«Επέστη καιρός της αυτολατρίας»,
Αλ. Παπαδιαμάντης, Οι Έμποροι των Εθνών.
Όπως στο ζήτημα των εμπορευμάτων, αυτά διαμορφώνονται, παράγονται και κυκλοφορούν σε μία αγορά και σε δοσμένες κοινωνικές συνθήκες/σχέσεις στις οποίες ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται εκ προοιμίου σε προνομιακή θέση να επηρεάζουν και να διαμορφώνουν τις κατάλληλες συνθήκες, να διαπραγματεύονται και να έχουν περισσότερες ή λιγότερες επιλογές, έτσι και στον έρωτα, ορισμένοι άνθρωποι διαθέτουν μεγαλύτερη δυνατότητα να καθορίζουν τους όρους με τους οποίους θα τους ερωτεύονται. Η επιλογή γενικά παρουσιάζεται από πλήθος επιστημόνων (οικονομολόγοι, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι) ως άσκηση ορθολογικότητας. Η επιλογή στον έρωτα, ωστόσο, είναι ευρύτερα ζήτημα κουλτούρας, ζήτημα ιεράρχησης στοιχείων ορθολογικής σκέψης και συναισθημάτων (με το συναίσθημα να είναι επικυρίαρχο της ορθολογικότητας), αποτελεί σύμπλεγμα ατομικών σκέψεων, πεποιθήσεων και συναισθημάτων που διαμορφώνονται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον.
Συνεπώς, όπως προειπώθηκε, κατά τη μετάβαση από την προνεωτερικότητα στη νεωτερικότητα παρατηρείται μία προϊούσα μετατόπιση προς το ατομικό συναίσθημα. Η επιλογή συντρόφου συντελείται σε μία ανταγωνιστική «αγορά», στο πλαίσιο ενός γενικευμένου σεξουαλικού ανταγωνισμού που λειτουργεί διαμορφωτικά, μετασχηματιστικά ή και αλλοτριωτικά στην ίδια την ατομική βούληση: «…η επιθυμία προσλαμβάνει τις ιδιότητες της οικονομικής συναλλαγής, διέπεται από τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, της σπάνης και της υπερπροσφοράς»[1]. Η ελευθερία των διαπροσωπικών σχέσεων, απέναντι στις τελετουργικά καθορισμένες συμπεριφορές του παρελθόντος, δεν είναι ανεξάρτητη από το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που διέπεται από τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Τούτου δοθέντος, η ελευθερία της καπιταλιστικής κοινωνίας σχετίζεται με έννοιες όπως «ατομικό συμφέρον» ή «υγιής ανταγωνισμός» και αντίστοιχα, στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων, η ελευθερία αυτή συνίσταται στο ατομικό δικαίωμα της διεκδίκησης και σε ένα πλαίσιο, όπου δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες, αν και, τυπικά, δεν αποκλείεται κανείς.
Εντός του οικονομικο-κοινωνικού συστήματος της ελεύθερης αγοράς, όπου όλα εμπορευματοποιούνται, το πρότυπο του homo oeconomicus συνδέεται με εκείνο του homo consumens και συμπληρώνεται από τον homo sexualis, έναν άνθρωπο που προσδιορίζεται από την σεξουαλικότητά του, η οποία, ωστόσο, έχει αυτονομηθεί από το όλον, την προσωπικότητα ως σύνολο. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, και οι τρεις προσδιορισμοί, δίνουν μία κερματισμένη εικόνα του ανθρώπου με έμφαση στον υπολογισμό/συμφέρον, την κατανάλωση και την αναζήτηση εμπειριών στο σεξ. Οι μηχανισμοί της αγοράς και της κατανάλωσης, οι διαφημίσεις, τα περιοδικά, η τελεόραση, το σινεμά και, στις μέρες μας, το διαδίκτυο αναπαράγουν και ενισχύουν τον ναρκισσισμό. Μία σειρά από παρεμβάσεις- βελτιώσεις που αφορούν στην εξωτερική εμφάνιση- όπως δίαιτες, γυμναστήρια, αισθητικές επεμβάσεις κλπ.- η μόδα και οι νέοι κώδικες συμπεριφοράς κατευνάζουν, αλλά και ανατροφοδοτούν το άγχος του σύγχρονου ανθρώπου να ανταποκριθεί στην ανταγωνιστική αγορά των σχέσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, τα ατομικά δικαιώματα-απαιτήσεις φετιχοποιούνται (π.χ. η οικοδόμηση της πεποίθησης ότι «μου αξίζει να απολαμβάνω», «είναι δικαίωμά μου») και το άτομο ναρκισσεύεται και ακκίζεται χρησιμοποιώντας όλα τα πρόσφορα μέσα και αυτά της κοινωνικής δικτύωσης (social media). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αφενός η κατάχρηση των αυτοφωτογραφιών (selfies), αφετέρου η χρήση φίλτρων, δηλαδή η «αναβάθμιση» της εικόνας του εαυτού στην αγορά των σχέσεων. Ο πολιτισμός της εικόνας σε αυτό το επίπεδο δημιουργεί και ανατροφοδοτεί το άγχος τού «για πάντα νέοι». Η ωριμότητα και το γήρας αποϊεροποιούνται και συνδέονται μόνο με τη φθορά και τον θάνατο, όχι με την εμπειρία και τη σοφία. Ως εκ τούτου, το μετανεωτερικό Υποκείμενο δεν επιθυμεί να αντικρίζει το γήρας ή να το βιώνει. Αρνείται την ύπαρξή τους και ακολουθεί συνταγές νεότητας ή ανανέωσης που νομίζει ότι θα το καταστήσουν ενεργό στο ερωτικό παιχνίδι και ευρύτερα στο παιχνίδι της ζωής. Ίσως σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ο μύθος του Νάρκισσου που ερωτεύτηκε το είδωλό του/ τον αντικατοπτρισμό του στη λίμνη, επικαιροποιείται στον αυτοθαυμασμό και την ακύρωση της συνάντησης με τον έτερο ως περιττή. Το άτομο ικανοποιείται με τη διαδικασία φροντίδας και εικονοποίησης του εαυτού του, με τα «likes» και τα κολακευτικά σχόλια και αποφεύγει τη διακινδύνευση των σχέσεων. Εγωιστικό και τραγικά μόνο αρκείται στο ψηφιακό αποτύπωμα της ευαρέσκειας, στην ικανοποίηση ότι αρέσει, στους άλλους και στο ίδιο.
Ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρείται επίσης στο πλαίσιο της αγοράς και του καταναλωτισμού είναι οι λεγόμενες «σχέσεις τσέπης», όρος που χρησιμοποίησε ο Zygmunt Bauman[2], για να περιγράψει εκείνες τις σχέσεις που μπορεί κανείς να βγάζει όποτε χρειάζεται, αλλά και να καταχωνιάζει βαθιά, όταν του είναι πλέον άχρηστες. Είναι γλυκές και βραχυπρόθεσμες σχέσεις, ώστε να χωράνε στην τσέπη, για να δώσουν τόση -όση- απόλαυση χρειάζεται ο «καταναλωτής». Πρόκειται για μία ακόμη εκδοχή της διείσδυσης της αγοράς στο πεδίο της ερωτοτροπίας. Η σχέση έχει τον χαρακτήρα «fast», τον ρυθμό της ταχύτητας, της εύκολης πλησμονής και της εναλλαγής, όπως τα προϊόντα που αγοράζονται και καταναλώνονται στα supermarkets για να ικανοποιούν ατέρμονα τις απαιτήσεις του καταναλωτή. Οι «σχέσεις τσέπης» αποφεύγουν τη σύνδεση, την εμβάθυνση, το δόσιμο. Ως καταναλωτικές, αποσκοπούν στην απόλαυση του Εγώ: γρήγορη, έντονη και κορεσμένη. Αν και εγγράφονται στο πλαίσιο της μετανεωτερικής εποχής, το motto τους θα μπορούσε να παραλληλιστεί, τηρουμένων των αναλογιών, με τον ακραίο ηδονισμό του Αρίστιππου του Κυρηναίου, όταν συμβούλευε: «Ν’ αρπάζεις την κάθε στιγμή και να τη χαίρεσαι, γιατί μόνο η στιγμή μας ανήκει». Η ηθική που διακηρύσσει ο Αρίστιππος είναι καθαρά ατομική, εγωιστική και χρησιμοθηρική. Οι «σχέσεις τσέπης» της εποχής μας θα μπορούσαν να παραλληλιστούν επίσης με τις καλοκαιρινές εφήμερες σχέσεις – τα καλοκαιρινά «καμάκια»[3] του παρελθόντος. Όμως, οι εφήμερες αυτές σχέσεις δίχως προσδοκίες ενείχαν κάποτε το ρομαντικό «άλλοθι» μίας συνεύρεσης, όπου και οι δύο εραστές γνώριζαν το τέλος που προδιαγραφόταν από αντικειμενικές συνθήκες, δηλαδή από την απόσταση και τους παράλληλους βίους σε διαφορετικούς τόπους. Αντίθετα, στις «σχέσεις τσέπης» στη διαδικτυακή εποχή, ανοίγει ένας ειδικός χώρος- χρόνος, ανά πάσα στιγμή, μέσα στην καθημερινότητα για μία σύνδεση και αποσύνδεση, δίχως κανένα ρομαντισμό.
Στις «σχέσεις τσέπης», το Εσύ λειτουργεί μόνο ως μέσο για την απόλαυση του Εγώ. Η σύνδεση και η αποσύνδεση γίνονται χωρίς δεύτερη σκέψη, με ένα sms ή email ή απλώς delete, block και unfollow από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμη περισσότερο, μία προέκταση στις «σχέσεις τσέπης» αποτελεί ο άλλος ως «γκάτζετ» , αλλά και το «γκάτζετ» ως άλλος. Στην πρώτη περίπτωση ο άλλος αντικειμενοποιείται, προκειμένου να δώσει ηδονή στο Εγώ. Στη δεύτερη περίπτωση, ο άλλος υποκαθίσταται από το «γκάτζετ». Στην περίπτωση αυτή, διερωτάται η Μάρω Μπέλλου «Όμως, αν το σώμα μου δεν είναι πλέον τόπος συνάντησης με τον έτερο, τότε ποιον συναντώ στο ραντεβού μου με τη σεξουαλική απόλαυση;»[4]. Και διευκρινίζει πως το ζήτημα δεν είναι η κινητοποίηση της φαντασίας και του ερωτισμού στη συνάντηση με τον άλλο, αλλά η ενεργοποίηση μιας προκάτ φαντασίωσης ως προϋπόθεση για τη σύναψη σχέσης. «Αντί να βρεθώ υπό την επήρεια του ‘Έρωτος’ με τον έτερο, αυτός που συναντώ τελικά είναι ο γκατζετ- Eros»[5]. Οι αλλοιώσεις αυτές που παρατηρούνται στο ερωτικό συναίσθημα από την εισχώρηση της αγοράς στο πεδίο των ερωτικών σχέσεων- και πολλές άλλες στις οποίες δεν αναφερθήκαμε και καλύπτουν όλες τις πτυχές της ανθρώπινης σεξουαλικότητας- εντάσσονται σε μία ένταση και έξαψη της στιγμής, χωρίς βάθος και διάρκεια. Μοιάζει με τη διάκριση που κάνει ο Milan Kundera στο έργο του Η βραδύτητα (1996). Κατά τη θεώρησή του, η βραδύτητα είναι ο ρυθμός της απόλαυσης και της μνήμης, ενώ η ταχύτητα είναι ο ρυθμός της μη ικανοποίησης και της λήθης. Αλλά, για δομηθεί μία σχέση, προπάντων φιλική και ερωτική, απαιτείται χρόνος. Η λήθη της ταχύτητας αναπληρώνει το βάθος των σχέσεων με την ποσότητα και την επανάληψη· ίσως, μία σπατάλη της ύπαρξης.
Σημειώσεις
[1] Eva Illouz, ό.π., σελ. 92.
[2] Ζύγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστή αγάπη. Για την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων δεσμών, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2006.
[3] «Καμάκι» (μτφ.- λαϊκ.) ο νεαρός που συστηματικά και επίμονα επιδιώκει τη σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες, συνήθως με ξένες τουρίστριες. Τα «καμάκια», οι Greek Lovers όπως διεθνώς έκαναν καριέρα, ήταν για δεκαετίες σχεδόν συνώνυμο των ελληνικών καλοκαιριών. Τα greek kamakia σε καμία περίπτωση δεν ήταν «ζιγκολό» και στόχος τους δεν ήταν απλώς και μόνο το σεξ, αλλά συνολικά το ερωτικό παιχνίδι, η ερωτοτροπία. Εμφανίζονται με την άνοδο του τουρισμού στην Ελλάδα και ειδικά τη δεκαετία του ’70. Λέγεεται ότι ο όρος προέκυψε από τον αυτοπροσδιορισμό τους, από το «καμάκωμα» χταποδιών. Βλ. σχετικά https://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%BA%CE%B9&dq=
[4] Μάρω Μπέλλου, Ο γκατζετ- Eros. Ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2017, σελ. 194.
[5] Μάρω Μπέλλου, ό.π., σελ. 195
Γιώτα Βάσση, Φιλεῖν και Έρᾶν. Το ερωτικό φαινόμενο χθες και σήμερα (φιλοσοφικό δοκίμιο και απάνθισμα), εκδ. Παρισιάνου, Αθήνα 2021. Απόσπασμα από το κεφ 1.5. Ο έρωτας στη μετανεωτερική εποχή, σσ. 101-105.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Week end”, 1992) είναι έργο του Ντίκου Βυζάντιου.
2 σχόλια:
https://www.youtube.com/watch?v=kT_uOtWSN-o
Tό έχουμε ήδη δημοσιεύσει. Δυστυχώς δημιουργήθηκε η ίδια κατάσταση πού τάραξε τούς πάντες μέ τήν αποτείχιση. Οπου αίρεση ακούγαμε καί αίρεση δέν βλέπαμε. Μιά παναίρεση επισκίασε τήν παναλήθεια τού Χριστού. Τώρα λέμε αυτό τό εμβόλιο δέν τό θέλει ο θεός. Ποιός τό θέλει; Ο Αντί; Δέν μάς θέλει γιά υπηκόους; Αλλος είναι ο δρόμος αλλά δέν τόν ψάχνουμε.
Δημοσίευση σχολίου