Ευάγγελος Κοροβίνης
Ποιος είναι άραγε ο λόγος που η ερμηνεία της κρίσης στην Ελλάδα εστιάσθηκε κυρίως στη διαπλοκή, τη διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις, ενώ η παγκόσμια κρίση καταγράφεται ως κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού με επίκεντρο τις ΗΠΑ και πρώτη περιοχή επέκτασής της την Ευρώπη, όπου και εκδηλώθηκε ως κρίση των τραπεζών και φούσκα ακινήτων;
Η εστίαση της κρίσης στην ελληνική περίπτωση σε ορισμένα πάγια χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κακοδαιμονίας είναι σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη, καθώς σε μας αφετηρία της κρίσης υπήρξε η υπερχρέωση του κράτους, που χρεοκοπώντας συμπαρέσυρε (στην έξωθεν) «ελεγχόμενη χρεωκοπία του» τις τράπεζες και την πραγματική οικονομία. Βεβαίως είναι αλήθεια, όπως θα φανεί παρακάτω, ότι οι αιτίες της Εθνικής κρίσης είναι σαφώς πιο περίπλοκες, αλλά πάντως παραμένει βάσιμη η θεώρηση, ότι το πελατειακό κράτος και τα παντοειδή συμφέροντα γύρω από αυτό, έχουν καταθλιπτικό βάρος στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου και γι’ αυτό, σε ένα πρώτο τουλάχιστον πλάνο, ενέχονται για την μακρόχρονη κρίση.
Οι προσεγγίσεις στα αίτια της νεοελληνικής κακοδαιμονίας είναι κατά βάση Οι ακόλουθες πέντε.
1. Η Ελλάδα ως «ημιπεριφέρεια»
Η πρώτη και παλαιότερη προσέγγιση (στην αφετηριακή εκδοχή της τουλάχιστον) είναι αυτή που διατύπωσε ο Νίκος Μουζέλης.
Σύμφωνα με αυτήν το Ελληνικό κράτος αντιμετωπίζεται ως κράτος της ημι-περιφέρειας του παγκόσμιου συστήματος. Στο κέντρο αυτού του συστήματος βρίσκονται οι αναπτυγμένες χώρες και στην περιφέρεια του οι λεγόμενες τριτοκοσμικές χώρες, ενώ στην Ν. Ευρώπη (και αλλού) απαντάται μια ενδιάμεση μορφή, το κράτος της ημι-περιφέρειας. Το κράτος αυτό λοιπόν στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι διογκωμένο και αντιπαραγωγικό. Ενσωματώνει τους πολίτες σε κάθετα δίκτυα πλατειακών σχέσεων μέσω είτε της ατομικής είτε της κομματικής πατρωνίας με συνέπεια το ίδιο να γίνεται αναποτελεσματικό και η κοινωνία των πολιτών, η αυτόνομη δηλαδή ζώνη μεταξύ κομματοκρατίας και αγοράς, να καθίσταται αδύναμη και ατροφική. Η κοινωνία των πολιτών είναι στην ουσία, κατά τον Ν. Μουζέλη, ένας χώρος εθελοντικών, μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που ασκούν ζωτικές λειτουργίες ακολουθώντας μια λογική αλληλεγγύης και περιορίζοντας έτσι τη λογική της αγοράς που είναι το κέρδος και τη γραφειοκρατική λογική του κράτους.
Στην πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης (μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80) τα δύο μεγάλα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, μαζικοποιούνται, χωρίς όμως να εκδημοκρατίζονται, χωρίς να αποβάλλουν τις πελατειακές πρακτικές τους. Η μαζικοποίηση των δύο μεγάλων κομμάτων τους έδωσε τη δυνατότητα να φθάσουν ως τα απομακρυσμένα χωριά, ενώ οι προσωποπαγείς πελατειακές σχέσεις που στηρίζονταν στη διασύνδεση του πολιτευόμενου με τους ψηφοφόρους του, μετασχηματίσθηκαν σε ένα είδος «γραφειοκρατικών» πελατειακών σχέσεων, με τις κομματικές οργανώσεις να παίζουν το ρόλο του συλλογικού πάτρωνα.
Η τάση κατά τον Ν. Μουζέλη της κομματοκρατίας να διεισδύει και να υπονομεύει την αυτόνομη λογική της κοινωνίας των πολιτών και της αγοράς, βρίσκεται σε σχετική αποδυνάμωση από τη δεκαετία του 1990. Kατά την διάρκειά της, εκτός από την υιοθέτηση του θεσμού των γραπτών εξετάσεων για πρόσληψη στο δημόσιο, παραδίδονται επιπλέον στο ιδιωτικό κεφάλαιο παραδοσιακές επάλξεις πελατειακού ελέγχου (τράπεζες, δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις, ραδιόφωνο και τηλεόραση, δημόσια έργα). Ο αποικισμός της κοινωνίας των πολιτών και του ίδιου του πολιτικού συστήματος από τα διαπλεκόμενα συμφέροντα καταλήγει, μεταξύ των άλλων, στην ανάδειξη των ιδιοκτητών ιδίως των μέσων ενημέρωσης σε ένα κέντρο εξουσίας που κανείς πολιτικός δεν μπορεί μεμονωμένα τουλάχιστον να αμφισβητήσει.
Το πρόβλημα με την παραπάνω προσέγγιση βρίσκεται στο γεγονός ότι θεωρεί, πως το κράτος, η κοινωνία των πολιτών και η αγορά, είναι τρεις εντελώς διακριτές και ξεχωριστές οντότητες, που απλώς συνδέονται μεταξύ τους μ’ αυτόν ή τον άλλο τρόπο. Όμως μακράν του να «αποικίζουν» απ’ έξω η μία την άλλη, αλληλοσυγκροτούνται με κάποια οργανική αμοιβαιότητα. Για να γίνει περισσότερο ορατή αυτή η αλήθεια θα καταφύγουμε σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή που αφορά την προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990.
Πολλοί θεωρούν ότι η «εκπόρθηση» των κάστρων του πελατειακού συστήματος υπήρξε απλώς και μόνον προϊόν της αποτελεσματικής «πολιορκίας» τους από το «πανίσχυρο» ξένο και ντόπιο Κεφάλαιο. Η εικόνα αυτή είναι τουλάχιστον απλουστευτική. Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων επί κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη (1990 - 1993) ξεκίνησε μάλλον άσχημα. Με εξαίρεση την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος που προχώρησε γρήγορα, η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων στην αρχή εφαρμογής της συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις. Όχι μόνον από την πλευρά των εργαζομένων αλλά και από την μεριά των μεγάλων επιχειρηματιών. Οι τελευταίοι δεν διαγκωνίζονταν απλώς και μόνο, για να αποσπάσουν τα «φιλέτα» με το φθηνότερο τίμημα, αλλά ορισμένοι απ’ αυτούς, ως προμηθευτές των δημοσίων επιχειρήσεων, προσπαθούσαν να ακυρώσουν το όλο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Η ίδια η κοινωνία ήταν δύσπιστη παρά την επικράτηση του οικονομικού φιλελευθερισμού διεθνώς.
Το γεγονός ότι το πρόγραμμα αυτό απογειώθηκε επί των κυβερνήσεων Κ. Σημίτη οφείλεται στο ότι έπαυσε να αποτελεί ένα αμιγώς οικονομικό ζήτημα. Ότι εντάχθηκε, δηλαδή, σε μια κατά πολύ ευρύτερη «εθνικού χαρακτήρα» στόχευση. Γίνεται λόγος βέβαια για την συμμετοχή στην ζώνη του Ευρώ, που ο Κ. Σημίτης κατόρθωσε να καταστήσει αδιαμφισβήτητο «εθνικό στόχο». Η Ελλάδα έπρεπε πάση δυνάμει «να ανέβει στο τρένο της ΟΝΕ». Από την στιγμή που διασφαλίσθηκαν οι πολιτικές προϋποθέσεις της όλης προσπάθειας και κάμφθηκε η δυσπιστία της κοινωνίας, οι εργαζόμενοι στις υπό ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις απομονώθηκαν και η όποια αντίστασή τους συντρίφτηκε. Χωρίς λοιπόν την ανοχή της κοινωνίας, που εξασφαλίσθηκε από την εκπόνηση και προώθηση ενός ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού, δεν θα εφαρμοζόταν ποτέ η πολιτική ευρέων ιδιωτικοποιήσεων.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι αποτέλεσμα όλων αυτών, μεταξύ των άλλων, ήταν το γεγονός ότι η διαδικασία αλληλοσυγκρότησης κράτους, κοινωνίας και αγοράς, κατέληξε σε ένα κακόηθες για πολλούς αποτέλεσμα: Στην ανάδυση δηλαδή πελατειακών σχέσεων νέου τύπου, μέσω της διαπλοκής της οικονομικής ελίτ με το κράτος και τα κόμματα, όπου καθίσταται πλέον δυσδιάκριτο ποιος παίζει τον ρόλο του πάτρωνα και ποιος του πελάτη.
Η αλληλοσυγκρότηση όμως των τριών σφαιρών της δημόσιας ζωής δεν καταλήγει πάντοτε σε «κακό» αποτέλεσμα. Όπως δείχνει χαρακτηριστικά η περίπτωση της Αυστρίας και άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, το κράτος δεν υφαρπάζεται πάντοτε από τα διαπλεκόμενα συμφέροντα. Μπορεί να «εμπεριέχεται» και να «εμβαπτίζεται» σε ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων με συμμάχους από την κοινωνία των πολιτών και την αγορά, με τους οποίους όμως αποβλέπει από κοινού σε μεταρρυθμιστικούς στόχους. Η συνεργασία δεν είναι παθητικό προϊόν μιας ισοπαλίας των κοινωνικών δυνάμεων, αλλά κατασκευάζεται ενεργητικά με την συνδρομή μιας δραστήριας και πατριωτικής κρατικής γραφειοκρατίας.
Κράτη πλήρως απομονωμένα από την κοινωνία μπορεί να είναι ιδιαίτερα ληστρικά. Αυτά τα κράτη επίτηδες αποδιοργανώνουν τις κοινωνίες τους, ενώ υπάρχουν και κράτη που συγκροτούν την κοινωνία τους και συγκροτούνται απ’ αυτήν.
2. Η «αστική καχεξία»
Η δεύτερη κατά χρονολογική σειρά προσέγγιση της ελληνικής κακοδαιμονίας είναι του Παναγιώτη Κονδύλη.
Στην «Καχεξία του αστικού στοιχείου στην ελληνική κοινωνία» που δημοσιεύθηκε το 1990, εμμένει ακόμη (σε σχέση με μεταγενέστερες επεξεργασίες του) σε μια θεώρηση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από δυτικές διόπτρες. Έτσι ενώ αποδελτιώνει άψογα τα πελατειακά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος, συρρικνώνει την αστική τάξη μονοσήμαντα στη βιομηχανική της εκδοχή. Αρνείται τη σημασία και το βάρος της Ελληνικής εμποροναυτικής αστικής τάξης του μείζονος παροικιακού ελληνισμού, που λειτουργούσε στα πλαίσια τριών αυτοκρατοριών (Οθωμανικής, Τσαρικής και Αυστροουγκρικής) και η οποία από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να πέφτει θύμα της βίαιης επικράτησης της αρχής των εθνοτήτων (κάθε έθνος καλείται να οικοδομήσει το δικό του κράτος). Ταυτόχρονα απαξιώνει εντελώς τα εκτεταμένα μικροαστικά και βιοτεχνικά στρώματα. Παρά ταύτα δεν φαίνεται να αρνείται, ο Κονδύλης, ότι στην ελληνική περίπτωση το έθνος ήταν ευρύτερο από το κράτος και ότι προηγείται ιστορικά της εμφάνισης του ελλαδικού κράτους, έστω και αν ανακαλύπτει από το πουθενά ένα «πατριαρχικό» προαστικό έθνος.
Στην ορολογία του Κονδύλη το «προαστικό» παραπέμπει στην πρώτη βαθμίδα του δυτικού πολιτισμού, την προνεωτερική-φεουδαρχική. Είναι λοιπόν δόκιμος όρος. Έχει συγκεκριμένο νόημα. Απεναντίας, ο όρος «πατριαρχικός», κατηγορούμενος επί του Έθνους, είναι εσφαλμένος, διότι συνιστά μετάβαση σε άλλο γένος: την Οικογένεια. Το Έθνος, ως περιεκτική διαχρονική οντότητα, δεν εξαντλείται στο ένα μόνο από τα δομικά στοιχεία του.
Ας σημειώσουμε, ότι το γνωσιολογικό αυτό σφάλμα του Κονδύλη, συσκοτίζει την κρίσιμη σχέση ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική αποσύνθεση και στην γενικότερη «παρακμή του αστικού πολιτισμού», που τόσο εμβριθώς είχε αναλύσει ο ίδιος στο ομώνυμο έργο του (στην ελληνική έκδοση του οποίου επισύναψε, ως «Επίμετρο», την εν λόγω προσέγγισή του στη νεοελληνική κακοδαιμονία).
3. Η «περιθωριοποίηση της κοινωνίας»
Η τρίτη στη σειρά είναι η προσέγγιση του Γιώργου Κοντογιώργη. Κατ’ αυτόν το πολιτικό σύστημα της Νεωτερικότητας είναι ολιγαρχικό και όχι αντιπροσωπευτικό. Ο νεωτερικός «αντιπρόσωπος», ο βουλευτής, ενεργεί κατά βούληση. Είναι αυτόνομος έναντι των εντολέων του. Αυτοί δεν μπορούν να τον ανακαλέσουν ή να τον δικάσουν για πολιτικά σφάλματα. Στην ελληνική μάλιστα περίπτωση δεν γίνεται κατορθωτό να καταδικασθεί ούτε καν για ποινικά αδικήματα, παρά μόνον πολύ σπάνια.
Ο Γ. Κοντογιώργης περαιτέρω κάνει λόγο για μία σφόδρα ανταγωνιστική σχέση νεοελληνικού κράτους και κοινωνίας, από την πρώτη στιγμή της σύστασής του. Το επείσακτο νεοελληνικό κράτος και το πολιτικό σύστημα που του ανήκει, καθώς και το πολιτικό προσωπικό που το νέμεται, έρχεται ευθύς εξ’ αρχής σε σύγκρουση με τη νοοτροπία και συμπεριφορά της κοινωνίας, που απηχούν το δημοκρατικό παρελθόν της στα πλαίσια των «Κοινών», τα οποία ήταν ενεργά και ζωντανά, ακόμη και μέσα στο δυσμενές περιβάλλον της οθωμανικής αυθαιρεσίας.
Στη Δύση η πολιτική τάξη είναι μεν και εκεί εν πολλοίς διεφθαρμένη, εν τούτοις υφίσταται στην περίπτωση αυτή ένα ελάχιστο κράτος δικαίου, με αναφορά στο δημόσιο συμφέρον, κράτος που μεριμνά για την σχετική ευημερία της κοινωνίας, ώστε κι αυτή με την σειρά της να το περιβάλλει με τη συναίνεσή της. Στην Ελλάδα αντίθετα, στα πλαίσια της κομματοκρατίας το κομματικό σύστημα αντί να είναι απλά διαχειριστής του πολιτικού συστήματος, το έχει ιδιοποιηθεί και υφαρπάξει, με αποτέλεσμα να προωθούνται πολιτικές που δεν είναι απλώς ολιγαρχικές (όπως στην περίπτωση της Δύσης), αλλά αποβλέπουν στο αποκλειστικό συμφέρον της πολιτικής τάξης και των ημετέρων οι οποίοι χρησιμοποιούν το κράτος ως πρυτανείο σίτισης.
Στην Ελλάδα, επίσης, ενοχοποιείται το επιχειρείν, που δρα αυτοτελώς και όχι ως κρατικοδίαιτο εξάρτημα της πολιτικής τάξης. Η άρχουσα τάξη απαρτίζεται από τα παράσιτα των εργολάβων, των ιδιοκτητών των τηλεοπτικών καναλιών και του Τύπου καθώς και των προμηθευτών του Δημοσίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η αναπαραγωγή της μονοκρατορίας της πολιτικής τάξης.
Η κομματοκρατία αποτελεί λοιπόν την εκφυλιστική εκδοχή του ολιγαρχικού πολιτικού συστήματος των δυτικών κρατών. Σε αντίθεση τώρα με τα πελατειακά τριτοκοσμικά πολιτικά συστήματα, στην ελληνική περίπτωση η κοινωνία δεν είναι παθητική και υποταγμένη αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως εντολέας, την ίδια στιγμή που το πολιτικό σύστημα την τοποθετεί εκτός των ορίων του, της αρνείται δηλαδή την ιδιότητα του εντολέα. Αυτός ακριβώς ο διχασμός είναι που οδηγεί στην πελατειακή εκτροπή της πολιτικής και στην κομματοκρατία. Παρ’ ότι στα πλαίσιά της το εκάστοτε κυβερνών κόμμα υποτάσσει και κατευθύνει εν πολλοίς την νομοθετική και δικαστική εξουσία, διαφέρει από τα ολοκληρωτικά πολιτικά συστήματα, διότι σε αυτά τα τελευταία η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως μάζα και όχι ως πολιτικός συντελεστής.
Το πρόβλημα με την κατά τα άλλα εξαιρετικά συστηματική και διαυγή προσέγγιση του Γ. Κοντογιώργη, αναδεικνύεται από μία ρήση του Εμ. Ροΐδη του 1877. «Η Ελλάς τα μεν πάτρια ήθη απηρνήθη, του δε διανοητικού βίου των νεώτερων εθνών εισέτι δεν μετέχει». Αυτός ο πολιτισμικός μετεωρισμός αφορά όμως το έθνος στο σύνολό του. Ούτε μόνο το κράτος, ούτε μόνο την κοινωνία. Με αυτήν την έννοια είναι λάθος να θεωρήσουμε την κοινωνία εντελώς «αμόλυντη» από τα εισαγόμενα ήθη και διατηρούσα στο ακέραιο τη δημοκρατική της νοοτροπία και συμπεριφορά, την ίδια στιγμή που το κράτος χαρακτηρίζεται ως αναφανδόν επείσακτο. Η μανιχαϊστική πόλωση κράτους και κοινωνίας συσκοτίζει το κοινό τους πρόβλημα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εθνοκρατική μετάλλαξη του οικουμενικού ελληνισμού στο σύνολό του.
Στα πλαίσια αυτά ο έλληνας πολίτης δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κομματοκρατία και να μετατρέψει το πολιτικό σύστημα της χώρας σε αντιπροσωπευτικό ή πολύ περισσότερο σε δημοκρατικό, όταν κάτι τέτοιο συνεπάγεται ευθύνες που επ’ ουδενί είναι διατεθειμένος να αναλάβει. Ακόμη κι αν το ήθελε εξάλλου, είναι συζητήσιμο αν θα μπορούσε με δεδομένο τον εθισμό του στην ιδιωτεία κατά τους τελευταίους δύο αιώνες. Βασική προϋπόθεση για την μετάβαση από την ολιγαρχία, στην αντιπροσώπευση και από εκεί στην δημοκρατία, είναι ένα ανθρωπολογικό άλμα, μια αποφασιστική ανθρωπολογική μετάλλαξη στη δομή της κοινωνίας.
Επικεντρώνοντας, ο Γ. Κοντογιώργης, τη συζήτηση για την άρση του αδιεξόδου, σε απαραίτητες κατά τα άλλα θεσμικές αλλαγές και καινοτομίες (όπως για παράδειγμα, την κατάργηση και όχι απλώς την τροποποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ώστε οι πολιτικοί να δικάζονται από την τακτική δικαιοσύνη για ποινικά αδικήματα, καθώς και την θέσπιση δημοσκοπικού ή ηλεκτρονικού δήμου) παρακάμπτει, ως μη όφειλε, τις ηθικές και οντολογικές προϋποθέσεις της δημοκρατίας, θεωρώντας τες ως ήδη δεδομένες στην ελληνική περίπτωση τουλάχιστον.
4. «Ατομικισμός, συντεχνιασμός, τοπικισμός»
Μια άλλη προσέγγιση στο ζήτημα της ελληνικής κακοδαιμονίας έχει προταθεί από τον Γιάννη Βούλγαρη.
Ο Γ. Βούλγαρης βασίζοντας την άποψή του στη γκραμσιανή αντίληψη της σχέσης νεωτερικού κράτους και κοινωνίας πολιτών, υποστηρίζει ότι η ελληνική κοινωνία των πολιτών δεν είναι τόσο και υπό όλες της τις όψεις ατροφική και «αθώα». Ότι οι συσσωματώσεις, δηλαδή, της ελληνικής κοινωνίας των πολιτών είναι φορείς, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, ενός ατομικιστικού, συντεχνιακού και τοπικιστικού πνεύματος.
Ταυτόχρονα, το ελληνικό κράτος δεν έχει υπάρξει μόνον υπετροφικό και αναποτελεσματικό, αλλά έχει αποτελέσει και βασικό μοχλό εκσυγχρονισμού της χώρας σε κρίσιμες συγκυρίες και ιστορικές περιόδους. Το πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι δεν αντιπαραθέτει μανιχαϊστικά κράτος και κοινωνία πολιτών. Αυτό το επιτυγχάνει όμως με την καταβολή μεγάλου τιμήματος. Η άποψή του είναι μια (οπωσδήποτε εκλεπτυσμένη) απολογία του «εκσυγχρονισμού» και των αυταπατών του για τη δυνατότητα μετατροπής της χώρας σε «κανονικό» κράτος, σε πλήρως εξευρωπαϊσμένο δηλαδή, τη στιγμή που ο εκσυγχρονισμός αυτός αποδεικνύεται αδύνατος, καθώς τα τελευταία διακόσια χρόνια παράγονται και αναπαράγονται μονίμως κακέκτυπα των ευρωπαϊκών θεσμών.
5. «Ο ελληνικός ατομικισμός-μηδενισμός»
Τέλος μια πέμπτη και τελευταία προσέγγιση έχει προταθεί από τον αείμνηστο Άρη Ζεπάτο. Τη συνοψίζει στο άρθρο του «Το ΠΑΣΟΚ και ο ελληνικός ατομισμός» ο Θεόδωρος Ζιάκας και προσπάθησε να την ακολουθήσει και ο υποφαινόμενος στην «Νεοελληνική φαυλοκρατία».
Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση η νεοελληνική κακοδαιμονία σχετίζεται με τον αδιάλλακτο και αχαλίνωτο ατομισμό, που άρχισε να ξεπροβάλλει μετά από διάλειμμα αιώνων αμέσως μετά τη διάλυση των Κοινών από τη Βαυαροκρατία και προπαντός μετά την υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού. «Ο ζημιών το Έθνος ουδένα ζημιοί», διότι δεν είναι οντότητα τάχα αλλά ιδεολογική επίνοια. Η αρχή αυτή που διατυπώθηκε τόσο περιεκτικά στην Ελλαδική Βουλή τον 19ο αιώνα δείχνει ότι ο ελληνικός ατομισμός δεν δέχεται καμία κοινωνική υποχρέωση. Το μόνο που ξέρει είναι τα «δικαιώματά» του. Τα χαρακτηριστικά του ανθρωπολογικού αυτού τύπου δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με το ελληνικό άτομο των παρακμιακών περιόδων της ελληνικής ιστορίας που μέτρο «πάντων χρημάτων» έχει τον εαυτό του.
Ο ατομισμός αυτός διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Προσωρινό διάλειμμα στη διαβρωτική επίδρασή του, αποτέλεσε η ανάδυση των ιδεολογικών στρατοπέδων του 20ου αιώνα. Η ένταξη σ’ αυτά όρθωσε ένα κάποιο ανάχωμα και φραγμό στον «τομαρισμό». Μόλις όμως ο ανθρωπολογικός αυτός τύπος βρήκε το οικείο περιβάλλον του, δηλαδή τις συνθήκες πολιτικής ελευθερίας και τέλους των ιδεολογιών, που χαρακτήρισαν από ένα σημείο και πέρα τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, κορυφώθηκε το μηδενιστικό του «έργο».
Στα πλαίσια αυτά τα «εκσυγχρονιστικά» διαλείμματα της νεοελληνικής ιστορίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η «ενάρετη» φάση της φαυλοκρατίας. Στη φάση αυτή το «πάρτι» συνεχίζεται μεν αλλά περιορίζεται σε λίγους. Στην απεριόριστη ρεμούλα μπαίνει κάποιος φραγμός. Μπαίνουν κάποιοι κανόνες και επιτυγχάνεται μια προσωρινή πάντα βελτίωση των οικονομικών δεικτών, προκειμένου να διαφυλαχθεί το μείζον, η διάσωση του φαυλοκρατικού πολιτικού συστήματος από την πλήρη κατάρρευση.
Συμπερασματικά: Ενώπιον της αποδόμησης του διμερούς κράτους και κοινωνίας πολιτών;
Κλείνοντας και εν είδη συμπεράσματος, τονίζεται ότι έχει έλθει ο καιρός να αμβλυνθούν, να τακούν και να σχετικοποιηθούν οι σκληρές άκρες του διμερούς μεταξύ κράτους και κοινωνίας πολιτών. Έχει έλθει δηλαδή ο καιρός να αποδομηθεί αυτό το εννοιολογικό δίπολο. Το κράτος και η κοινωνία πολιτών αποτελούν υποστασιοποιήσεις μιας και της αυτής πραγματικότητας, της ανάγκης δηλαδή για συλλογική διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Η διαχείριση αυτή μπορεί να πολωθεί θεωρητικά σε πλήρη αυτοκυβέρνηση στην μία άκρη ενός συνεχούς που στον άλλο του πόλο και άκρο καταλήγει σε σχεδόν πλήρως αυτονομημένη από το κοινωνικό γεγονός διακυβέρνηση. Η αυτοκυβέρνηση με την έννοια της δημοκρατίας, όπου όλα ανεξαιρέτως τα αξιώματα θα κληρώνονταν και θα ήταν ανακλητά, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη, αφού σε κάθε επιμέρους κοινωνία ασκούνται πιέσεις από τις αντιπαλότητες που μπορούν να φθάσουν μέχρι και σε πόλεμο μεταξύ των διαφόρων εθνών. Πιέσεις δηλαδή για ανάληψη συλλογικής δράσης με επί κεφαλής εκλεγμένους και όχι κληρωτούς ειδικούς (π.χ. στρατηγούς), όπως στην Αθηναϊκή δημοκρατία.
Το κράτος στα πλαίσια αυτά, για να επιστρέψουμε στο σήμερα, θα είναι παρεμβατικό ή φιλελεύθερο, ανάλογα με το εάν η κοινωνία διατηρεί μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό αυτοκυβερνητικής ικανότητας. Στην περίπτωση των σύγχρονων κρατών, οι διαφορές τους έχουν να κάνουν, μεταξύ των άλλων, με το γεγονός ότι αλληλοσυγκροτούνται ποικιλοτρόπως με την οικεία κοινωνία πολιτών. Οι έλεγχοι και οι ρυθμίσεις που διαμορφώνουν τις συμπεριφορές, μπορούν να επιβληθούν από αρχές που μοιάζουν ως εντελώς «εξωτερικές» προς την κοινωνία των πολιτών. Ή πάλι μοιάζουν να προέρχονται από το «εσωτερικό» της, με την έννοια της αυτορρύθμισης που καθιστούν επικουρικές τις εκ των άνω δικαιοπολιτικές παρεμβάσεις.
Τα έθνη διαφέρουν λοιπόν σήμερα ανάλογα με την «εντόπιση» του ελέγχου και των ρυθμίσεων στην κλίμακα των δυνατοτήτων αυτοκυβέρνησης. Τα έθνη όμως διαφέρουν στο σύνολό τους και όχι απλώς και μόνον στην κρατική ή κοινωνική τους υποστασιοποίηση. Η ύπαρξη του έθνους, ως περιεκτικής ολότητας, περιβάλλουσας το διμερές κράτους - κοινωνίας πολιτών, δεν πρέπει να διαφεύγει ανεξέταστη. Πέραν του γνωσιολογικού ο ουσιαστικός λόγος είναι ότι ο πολιτισμός στον οποίο μετέχει το έθνος δεν είναι αθάνατος. Υπόκειται σε ακμή και παρακμή, με την τελευταία να ολοκληρώνεται ως μηδενιστική αποσύνθεση θεσμών και υποκειμένων. Αν είναι έτσι, τότε κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι για τις προσεγγίσεις μας, το να ξέρουμε αν βρισκόμαστε και σε ποιά από τις ενδεχόμενες καταστάσεις του νεωτερικού πολιτισμικού γίγνεσθαι (ακμή, παρακμή, ή μηδενισμός;).
Πηγές:
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Πασχάλη Αγγελίδη.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου