Κάθε φορά πού ό Θεός επιτρέπει νά σάς βλέπω συγκεντρωμένους έδώ, χαίρεται αύθόρμητα ή καρδιά μου. Ή έβδομαδιαία σύναξή μας αποτελεί νέο φαινόμενο στή ζωή μας καί νομίζω ότι πρέπει νά ένισχύσουμε τήν καλή αύτή συνήθεια, έκμεταλλευόμενοι κάθε ώρα τής ζωής πού μάς δίνεται γιά τήν οικοδομή τής σωτηρίας μας. Δεν είναι άρκετή μιά ομιλία μισής ώρας. Θά ήθελα και κάποιος άλλος νά μιλά γιά άλλα θέματα. Δόξα τω Θεω, θά μπορούσαμε νά τό κάνουμε. Χθές, σε έναν μακρινό περίπατο, ρωτούσα όλους μαζί και τον καθένα χωριστά γιά τό τί θά θέλατε νά πώ σήμερα, καί όλοι βρίσκονταν σε άμηχανία. Αντιλαμβάνομαι τή δυσκολία αύτή.
Τώρα μου ήρθε ή σκέψη γιά ένα παράδοξο φαινόμενο πού άπαντάται στή ζωή τού μοναχού. Όσο ζει στον κόσμο, με διάχυτο τον νου του σε πολλές κατευθύνσεις, δεν συλλαμβάνει αύτό πού γίνεται μέσα του. Όταν όμως έρθει στο μοναστήρι, τότε ό νους του συγκεντρώνεται καί βλέπει ολοένα καί περισσότερο μέσα του παρεκκλίσεις άπό τις έντολές τού Χριστού. Δημιουργείται λοιπόν ή εντύπωση ότι, όταν έρχεται ό άνθρωπος στο μοναστήρι, γίνεται διαρκώς χειρότερος καί όχι καλύτερος. Αύτό δέν συμβαίνει γιατί ό άνθρωπος έχει περισσότερους κακούς λογισμούς στο μοναστήρι παρά στόν κόσμο, όχι άλλά έπειδή είναι έσωτερικά συγκεντρωμένος, βλέπει όλες τις άνεπάρκειες μέσα στόν ίδιο του τόν έαυτό σέ «μεγέθυνση», πάσχει γι’ αύτές καί λέει: «Έγινα χειρότερος άπό ό,τι ήμουν στόν κόσμο». Με τήν προπατορική άμαρτία μπορούμε νά φαντασθούμε τήν άκόλουθη άναλογία: Επάνω σέ χειρουργικό τραπέζι βρίσκεται ένας άρρωστος οί γιατροί άνοίγουν τό σώμα του καί βλέπουν παντού τήν παρουσία σχηματιζόμενων καρκινωμάτων. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ μάς ή άντίδρασή μας γιά όσα συναντούμε στή ζωή θά οφείλε νά είναι σύμφωνη μέ τήν έντολή τού Χριστού. Άλλά όπου καί νά μάς άνοίξουν, βλέπουμε ότι αύτό δέν ύπάρχει. Καί εμείς, γι’ αύτό τόν λόγο, άρχίζουμε νά πάσχουμε καί αναζητούμε διέξοδο. Άλλά νά ποιά είναι ή διέξοδος: όχι στο νά βλέπουμε τόν έαυτό μας καλύτερο, άλλά ή γνώση πώς τέτοια είναι ή οδός μας.
Καί άν νωρίτερα δέν άνησυχούσαμε γιά κάποια άμαρτία, άκόμη καί έμπρακτη, στο μοναστήρι άνησυχούμε καί γιά τό ότι μάς έγγίζουν κακοί λογισμοί, λογισμοί κενοδοξίας, ύπεροχής, κάποτε φιλαυτίας κλπ.
Διαβάζοντας τούς Βίους τών Άγιων να θυμάστε τά λόγια τού πατρός Ίουβεναλίου, πού ήταν γείτονάς μου στον Άθω, στο μοναστήρι. Μου μίλησε ώς έξης: «Πάτερ Σωφρόνιε, μου άρέσει νά διαβάζω τούς Βίους τών Αγίων. Μου είναι εύχάριστο νά βλέπω, νά άκούω και νά γνωρίζω πώς αύτοι σώθηκαν άπό τήν άμαρτωλή τους κατάσταση». “Ετσι λοιπόν στο μοναστήρι, στο εύλογημένο αύτό καθίδρυμα τού Άγιου Πνεύματος, λεπτύνεται γενικώς ή άντίληψή μας γιά κάθε παράβαση τού νόμου τής Πατρικής άγάπης. Άν πλασθήκαμε κατ’ εικόνα τού Θεού τής άγάπης, τής άπόλυτης άγάπης, τότε άναμένουμε νά εκδηλωθεί και στον εαυτό μας αύτή ή «εικόνα καί ομοίωση», και πάσχουμε άν δέν βρισκόμαστε άκόμη στήν κατάσταση έκείνη, κατά τήν όποια ή κάθε άντίδρασή μας νά άνταποκρίνεται μέ φυσικό τρόπο σέ Αύτόν τον Θεό τής άγάπης.
Πώς μπορούμε νά μορφώσουμε τό πνεύμα μας έτσι, ώστε μέ κάθε κίνηση τής άγάπης του προς όλη τήν κτίση και προς τον Θεό νά άγκαλιάζει τά πάντα καί νά πενθεί στήν προσευχή; Γνωρίζουμε άπό τούς Βίους τών Αγίων, άπό τις διδασκαλίες καί τά συγγράμματά τους, ότι κανένας άπό αύτούς δέν πέρασε τήν όδό του χωρίς πρόσκαιρες ύποχωρήσεις, πτώσεις ή ολισθήματα στήν άμαρτία.
Όλοι όμως, χωρίς εξαίρεση, σώθηκαν μέ τή μετάνοια. Έτσι λοιπόν, όταν έμφανίζεται σέ μάς τό αίσθημα ότι είμαστε πραγματικά άπότοκα τού σκότους του άδη, αύτό αποτελεί τό έπιθυμητό έπακόλουθο τής πνευματικής έπιστήμης. Καί όπως γνωρίζετε, στις προσευχές τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής ύπάρχει ένα συνεχές αίτημα νά μάς άνοίξει ό Θεός τις πύλες τής μετάνοιας. Αύτή είναι ή βασιλική οδός πού οδηγεί άπό τό
σκοτάδι τής άμαρτίας και τού θανάτου στη Βασιλεία του Θεού Πατρός, ή όποια καταυγάζεται άπό τόν Άδυτο "Ηλιο.
Βλέπετε, συνομιλούμε, καί στήν καρδιά μου πάλλονται τά λόγια. Οφείλουμε νά είμαστε εύγνώμονες στόν Θεό γιά τό ότι μάς δόθηκε μετάνοια μέ τήν ένσαρκη φανέρωση τού Υιού τού Θεού, του Θεού καί Δημιουργού μας, χωρίς τόν Όποιο τίποτε δέν θά είχε δημιουργηθεί. Στο Σύμβολο τής Πίστεως συναντούμε τή φράση «δι’ Ου τά πάντα έγένετο», καθώς καί στήν άρχή τού κατά Ίωάννην Εύαγγελίου, «καί χωρίς Αυτού έγένετο ούδέ εν ο γέγονεν» . Άπό Αύτόν ήρθαν όλα στή ζωή.
Παράδοξο φαινόμενο: ή μετάνοια -κατά τήν αίσθησή της- είναι οδυνηρή, έμπονη λύπη γιά τό ποιοι είμαστε καί γιά τό πώς φανερώνουμε τόν έαυτό μας κάθε ήμέρα. Οσο πιο οδυνηρή γίνεται, τόσο πιο δραστικά συντελεί στήν άναγέννησή μας σέ «καινόν άνθρωπον» καί στήν έπιστροφή μας προς τήν τέλεια εικόνα τού Θεού πού μάς δημιούργησε.
Μολονότι αύτά αποτελούν οδυνηρή αίσθηση, αύτή ώστόσο, κατά κάποιον παράδοξο τρόπο, ικανοποιεί τό πνεύμα τού αμαρτωλού πού μετανοεί, καί έτσι καί εμείς άρχίζουμε νά άγαπάμε αύτή τήν κατάσταση τής μετάνοιας.
Βαδίζουμε συνεχώς τόν δρόμο τής αύτομεμψίας, καί άν μέσα μας βρεθεί χώρος, τότε ό Ίδιος ό Θεός κατέρχεται στο «ύπόγειό» μας, στο σκοτεινό υπόγειο -δέν λέω «πάτωμα» άλλά «ύπόγειο»- καί μάς άνυψώνει προς τόν Έαυτό Του. Καί οταν Αύτός κατέλθει στο «ύπόγειό» μας, τότε, παραδόξως, ή παρουσία Του μετατρέπει τά πάντα σε αίσθηση τής μακαρίας Βασιλείας τού Πατρός.
Άλλα μου έρχεται καί ή ακόλουθη σκέψη: άς πάρουμε ένα ξύλο καί άς τό χτυπήσουμε- ό ήχος πού κάνει είναι ή άντίδρασή του, πού φυσιολογικά άνταποκρίνεται στήν ύλη του. ’Άν πάρουμε άλλο άντικείμενο, κάποιο μέταλλο, τότε δημιουργείται άλλος ήχος, άλλη άντίδρασή. Ή δική μας όμως άντίδρασή σε κάθε φαινόμενο τής ζωής οφείλει νά είναι έκείνη πού προδιαγράφει γιά μάς ή έντολή: νά γίνουμε τέτοιοι άνθρωποι, πού οί άντιδράσεις μας νά είναι όμοιες προς τις άντιδράσεις τού Θεού. Ιδού ό σκοπός τής άσκήσεώς μας.
Έτσι λοιπόν, άν διαμορφώνεται διαδικασία κατά τήν όποια βλέπουμε τον έαυτό μας ολοένα καί χειρότερο, είναι έπειδή ό Πάνσοφος Θεός -στις αρχαίες προσευχές έχει ονομαστεί «παντουργέτης» - οικονομεί τά πράγματα με τέτοιον τρόπο, ώστε πραγματικά νά πάσχουμε, νά πονούμε με αύτή τήν κατάσταση καί έτσι νά θέλουμε νά λυτρωθούμε.
Τό πνεύμα μας παραμένει σε διαρκή κίνηση, καί έτσι ζει κατά κάποιον τρόπο «άσυνάρτητο», χωρίς καμία λογική, όπως ό λόγος μου. Οί άμφιταλαντεύσεις όμως αύτές τού πνεύματός μας μπορούν κάποτε νά προσλάβουν μέσα μας οδυνηρό καί τραγικό χαρακτήρα. Παρόλη τήν άσκησή μας, παρ’όλη τήν προσπάθειά μας, τίποτε δεν κατορθώνουμε. Οί άντιδράσεις μας δεν είναι τέτοιες, όπως καί στά άντικείμενα, τέτοιες δηλαδή πού νά άντιστοιχούν στή φύση τους.
’Εδώ ή δική μας φύση οφείλει νά είναι όμοια με αύτήν τού Θεού.
Γιατί όμως ό λόγος μου είναι άσυνάρτητος, ένώ έγώ άναζητώ ενιαίο λόγο; Άν μιλήσουμε σοβαρά, θά έγγίσουμε ένα πολύ σημαντικό φαινόμενο, ότι δηλαδή είμαστε έτεροκίνητα όντα. Μάς κινεί κάποια άλλη δύναμη. Ή δύναμη έκείνη, πού εσείς άντιπροσωπεύετε έδώ, άντανακλάται στον λόγο μου. Καί ό ίδιος ό λόγος είναι άντανάκλαση τού γεγονότος ότι οί ή μέρες μας περνούν έξίσου «ασυνάρτητα», όπως ομιλώ έγώ. Είμαστε άνήσυχοι, συνεχώς άναζητούμε. Ή προσπάθειά μου όμως είναι νά συγκεντρωθούμε μέσα μας, ώστε όλα νά διαδραματίζονται πλέον έντός μας. Καί είναι φυσικό νά μήν ήσυχάζουμε, έφόσον δεν βιώνουμε τήν πραγματική έλευση τού Θεού μέσα μας. Όταν βιώνουμε τήν έλευση τού Θεού, τότε όλα ενοποιούνται...
'Η προσευχή στο Όνομα τού Ιησού μάς δόθηκε ώς εντολή άπό Αύτόν τον Ιδιο: «Αιτείτε έν τώ όνόματί μου». 'Η έφαρμογή αύτού τού είδους τής προσευχής στήν καθημερινή μας ζωή απαιτεί μεγάλη προσοχή. Στον Άθω ή πνευματική ζωή είναι πολύ άνετη, διότι είναι εξωτερικά έξασφαλισμένη. Εκεί οί μοναχοί μπορούν νά άφιερώσουν στήν προσευχή αύτή οκτώ ή δώδεκα ώρες ή καί περισσότερο... Αύτό όμως δεν είναι γιά όλους άντίθετα, ποικίλλει πολύ στο σύνολο τών μοναχών. Ακόμη καί όταν ή προσευχή ενεργεί διαρκώς, ενεργεί με άλλον τρόπο, χωρίς σαφή συμμετοχή τού νου μας. 'Η προσευχή κινείται κατά κάποιον τρόπο μέσα στήν ίδια τήν καρδιά, ένώ παράλληλα ό νους μας μπορεί νά είναι άπασχολημένος μέ οτιδήποτε άλλο. Τότε λοιπόν μπορούμε νά έκπληρώσουμε την εντολή τού Αποστόλου: «Άδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Γιά όλους καί γιά τον καθένα τό μέτρο διαφέρει. Στον Άθω, σε κάποιο μοναστήρι, ή προσευχή αύτή πρέπει νά έπαναλαμβάνεται σχεδόν γιά τέσσερις ώρες, έκτος άπό τις ώρες τών άκολουθιών. Ή πείρα κατέδειξε ότι άκόμη και κατά τήν άπουσία τών βιοτικών μεριμνών ό άνθρωπος δεν μπορεί νά κρατήσει τέτοια προσευχή. Προσωπικά, ήδη άπό τήν άρχή πρότεινα τρεις ώρες τό πρωί καί τρεις ώρες τό βράδυ, άλλά έπειτα τό περιόρισα σέ δύο ώρες τό πρωί καί δύο ώρες τό βράδυ. Σύμφωνα, δηλαδή, μέ τον κανόνα τής Μονής, άφιερώνονται τέσσερις ώρες στήν προσευχή αύτή. «Έν τώ όνόματί μου δαιμόνια έκβαλοϋσι», λέει ό Χριστός. Τόσο δραστικό είναι τό μεγάλο αύτό Όνομα!
Ό Θεός, λοιπόν, φέρεται σέ μάς μέ μεγάλη λεπτότητα, διότι είναι δυνατόν νά δοθούν ώρες προσευχής, κατά τις όποιες ό άνθρωπος δεν μπορεί νά προφέρει τό Όνομα τού Χριστού, έπειδή είναι ύπερβολικά μεγαλειώδες. Αύτό μοιάζει λίγο μέ τή στιγμή πού προσευχόμαστε καί λέμε τό «Πάτερ ήμών». Ό Θεός μπορεί νά δώσει τέτοια συνείδηση, πού πέρα άπό αύτές τις δύο λέξεις, «Πάτερ ήμών», τό πνεύμα δεν μπορεί νά πει τίποτε περισσότερο. Έτσι, όταν ό άνθρωπος προφέρει τό Όνομα αύτό -«Ιησού Χριστέ, Υίέ τού Πατρός, ό αϊρων τήν άμαρτίαν τού κόσμου, έλέησόν με τον άμαρτωλόν»-, τό βίωμα τών λόγων αύτών μπορεί καί οφείλει νά είναι συγκλονιστικό καί νά έλκύει όλη τήν ύπαρξή μας.
Ισως έτσι θά συμβαίνει στον Ουρανό. Στη γή όμως, όσο βρισκόμαστε στο σώμα αύτό, δεν μπορούμε νά κρατήσουμε αύτό τό βίωμα, καί άσφαλώς γρήγορα θά έγκαταλείψουμε τον πρόσκαιρο κόσμο. Γι’ αύτό ή έργασία τής προσευχής παρατείνεται γιά χρόνια, δεκαετίες, μέ ύπομονή καί τήν προσδοκία πότε ό Ιδιος ό Θεός θά έρθει μέσα μας γιά νά ζήσει τό Όνομά Του. Βέβαια, τό μυστήριο τού Ονόματος τού Θεού είναι μεγάλο. Ποιό είναι τό νόημα τών λόγων τού Χριστού «έν τώ όνόματί μου»; Μήπως προκαλείται κάποια διαίρεση Αυτού τού Ιδιου καί τού Ονόματος Του;
Προσευχόμαστε στήν έκκλησία έπικαλούμενοι τό Όνομα τού Ιδιου τού Χριστού: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησον ήμάς», καί έπαναλαμβάνουμε τό ίδιο. Ή έπανάληψη αύτή δεν είναι άσκοπη. Είναι ή ίδια προσευχή καί άποσκοπεί στο νά φυλάξουμε τή δύναμή της έξ ολοκλήρου μέσα μας. Σέ μερικούς φαίνεται άνώφελη ή έπανάληψη αύτή: «Κύριε έλέησον, Κύριε έλέησον, Κύριε έλέησον...».
Στον Άθω, κάποιος μοναχός, πού ήταν παλαιότερα παιδαγωγός, μέ ρώτησε:
- Πάτερ Σωφρόνιε, δεν σάς φαίνεται περιττό νά λένε σαράντα φορές «Κύριε έλέησον»; Πες το λοιπόν τρεις φορές καί αρκεί!
Τού λέω:
- Στήν έκκλησία είναι άποδεκτό άλλοτε νά τό λέμε μόνο μία φορά, άλλοτε δώδεκα φορές καί άλλοτε σαράντα, κατά τις διαθέσεις τών άνθρώπων. Διότι ύπάρχουν άνθρωποι πού θέλουν νά τό λένε ήμέρα καί νύχτα... Πρέπει, λοιπόν, νά κάνουμε ύπομονή. Δεν προσεύχονται όλοι μέ τον ίδιο τρόπο. Ή Έκκλησία προσεύχεται ποικιλοτρόπως.
Στην πραγματικότητα όμως, άπό τεχνικής πλευράς, ή προσευχή αύτή γίνεται πάντοτε κατά κάποιον «πλημμελή», θά έλεγα, τρόπο. Ποιά άνεπάρκεια ύπάρχει σε αυτό; Κάποιος Γέροντας έλεγε βιαστικά: «Κύριε έλέησον, Κύριε έλέησον, Κύρ.,.σον, Κύρ...σον». Ασφαλώς, λοιπόν, δεν πρέπει νά γίνεται έτσι. Αλλά πώς νά διαμορφώσουμε έναν τρόπο, ώστε νά λέμε σαράντα φορές «Κύριε έλέησον», συγκροτώντας τον νου μας; Τί σημαίνει «έλέησον»; «Θεράπευσε τήν άμαρτία μου, κάνε με ικανό νά δεχθώ τό θέλημά Σου». Αύτό σημαίνει «έλέησον»! Χρησιμοποιείται ή λέξη «έλέησον», γιατί παρακαλώ τον Θεό γιά έλεος, γιά συγκατάβαση σε μένα.
Μπορεί όμως νά έρθει ή προσευχή συνοδευόμενη άπό τέτοια κατάσταση, πού ό Θεός νά είναι μαζί μας καί μόνη ή προφορά τού Όνόματός Του νά μάς φλέγει πραγματικά σάν φωτιά.
Έτσι θά έπρεπε νά προφέρουμε καί τό «Πάτερ ήμών». Ούσιαστικά, αν προφέραμε μόνο μία φορά σε όλη τή ζωή μας τις λέξεις αύτές τού «Πάτερ ήμών» μέ τό αύθεντικό νόημά τους, πού άντιστοιχεΐ στήν πραγματικότητα τού Ίδιου τού είναι, θά ήταν άρκετό. Σε αύτό έγκειται τό μυστήριο τής άναγεννήσεώς μας άπό τήν άμαρτωλή κατάστασή μας σε έκείνην πού άναμένει άπό έμάς ό Κύριος.
Έτσι, τό θέμα τής προσευχής μέ τό Όνομα τού Ιησού κατέχει πολύ σημαντική θέση στή ζωή τής Εκκλησίας, γιατί αύτό είναι θέμα σωτηρίας τού κόσμου, αφού ό Χριστός είναι ό Σωτήρας. Πολλά δεν έξαρτώνται άπό έμάς. Μπορούμε όμως νά πούμε καί τό άντίθετο: πολλά έξαρτώνται άπό έμάς. Στήν Εκκλησία θεσπίστηκε νά προσευχόμαστε μέ τον τρόπο αύτό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησον με τον άμαρτωλόν». Αύτή είναι πρωτίστως προσευχή μετάνοιας. «Τον άμαρτωλόν» όμως λέμε, μόνο όταν προσευχόμαστε μόνοι μας.
Δεν μπορούμε νά πούμε ότι ό αδελφός μας είναι άμαρτωλός. Γι’ αύτό, όταν λέμε «έλέησον ημάς», ή λέξη άμαρτωλός δεν προφέρεται. Ακολουθούμε τό πνεύμα των έπιστολών των Αποστόλων, όπου όλα τά μέλη τής μιάς ή τής άλλης τοπικής Εκκλησίας άναφέρονται ώς άγια. Όσο βαθύτερη, λοιπόν, είναι ή οδυνηρή αίσθηση γιά τήν παρουσία τής άμαρτίας μέσα μας, τόσο μεγαλύτερο όφελος άποκομίζεται άπό κάθε έπίκληση τού θείου Ονόματος. Πρέπει όμως νά λέμε τήν προσευχή αύτή άκόμη γιά πολλά χρόνια, ώσότου διαποτιστεί ολόκληρη ή ύπαρξή μας μέ τό Όνομα τού Χριστού, τού Σωτήρα μας.
Μέ τό άρθρο μου Περί τής προσευχής τού Ιησού είχα σκοπό νά άποτρέψω πολλούς άνθρώπους άπό τό νά έμπιστεύονται κάποια κείμενα πού διαστρέφουν τήν παράδοση τής Εκκλησίας. Ηθελα, μέ όσα συνοπτικά έγραψα έκεί, νά ύπογραμμίσω αύτό πού άναμφισβήτητα άνήκει στήν παράδοση. Τό μυστήριο όμως τής προσευχής αύτής, ώς μυστήριο έπίσης τού Χριστού, είναι άνερμήνευτο καί προσφέρεται νά τό ζήσουμε διά τής πείρας μας.
Ό μακάριος Σιλουανός μου είπε ότι στο χωριό του μερικά νήπια πεθαίνοντας έκαναν τό σημείο τού σταυρού. Ποιος, ποιό πνεύμα παρακινεί τά νήπια αύτά νά κάνουν τό σημείο τού σταυρού; Αλλά καί πολλοί μοναχοί δοκίμασαν τέτοια κατάσταση, όταν ό άνθρωπος άπό τήν άσκηση καί τήν κούραση, τις θλίψεις καί τις άρρώστιες, άπό τις έχθρικές έπιθέσεις αισθάνεται τον εαυτό του συντετριμμένο και τό σώμα του παραλελυμένο. Πώς όμως νά βγει κανείς άπό την κατάσταση αύτή τής παραλύσεως;
Όταν είμαι σε θέση νά κινήσω γιά μερικά έκατοστά τό χέρι μου καί νά κάνω τό σημείο του σταυρού, τότε αύτομάτως έλευθερώνομαι άπό αύτή τήν παράλυση. Κάποιες φορές όμως, ούτε αυτό μπορεί νά γίνει. Τότε άναζητούμε άλλον τρόπο γιά νά κάνουμε τον σταυρό μας. 'Η δύναμη τού σημείου τού σταυρού είναι «ή δύναμις τού Τίμιου καί ζωοποιού Σταυρού». Κατά τον ίδιο τρόπο, καί με τό Όνομα του Χριστού θά άποκτήσουμε έμπειρία τής δυνάμεώς Του. Είναι όμως άδύνατον νά έξηγήσουμε με λόγια τό «γιατί».
Έτσι, λοιπόν, θέσαμε ώς κανόνα τή μικρή «δόση»: Τέσσερις ώρες τήν ήμέρα κοινής προσευχής μέ τήν εύχή τού Ιησού. Ή ζωή μας έδώ δεν είναι όπως στον Άθω, όπου μπορεί κανείς νά ζήσει άπλούστερα. Εμείς έδώ είμαστε διαρκώς «άπασχολημένοι». Ή ένταση καί ό άγώνας μας συνδέονται μέ τό ότι ζούμε πολύ κοντά μέ τον κόσμο. Πιστεύω όμως ότι κάποτε ή θέση τού μοναστηριού μας θά άλλάξει θά γίνει σταθερότερη. Έδώ, προς τό παρόν, κτίζουμε συνεχώς, μάς είναι αναγκαίο νά οικοδομήσουμε άκόμη κελιά κλπ., καί όλα αύτά μέ τον δικό μας κόπο.
Ό Κύριος είπε: «Δωρεάν έλάβετε, δωρεάν δότε» . Αλλά συγχωρήστε με, δωρεάν τίποτε σχεδόν δέν μάς δίδεται. Όλες οί δωρεές του Θεού δέν ύπόκεινται άσφαλώς σέ πληρωμή μέ χρήματα, άλλά δίδονται ώς καθαρό δώρο. Στήν πρακτική όμως ζωή μας οφείλουμε νά πληρώνουμε γιά όλα. Βλέπετε, τώρα μιλούμε συναθροισμένοι σε αύτό τον ναό, πού μάς χάρισε ή Πρόνοια τού Θεού.
Πρέπει νά πληρώσουμε γιά τον ήλεκτρισμό, γιά τή θέρμανση! Επειδή όμως υπηρετούμε ώς ύπάλληλοι ξενοδοχείου αύτούς πού προσέρχονται σε μάς, έπειδή τούς δεχόμαστε στήν έξομολόγηση καί τελούμε τή Λειτουργία, μάς άφήνουν κάποια χρήματα πού δέν καλύπτουν άσφαλώς τις δαπάνες μας. Ωστόσο υπάρχουμε καί έλπίζω ότι άργότερα θά είναι άκόμη καλύτερα τά πράγματα. Χάρη στο ότι δέν έπιβαρύνουμε κανέναν ζητώντας χρήματα καί βοήθεια, διαφυλάσσουμε τήν πνευματική μας έλευθερία, τήν όποια άλλοι δέν έχουν. Καί αύτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο στή ζωή μας.
Θά ήθελα όλοι νά κατανοήσετε πόσο σημαντικός είναι κάθε κόπος πού καταβάλλουμε έδώ γιά νά ύφίσταται αύτό τό μοναστήρι όπως είναι, καί ώς ορατό ύλικό φαινόμενο άλλά, τό σημαντικότερο, καί ώς ζωντανός οργανισμός, ώς άνθρωποι. Στις συνθήκες λοιπόν τής ορθόδοξης διασποράς έδώ στή Δύση, άσφαλώς δέν μπορούμε νά συντηρηθούμε όπως μέσα στις αύτοκέφαλες Εκκλησίες. Γι’ αύτό, ό,τι καί άν κάνετε, αύτό άποτελει πάλη γιά τήν πνευματική μας έλευθερία. Όταν όλα τά κάνουμε συνειδητά, τότε αύτό δέν μάς είναι έπαχθές, καί ό Θεός μάς δίνει τήν ένέργεια γιά τήν έργασία καί τον κόπο.
Δέν ύπάρχει τίποτε στή ζωή μας πού νά μήν έχει μεγάλη σημασία. Όλα είναι σημαντικά, γιατί όλα συνδέονται μέ τον μεγάλο Θεό. Αύτός όμως ό μεγάλος Θεός λέει: «Όράτε, μή καταφρονήσητε ένός τών μικρών τούτων».
Μιλώντας τώρα σχετικά μέ αυτό θά σάς πώ ότι γιά πολύ καιρό μου ήταν φυσικό νά γελώ μέ τον έαυτό μου, όταν μου έρχονταν κενόδοξος λογισμός.Οταν όμως διάβασα περί αυτού καί αίσθάνθηκα περισσότερο τον λόγο «όράτε, μή καταφρονήσητε ενός τών μικρών τούτων», μου ήρθε ή σκέψη ότι καί έγώ είμαι ένας άπό αυτούς τούς μικρούς. Συνεπώς, αν ό Θεός μεριμνά γιά μένα, τότε καί ή ζωή μου δέν είναι κάτι τό μικρό, άλλά έξαιτίας του Θεού είναι μεγάλη. Έτσι λοιπόν, όταν ζούμε έδώ, άπό τις σκέψεις μας, τή διάθεση καί τό φρόνημά μας, ή ζωή μας γεμίζει μέ βαθύ νόημα καί κάλλος, μολονότι εξωτερικά δέν φαίνεται τίποτε.
Ή προσευχή μου πάντοτε παραμένει ή ίδια: νά δώσει σέ όλους σας ό Κύριος, νά μή χάσετε ποτέ τήν έμπνευσή σας.
Γνωρίζετε, πολλοί μάλιστα καί άπό τήν πείρα σας, ότι κυρίως οί ζωγράφοι, οί καλλιτέχνες καί οί ποιητές ζουν διαρκώς μέ τή σκέψη τους. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ μάς όχι μέ κάποια όνειρα ποιητοΰ, άλλά ή πραγματικότητα καί ή παρουσία τού Ιδιου του Θεού δέν μάς έγκαταλείπει ήμέρα καί νύχτα.
Στήν εύχή τού Μεγάλου Βασιλείου πού διαβάζεται μετά τή Μεγάλη Είσοδο, λέγεται: «Ό χαρισάμενος ήμΐν ούρανίων μυστηρίων άποκάλυψιν»! Καί όταν πραγματικά έννοήσουμε ότι ό Θεός μάς δώρισε άποκάλυψη τών αιωνίων άληθειών Του, τότε «άρρωσταίνουμε» -συγχωρήστε με γιά τήν έκφραση αύτή- μέ τήν άμείωτη αύτή έμπνευση. Τότε λοιπόν στή ζωή μας, άκόμη καί αν ζούμε κάτω άπό όποιεσδήποτε συνθήκες καί μέ όποιεσδήποτε δυσκολίες, τίποτε δέν στέκεται ικανό νά σβήσει τή φλόγα αυτής τής έμπνευσης.
Στον έβραϊκό κόσμο, πριν άπό τήν έλευση του Χριστού, όλα γίνονταν μέ ιστορικά γεγονότα, καί μέσα άπό αυτά έμαθε ό λαός νά κατανοεί τήν Πρόνοια τού Θεού. Σε μάς τούς χριστιανούς κατέστη βαθύτερη ή κατανόηση τής Πρόνοιας τού Θεού, καί ό πνευματικός κόσμος άντικατέστησε τά ιστορικά γεγονότα. Παλαιότερα, τό Πάσχα ήταν ό έορτασμός τής διαβάσεως τής Έρυθράς θάλασσας. Τώρα, τό δικό μας Πάσχα είναι πνευματικό, μέ τον Χριστό. Τό πρώτο δμως Πάσχα άποτελοΰσε προτύπωση τού Πάσχα τής Καινής Διαθήκης.
Είθε λοιπόν νά δώσει ό Θεός σε όλους μας νά αισθανθούμε τήν «ούρανίων μυστηρίων άποκάλυψιν». Εμείς ζούμε έδώ, καί αύτό πού συνηθίζουμε νά φέρουμε διαρκώς μέσα μας, ό κόσμος δέν τό γνωρίζει καί δέν θέλει νά τό γνωρίζει. Γιατί δέν θέλει νά τό γνωρίζει; Δέν θά έλεγα ότι δέν θέλουν, έπειδή αύτοί γνωρίζουν κάτι περισσότερο, άλλά μάλλον, έπειδή άκριβώς δέν γνωρίζουν αύτό τό περισσότερο. Στον κόσμο πού ζούμε ή κοινωνία είναι οργανωμένη μέ τέτοιον τρόπο, πού νά μήν αντιστοιχεί καθόλου προς τή Βασιλεία τού Χριστού.
Ή πυραμίδα τού κόσμου αύτού παρατηρείται ιδιαίτερα στά Πανεπιστήμια. Οί άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν φθάσει ήδη στά ύψη τής γνώσεως καί φέρονται ύπεροπτικά προς τούς άλλους, ένώ ούσιαστικά οί γνώσεις τους διαλύονται όπως ή ομίχλη άπό τον ήλιο. Αύτή δέν είναι ή γνώση γιά τήν όποια όμιλε! ό Χριστός: «Αυτή δέ έστιν ή αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον άληθινόν Θεόν (Πατέρα) καί Όν άπέστειλας Ίησούν Χριστόν». Στήν πράξη όμως ό κόσμος έκτιμά την έπιστήμη καί την τέχνη ώς τό ύψιστο άγαθό. Πρέπει λοιπόν νά τό γνωρίζουμε αύτό καί νά μην ταρασσόμαστε ούτε νά σκεφτόμαστε ότι αποτελεί για μάς τιμή, όταν μάς προσκαλούν στον κόσμο. Κατά τον ίδιο τρόπο, πόσο άνόητο είναι νά μπαίνουμε στον ναό, φέροντας τη συνείδηση ότι κάνουμε τιμή στον Θεό εισερχόμενοι εκεί!
Συνήθως δεν κατέχουν όλοι τό χάρισμα νά άξιολογούν έργα ζωγραφικής, ποίησης ή άλλα έργα, διότι δεν γνωρίζουν τά μυστήρια τής τέχνης ή τής έπιστήμης. Κατά τον ίδιο τρόπο, καί ό κόσμος δεν γνωρίζει αύτό γιά τό όποιο έμεις μιλούμε, γιά τήν ϋψιστη δηλαδή μόρφωση τήν όποια θέτει ώς σκοπό τό μοναστήρι: νά άποκτήσουμε τή γνώση καί νά γνωρίσουμε τον Πατέρα καί τον Ιησού Χριστό, τον Υιό Του. Αύτό είναι ή αιώνια ζωή. Αύτός είναι ό ύψιστος στόχος γιά τον άνθρωπο αύτό είναι με τό όποιο ασχολούνται οί άνθρωποι στο μοναστήρι, καί όλη ή μοναστική τέχνη καί έπιστήμη κατευθύνεται προς τόν στόχο αύτό.
Κάθε ύπερηφάνεια είναι ξένη προς τό Άγιο Πνεύμα καί στήν Άγια Γραφή ονομάζεται άκαθαρσία. Ό κόσμος όμως ζει με τήν ύπερηφάνεια. Αύτή καλλιεργείται ώς άριστοκρατία καί ύπεροχή τών διανοουμένων άνθρώπων. Οί ίδιοι όμως, δεν γνωρίζουν ότι με τήν ύπερηφάνεια κλείνουν τή θύρα γιά τό Άγιο Πνεύμα. Ή όρθή στάση τού χριστιανού, έστω καί αν κατέχει όλες τις γνώσεις πού είναι γενικά δυνατές γιά τόν άνθρωπο στο έπίπεδο τής γης καί τού ούρανού, είναι νά παραμένει πράος καί ταπεινός, όπως ό Κύριος ό Όποιος είπε ό Ίδιος γιά τόν έαυτό Του: «Μάθετε άπ’ έμοΰ ότι πράος είμι καί ταπεινός τή καρδία».
Ό σκοπός μας, λοιπόν, δεν βρίσκεται στις γνώσεις, μολονότι πρέπει νά τις έχουμε και αυτές, ούτε στις κοινωνικές θέσεις και τα αξιώματα, όποια καί αν είναι αύτά. Μάλιστα, ό χριστιανός δεν αισθάνεται κανέναν φθόνο γιά τούς ισχυρούς τού κόσμου αυτού αύτοί έχουν τήν έργασία τους, τό άξίωμά τους. Ό ύψιστος όμως σκοπός είναι ή άγάπη, όπως λέει ό Σιλουανός: «Όσο πληρέστερη ή άγάπη, τόσο πληρέστερη ή γνώση». Γιατί ή άγάπη καί ή γνώση συνιστούν ενότητα στην πνευματική αιωνιότητα; Γιατί συνεχώς μάς δίνεται ή εντολή νά άγαπάμε; Διότι ή άγάπη ένώνει στο ίδιο τό είναι. Όταν έχουμε άποστροφή, προβάλλουμε άμυνα κλπ., τότε στερούμαστε τή ζωή. Άν όμως ύπάρχουν προσευχή, άγάπη καί δάκρυα, τότε αύτά μάς οίκειώνουν με τήν ύψίστη έπιστήμη, οπότε γνωρίζουμε τόν Πατέρα καί τόν Υιό και τό Άγιο Πνεύμα.
Εκφωνήθηκε στά ρωσικά, στίς 15Όκτωβρίου 1990. [Β9-Β12 (Μ37)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου