Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

MARIE-DOMINIQUE RICHARD: Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ (6)

                
                       Μια νέα ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο :ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Α.ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ  (συνέχεια 2η)

ΙΙΙ. ΟΙ ΣΥΝΕΙΔΗΤΕΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
     
Image result for πλατωναςΣε όλους σχεδόν τους Διαλόγους υπάρχει το ακόλουθο κοινό χαρακτηριστικό: ο κύριος ομιλητής (ο Σωκράτης, ο Ελεάτης, ή ο Τίμαιος) δηλώνει ακριβώς πριν την κορύφωση του διαλόγου, ότι θα πρέπει να αποσιωπήσει τον ουσιώδη ορισμό του υπό εξέταση αντικειμένου, και ότι θα επανέλθει ίσως, επ’ αυτού, μια άλλη φορά. Αυτές οι συνειδητές επιφυλάξεις θέτουν δύο βασικά ερωτήματα: ποια είναι η φύση τους και πώς θα μπορούσαν να καλυφθούν; Οι σύγχρονοι ιστορικοί διατύπωσαν τις ακόλουθες τρείς υποθέσεις:
 –  Η παράλειψη αποτελεί την μόνη δυνατή επιλογή σε περίπτωση ανεπαρκούς επιχειρηματολογίας. Αυτό που παραλείπεται βρίσκεται όντως μέσα στον Διάλογο, αλλά χωρίς να είναι άμεσα προσβάσιμο. Ο Πλάτων σωπαίνει προκειμένου να ενθαρρύνει τον αναγνώστη να αναζητήσει ο ίδιος την απάντηση, και σωπαίνει με τέτοιο τρόπο που ο διεισδυτικός αναγνώστης να μπορέσει να την ανακαλύψει (F. Schleiermacher).
 – Ο Πλάτων έχει προβλέψει να εμφανίσει αργότερα τον ορισμό αυτού που εκ προθέσεως αποσιωπά. Σε πολλές περιπτώσεις όμως δεν εκπληρώνει την υπόσχεσή του, η οποία παραμένει ως σχέδιο ή ως μια μελλοντική προοπτική. Η επιφύλαξη οφείλεται είτε στην εξέλιξη της πλατωνικής σκέψης κατά την πορεία της συγγραφής (K.F. Hermann), είτε στους θεματικούς περιορισμούς που επιβάλλει η οικονομία του κάθε Διαλόγου (P. Shorey).
 –  Οι επιφυλάξεις του Πλάτωνα παραπέμπουν στην θεωρία των αρχών και εξηγούνται από την ανάγκη να προστατευτούν οι θεμελιώδεις γνώσεις από τον υποβιβασμό και την κακοποίηση που συνεπάγεται η έλλειψη κατανόησής τους από τους αναγνώστες (K. Gaiser, H.J. Krämer και Th. A. Szlezak)
     Mετά απ’ αυτές τις τοποθετήσεις χρειάζεται να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα των Διαλόγων στα οποία ο Πλάτων απέφυγε να καταθέσει τα «ύψιστα πράγματα» και έχουν, από αυτή την άποψη, ιδιαίτερη σημασία:
             Στον Πρωταγόρα (357b), ο Σωκράτης αποσιωπά την ακριβή φύση  της μετρητικής τέχνης (μετρητικαί τέχναι):
«Όσο για το ποία τέχνη και ποια επιστήμη είναι θα το ερευνήσουμε αργότερα· το γεγονός βέβαια ότι πρόκειται για επιστήμη, αρκεί ήδη, για την απόδειξη που πρέπει να σας δώσουμε, ο Πρωταγόρας κι εγώ, σε σχέση με όσα μας ρωτήσατε».
    –    Στον Χαρμίδη (169a) ο Σωκράτης λέει:
«Χρειάζεται να είναι μεγάλος άνδρας… αυτός που θα είναι ικανός να διακρίνει σε όλες τις περιπτώσεις, ανάμεσα σ’ αυτά τα όντα που από την φύση τους κανένα δεν κατέχει καθαυτό τις ιδιότητες που του ανήκουν (προς εαυτό), αλλά τις κατέχει σε σχέση με ένα αντικείμενο που διακρίνεται απ’ αυτό (προς άλλο).
  –    Στον Ευθύδημο (290b -291a) ο Κλεινίας υποστηρίζει ότι η κυνηγετική τέχνη δεν είναι μια τέχνη που καθιστά τον άνθρωπο ευδαίμονα, διότι παρότι είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αυτό που κατακτά «καμία από τις κυνηγετικές τέχνες δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να κυνηγήσει και να συλλάβει το θύμα της»: για παράδειγμα οι στρατιωτικοί παραδίδουν τις κατακτήσεις τους στους πολιτικούς, και οι μαθηματικοί «εμπιστεύονται στους διαλεκτικούς την χρήση των ανακαλύψεών  τους». Το νόημα αυτού του αποσπάσματος θα γίνει σαφές αν καταφύγουμε στην Πολιτεία (510c κ. ε· 531c κ. ε.)· αλλά στο πλαίσιο του Ευθύδημου παραμένει σκοτεινό: τίποτε δεν προεικονίζει αυτή την παρατήρηση, τίποτε δεν την επεξηγεί, και έτσι αποκομμένη, παραμένει εντελώς αστήριχτη. Ο Πλάτων εξ άλλου διακόπτει τον Διάλογο, και αφήνει τον Κρίτωνα να αναρωτιέται αν όντως ο Κλεινίας είπε αυτά τα πράγματα. Ο Σωκράτης λέει τότε ότι «ίσως αυτά να ελέχθησαν από κάποιον υπεράνθρωπο που βρέθηκε εκεί» (των κρειττόνων τις 291a). Ο Σωκράτης είναι ασφαλώς αυτός που εισάγει αυτή την «θεόπνευστη» άποψη στην συζήτηση: η υποτιθέμενη αβεβαιότητα περί της ταυτότητας του εκφραστή της έχει στόχο να αναδείξει την υπεροχή του Σωκράτη ως προς την γνώση, απέναντι στους συνομιλητές του.
    –   Στον Μένωνα (76e – 77a) ο Σωκράτης λέει στον συνομιλητή του ότι θα μπορούσε να τον πείσει για την αρτιότητα του ορισμού του σχήματος («σχήμα είναι το πέρας του στερεού»), αν δεν επέμενε να αναχωρήσει πριν από τα Μυστήρια, ενώ θα μπορούσε να μείνει και να μυηθεί. Είναι φανερό ότι με την αναφορά στα Μυστήρια ο Πλάτων δεν θέλει να αποδώσει τον περιορισμό της διάρκειας της συζήτησης σε κάποιους εξωτερικούς παράγοντες, αλλά επιθυμεί να προσθέσει μια ένδειξη ως προς το περιεχόμενό της. Έτσι, σύμφωνα με τον K. Gaiser,  ο υπαινιγμός του Σωκράτη στα Μυστήρια παραπέμπει στην ύψιστη τελεολογία της θεωρητικής έρευνας. Και πράγματι, από την ανάλυση του αποσπάσματος 75a – 76e προκύπτει ότι ο Σωκράτης δίνει έμφαση στον ορισμό που περικλείει την έννοια του πέρατος, και ασχολείται με την ακολουθία της διάστασης, δηλαδή με τον ορισμό που αποβλέπει σε μια ρητή αρχή, και κατά συνέπεια στην ουσία της αρετής. Με αυτές τις προϋποθέσεις κατανοούμε το γιατί ο Σωκράτης αναφέρεται στην «μύηση στα μυστήρια» και γιατί επιφυλάχτηκε κατ’ αρχήν – με την συνήθη ειρωνεία του – να απαντήσει σε όλα τα υπόλοιπα ερωτήματα που αναδύθηκαν στην συζήτηση με τον Μένωνα.
   –  Στο τέλος του έκτου βιβλίου της Πολιτείας ο Σωκράτης αρνείται να εκφράσει την πραγματική του άποψή σε σχέση με το σημαντικότερο αντικείμενο της έρευνας, την Ιδέα του Αγαθού, στο οποίο οδηγεί ένας μακρύτερος δρόμος (504c), και δέχεται να ορίσει απλώς το νόημα του αγαθού:
     «Αλλά τί είναι τέλος πάντων το Αγαθό (αυτό… τί ποτ’ εστί ταγαθόν), ιδού ένα ερώτημα … το οποίο θα πρέπει προς στιγμή να αφήσουμε κατά μέρος· διότι (είναι για μένα προφανές) υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην γνώμη που έχω γι’ αυτό το ζήτημα και στον τρόπο που το προσεγγίζουμε τώρα» (506d-e).
     Ο Γλαύκων παρηγορείται με την ιδέα ότι πρόκειται για μια απλή αναβολή : «…Κάποια άλλη φορά θα μας πληρώσεις το χρέος της διήγησης για τον πατέρα» (506c). Ακόμη και στο κρίσιμο σημείο του βιβλίου όπου ορίζει την Ιδέα του Αγαθού ως αιτία της αλήθειας και της γνώσης (508e -509b), ο Σωκράτης αναγνωρίζει ότι δεν ολοκλήρωσε την σύγκριση με τον ήλιο:
     «Και βέβαια πολλά παρέλειψα» (509c)
Και στον Γλαύκωνα που τον παρακαλεί να μην παραλείψει τίποτε απαντάει:
     «Φοβάμαι μήπως παραλείψω και πολλά μάλιστα» (509c).
      Παρομοίως και στην ερμηνεία του μύθου του σπηλαίου, στο βιβλίο επτά, οι αναφορές στην φύση του Αγαθού δεν έχουν πλήρη και οριστικό χαρακτήρα. Επιπλέον, ο ίδιος κοπιώδης και μακρύς δρόμος οδηγεί επίσης στην αληθινή φύση της ψυχής (435d 3). Αλλά η μέθοδος που χρησιμοποιείται στην Πολιτεία δεν είναι τόσο ακριβής ώστε να μας επιτρέψει να ανακαλύψουμε την αληθινή φύση της ψυχής (611c 6).
  –  Στον Φαίδρο, η «κυκλική περιφορά» έχει επίσης ένα διπλό νόημα: παρότι αποκαλύπτει την φύση της ψυχής (246a) δεν ακολουθείται από τον Πλάτωνα, αλλά την αντικαθιστά με μια φανταστική περιγραφή· ταυτόχρονα όμως είναι αυτή που οδηγεί στους «ύψιστα πράγματα», δηλαδή στην Ιδέα του Αγαθού (174a). Η ανάλυση του Φαίδρου απέδειξε ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται για την καθαυτό Ιδέα του Αγαθού. Επομένως και αυτός ο Διάλογος τηρεί σιγή επί των θεμελιωδών γνώσεων.
  –  Στον Σοφιστή (254c), ο Ξένος – δεδομένης της μεθόδου που ακολουθείται στην παρούσα έρευνα – παραιτείται από την πλήρη κατανόηση του Όντος και του Μη-Όντος, και αρκείται στην επιλογή ορισμένης φύσεως γενών ανάμεσα σ’ αυτά που θεωρούνται και τα σημαντικότερα (των μεγίστων λεγομένων ἄττα).
   –  Στον Πολιτικό (248cd), o Ξένος θέτει το ερώτημα της αναζήτησης ενός μέτρου που θα υποδεικνύει με ακρίβεια το σημείο ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Ο προσδιορισμός  της «ίδιας της ουσίας της ακρίβειας» (αυτό το ακριβές) αποκλείεται από την συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη, διότι δημιουργεί πολύ σοβαρό πρόβλημα. Τα μέχρι στιγμής συμπεράσματα αρκούν ως βάσεις για την ανάληψη ενός δυσκολότερου έργου.
   –   Στον Τίμαιο (48c) ο ρήτορας εκφράζει την ακόλουθη άποψη:
    Το ποια είναι απέναντι σε όλα μαζί τα πράγματα η αρχή ή οι αρχές – ή όπως αλλιώς θέλει κάποιος να τις ονομάσει – δεν είναι αυτή τη στιγμή αντικείμενο της κουβέντας μας. Όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά γιατί είναι δύσκολο να δηλώσουμε τις απόψεις μας, κατά την παρούσα πορεία τις έρευνας.
     Όπως είδαμε προηγουμένως, ο ρήτορας κάνει την ίδια παρατήρηση με αυτή του αποσπάσματος 53d στο οποίο τίθεται το ζήτημα των αρχικών τριγώνων. Και στις δύο περιπτώσεις ο ρήτορας αναφέρεται έμμεσα στην μείωση του αισθητού κόσμου κατά την διάσταση, σε αριθμούς και αριθμητικές αρχές.
   –  Θα πρέπει τέλος να αναφέρουμε ότι ο Πλάτων είχε κατά νου να συγγράψει έναν διάλογο με τίτλο ο Φιλόσοφος. Το κείμενο αυτό θα είχε την μορφή μιας γιγαντιαίας συνολικής εικόνας, της αξιολογικο-κατηγορικής τάξεως του φαινομενικού κόσμου, και στο πλαίσιο ενός κοσμικο-οντολογικού ορίζοντα, την μαθηματικο-λογική τάξη του αισθητού κόσμου. Θα ήταν δηλαδή ο Διάλογος των Διαλόγων. Αλλά ο Πλάτων δεν τον έγραψε, όχι διότι δεν πρόλαβε, αλλά διότι κατά τη γνώμη του, δεν είχε το δικαίωμα. Την θέση του Φιλοσόφου κατέχουν ο Φίληβος και ο Τίμαιος, κείμενα στα οποία ο Πλάτων περιορίστηκε για μια ακόμη φορά στην περιγραφή ορισμένων πτυχών της θεωρίας του. Το αίνιγμα της «καθαυτό ουσίας του ακριβούς» δεν λύθηκε ποτέ. Το κενό που αντιπροσωπεύει ο Φιλόσοφος στο γραπτό έργο του Πλάτωνα είναι δυσαναπλήρωτο. Και οφείλεται κατά κάποιο τρόπο στο ίδιο το νόημα της πλατωνικής φιλοσοφίας.
     Αυτές όλες οι παρατηρήσεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι παραλείψεις του Πλάτωνα δεν είναι του είδους, που ένας επιμελής αναγνώστης θα μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει το περιεχόμενό τους, μέσα από καλυμμένες πληροφορίες. Μόνο επειδή γνωρίζουμε από άλλες πηγές το περιεχόμενο όσων υποκρύπτουν οι Διάλογοι, μπορούμε να αναχθούμε στο επίπεδο του «αληθινού αναγνώστη». Είναι επίσης προφανές πως ό,τι δεν έχει εκφραστεί παραπέμπει σε μια ήδη επεξεργασμένη θεωρία και όχι στην προοπτική ενός μελλοντικού προγράμματος. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι ο Πλάτων επέλεξε έναν δρόμο χωρίς πραγματικά να γνωρίζει πού θα τον οδηγούσε, και ότι για παράδειγμα, πριν ακόμη αναγνωρίσει τη φύση των μαθηματικών και της διαλεκτικής, είχε διατυπώσει σχετικές θεωρίες για την σύνδεση αυτών των δύο επιστημών. Η ανάλυση σε βάθος των σχετικών αποσπασμάτων αποδεικνύει εξ άλλου ότι οι επιφυλάξεις του Πλάτωνα δεν παραπέμπουν στο κενό, αλλά αναφέρονται σε έναν λόγο του οποίου το επίπεδο υπερβαίνει κατά πολύ μια τρέχουσα συζήτηση: ο Σωκράτης είναι ο διαλεκτικός που θέτει τα όρια ανάλογα με την δεινότητα των συνομιλητών του, που το ομολογεί απροκάλυπτα, που γνωρίζει πότε πρέπει να μιλήσει και πότε να σωπάσει. Και οι συνομιλητές του δέχονται τις επιφυλάξεις του Σωκράτη διότι αναγνωρίζουν τα όριά τους. Επομένως η φιλοσοφική διδασκαλία του Πλάτωνα είναι σε απόλυτη συνάρτηση με την προσωπικότητα του συνομιλητή.
IV. ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
     Τέλος, το πρόγραμμα εκπαίδευσης που περιγράφεται στα βιβλία έξη και επτά της Πολιτείας, το κεφάλαιο δέκα των Νόμων, και το απόσπασμα 990c – 991e του Επινομίς, μας πληροφορούν έμμεσα για τις δραστηριότητες του Πλάτωνα στην Ακαδημία, καθώς και σχετικά με ορισμένες διαδικασίες ερευνών, και αποτελούν αποκαλυπτικές ενδείξεις της παρουσίας της θεωρίας των αρχών μέσα στους Διαλόγους. Το πρόγραμμα εκπαίδευσης χωρίζεται σε δύο μέρη: το ένα είναι «προπαιδευτικό» και συνίσταται στην βασική μελέτη ορισμένων επιστημών, όπως η αριθμητική, η επιπεδομετρία, η στερεομετρία, η αστρονομία και η αρμονία. Για την ολοκλήρωσή του απαιτούνται δέκα έτη. Το άλλο μέρος είναι καθαρά φιλοσοφικό με βασικό αντικείμενο την ύψιστη επιστήμη, την Διαλεκτική. Η μελέτη της διαρκεί πέντε έτη. Σκοπός αυτής της μαθηματικο-διαλεκτικής παιδείας είναι η γνώση του Αγαθού (Πολ., 7ο, 524d- 540c) και η κατάκτηση μιας «σφαιρικής μάθησης» (Νόμοι, 12ο, 967e). Είναι σχεδόν αδύνατον να αποδείξουμε ότι ο Πλάτων εφάρμοσε το εκπαιδευτικό αυτό πρόγραμμα στην Ακαδημία. Οπωσδήποτε όμως, εκτός από την απαγορευτική επιγραφή στο υπέρθυρο της Ακαδημίας («Όποιος δεν γνωρίζει γεωμετρία δεν μπορεί να εισέλθει» -Αγεωμέτρητος μηδείς εισίτω), υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι τα μαθηματικά ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος του Πλάτωνα.
    –  Υπάρχει κατ’ αρχήν μια καυστική παρατήρηση του Αριστοτέλη στο βιβλίο Α των Μεταφυσικών: «Αλλά τα μαθηματικά για τους συγχρόνους ταυτίστηκαν με την φιλοσοφία, παρότι ισχυρίζονται ότι πρέπει να μελετώνται μόνον χαρίν άλλων πραγμάτων».
     –  Υπάρχουν επίσης δύο φράσεις του Πλούταρχου εκ των οποίων η μία (Δίων, 14,2), αναφέρει ότι «στην Ακαδημία αναζητούσαν το κρυφό αγαθό (επί λέξει: το αποσιωπημένο), και επιδίωκαν την ευδαιμονία δια της γεωμετρίας», και η άλλη (Συμποσιακά Θέματα, , 2,1), ότι ο Θεός είναι πιθανόν ο μόνος στοχαστής ο οποίος «ασχολείται αιωνίως με την γεωμετρία».
     –  Καθώς και η ιστορία που διηγείται ο μουσικολόγος Αριστόξενος από τον Τάραντα για τον τρόπο διδασκαλίας της Διάλεξης περί του Αγαθού, του Πλάτωνα: οι ομιλίες περί της μαθηματικής επιστήμης, δηλαδή περί των αριθμών και την γεωμετρία, ήταν αυτές που οδηγούσαν στην γνώση του Αγαθού.
     –  Θα προσθέσουμε ακόμη την διήγηση του Διογένη του Λαέρτιου για τον πιστό μαθητή του Πλάτωνα, τον Ξενοκράτη: Μια μέρα είπε σε κάποιον άνθρωπο που δεν γνώριζε ούτε μουσική, ούτε γεωμετρία, ούτε αστρονομία, αλλά επιθυμούσε να παρακολουθήσει την διδασκαλία του: «Φύγε! Δεν μπορείς να καταλάβεις τίποτε από την φιλοσοφία».
    –  Υπάρχουν ακόμη δύο βιογραφικά στοιχεία: ο μεταθανάτιο φόρος τιμής στον μαθηματικό Θεαίτητο στον ομώνυμο Διάλογο, και η τοποθέτηση του Εύδοξου από την Κνίδο επικεφαλής της Ακαδημίας κατά την διάρκεια της δεύτερης μετάβασης του Πλάτωνας στην Σικελία (367/6).
    Και τέλος υπάρχει μια σειρά από συγγράμματα που πιστοποιούν ότι ο Πλάτων ενθάρρυνε την πρόοδο της μελέτης των μαθηματικών επιστημών στην Ακαδημία. Κατά τα λεγόμενα του Δικαίαρχου, ο Πλάτων, σαν άλλος αρχιτέκτονας, διατύπωνε προβλήματα που οι μαθηματικοί αναλάμβαναν να λύσουν, και μ’ αυτό τον τρόπο συντέλεσε στην εξέλιξη της μαθηματικής επιστήμης (η θεωρία της αναλογίας, το πρόβλημα των ορισμών, εφαρμογή της αναλυτικής μεθόδου στα γεωμετρικά προβλήματα και εισαγωγή στον δυχωρισμό).
     Από την πλευρά του ο Διογένης ο Λαέρτιος και ο Πρόκλος αποδίδουν στον Πλάτωνα τη σύλληψη της αναλυτικής μεθόδου, προς όφελος του Λεωδάμαντα, ο οποίος κατά τον Πρόκλο επωφελήθηκε για να προχωρήσει σε μια σειρά από σημαντικές ανακαλύψεις  στον τομέα της γεωμετρίας. Αρκετοί ιστορικοί, μελετητές των ελληνικών επιστημών, αμφισβητούν την εγκυρότητα αυτών των δύο μαρτυριών, διότι, κατά την άποψή τους, ο Πρόκλος παρασύρθηκε σε λανθασμένη ερμηνεία εξ αιτίας του αποσπάσματος 511 της Πολιτείας. Στο απόσπασμα αυτό γίνεται όντως λόγος για μια ανοδική πορεία της σκέψης προς την απόλυτη αρχή, σε αντίθεση προς την αντίστροφη πορεία που οδηγεί από τις υποθέσεις στο συμπέρασμα. Αλλά ο Πλάτων αντιλαμβάνεται την διαδικασία της διαλεκτικής μεθόδου υπό την καθαρά φιλοσοφική της έννοια, χωρίς να αναφέρεται στην μείωση των προτάσεων και προβλημάτων της γεωμετρίας  σε προτάσεις και προβλήματα απλούστερης μορφής, ή σε δεδομένες αρχές, που συνιστούν την αναλυτική μέθοδο της γεωμετρίας και κατά συνέπεια την αντίστροφη πορεία της συνθετικής μεθόδου. Επιπλέον,  μαθηματικοί επιστήμονες (όπως ο Ιπποκράτης από την Χίο)) είχαν ήδη χρησιμοποιήσει την ανοδική συλλογιστική. Σύμφωνα όμως με τον CH. Mugler,  η χρήση μιας αναλυτικής διαδικασίας σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν μας δίνει το δικαίωμα να μιλήσουμε για «μέθοδο». Για να γίνει αυτό θα έπρεπε οι διάφοροι εισηγητές προτάσεων να έχουν χρησιμοποιήσει συνειδητά μια διαδικασία έρευνας ικανής να εφαρμοστεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις γεωμετρικών προβλημάτων. Σύμφωνα όμως με τα σχετικά αποσπάσματα των Στοιχείων του Ευκλείδη, που αναφέρει ο Πρόκλος, η πρώτοι ερευνητές που κατόρθωσαν να φέρουν στο  φως μια σειρά ανακαλύψεων, ανήκουν στην ομάδα ερευνητών που συνδέονται με τον Πλάτωνα και την Σχολή του, όπως ο Λεωδάμας από την Θάσο, ο Αρχύτας από τον Τάραντα και ο Θεαίτητος από την Αθήνα, στους οποίους ανήκει και το επίτευγμα «του πολλαπλασιασμού των θεωρημάτων και η ανάδειξή τους σε επιστημονικό επίπεδο», καθώς και στον Εύδοξο από την Κνίδο ο οποίος «ήταν ο πρώτος που αύξησε τον αριθμό των λεγόμενων γενικών θεωρημάτων». Το γεγονός ότι η πατρότητα της αναλυτικής μεθόδου ανήκει στον Πλάτωνα αναδεικνύεται με σαφήνεια αν την εξετάσουμε υπό το φως της θεωρίας του προφορικού λόγου. Ο Πλάτων ασφαλώς παρότρυνε τους μαθηματικούς με τους οποίους συναναστρεφόταν να εφαρμόζουν συστηματικά την διαδικασία αυτή που στον τομέα της οντολογίας αντιστοιχεί στην μείωση των φαινομένων σε αρχές: στον τομέα των μαθηματικών αυτό σημαίνει την επαναφορά των ιδιαίτερων θεωρημάτων σε απλά και προφανή αξιώματα, αλλά με τον δυνατόν πληρέστερο τρόπο. Μπορούμε επομένως συνοψίζοντας να συμπεράνουμε ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην επιστημονική κατάρτιση των μελλοντικών φιλοσόφων και την διδασκαλία του Πλάτωνα στην Ακαδημία. Η σχέση ανάμεσα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, όπως το περιγράφει ο Πλάτων στους Διαλόγους, και την διδασκαλία (ή την έρευνα) στην Σχολή, αναδεικνύεται επίσης από τον τρόπο που ορίζεται ότι θα πρέπει να διδάσκονται οι μαθηματικές επιστήμες. Είναι γνωστό ότι ο Πλάτων υπογράμμιζε με επιμονή την αναγκαιότητα της απαγκίστρωσης των μαθηματικών επιστημών από κάθε συγκεκριμένη εφαρμογή. Κατά τον Πλούταρχο (Συμπ. Θεμ. VIII, 2,1), ο Πλάτων κατέκρινε μάλιστα τον Αρχύτα, τον Εύδοξο και τον Μέναιχμο επειδή ερευνούσαν το πρόβλημα του διπλασιασμού των στερεών με πειραματικές μεθόδους. Στο απόσπασμα που αναφέρεται στην μελέτη της στερεομετρίας ο Πλάτων δηλώνει σχετικά με την αστρονομία:
     «Θα πρέπει να παραμερίσουμε τα ουράνια φαινόμενα, αν θέλουμε πραγματικά να κατανοήσουμε αυτή την επιστήμη».
      Επομένως η πραγματική αστρονομία θα πρέπει να εξελιχθεί, «όπως και η γεωμετρία, δια της μελέτης προβλημάτων» και όχι δια της συλλογής παρατηρήσεων. Σε ότι αφορά την φιλοσοφία είναι αλήθεια ότι μόνο η γεωμετρική αστρονομία, η αστρονομία της αληθινής πραγματικότητας, μπορεί να απαλείψει τα σφάλματα που γεννά η αστρονομία της παρατήρησης. Ο κανόνας αυτός δε έχει διατυπωθεί πουθενά στους Διαλόγους. Υπάρχουν όμως στοιχεία που μαρτυρούν ότι τον διατύπωσε με ακρίβεια στις διαλέξεις του στην Ακαδημία: ο Εύδοξος έχει σημειώσει στα κείμενά τους τις εντολές που ο Πλάτων έδινε στους αστρονόμους. Ο Εύδημος ο Ρόδιος απέσπασε από αυτά τα κείμενα τον πλατωνικό κανόνα και τον περιέλαβε στο δεύτερο βιβλίο της Αστρονομικής ιστορίας του. Στη συνέχεια ο Σωσιγένης  τον αντέγραψε και είναι χάρη σ’ αυτόν που ο Σιμπλίκιος τον μετέδωσε σ’ εμάς ως εξής:  Ο Πλάτων δέχεται κατ’ αρχήν την κυκλική, ομοιόμορφη, και σταθερά επαναλαμβανόμενη κίνηση των ουράνιων σωμάτων· και θέτει στους μαθηματικούς το ακόλουθο ερώτημα:
 «Ποιες είναι οι κυκλικές και σταθερά επαναλαμβανόμενες κινήσεις που θα πρέπει να λάβουμε ως προϋπόθεση για να διασώσουμε τα προσχήματα απέναντι στην ύπαρξη περιπλανώμενων αστερισμών».
     Μέλημα των αστρονόμων ήταν να συλλάβουν νοητικές κατασκευές της φαινομενικής πραγματικότητας και να υποβάλουν ένα παράδειγμα. Στην πραγματικότητα τα μαθηματικά έγιναν καθαρά θεωρητική επιστήμη μόνο χάρη στην επίδραση του Πλάτωνα. Στα μάτια του φιλοσόφου «η γεωμετρία και οι επιστήμες που την ακολουθούν, έχουν μόνο μια ονειρική αντίληψη του όντος», και στην ουσία θα έπρεπε να μην αποκαλούνται επιστήμες. Διότι για να αιτιολογηθούν οι «υποθέσεις» και να αποδειχθεί ότι αντιστοιχούν στην αλήθεια, θα πρέπει οι μαθηματικές επιστήμες να τεθούν υπό την αιγίδα μιας διαλεκτικής, δηλαδή μιας επιστήμης ικανής να αποδείξει ότι τα παραδείγματα που κατασκευάζουν οι επιστήμες αντιστοιχούν στην ίδια την πραγματικότητα, ότι δηλαδή υπάρχει ταυτόχρονα σύμπτωση των φαινομένων με το νοητό, και των νοητών κατασκευών με την νοητική αντίληψη: όχι μόνον ο προσδιορισμός των φαινομένων είναι δυνατός  δια των αριθμών και των σχημάτων, αλλά μπορούμε επιπλέον να  αποδείξουμε εκ προοιμίου, (δια του υπολογισμού των διαστάσεων και της μαθηματικής αρμονίας) ότι οι αριθμοί και τα σχήματα, των οποίων τα φαινόμενα αποτελούν αντίγραφα (μοντέλα), αντιστοιχούν στην ιδανική τάξη την οποία απαιτεί η νόηση προκειμένου να κατασκευάσει έναν Ουρανό ή έναν κόσμο. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από την σύμπτωσή τους με τα φαινόμενα, οι «υποθέσεις» των επιστημών θα πρέπει επίσης να στοιχειοθετούνται: διότι η ίδια η φύση της σκέψεως είναι τέτοια ώστε δεν αρκείται στην ερμηνεία μέσω της γεωμετρίας και άλλων μηχανισμών, αλλά οραματίζεται στο αντικείμενο της ερμηνείας της, ένα έργο που θα είναι αποτέλεσμα ευφυΐας, σχημάτων, κινήσεων και αριθμών, προσαρτημένων σε ένα σύστημα. Έτσι, ενώ για τον αστρονόμο οι γεωμετρικές κατασκευές είναι σωστά επιλεγμένες όταν ανταποκρίνονται στην παρατήρηση, για τον διαλεκτικό η επιλογή τους θα είναι σωστή στον βαθμό που αντιστοιχούν σε ότι υπάρχει στον ουρανό. Ο διαλεκτικός γνωρίζει όντως εκ προοιμίου ότι οι αστερισμοί ακολουθούν συμμετρικές κινήσεις, και δεν μπορούν να κινηθούν διαφορετικά εξ αιτίας της ίδιας της φύσεως μιας αρμονίας ή μιας ουράνιας τάξεως. Είναι επομένως προφανές ότι αυτές οι μεταφυσικές προϋποθέσεις τάξεως, διαστάσεων και αρμονίας, χάρη στις οποίες διασώζονται τα φαινόμενα είναι ταυτόσημες με τα «ύψιστα πράγματα» της πλατωνικής διαλεκτικής.
V. Η ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
     Το γεγονός ότι στους Διαλόγους υπάρχουν δείγματα της προφορικής θεωρίας αποδεικνύεται από την σειρά που ο Πλάτων κατέταξε τις επιστήμες στο πρόγραμμα εκπαίδευσης. Η κατάταξη αυτή ακολουθεί μια συνεχή πρόοδο από το προγενέστερο στο μεταγενέστερο, από το γενικό στο ειδικό, από το απλούστερο και επομένως ακριβέστερο, στο πιο σύνθετο και λιγότερο ακριβές: από τον αριθμό (της απλής αριθμητικής), στην κατ’ αρχήν δυσδιάστατη επιφάνεια (επιπεδομετρία), και στη συνέχεια τρισδιάστατη (στερεομετρία), και από εκεί στην κίνηση (αστρονομία), που προϋποθέτει την επιφάνεια, και τέλος στην δια της ακοής προσλαμβανόμενη κίνηση (μουσικολογία). Η κατάταξη αυτή υπακούει στον νόμο της προσθέσεως, που στον Πλάτωνα αποκτά ένα οντολογικό νόημα. Έτσι η έννοια της μείωσης που περιγράφεται στην Πολιτεία συμπίπτει με το πλατωνικό «σύστημα» της αναγωγής.
     Συνοψίζοντας, κατά την άποψη των εσωτεριστών, ενώ οι απορητικοί Διάλογοι ασκούν μια καθαρά προτρεπτική επιρροή, τα πλατωνικά κείμενα της δεύτερης και της τρίτης περιόδου διαγράφουν επιμέρους ζητήματα της θεωρίας των αρχών, και έχουν υπομνηματικό χαρακτήρα.
(συνεχίζεται)

Μιά τιτάνεια προσπάθεια νά ελευθερωθεί η ανθρωπότης από τό πνεύμα τής Sola Scriptura τού προτεσταντισμού, ξεκινώντας από τόν Πλάτωνα καί καταλήγοντας στήν απελευθέρωση από τήν βιβλική επιστήμη, τήν αυτοσυνειδησία, τήν φιλοσοφία τού Προσώπου καί τήν ευχαριστιακή εκκλησιολογία τού Ζηζιούλα η οποία θέλει νά καταργήσει τήν Ησυχαστική μας παράδοση, τήν προφορική διδασκαλία τής ορθοδοξίας.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μπράβο! Εξαιρετικό κείμενο, εξαιρετική προσπάθεια (και στα ελληνικά)!