Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

H A N S K R Ä M E R (3)- Η ΝΕΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Συνέχεια από Τετάρτη, 22 Μαρτίου 2017

Ο ΦΙΧΤΕ, Ο ΣΛΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΟ «ΑΠΕΙΡΟ» ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
       2.  Η ριζοσπαστικοποίηση της άπειρης σκέψης στον Schlegel και τον Hardenberg 
     
Image result for platoΗ αυξανόμενη ‘δυναμοποίηση’ και ‘ενεργοποίηση’ της τάσης τής «Διδασκαλίας τής επιστήμης» στον Σλέγκελ και τον Χάρντενμπεργκ, που κατανοείται ως αυτο-διόρθωση και συνέπεια (‘συνεποποίηση’…) της κριτικιστικής προσπάθειας του Καντ και του Φίχτε, εμφανίζει τώρα ως δεσμευτικό και αναπόφευκτο το προαιρετικό στον Φίχτε άπειρο (την ‘απειρότητα’…) της θεωρητικής σκέψης. Η δε ιστορική συνάφεια και οι αναληφθείσες απ’ τους Ρομαντικούς τροποποιήσεις, συζητήθηκαν και ‘εξασφαλίσθηκαν’ αποφασιστικά απ’ τους Walter Benjamin, Ernst Behler και Stefan Summerer ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Είναι πεπεισμένοι ο Σλέγκελ κι ο Χάρντενμπεργκ, ότι χρειάζεται μιαν αυξανόμενη σε απείρως πολλές βαθμίδες σκέψης αυτοκριτική η φιλοσοφία, κι ότι πρέπει άρα να υπάρχη μια φιλοσοφία τής φιλοσοφίας ως κριτική τής φιλοσοφίας, η οποία να καθίσταται μάλιστα μια εις άπειρον κριτική τής κριτικής απ’ την πλευρά της   (( Αυτο-κριτική, αυτο-συνείδηση, αυτο-γνωσία… Που δεν είναι το ίδιο ασφαλώς, ούτε με το «γνώθι σαυτόν», ούτε με το «πρόσεχε σεαυτόν, αδελφέ»… Είναι πράγματι «δίχως τέλος» η προσπάθεια αυτή τού σύγχρονου ανθρώπου, και χωρίς σκοπό… )) . Μπορεί να παραμείνη μόνο μέσα από μιαν ακατάπαυστη αυτοκριτική λειτουργία στον ‘εαυτό’ της (αυτή η ‘ίδια’…) η λογική κατά τον Σλέγκελ   (( Η ‘βασίλισσα’ αυτού τού κόσμου… )) . Είναι άρα απείρως ‘δυναμοποιήσιμη’, και πρέπει να καθίσταται ολοένα πιο κριτική και ‘διαλογιστική’ και η φιλοσοφία, ενώ πρέπει να θεωρηθή, ως επόμενο βήμα, κριτικά και η ιστορικο-γενετική, μέσα απ’ τον Καντ, τον Φίχτε και τον Σέλλινγκ, διάσταση. Η αυτοκριτική τής φιλοσοφίας εννοείται εδώ ως κριτική πρωταρχικά τού συστήματος, ‘διαλύοντας’ δογματικές στερεοποιήσεις και ‘ρευστοποιώντας’ τες εκ νέου. Διατηρεί όμως κατά τα άλλα τις πολλές της σημασίες η έννοια της κριτικής: ‘αυτο-αναφερόμενη’, υπό την πιο στενή της σημασία, στον φιλοσοφικό κριτικισμό, στην κριτική μεμονωμένων περαιτέρω φιλοσοφιών και φιλοσοφημάτων, και στη λειτουργία τελικά τής κριτικής και σε άλλα ‘πολιτισμικά’ (Kultur…) πεδία, όπου και αποδεικνύεται, πως δεν εννοείται κατά κανέναν τρόπο μόνο ‘καταστροφικά’, αλλά και ως ένας παραγωγικός επαναπροσδιορισμός, μια συμπλήρωση και μια ερμηνεία η κριτική. Ανέδειξε ο W. Benjamin  κυρίως, στο βασικό του κείμενο για την «Έννοια της κριτικής τής τέχνης στον γερμανικό ρομαντισμό» (“Begriff der Kunstkritik in der deutschen Romantik”), το οποίο και ‘παρακολουθεί’, σε συνάφεια κατ’ αρχάς, την άπειρη σκέψη στον Φίχτε και τους Ρομαντικούς, αυτήν την υψηλήν ακριβώς έννοια παραγωγικής, και πολύ κοντά σε μια γνήσια δημιουργία κριτικής. Μας βοηθά δε να καταλάβουμε την προτεινόμενη απ’ τον Σλέγκελ αμφίδρομη μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης κριτική: Αυτό το ‘επιπλέον’ σε ορθολογική σκέψη, το οποίο και συνεισφέρει η φιλοσοφική (αισθητική) κριτική στην ποίηση (και γενικά στις τέχνες), οδηγεί στη ‘δυναμοποιημένη’ διαλογιστική (ή: στοχαστική…) ποίηση του poeta doctus (ποιητή-διδασκάλου…), την ώρα που εισέρχονται αντίστροφα η μυθολογία, η ποίηση και η τέχνη εκεί, όπου αποσύρεται όντως το Απόλυτο της φιλοσοφικής σκέψης, και δεν μας επιτρέπει να το ‘αντιληφθούμε’ παρά μόνο συμβολικά και αλληγορικά. Αξίωσε κατά τα άλλα, και όχι αδίκως, μια μεταφυσική ‘υπόσταση’ για τον ‘απειρισμό’, τον ‘ιστορισμό’ και τον ‘κριτικισμό’ του ο Σλέγκελ: ο οποίος και συσχέτισε υποκειμενικο-θεωρητικά κατ’ αρχάς, μαζί με τον Φίχτε, με την ‘ευκινησία’ και  ελευθερία τού Εγώ τη ‘μεταφυσικότητα’ – γι’ αυτό και του φαινόταν ως contradictio in adjecto (αντίθεση στη σύνθεση…) μια συστηματοποίηση της μεταφυσικής φιλοσοφίας - , για να ‘συμπεράνη’ (όμως…) κατόπιν γενικές προποθέσεις τής γνώσης και της προόδου τής γνώσης απ’ αυτό.
    
      Mπορούμε δε να το παρατηρήσουμε εμπειρικά αυτό στην αντίληψη του Σλέγκελ για την ειρωνία (Ironie), που συγκεκριμενοποιεί και διεξέρχεται λεπτομερειακά την έννοιά του τής κριτικής και της άπειρης σκέψης. Η ειρωνία είναι μια συστατική κατηγορία (Kategorie) τής γνώσης για τον Σλέγκελ, που διαθέτει μεταφυσική αναγκαιότητα, και ανθρωπολογικό, πέρα απ’ αυτό, και μεταφυσικό βεληνεκές ή βαρύτητα. Το απέδειξαν δε προοδευτικά νεώτερες έρευνες – που διορθώνουν τις παλαιότερες, και αναγόμενες μέχρι και τον Χέγκελ ‘καταγγελίες’ τού υποκειμενισμού – αυτό, διαφωτίζοντας και τη δομή και λειτουργία τής ειρωνίας. Ενώ μάς παρέχουν τα αποσπάσματα του ‘Λυκείου’ (Lyzeums-Fragmente: 28, 37, 42, 87, 108) και τα ‘αθηναϊκά’ (Athenӓums-Fragmente: 116, 238, 305), τα οποία και συμπληρώνονται απ’ τα κείμενα και τις σημειώσεις των ‘Φιλοσοφικών ετών μαθητείας’ (‘Philosophische Lehrjahre’),τον πρωταρχικό φιλοσοφικό προσανατολισμό, αλλά και τη φιλοσοφική προέλευση: συνδέεται από πλευράς ορολογίας με τη σωκρατική ειρωνία ο Σλέγκελ, ερμηνεύοντας, όχι μαιευτικά-επικοινωνιακά όπως ο Σλαϊερμάχερ, αλλά μεταφυσικά ως μετριοφροσύνη μπροστά στο ανέφικτο Απόλυτο, και ως κριτική ταυτόχρονα αποστασιοποίηση απ’ τον εαυτό και τους ‘αντιπάλους’ τού διαλόγου την «αυτο-μείωση» της – ως μιαν εκδήλωση της ελευθερίας. Το ‘μοντέλλο’ (πρότυπο…) τής «Επιστημονικής διδασκαλίας» (“Wissenschagtslehre”) τού Φίχτε ‘παρέχει’, κατά κοινήν παραδοχή, έναν αυτοπεριορισμό, μέσα από μια (μερική) αυτο-μείωση, της αρχικής αυτοδημιουργίας, με την «κυκλικότητα» (“Zyklizitӓt”) θέσης και αναίρεσης στο διαλεκτικά τριπλό βήμα θέσης – (πρόσθεσης) – αντίθεσης – σύνθεσης (ThesisProsthesisAntithesis Synthesis), με τις κατηγορίες τής άρνησης και του προσδιορισμού· αλλά (παρέχει αυτόν τον αυτοπεριορισμό…) και στην άπειρη περαιτέρω επανάληψη (Iterierung) της βασικής μορφής τού διαλογισμού, καθώς και στην ‘προσπάθεια’ να εκφρασθή «η αξεδιάλυτη αντίφαση του απροϋπόθετου και της προϋπόθεσης, της αδυναμίας και της αναγκαιότητας μιας πλήρους ‘μετάδοσης’», ώστε να καταστή δυνατή, με μιαν απαλλαγή απ’ το πεπερασμένο, τόσο η ελευθερία, όσο και η ενδεικτική (endeiktisch) (και επιδεικτικήepideiktisch στον Σλέγκελ) παραπομπή στο Απόλυτο (και Άπειρο), του οποίου και παρουσιάζεται ακριβώς ως «υποκατάστατο». Αποτελεί λοιπόν και «το χρέος κάθε φιλοσοφίας, που δεν είναι ακόμα… σύστημα», παντού όπου «δεν επιτελείται εντελώς συστηματικά η φιλοσοφία», η ειρωνία.

     Υπηρετεί λοιπόν μιαν άπειρη πρόοδο της φιλοσοφικής γνώσης – διακεκριμένης προς τις δυό πλευρές, της (υποκειμενικής) σκέψης και της (αντικειμενικής) δυναμοποίησης -, αλλά και τον περιορισμό της ταυτόχρονα με την έννοια μιας κατ’ αρχήν αγνωστικής σκέψης (agnostische Skepsis) ή μιας docta ignorantia (λανθάνουσα διδασκαλία…), για να το πούμε πιο θετικά, η ειρωνική μέθοδος. Προσπαθεί δε να ‘συνυπολογίση’ έτσι, τόσο την κριτική ‘στροφή’ τού Καντ, όσο και τις σκέψεις περί ελευθερίας όμως τής γενιάς του, καθώς και τη σύγχρονη ιστορικότητα και τον πλουραλισμό ο Σλέγκελ.

    Kαθώς πρόκειται για μια γενική κατηγορία γνώσης, μετέφερε ο Σλέγκελ και σε άλλες ‘περιοχές’, όπως την τέχνη και προπαντός την ποίηση, την έννοια της ειρωνίας, μιλώντας μάλιστα και για μια ‘ρομαντικήν’ ακόμα ‘ειρωνία’. Εδώ ανήκουν και οι ‘ιδέες’ για μιαν προοδευτική, καθολική ή μεταφυσική ποίηση, και μιαν ποίηση της ποίησης, καθώς και οι περιορισμοί τέχνης και κριτικής, η διάκριση διαφόρων ‘φάσεων’ (Phasen) της ειρωνίας (στη διαδικασία παραγωγής, στο έργο και στην αποδοχή), ή και η αναφορά μεγάλων παραδειγμάτων (αρχαία ‘παράβαση’ – Parabase - , Δάντης, Σαίξπηρ, Γκαίτε). Προσπαθώντας να εξισορροπήση, με μια διαρκή αναίρεση της αυταπάτης και με κριτικές και αποστασιοποιημένες ‘εφεδρείες’, τον ενθουσιασμό (Enthusiasmus) και τη μεγαλοφυία, οριοθετείται τόσο απ’ την αισθηματικότητα και την ‘ορμή και πίεση’ (Sturm und Drang, θύελλα και πάθος…) όσο κι απ’ τη στατικότητα (Statarisch) του κλασσικού, και γενικά τού κλασσικισμού, η ειρωνική αισθητική τού Σλέγκελ. Μπορεί να ξεπεράση ωστόσο το μέτρο και να γίνη ΄τεχνοτροπία’ (‘μανιέρα’, Μanier…), ως ορθολογική συνείδηση και σκέψη, η ειρωνία· αντιμετωπίζονται δε αναιρώντας κριτικά, με μιαν ειρωνία τής ειρωνίας, αυτές οι ‘παρεκφθορές’. Αποφασιστικό μένει βέβαια κι εδώ, ότι σχετικοποιείται («ακυρώνεται, καταργείται») συνεχώς στο αίτημά του να ισχύση, και τίθεται σε παρένθεση και εισαγωγικά τρόπον τινά, όπως και στη φιλοσοφία, το κάθε προϊόν σκέψης ή τέχνης, για να καταστή έτσι ‘διαφανές’ προς ένα ανεξάντλητο και αδύνατον να εκφρασθή ποτέ πλήρως Απόλυτο. Εμφανίζουν λοιπόν το παιχνίδι ως παιχνίδι, το φαινόμενο ως φαινόμενο, και γενικώς το πεπερασμένο ως πεπερασμένο η ειρωνία – και παρόμοια το αστείο και το χιούμορ -, κι απομακρύνουν έτσι απ’ αυτά – κι απ’ το Εγώ τού δημιουργού -, εξίσου δε και εξ αρνήσεως (ex negativο), προς κάτι το υψηλότερο παραπέρα. Παρακολουθεί δε με ιδιαίτερη, εννοείται, προσοχή τις ‘σπασμένες’ και ‘ανοιχτές’ λογοτεχνικές μορφές ο Σλέγκελ, που παραπέμπουν σε κάτι το περαιτέρω και διαφορετικό όλες απ’ τον εαυτό τους, και σε μιαν ανέφικτην εντέλει, υφιστάμενη στο άπειρο απολυτότητα: τις σημειώσεις, το δοκίμιο, τον χαρακτηρισμό (Charakteristik), το επεισόδιο (Episode), τη ραψωδία (Rhapsodie), τη σάτιρα (Satire), το γκροτέσκο (το κωμικό και παράδοξο…), το σχέδιο, το σκίτσο (Skizze), τη σπουδή και ιδιαιτέρως το αραβούργημα (Arabeske) και το απόσπασμα. Είναι όμως και τα κλασσικά ακόμα είδη, όπως το έπος (Epos) και το μυθιστόρημα (στη σύγχρονή του, διαδοχική μορφή), βασικά απεριόριστα και χωρίς πραγματικό τέλος, παροτρύνοντας μιαν αναμονή στο απέραντο και ανυπολόγιστο Άπειρο κατά την ερμηνεία τού Σλέγκελ.

     Μπορούμε να διακρίνουμε διάφορα «μέσα σκέψης» (W. Benjamin), όσον αφορά στη φιλοσοφία, την τέχνη και τη θρησκεία στον Σλέγκελ. Και δεν υπάρχει καμμιά πράγματι περιοχή τού πνεύματος και της ‘κουλτούρας’ (Kultur), στον οποίον να μην μπορούσε να αποδοθή άπειρη ή – πολύ λιγότερο – ‘απλή’ δυνατότητα τελειοποίησης. Διατυπώνεται δε ήδη γενικευμένα στην πρώιμη πραγματεία «Για τη σπουδή τής ελληνικής ποίησης» (“Ṻber das Studium der griechischen Poesie”), ότι «είναι απείρως προοδευτικές όλες οι ποσότητες (Quanta)», το οποίο και επεξηγείται σε διαρκώς επαναλαμβανόμενες μάλιστα ‘προτάσεις’ για την άπειρη τελειοποιησιμότητα της τέχνης, αλλά και τη φιλοσοφική αισθητική (Aesthetik).

      Συνδέεται απ’ τον Σλέγκελ, όπως ακριβώς και στον Φίχτε, με την ‘επιθυμία’ (την επιδίωξη και την προσπάθεια…) και την άπειρη ελευθερία αυτή η τελειοποιησιμότητα. Και μπορούν να διακριθούν διάφορες περιοχές και βαθμίδες τελειοποίησης, με διαφορετικό η κάθε μια εύρος εδώ: Δεν είναι δηλ. ένας ολόκληρος μόνον καλλιτεχνικός κλάδος, όπως η ποίηση (Poesie), ή περιοχές τής ‘κουλτούρας’, όπως οι επιστήμες ή η φιλοσοφία – καθώς και το ανθρώπινο είδος αλλά και το σύμπαν πέρα απ’ αυτές – , αλλά ακόμα και το έργο – το σύνολο ή και το εν μέρει έργο – ενός συγγραφέα ή ακόμα και το ανολοκλήρωτο απόσπασμα τελειοποιήσιμο   (( Όλος ο κόσμος τείνει προς το άπειρο, το οποίο σημειωτέον το ‘μισούσαν’ – το μη εμπειρικό - , κατά μιαν παρατήρηση του Hadot, οι Έλληνες… )) . Γι’ αυτό είναι άλλωστε άπειρη (απέραντη…) και δεν εξαντλείται και ποτέ η ‘πλήρης’ σημασία κι ενός ολοκληρωμένου ακόμα έργου (προβλέποντας μ’ αυτό, πριν ακόμα κι απ’ τον Σλαϊερμάχερ, τη σύγχρονη θεωρία τής πολλαπλής ερμηνείας τών κειμένων ο Σλέγκελ). Γιατί είναι ήδη «κάθε έννοια, κάθε απόδειξη, και κάθε πρόταση» απείρως τελειοποιήσιμη. Κάτι που βασίζεται στο ότι μπορεί να εξελιχθή και το κάθε Εγώ τελικά – με τον Φίχτε – απείρως, καθώς είναι μάλιστα πάντοτε αποσπασματική, και μπορεί επίσης μόνον αποσπασματικά να ‘εκφρασθή’ και η συνείδηση. Τείνει λοιπόν να αντιληφθή μόνον ως συστήματα αποσπασμάτων (και αποσπασματικά άρα και τα ίδια) τα συστήματα (Systeme), αυτοχαρακτηριζόμενος κατά συνέπειαν και ως «αποσπασματικός συστηματικός» ο Σλέγκελ.

     Eξέλιξε λοιπόν συνολικά, παρόμοια όπως κι ο Hardenberg, προς έναν ιστορικό και ερμηνευτικό πλουραλισμό (historischen und hermeneutischen Pluralismus) και μια «φιλοσοφία τής ζωής» τις ‘αφορμές’ που πήρε απ’ τον Φίχτε, τοποθετούμενος ‘πραγματικο-φιλοσοφικά’ κατά κάποιον τρόπο ο Σλέγκελ. Και προέκυψαν έτσι άλλες αναγκαστικά, παρ’ όλη τη συνέχεια ως προς τη μέθοδο (Methode), σταθμίσεις, όπως στη διαμόρφωση π.χ. ενός συστήματος, που υποτάσσεται τώρα σαφώς (μονοσήμαντα…) στην ελευθερία.


     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: