Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK)(9)- Η νέα αίρεση

Συνέχεια από Σάββατο,18 Μαρτίου 2017


                                   HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                   Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου(Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                            Johannes Verlag, 1987

                           
                                                     β)  «Όλη η αλήθεια»

    Όταν λέη ο Ιησούς στους Μαθητές, ότι «Έχω πολλά ακόμα να σας πω, αλλά δεν μπορείτε τώρα να τα ‘βαστάξετε’» (Ιωάν. 16, 12), δεν σημαίνει ότι έπρεπε να μείνη ανολοκλήρωτη και να μη συμπληρωθή για εξωτερικούς λόγους – την αδυναμία τών Μαθητών που τον άκουγαν – η επίγεια διδασκαλία του. Αυτό  αναιρείται μάλιστα ήδη απ’ το ότι ‘εφαρμόζει’ ο ερμηνευτής, το Πνεύμα, ουσιαστικά, ως μια «ενθύμηση όλων, όσων σάς έχω πη» (14, 16) αυτή τη διδασκαλία. Κι όταν λέγεται για τον ερμηνευτή, πως «θα εξηγήση όλα όσα ακούει και θα σας αναγγείλη αυτά που έρχονται» (16, 13 – «…ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν»…), δεν είναι προφανώς πλάνη να αναφέρουμε σε όσα μέλλουν να συμβούν στον Ιησού, στην ‘εξύμνησή’ του με τον Σταυρό και την Ανάσταση, αυτά τα «επερχόμενα», με τα οποία και θα ‘εξηγηθή’ κατ’ αρχάς στην ολότητά του ο Λόγος. Δεν σημαίνουν δηλ. κατά κανέναν τρόπο μια χρονική προφητεία τα «επερχόμενα», αλλά τη φανέρωση πολύ περισσότερο της εσχατολογικής διάστασης, η οποία και εννοείται με τη δυνατότητα ανάγνωσης των σημείων τού καιρού και με τη γνώση πως πλησιάζει το τέλος (Ματθ. 24, 32 κ.ε.) στο Ευαγγέλιο.
    «Όλη η αλήθεια» δεν σημαίνει άρα τη σύνθεση (Synthese) μιας οποιασδήποτε σειράς από μεμονωμένες αλήθειες, αλλά τη μιαν αλήθεια της ‘εξήγησης’ του Θεού μέσα απ’ τον Υιό, στην ανεξάντλητη πληρότητα της συγκεκριμένης καθολικότητάς της. Κι αυτή είναι ήδη εκεί, όταν ‘εξηγή’ με όλην του την ενσαρκωμένη ύπαρξη, την αλήθεια της θεїκής αγάπης ο Υιός: είναι η «δόξα της πληρότητας της χάριτος και της αληθείας» (1, 14. 17 – «…και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας»…), και μια «αληθινή μαρτυρία» (5, 31 – 8, 14) αυτή η ‘εξήγηση’. Με μιαν ανάλογη έννοια, δεν θα εκφράση μόνον περισσότερα απ’ αυτήν την ‘εξήγηση’, αλλά θα δώση επίσης «μαρτυρία» γι’ αυτήν το Πνεύμα (15, 26 – «όταν δε έλθη ο παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά τού πατρός, το Πνεύμα τής αληθείας ό παρά τού πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού· και υμείς δε μαρτυρείτε, ότι απ’ αρχής μετ’ εμού εστε»…), θα ‘εγγυηθή’ δηλ. με όλην του την ύπαρξη γι’ αυτήν   (( Σημ. τ. μετ.: Είναι φανερό, κι απ’ την παράθεση του αυθεντικού χωρίου απ’ το κατ’ Ιωάννην Ευαγγέλιο, ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν νοιάζονται να μάθουν και να διδαχθούν οποιαδήποτε για τον Θεό αλήθεια… Δεν θα διστάσουν λοιπόν να μιλήσουν ακόμα και εντελώς αντίθετα απ’ όσα λέει το Ευαγγέλιο, χάνοντας κάθε ευκαιρία να αποτινάξουν από επάνω τους τον ζυγό τού φρικαλέου ψεύδους… )) . Και δεν συντελείται, θεολογικά εννοημένη, μόνο μπροστά σε κάποιον, ούτε και για κάποιον, αλλά ως φανερωμένη παράδοση του Ιδίου προς κάποιον, ή και μέσα ακόμα σε κάποιον, αν γίνη αποδεκτή, αυτή η μαρτυρία   (( Δεν φτιάχνεται με τις ‘προθέσεις’ η πραγματικότητα, αλλά εκφράζουν στα ελληνικά την πραγματικότητα οι γραμματικές προθέσεις… )) . Είναι ταυτόχρονα «χάρις» η «αλήθεια». Και ‘ανοίγει’, με την ‘παράδοση’ του Υιού στον Κόσμο, ο χώρος τής αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό· αντίστοιχη είναι δε και η ‘εισαγωγή’ τού Πνεύματος σ’ αυτόν τον ‘ανοιγμένον’ χώρο τής αγάπης, που είναι η αλήθεια, και η παράδοση ταυτόχρονα του Πνεύματος σε κείνον που υποδέχεται τη μαρτυρία του   (( Το να προσπαθής να καλύψης τα κενά και τις φαντασίες και τις απρέπειες της δήθεν ‘θεολογίας’ σου μ’ έναν φανταστικό «χώρο αγάπης» ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, όπου υπεισέρχεται και το Πνεύμα, είναι όχι απλώς ‘στάχτη στα μάτια’, αλλά στάχτη και μπούρμπερη στην ίδια μας την καρδιά και το φως της, τον νου… Μεγάλο το έγκλημα… )) .
    Πρέπει να θυμόμαστε συνεχώς εδώ, ότι είναι ταυτόχρονα η (αντικειμενική) πιστοποίηση της αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό (ως το «τρίτο» δογματικά «πρόσωπο») και ο εσωτερικός καρπός αυτής τής αμοιβαίας (υποκειμενικής) αγάπης το Πνεύμα, έτσι ώστε να μπορή να ονομαστή ταυτόχρονα πνεύμα αγάπης τού Πατρός καθώς και του Υιού (πρβλ. Ρωμ. 8, 9) (( «…οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται. υμείς δε ουκ εστέ εν σαρκί, αλλ’ εν πνεύματι, είπερ Πνεύμα Θεού οικεί εν υμίν. ει δέ τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού»… - !!! )) . Το ότι ‘εισάγεται’ λοιπόν σε όλην την αλήθεια είναι κατ’ αρχάς κάθε τι άλλο από μιαν αντικειμενική διδασκαλία, είναι δε μάλλον μια εισαγωγή από εσωτερική συμμετοχή σε εσωτερική συμμετοχή   (( Το άγιο Πνεύμα συμμετέχει εσωτερικά στην ζωή τής Αγίας Τριάδας, ‘ανάμεσα’ στον Πατέρα και τον Υιό, στην ‘αγάπη’ τους !!! – Οι άνθρωποι αυτοί, επιχειρώντας να ‘μπουν’ στην άρρητη ουσία τού Θεού, ‘μπαίνουν’ με τα ανθρώπινα, ούτε καν ανθρώπινα όμως, μέσα, τυφλοί κυριολεκτικά απ’ την υπερηφάνειά τους… )) . Και έχει προς αυτό τη δύναμη, όπως βλέπουμε να εμφανίζεται συχνά η «δύναμις» (“dynamis”) μαζί με το «πνεύμα» (“pneuma”) στον Παύλο, και να μπορεί σχεδόν και να εναλλαχθή. Μέσα δε απ’ αυτό το Πνεύμα, που «εξιχνιάζει τα βάθη τής θεότητας» και που έτσι μάς παρουσιάζεται (Α’ Κορ. 2, 10. 12 – «…το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη τού Θεού. τίς γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου ει μη το πνεύμα τού ανθρώπου το εν αυτώ; ούτω και τα του Θεού ουδείς οίδε ει μη το Πνεύμα τού Θεού»…), μαθαίνουμε να γνωρίζουμε, ποιος είναι αυτός ο Θεός-Πατέρας, που «τόσο αγάπησε τον κόσμο, ώστε έδωσε τον μονογενή του Υιό» (Ιωάν. 3, 16), αλλά και ποιος είναι αυτός ο Υιός  (( όχι ο Θεός-Υιός… )) , που αναλαμβάνει να φανερώση αυτήν την αγάπη τού Πατέρα μέχρι τον δοξασμό της στον Σταυρό και μέχρι το άνοιγμα της καρδίας του. Και δεν εισαγόμαστε μόνο σε μια στραμμένην έτσι προς τα έξω «οικονομική» (“oekonomisch”) Τριάδα, αλλά και στην ενυπάρχουσα αλήθεια της, αλλιώς δεν θα αφορούσε παντελώς σε «όλην την αλήθεια» η ‘εισαγωγή’, αλλά θα έμενε κάτι το αμετάδοτο απ’ το μυστήριο τού Θεού στο ‘βάθος’   (( Πράγματι, το κακό προχωρά και εξελίσσεται, και αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν τώρα να επιβάλουν τη θέλησή τους και πέρα απ’ όσα οι Πατέρες μας των προηγουμένων αιώνων απέρριψαν με ‘ακλόνητα επιχειρήματα’ αποφασιστικά… Πράγματι ακούγεται πάλι και πάλι ο λόγος τού Κυρίου: «Όστις θέλει…»… )) . Δεν εισαγόμαστε δηλ. μόνο στις «ενέργειες» (“Energien”) του Θεού, αλλά και στο ακατανόητο της ουσίας του, που είναι ακριβώς στο φανέρωμα και στη μετάδοσή του ακατάληπτο.
     Καθώς όμως παίρνει, κατά τον λόγο τού Ιησού  (( ποτέ «τού Κυρίου»!... )) , «απ’ τα δικά μου» το Πνεύμα, επειδή είναι «όλα τα δικά μου» τα του Πατρός, γι’ αυτό και είναι η εισαγωγή τού Πνεύματος πάντοτε, τόσο συμμετοχή στον θεϊκόν χώρο τής σχέσης Πατρός και Υιού (και μπορούμε έτσι να ονομάσουμε «θεοποίηση» μ’ αυτήν την έννοια αυτήν την ‘εισαγωγή’), όσο όμως και συμμετοχή στην Ενσάρκωση  (( πόσο ξεκάθαρα φανερώνεται η νέα αίρεση, περί τής «Οικονομίας τού Αγίου Πνεύματος», που οδηγεί και σε νέα, ά-χριστη ‘Εκκλησία’… )) · μιαν ολοένα και βαθύτερη πράγματι και ενεργητικώτερη συμμετοχή (στην Ενσάρκωση…), επειδή δεν αποκαλύπτεται βέβαια πουθενά αλλιώς ο θεϊκός χώρος για μας, παρά στην ‘αυτο-εγκατάλειψη’   (( η ‘περίφημη’ «κένωση»… ))  του σώματος και αίματος του Χριστού (6, 63-57). Είναι δε αχώριστες αυτές οι δυό διαστάσεις τής αλήθειας, και γι’ αυτό θα αποδειχθή, πως συνανήκουν, ταιριάζουν και είναι ομοειδή αυτά που ιδιαιτέρως τονίζουν η ανατολική κι η δυτική θεολογία. Ας το πούμε όμως και με άλλα λόγια: στην ενότητα των δυό πλευρών καθίσταται σαφές, γιατί δεν μπορεί να αποσπασθή (όπως είπε ο W. Kasper) απ’ τα ιστορικά και συγκεκριμένα γεγονότα η αλήθεια   (( που δεν είναι όμως εκ του κόσμου τούτου… )) , αλλά αποδεικνύεται, ακριβώς μέσα απ’ την καθολικά ισχύουσα ‘εξήγηση’ του Πνεύματος, περιεκτική η κάθε εγκόσμια   (( !! ))   επιμέρους αλήθεια, και τόσο στενά συνδεδεμένες οι δυό μεταξύ τους, όπως είναι αχώριστος απ’ τον θεϊκόν Υιό - ο οποίος και είναι αυτή η φανέρωση – ο φανερούμενος Πατήρ-Θεός.
    Εφ’ όσον είναι ο ‘εξηγητής’ που μας ‘εισάγει’ σ’ αυτόν τον εσωτερικό χώρο αληθείας τού Θεού το Πνεύμα, συνυπάρχουν πολλές όψεις ή ‘απόψεις’ εδώ, οι οποίες και αναφέρονται περισσότερο μεμονωμένα στην παράδοση. Είναι  ο ιερός απολύτως χώρος ο θεϊκός χώρος, στον οποίον εισέρχονται και κατοικούν μόνον οι άγιοι, οι ‘αγιασμένοι’ (που έχουν ‘ετοιμασθή’ γι’ αυτό: «Να είστε άγιοι, γιατί κι Εγώ είμαι άγιος» (Λευιτ. 11, 44). Δεν μπορεί να υπάρξη διαφορετικά, και πόσο μάλλον να βιωθή με πληρότητα, ένας ‘δεσμός’ ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Πρέπει να ‘εξαγιάζη’ (να ‘αγιοποιή’…), αν έχη ως αποστολή του την εισαγωγή σε όλην την αλήθεια το Πνεύμα.
     Μέσα στην αγιότητα, δεν μπορεί παρά να είναι – είτε ως λατρεία, είτε ως ευχαριστία, είτε ως παράκληση, είτε ως απόφαση ή κρίση - προσευχόμενη η σχέση ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, κι επειδή μάς παρέχει την είσοδο στον χώρο τής αληθείας εκ μέρους τού Υιού το Πνεύμα, μας διδάσκει και τα λόγια τής προσευχής τού Υιού: «Αββά, ο Πατήρ» (Γαλ. 4, 6… - «Ότι δέ εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα τού υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον· αββά ο πατήρ. ώστε ουκέτι εί δούλος, αλλ’ υιός· εί δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού»…), που εκφράζουν και την αποδοχή μας, ως παιδιά που τα παραλαμβάνει ο Πατέρας, σ’ αυτόν τον χώρο (Ρωμ. 8, 15. 23… - «… ου γαρ ελάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον,  αλλ’ ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ώ κράζομεν· αββά ο πατήρ. αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τώ πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν»…). Και δεχόμαστε μόνον ως τέτοια (‘αγιασμένα παιδιά’…) αυτό, που δεν μπορεί να παραλάβη ο απλός δούλος απ’ τον Θεό· ο οποίος υπηρετεί για ορισμένον μάλιστα καιρό, ενώ «μένει για πάντοτε στον οίκο» ο Υιός (Ιωάν. 8, 35 – «… αμήν αμήν λέγω υμίν ότι πάς ο ποιών την αμαρτίαν δούλός εστι της αμαρτίας. ο δε δούλος ού μένει εν τη οικία εις τον αιώνα· ο υιός μένει εις τον αιώνα. εάν ούν ο υιός υμάς ελευθερώση, όντως ελεύθεροι έσεσθε»…)  (( Σημ. τ. μετ.: Απίστευτα και συνεχόμενα λεκτικά σχήματα και γράμματα στη σειρά, τα οποία ωστόσο έχουν στόχο, καινούργιον και διαφορετικόν απ’ ό,τι πριν από έξη περίπου αιώνες, κατά τις «ησυχαστικές» λεγόμενες «έριδες»· ήδη ‘οπισθοχώρησαν’, εντελώς επιφανειακά και υποκριτικά, για να συμπεριλάβουν στους κόλπους τής αίρεσης και τους ‘ψοφοδεείς ορθοδόξους’, που ποθούν επιτέλους κι αυτοί ολίγη, έστω και τη δεύτερη κατά την τάξιν, επίγεια δόξα και κυριαρχία – πάνω στους αδελφούς!... )) . Η «παραμονή» είναι ταυτόχρονα και «κατοίκηση», και μπορεί να την εκφράση και το ίδιο το Πνεύμα (Ρωμ 8, 9. 11 – Α’ Κορ. 3, 16). Και είναι πάλι αυτή ακριβώς η κατοίκηση του Πνεύματος, ‘εισαγωγή’ στην κατοίκηση του Πατρός και του Υιού στον ‘εισαγόμενον’ (Ιωάν. 14, 23 – «…απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ· εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν. ο μη αγαπών με τούς λόγους μου ου τηρεί· και ο λόγος όν ακούετε ουκ έστιν εμός, αλλά τού πέμψαντός με πατρός»…). Αν δεν είναι όμως καμμιά άλλη, παρά η αγάπη που μας γνωστοποιήθηκε στον Θεό και στην αποκάλυψή του «όλη η αλήθεια», πρέπει και να συνεπιτελεσθή απ’ αυτόν που κατοικεί στον χώρο τής αληθείας, και στις δυό διαστάσεις τού Υιού: προς τον Πατέρα, και απ’ τον Πατέρα προς τον κόσμο, αυτή η υπαρξιακά και ενεργητικά βιωμένη αγάπη («Ο Θεός είναι αγάπη», Α’ Ιωάν. 4, 8. 16). Είναι δε ‘γεμάτοι’ απ’ αυτήν την εντολή οι αποχαιρετιστήριοι λόγοι τού Υιού   (( Το ‘γνωστό’ και εντελώς ‘διαστρεβλωμένο’ στα μέτρα αυτής τής σκοπιμότητας «Ίνα ώσιν έν»… )) . Γι’ αυτό και μπορούμε να πούμε (επιτέλους!...) αποδεικτικά (μετ’ αποδείξεως… - apodiktisch), πως «Δεν γνωρίζει τον Θεό όποιος δεν αγαπά, γιατί είναι αγάπη ο Θεός» (Α’ Ιωάν. 4, 8). Και καθώς είναι απαραίτητο, να ‘εισαχθούμε’ μέσω τού Πνεύματος   (( κάτι σαν ‘εισαγωγικές’ εξετάσεις… ))   στην αλήθεια ως αγάπη και να την πραγματοποιήσουμε, μπορεί να παραμερισθή ως ασήμαντη και κάθε άλλη αγάπη, που νομίζει πως ‘αποστέλλει’ προς τον Θεό το πλάσμα του: «δεν ‘τελειώνει’ την αγάπη το ότι αγαπήσαμε εμείς τον Θεό, αλλά το ότι μάς αγάπησε αυτός, και απέστειλε τον υιό του ως εξιλαστήριο θύμα για τις αμαρτίες μας» (ό.π. 4, 10)   (( Λέγεται στο σημείο αυτό τής Α’ επιστολής τού Ιωάννη: «…ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν,  αλλ΄ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον υιόν αυτού ιλασμόν περί τών αμαρτιών ημών»… Είναι φανερό, πως δεν παραιτούνται από καμμιάν απ’ τις κακοδοξίες τους… )) . Υπάρχει η ‘εξηγηματική εισαγωγή’ τού Πνεύματος σε «όλην την αλήθεια», έξω από κάθε απλώς θεωρία (Theorie) (ακόμα και με την ελληνική έννοια της θεωρίας theoria), σε όλα αυτά· είναι «πράξη» (“Action”, Blondel), πραγματοποιούμενη ύπαρξη, κι επειδή ζη αυτό ακριβώς, όντας η ‘πράξη’ τού Πατρός ο Υιός, διαδέχεται και ακολουθεί και μιμείται και αυτή η ‘πράξη’ (τού Πνεύματος…) τον Χριστό.
    Kάτι που μαρτυρεί όμως μιαν ουσιαστικά διανθρώπινη ένωση στην πίστη και στην αγάπη σ’ Αυτόν: «Για να είναι όλοι ένα, όπως είσαι Εσύ, Πατέρα, σε μένα κι εγώ σε Σένα, έτσι πρέπει να είναι κι αυτοί ένα σε μας, για να πιστέψη ο κόσμος, ότι Εσύ μέ απέστειλες» (Ιωάν. 17, 21)   (( Μόνον που εδώ ο Κύριος μιλάει για τους μαθητές Του, σε όλους τούς αιώνες, εκείνους που Τον ακολουθούν, και όχι εκείνους που χαράζουν έναν δικό τους, αδιάβατον δρόμο… )) . Μόνον η αγάπη ανάμεσα στους πιστούς κάνει αξιόπιστη την Εκκλησία, η οποία δεν μπορεί ωστόσο να είναι διαφορετικά ενωμένη παρά σε έναν Πέτρο και για τον Ιωάννη, έναν Πέτρο που εμφανίζεται ήδη στο πρώτο κεφάλαιο ως «ο βράχος» (1, 42) και στου οποίου την αποστολή, να ποιμάνη με τη «μεγαλύτερή του αγάπη» το ποίμνιο του Χριστού, εκβάλλει ολόκληρο το Ευαγγέλιο της αγάπης, ενώ ιδρύεται στο μέσον αυτού τού Ευαγγελίου, εκεί που «μεταδίδεται» απ’ τον Κύριο που πεθαίνει το Πνεύμα, και το πρώτο ζωντανό κύτταρο αυτής τής Εκκλησίας, η ενότητα Μαρίας και Ιωάννου (19, 25 κ.ε.)   (( Είναι φρικαλέα η προσπάθεια επιβολής μιας αίρεσης που αντιτίθεται στον ίδιον τον τριαδικόν Θεό, και που συνεχώς, μέχρι και σήμερα, κατασκευάζει ‘πλαίσια’ και ‘κουβούκλια’ για να κρύψη την αλήθεια και να μη φωτίση τις ψυχές μας… Καταλαβαίνουμε τον αγώνα που έκαναν οι πατέρες μας, και λέμε πως και σήμερα καλούμαστε να εντοπίζουμε κάθε νέα μορφή και λεπτομέρεια της αίρεσης εμείς οι χριστιανοί… )) . Περιγράφεται δε  ως η συνεχώς αναπαριστώμενη αρχική κοινότητα ή κοινωνία στην πρώτη Ιωάννεια επιστολή αυτή η εκκλησιαστική ΄κοινωνία’: «Αυτό που είδαμε με τα μάτια μας, κι αυτό που ακούσαμε, αυτό σάς αναγγέλλουμε, για να έχετε και σεις μαζί μας την κοινωνία» (Α’ Ιωάν. 1, 1-3)    (( Το γράμμα σκοτώνει, το πνεύμα ζωοποιεί… - «’Ο ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί τού λόγου τής ζωής· - και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ήν προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν· - ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα και υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ’ ημών· και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά τού πατρός και μετά τού υιού αυτού Ιησού Χριστού. και ταύτα γράφομεν υμίν, ίνα η χαρά ημών ή πεπληρωμένη» )) · και την επιτελεί η «χρίσις» (το «χρίσμα»… - 2, 20. 27) τού Αγίου «Πνεύματος της αληθείας» αυτήν την ‘αναπαράσταση’, το οποίο και μαρτυρεί, με νερό και αίμα, με το βάπτισμα και την Ευχαριστία (Εucharistie), για τη συνεχή παρουσία ολόκληρης της αλήθειας του Θεού στον Χριστό (ό.π. 5, 6. 8 – «Ούτός εστιν ο ελθών δι’ ύδατος και αίματος, Ιησούς Χριστός· ουκ εν τω ύδατι μόνον, αλλ’ εν τω ύδατι και τω αίματι· και το Πνεύμά εστι το μαρτυρούν, ότι το Πνεύμά εστιν η αλήθεια. ότι τρείς  εισιν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα, και ούτοι οι τρεις έν εισι· και τρείς εισιν οι μαρτυρούντες εν τη γη, το Πνεύμα και το ύδωρ και το αίμα και οι τρεις εις το έν εισιν»…). Υποδηλώνεται και προϋποτίθεται παντού στον Ιωάννη αυτό το μυστηριακό έργο τής ‘αναπαράστασης’ της αλήθειας, ενώ το αναπτύσσει σε όλο του το εύρος, ως το – αχώριστο απ’ τον Ιησού – έργο τού Αγίου Πνεύματος ο Παύλος.
     Μαζί μ’ αυτό – γιατί είναι πάντα ένα πλήθος από πράγματα που συντελούνται εδώ - γίνεται και λόγος για την εκ της πίστεως εκχυνόμενη γνώση τών μέσω τού Πνεύματος ‘εισαγομένων’. «Πιστεύουμε και γνωρίζουμε», βεβαιώνει τον Κύριο ο Πέτρος (Ιωάν. 6, 69)   (( Που ύστερα από λίγο, τρεις φορές θα τον αρνηθή… )) · απέκτησε, μέσα απ’ την ‘εισαγωγή’ στην αλήθεια του Ιησού, τον χαρακτήρα μιας ακλόνητης βεβαιότητας   (( ! ))   η πίστη· αλλά είναι και το αντίστροφο αληθές: ότι καθίσταται οριστική, μέσα απ’ την αποκτημένη εκ της συναναστροφής με τον Ιησού κρίσεως και κατανοήσεως, η αφοσίωση στην πίστη: «παρέλαβαν» οι μαθητές τα λόγια, που έδωσε ο Πατήρ στον Υιό, «και γνώρισαν έτσι εν αληθεία, ότι εξήλθα από Εσένα, και πίστεψαν, ότι Εσύ μέ απέστειλες» (Ιωάν. 17, 8· πρβλ. και Α’ Ιωάν. 4, 16: «Γνωρίσαμε και πιστέψαμε την αγάπη, που έχει ο Θεός για μας» - Λέει η συγκεκριμένη φράση: «και ημείς εγνώκαμεν και πεπιστεύκαμεν την αγάπην ήν έχει ο Θεός εν ημίν»…). Αποτελεί δε τη βάση, τόσο τής χριστιανικής ηθικής (Ethik), όσο και αυτού το οποίο χαρακτηρίζεται ως «θεολογία» στη στενώτερή του έννοια   (( Μάλλον μιλάει για τη ‘δική’ τους, ακαδημαϊκή ‘θεολογία’· εκτός να θέλη να ‘προσβάλη’ απευθείας τούς αγίους μας… )) , αυτή η αχώριστη διπλή ενότητα πίστης και γνώσης. Όσον αφορά στην ηθική: είναι τόσο οργανικά (organisch) συνυφασμένες οι ρήσεις τού Παρακλήτου στους αποχαιρετιστήριους λόγους, ώστε δεν μπορούν να χωριστούν απ’ το συνολικό περιεχόμενο, και είναι πολύς σ’ αυτό το περιεχόμενο ο λόγος για την τήρηση των εντολών τού Ιησού (που σημαίνει τη δίωξή του και την πορεία του προς τον Σταυρό στην πράξη), για την εντολή να παραδώσουν την ζωή τους και οι Μαθητές (15, 13 κ.ε.), για το ότι θα μισηθούν και θα διωχθούν χωρίς αιτία (15, 25 – «ει μη ήλθον και ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ουκ είχον· νυν δε πρόφασιν ουκ έχουσι περί τής αμαρτίας αυτών. ο εμέ μισών και τον πατέρα μου μισεί. ει τα έργα μη εποίησα εν αυτοίς ά ουδείς άλλος πεποίηκεν, αμαρτίαν ουκ είχον· νυν δε και εωράκασι και μεμισήκασι και εμέ και τον πατέρα μου, αλλ’ ίνα πληρωθή ο λόγος ο γεγραμμένος εν τω νόμω αυτών, ότι εμίσησάν με δωρεάν»…)· προκύπτουν δε, απ’ την πλήρη «διδασκαλία» με το χρίσμα τού Πνεύματος (Α’ Ιωάν. 2, 27 – «Ταύτα έγραψα υμίν περί τών πλανώντων υμάς. και υμείς, το χρίσμα ό ελάβετε απ’ αυτού, εν υμίν μένει, και ου χρείαν έχετε ίνα τις διδάσκη υμάς, αλλ’ ως το αυτό χρίσμα διδάσκει υμάς περί πάντων, και αληθές εστι και ουκ έστι ψεύδος, και καθώς εδίδαξεν υμάς μενείτε εν αυτώ»…), επαρκείς οδηγίες για όλες τις χριστιανικές ηλικίες, μέχρι τις πιο συγκεκριμένες μορφές πράξεων αγάπης απέναντι στους φτωχούς (ό.π. 3, 17 κ.ε.), καθώς και για την εσωτερική μας ‘διάθεση’: είναι ένας δολοφόνος, όποιος μισεί (3, 15), δεν υπάρχει όμως καμμιά αμαρτία σ’ αυτόν που πράττει το δίκαιο όπως ο Ιησούς, γιατί μένει μέσα του ο σπόρος τού Θεού, ή και επειδή έχει γεννηθή (ως παιδί και τέκνο τού Θεού) απ’ τον Θεό (πρβλ. 3, 4-9). Ενώ συνδέεται ξανά εδώ η ηθική με τη γνώση, καθώς λέγεται πως: «δεν τον έχει δη (τον Ιησού) και δεν τον έχει γνωρίσει, ο καθένας που αμαρτάνει» (3, 6).
    Θα ξανασχοληθούμε αργότερα με τη θεολογία κατά τη δική μας έννοια. Δεν υπάρχει καμμιά μεμονωμένη μαρτυρία για τη ‘συνάρτηση’ της θεολογίας με το Άγιο Πνεύμα στον Ιωάννη, αλλά μαρτυρεί όλο του το έργο περί αυτού. Ονομάζεται ωστόσο από παλιά «ο θεολόγος», που δείχνει πως μπόρεσε να διατυπώση απ’ τον εσωτερικόν χώρο μεταξύ Πατρός και Υιού, εμπνευσμένος όπως κανένας άλλος απ’ το Πνεύμα, τον λόγο του, ‘μίλια μακριά’ από κάθε γλωσσολαλιά (Glossolalie) στις πιο καθημερινές του αποστροφές (φράσεις…), μαρτυρώντας με τον πιο φειδωλό γλωσσικό θησαυρό  (( ; ))  τα πιο ανεξερεύνητα, και αποδεικνύοντας έτσι ότι όχι μόνο ‘συμφωνούν’ μεταξύ τους η έμπνευση μέσω τού Πνεύματος και η προσωπική σκέψη ή διαλογισμός (Meditation), αλλά αλληλοπροάγονται κιόλας, κι ότι δεν επιτρέπεται να απομακρυνθή κανείς ούτε βήμα απ’ την Ενσάρκωση, για να πλησιάση τον Θεό: «Να προφυλάσσεστε απ’ τα είδωλα, παιδία» (τον υποτιθέμενο μυστικισμό), λένε τα τελευταία λόγια τής μεγάλης του επιστολής (Α’ Ιωάν. 5, 21 – «Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από τών ειδώλων. αμήν»…). Χαρακτηρίζεται λοιπόν απ’ το ότι εννοεί «όλην την αλήθεια» με τη (λέξη…) «αλήθεια» η Ιωάννεια θεολογία, της οποίας την πληρότητα και παρουσιάσαμε μόνον ‘επιγραμματικά’ και ‘υπαινικτικά’ εδώ.
    (( Σημ. τ. μετ.: Τί θέλει να μας πη ο ‘ποιητής’; Ότι δεν χρειάζονται πλέον οι ‘παλιές’ ησυχαστικές εμπειρίες τών αγίων, ‘ξεπεράστηκαν’ στον σύγχρονον κόσμο, όπου επιτέλους μπορεί να κυριαρχήση ο ‘Πέτρος’, ανενόχλητος και ‘αναπαυμένος’, εναγκαλιζόμενος και προσφέροντας τη δεύτερη κυρίαρχη θέση δίπλα του και στην ‘ταλαίπωρη’ πλέον απ’ τα τόσα ‘βάσανα’ και ‘κακουχίες’ Ορθοδοξία… Και ότι το Άγιο Πνεύμα είναι εδώ, όπως το καταλαβαίνουμε, ή κι όπως το καταλαβαίνει ο καθένας ανά τον κόσμο, για να μας ‘προσφέρη’ μια δική του πλέον εκδοχή τής Ενσάρκωσης, ή να ‘ενσαρκωθή’ ίσως και το ίδιο… Αλλίμονό μας! – Ας ακούσουμε ωστόσο όσα λέει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ένας άγιος του 20ου αιώνα, για τη λειτουργική ζωή και την ζωή τής προσευχής, σ’ ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο που έγραψε γι’ αυτόν ο γέροντας Σωφρόνιος, και που το ανήρτησε πολλές φορές το τελευταίο διάστημα ο «Αμέθυστος»… )) .

      ( συνεχίζεται, με το επόμενο υποκεφάλαιο: «Ο Παράκλητος» ) 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Απο παλαιοτερο σχολιο σου:Ολη η αιρεση του οικουμενισμου εδω...φοβερες αυτες οι αναρτησεις σου.