.12,το προηγούμενο θέμα του αδελφικού ελέους στιγμιαία εξαφανίζεται από το οπτικό πεδίο· εμφανίζονται νέες ιδέες που θα ερμηνεύσουν το θεμέλιο του ελέους μας· μόνο μετά από αυτές τις παραθέσεις ο Ιωάννης θα μπορέσει να επανέλθει τελικά, στον στ. 16γ στο θέμα της αγάπης των χριστιανών. Επομένως, δεδομένου ότι οι στ. 12γ-16 αποτελούν ένα σύνολο, του οποίου ο στ. 13 αποτελεί μέρος, δεν μπορούμε πλέον να τον προσαρτήσουμε στον στ. 12β που προηγείται· προσανατολίζεται προς αυτά που έπονται και αναγγέλλει το περιεχόμενο των τριών επόμενων στίχων· με άλλα λόγια η δωρεά του Πνεύματος αναφέρεται εδώ για να ερμηνεύσει το περιεχόμενο των ρημάτων τεθεάμεθα, μαρτυρούμεν, ομολογήση, εγνώκαμεν και πεπειστεύκαμεν στους στ. 14-16.
Το Πνεύμα ενεργεί κατ’ αρχήν επ’ αυτών που υπήρξαν οι μάρτυρες της αποκάλυψης (δηλαδή οι μαθητές): «τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν». Σε άλλα σημεία των κειμένων του Ιωάννου το Πνεύμα της αληθείας μαρτυρεί περί του Ιησού, και επίσης εμπνέει την μαρτυρία των μαθητών (Ιωάν. 15,26). Θα πρέπει και στο απόσπασμα που μελετάμε να υπάρχει μια σχέση αιτίας και αποτελέσματος ανάμεσα στην δωρεά του Πνεύματος και την επίδρασή του στους μαθητές, δηλαδή αυτή την θεωρία που καταλήγει στην μαρτυρία: αυτό που είδαν τους άφησε μιαν εντύπωση ανεξίτηλη, κατέστη εσωτερική κατάκτηση· για τον λόγο αυτό οδηγούνται τώρα στην μαρτυρία. Αυτή η θεωρία δια της πίστεως και αυτή η μαρτυρία οφείλονται στην ενέργεια του Πνεύματος.
Σε απάντηση στην μαρτυρία των μαθητών ακολουθεί η ομολογία πίστεως των πιστών την οποία επίσης προκαλεί το Πνεύμα: « ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ» στ. 15. Ήδη από τον στ. 4,2 η ομολογία πίστεως στον Ιησού Χριστό είχε σαφώς αποδοθεί στη ενέργεια του Πνεύματος. Το ίδιο αναδεικνύει και εδώ ο παραλληλισμός των στ. 13 και 15:
«ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι «ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς
ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ
ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ο Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ
ἡμῖν: αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ»
ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ
δέδωκεν ἡμῖν»
Κριτήριο της θείας εγκατοίκησης είναι αφ’ ενός η δωρεά του Πνεύματος και αφ’ ετέρου η ομολογία πίστεως. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για τον Ιωάννη η ομολογία πίστεως οφείλεται στην ενέργεια του Πνεύματος: το Πνεύμα είναι αυτό που ωθεί τους πιστούς να ομολογήσουν την πίστη τους στον Ιησού, τον Υιό του Θεού.
Καταλήγουμε τώρα στον στ. 16α, σύνθεση και κατακλείδα των δύο προηγουμένων: «καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν». Οι πρώτες λέξεις «και ημείς» δεν αναφέρονται πλέον τους πρώτους μάρτυρες, όπως στον στ. 14, αλλά το σύνολο των πιστών. Και επειδή αυτή η μικρή φράση χρησιμεύει σαν συμπέρασμα των στ. 14-15, σε ότι αφορά την αποστολική μαρτυρία και την ομολογία πίστεως, μπορούμε να την συνδέσουμε και αυτή με τον στ. 13, ο οποίος μας εισάγει σε αυτό το απόσπασμα· η γνώση της πίστεως της χριστιανικής κοινότητας αναγνωρίζεται εδώ ως δωρεά του Πνεύματος. Αυτή η γνώση της πίστεως, που είναι κοινή σε όλους του πιστούς, εκφράζεται μέσα στην Εκκλησία με διαφορετικούς τρόπους: δια της μαρτυρίας, στους μαθητές του Ιησού, δια της ομολογίας πίστεως στους υπόλοιπους πιστούς· αλλά για όλους αποτελεί δωρεά του Πνεύματος. Κατανοούμε επομένως με ποια έννοια αυτή η δωρεά του Πνεύματος θεωρήθηκε στον στ. 13 ως κριτήριο της θείας εγκατοίκησης: το πραγματικό κριτήριο αυτής της εγκατοίκησης, που ο Ιωάννης το επικαλείται επανειλημμένα απέναντι στους αντίχριστους (4,2-6/ 4,14-15), είναι η ομολογία πίστεως στο περιεχόμενο της αποστολικής μαρτυρίας· αλλά αυτό που εμπνέει αυτή την μαρτυρία και αυτή την ομολογία είναι πάντοτε το Άγιο Πνεύμα· δεν αποτελεί αυτό το ίδιο ένα κριτήριο αλλά παρέχει στους πιστούς ένα κριτήριο επενεργώντας έξωθεν στους κόλπους της Εκκλησίας.
γ) Μπορούμε τώρα να καταλήξουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα σε ό,τι αφορά την ερμηνεία του στ. 13. Το Πνεύμα που κατέχουν οι πιστοί παρουσιάζεται σαν μια πραγματικότητα-σημείο, ένα κριτήριο που μας γνωρίζει μια πραγματικότητα σημαίνουσα, εσωτερική και αόρατη: την θεία εγκατοίκηση μέσα μας. Το Πνεύμα όμως δεν αναγνωρίζεται καθαυτό, αλλά δια μέσου των εξωτερικών επιδράσεων που προκαλεί στην κοινότητα των πιστών, δηλαδή την μαρτυρία πίστεως στους μαθητές και την ομολογία πίστεως σε όλους του χριστιανούς· και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ορατές και εκκλησιολογικές εκδηλώσεις της ίδιας γνώσης της πίστεως, που γεννά σε όλους το Πνεύμα.
3. Υπάρχει όμως και μια άλλη όψη του προβλήματος. Αυτοί οι στίχοι που πραγματεύονται την ζωή της πίστεως (13-16α), πλαισιώνονται από δύο στίχους περί του ελέους: η ἀγάπη, είναι και αυτή κριτήριο της θείας εγκατοίκησης (στ.12β και 16β)· και οι τρείς στίχοι περί της πίστεως εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, που είναι ολόκληρο αφιερωμένο στο έλεος (4,7-21). Πώς δικαιολογείται η ξαφνική παρουσία της έννοιας της πίστεως σε ένα παρόμοιο πλαίσιο; Η δυσχέρεια για τους σχολιαστές είναι δικαιολογημένη. Και δεν μπορούμε να αρκεσθούμε, όπως μερικοί απ’ αυτούς, στο ότι πρόκειται για μια απλή παρέκβαση από το βασικό θέμα που είναι η αγάπη.
Διότι όπως αποδείξαμε προηγουμένως το κείμενο έχει οργανική δομή και συμπαγή ενότητα· σχηματίζει μια φιλολογική ενότητα που αναπτύσσεται σε δύο παράλληλα πεδία: το ένα είναι αφιερωμένο στην εκδήλωση της αγάπης του Πατρός (4,7-10, και οι μεταβατικοί στ. 11-12α), και το άλλο στην πίστη και τις συνέπειές της (4,12β-16α). Ο Ιωάννης αναζητεί εδώ το θεμέλιο της εκδήλωσης της αγάπης: στο πρώτο μέρος υποδεικνύει το αντικειμενικό κίνητρο του ελέους μας: είναι η αποκάλυψη της αγάπης του Θεού· στο δεύτερο αναδεικνύει αυτό που εμπνέει υποκειμενικά το έλεός μας: είναι η γνώση αυτής της αποκάλυψης, χάρη στην πίστη, που είναι δωρεά του Πνεύματος. Αποδεικνύεται ότι οι στ. 12β-16α κάθε άλλο παρά αποτελούν παρέκβαση· αντίθετα αποτελούν μια σε βάθος ερμηνεία αυτού του ελέους στο οποίο αναφέρεται το υπόλοιπο απόσπασμα (4,7-21): από ιστορική και αντικειμενική άποψη, το έλεός μας θεμελιώνεται στην αγάπη του Θεού που μας αποκαλύφθηκε (4,7-10)· από υποκειμενική άποψη αναδύεται σ’ εμάς δια της πίστεως, μέσα στην Εκκλησία.
Αν όσα προηγούνται αληθεύουν, βλέπουμε ότι για τον άγιο Ιωάννη η πίστη και το έλεος δεν είναι δύο ανεξάρτητες και παράλληλες αρετές. Στην δομή του χριστιανικού βίο, όπως την αντιλαμβάνεται, υπάρχει για τους πιστούς ένα είδος προτεραιότητας της πίστης έναντι της αγάπης: δια της πίστεως ανακαλύπτουμε την αγάπη του Πατρός· δια της πίστεως επίσης αυτή η αγάπη ριζώνει στις ζωές μας και εκφράζεται με την μορφή του αδελφικού ελέους. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στα κείμενα αυτά ο Ιωάννης διατηρεί παντού την ίδια σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και την αγάπη: αποδίδει πάντοτε την προτεραιότητα στην αλήθεια, είτε τοποθετώντας την στις απαριθμήσεις του πριν από την αγάπη (2η Επ. 3), είτε θεωρώντας την ως το θεμέλιο και την αρχή της (1η Επ. 3,18-19/ 2η Επ. 1-2/ 3η Επ. 1).
4. Όσα προηγούνται μοιάζουν να μας απομακρύνουν από το αντικείμενό μας που είναι το Πνεύμα της αληθείας. Πιστεύουμε όμως ότι στον βαθμό που στόχος μας είναι να γνωρίσουμε ποιά είναι ακριβώς κατά στον Ιωάννη η λειτουργία αυτού του Πνεύματος, οι προηγούμενες αναλύσεις ήταν απαραίτητες για την έρευνά μας.
Ας θυμηθούμε το ερώτημα που θέσαμε στην αρχή: πώς κατανοούμε την δωρεά του Πνεύματος στην οποία αναφέρεται ο στ. 4,13; Για ορισμένους είναι η πίστη, για άλλους το έλεος, και τέλος κατ’ άλλους η πίστη και το έλεος μαζί. Υπάρχει ένα μέρος αλήθειας και στις τρείς αυτές διαπιστώσεις. Οι προηγούμενες αναλύσεις όμως απέδειξαν ότι σε αυτά τα κείμενα η δωρεά του Πνεύματος αναφέρεται πρωταρχικά στην πίστη, αυτή ακριβώς που εκδηλώνεται μέσα από την αποστολική μαρτυρία, καθώς και την ομολογία πίστεως των πιστών.
Αυτή η διαπίστωση όμως δεν αρκεί. Η πίστη στην οποία μας οδηγεί το Πνεύμα έχει ένα σκοπό: μας αποκαλύπτει την αγάπη του Πατρός και καθίσταται πηγή του ελέους μας. Συναντάμε επομένως έμμεσα την αρχαιότερη εκδοχή που είχε ερμηνεύσει την λέξη πνεύμα στο στ. 4,13 ως πνεύμα του ελέους. Και λέμε έμμεσα διότι η αγάπη εισέρχεται στην ζωή μας δια μέσου της αποκαλύψεως και της πίστεως· πουθενά ο Ιωάννης δε αποδίδει άμεσα το έλεος στην ενέργεια του Πνεύματος, όπως αργότερα ο αγ. Αυγουστίνος, σχολιάζοντας την 1η Επιστολή, και εμπνεόμενος από ένα κείμενο των επιστολών του Παύλου, (Ρωμ. 5,5). Μπορούμε να πούμε ότι το Πνεύμα στον Ιωάννη είναι πάντοτε Πνεύμα αληθείας. Παρότι η χριστιανική αγάπη καταλαμβάνει σημαντική θέση στην θεολογία του Ιωάννη, δεν αποτελεί το έσχατο θεμέλιο της χριστιανικής ζωής: θα πρέπει να το αναζητήσουμε στην αποκάλυψη, στην πίστη. Αναμφίβολα από την σκοπιά του Θεού, στην αντικειμενική θεώρηση της ιστορίας της σωτηρίας, πρώτα έρχεται η αγάπη του Πατρός: «αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (1η Επ. 4,19). Αλλά οι άνθρωποι προσχωρούν σ’ αυτό το μυστήριο δια της αποκαλύψεως αυτής της αγάπης, και επομένως δια της πίστεως. Για του πιστούς πρώτα έρχεται η πίστη· δια της πίστεως ανακαλύπτουν την αγάπη του Θεού· για δια της πίστεως το έλεος εισέρχεται στην ζωή του.
Γίνεται τώρα σαφές ότι στην 1η Επιστολή 4,13 η δωρεά του Πνεύματος αποτελεί κατά κύριο λόγο δωρεά της πίστεως, αλλά αυτή η δωρεά μπορεί να αποτελέσει επίσης την ίδια στιγμή (αν και έμμεσα) την αρχή της αγάπης στην χριστιανική κοινότητα.
δ. 1η Επιστολή 4,6
Μετά από αυτές τις περιπλανήσεις στα παράλληλα κείμενα (4,2/ 3,24/ 4,13) ας επανέλθουμε στην ανάλυση του ίδιου του στ. 4,6, στον οποίο αναφέρεται ρητά το Πνεύμα της αληθείας· ας δούμε πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε το Πνεύμα στα πλαίσια του κειμένου.
Ο Ιωάννης προσδιορίζει εδώ ένα νέο κριτήριο της αναγνώρισης του Πνεύματος αληθείας: «ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡμῶν· ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡμῶν. ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης». Σε ποιούς αναφέρεται εδώ η αντωνυμία «ημών»; Σχεδόν όλοι οι σχολιαστές εκτιμούν ορθά ότι πρόκειται είτε για τους αποστόλους, είτε για τον συγγραφέα της Επιστολής, και μαζί μ’ αυτόν όλους όσοι κηρύττουν την αλήθεια· αφορά δηλαδή όλους αυτούς που διδάσκουν στον χώρο της Εκκλησίας. Η ερμηνεία αυτή προκύπτει, όπως θα δούμε, τόσο από την παρουσία του ρήματος ἀκούειν, όσο και από τους προσδιορισμούς παράλληλων κειμένων της Επιστολής.
Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί επανειλημμένα την λέξη ἀκούειν για να υπενθυμίσει στους χριστιανούς την διδασκαλία που «άκουσαν» από την αρχή (2,7/ 2,24/ 3,11)· αλλά αυτή την «επαγγελία» που έλαβαν θα πρέπει την διατηρήσουν (μενέτω, 2,24)· θα πρέπει να της παραμείνουν πιστοί. Είναι πιθανόν η υπακοή που ζητάει τώρα ότι ο Ιωάννης, ο οποίος στο στ. 4,6 παροτρύνει εκ νέου τους πιστούς να «ακούσουν» και να «εννοήσουν», να αποτελεί μια προέκταση της υπακοής τους άλλοτε, σε αυτούς που τους μετέφεραν τότε το χριστιανικό μήνυμα.
Επόμενη ένδειξη: ο παραλληλισμός του εδαφίου 4,1-6 του δεύτερου μέρους της Επιστολής (2,29-4,6), με το εδάφιο 4,11-16 του τρίτου μέρους (4,7-5,12): και τα δύο ασχολούνται με την πίστη. Επιπλέον σε αυτό το παράλληλο απόσπασμα υπάρχει ένα στοιχείο που αντιστοιχεί στο ἀκούει ἡμῶν του στ. 4,6 και βοηθάει στην καλύτερη κατανόησή του: η ομολογία πίστεως στον Ιησού, Υιό του Θεού (4,15). Πρόκειται για επανάληψη της ομολογίας πίστεως στον στ. 4,2· αλλά στον στ. 4,15, η ομολογία πίστεως των πιστών αποτελεί απάντηση στην αποστολική μαρτυρία (4,14)· με άλλα λόγια η ομολογία πίστεως των πιστών έχει εξωτερικά την μορφή μιας δήλωσης υποταγής στην αποστολική μαρτυρία εντός της Εκκλησίας. Αυτό το διπλό νόημα του ὁμολογεῖν στον στ. 4,15 (ομολογία και υπακοή) σχηματίζει την σύνθεση των δύο εννοιών που στο προηγούμενο εδάφιο ήσαν ακόμη ξεχωριστές: «ὁμολογεῖν τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα» (4,2) και «ἀκούειν» του αποστόλους (4,6). Και ενώ αυτές οι δύο έννοιες συντίθενται σε ένα μόνο ρήμα (ὁμολογεῖν) στον στ. 4,15, προσδιορίζεται ταυτόχρονα το ακριβές νόημα του ἀκούειν του στ. 4,6: δεν πρόκειται για οποιαδήποτε μορφή υποταγής των πιστών σε μια εξουσία, αλλά για την υπακοή τους σε θέματα πίστεως, την εμπιστοσύνη σε αυτούς που διδάσκουν την αλήθεια σε αντίθεση με αυτούς που «λαλοῦσι ἐκ τοῦ κόσμου». Ο πρόλογος εξ άλλου της Επιστολής εισάγει με αντίστοιχο τρόπο αυτή την εξέλιξη: «ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ' ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ» (1,3)· αλλά αυτή η κοινωνία με τον Θεό κατακτάται δια της μεσολάβησης της κοινωνίας των πιστών με τους αποστόλους, τους μάρτυρες της αποκαλύψεως: «μαρτυροῦμεν ὑμῖν… ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ' ἡμῶν» (1,2-3)· έχει το ίδιο νόημα με τον στ. 4,6 «ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡμῶν».
Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ άμεσα είναι ο ρόλος του Πνεύματος της αληθείας. Σύμφωνα λοιπόν με τον στ. 4,6γ η υποδοχή που επιφυλάσσουν οι πιστοί στην αποστολική διδασκαλία αποδεικνύει ότι βρίσκονται υπό την επιρροή του Πνεύματος της αληθείας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να αναφερθούμε εδώ σε ένα εκκλησιολογικό κριτήριο της κοινωνίας τους με τον Θεό. Ο ρόλος του Πνεύματος που περιγράφεται σε αυτό το κείμενο είναι αντίστοιχος με τις διαφορετικές λειτουργίες του όπως αυτές προσδιορίζονται στα παράλληλα κείμενα που εξετάσαμε προηγουμένως (4,2/ 3,24/ 4,13): η ενέργεια του Πνεύματος αφορά παντού σε θέματα πίστεως. Αλλά αυτή η κατάσταση της πίστεως που εμπνέει το Πνεύμα αποκτά στον στ, 4,6 έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα κοινωνίας: πρόκειται για μια συμπεριφορά έξωθεν υπακοής και εμπιστοσύνης απέναντι σε αυτούς που κηρύσσουν εντός της Εκκλησίας· και εγγυάται την αυθεντικότητα των εμπνεύσεων που δημιουργεί το Πνεύμα.
3. Συμπέρασμα
Ας συνοψίσουμε τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας. Τι ακριβώς σημαίνει Πνεύμα της αληθείας σύμφωνα με αυτά τα κείμενα και πώς λειτουργεί;
1. Συγκρίνοντας το απόσπασμα με τα αρχαιότερα κείμενα της εβραϊκής παράδοσης παρατηρούμε ότι υπάρχει μια εντυπωσιακή πρόοδος. Στην προχριστιανική κειμενογραφία το πνεύμα της αληθείας θεωρείται ήδη ως μια προσωπική ύπαρξη, αλλά έχει απλώς την μορφή αγγέλου· ο άγιος Ιωάννης αποκαλύπτει το Θείο Πνεύμα. Στα εβραϊκά κείμενα η έννοια πνεύμα της αληθείας ανήκει στον χώρο της ηθικής και της παραίνεσης: στις Διαθήκες των 12 Πατριαρχών δεν εμφανίζεται με κάποια διαφορετική μορφή. Στο Εγχειρίδιο της Πειθαρχίας όμως το πνεύμα της αληθείας είναι αυτό που οδηγεί στην σοφία, τη γνώση και την κατανόηση των μυστηρίων· αλλά η συμβολή του περιορίζεται στο χώρο των αρετών. Αντίθετα στον Ιωάννη, το Πνεύμα της αληθείας ενεργεί άμεσα ως αποκάλυψη και ως πίστη. Η επιρροή του στην ηθική συμπεριφορά των χριστιανών είναι έμμεση και παραμένει δευτερεύουσα σε σχέση με την επενέργειά του ως προς στην αλήθεια.
2. Ο ρόλος του Πνεύματος στην Επιστολή του Ιωάννη συνίσταται στην πίστη μας ότι ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού (3,23), και στην γνώση της αγάπης του Πατρός, που εκδηλώνεται με την αποστολή του Υιού του (4,14.16)· οι απόστολοι οφείλουν στο Πνεύμα την φανέρωση του Υιού του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού, και την μαρτυρία της πίστεώς τους εν μέσω των χριστιανών (4,13-14)· μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στην λειτουργία του Πνεύματος μεταξύ των ίδιων των χριστιανών: αυτό είναι που τους οδηγεί στην πίστη (3,23/ 4,16) και στην ομολογία Ιησού Χριστού, κατέναντι στις πλάνες των αιρετικών (4,2-15)· είναι επίσης αυτό που τους καλεί να ακούσουν αυτούς που κηρύσσουν την αλήθεια (4,6). Οι διαφορετικές αυτές λειτουργίες συνυφαίνονται. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι σύμφωνα με αυτά τα κείμενα ουσιαστική λειτουργία του Πνεύματος της αληθείας είναι να εμπνεύσει και να ενισχύσει στους χριστιανούς την πίστη στον Ιησού. Ο Ιωάννης επιμένει κυρίως στις εκκλησιολογικές και τις εκδηλώσεις κοινωνίας αυτής της πίστης: την μαρτυρία των μαθητών, την ομολογία πίστεως των χριστιανών, την υπακοή στους αποστόλους. Και είναι κατανοητό, διότι τα κείμενά του απέβλεπαν κυρίως στην προστασία των πιστών από τις ετερόδοξες δοξασίες.
3. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι το Πνεύμα είναι η αιτία του ελέους εκ μέρους των χριστιανών. θα μπορούσαμε να πούμε όμως ότι αυτό επέρχεται εμμέσως, ως «Πνεύμα της αληθείας»: αποκαλύπτοντας στους πιστούς των αγάπη του Πατρός, τους προτρέπει να εισάγουν αυτή την αγάπη στη ζωή τους, δια της πίστεως, και να ασκήσουν το έλεος απέναντι στους αδελφούς τους.
Η πίστη είναι επομένως ο πρώτος καρπός του Πνεύματος· αλλά το έλεος συνδέεται άρρηκτα μαζί της. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο επίμαχοι στίχοι περί της δωρεάς του Πνεύματος (3,24 και 4,13) αποτελούν και οι δύο τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες: με αυτό τον τρόπο ο Ιωάννης επεδίωξε να τονίσει ότι στην Εκκλησία δεν υπάρχει πραγματική πίστη χωρίς την παρουσία του ελέους, καθώς επίσης και ότι το μόνο αληθινά χριστιανικό έλεος πηγάζει από την πίστη.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου