Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Α ΜΕΡΟΣ (ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 12)

Συνεχίζεται από Δευτέρα, 3 Μαρτίου 2014

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη

Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας


301. «Είναι αδύνατο να είναι το επιθυμείν έσχατο τέλος· γιατί επιθυμία υπάρχει, όταν η θέληση τείνει σε κείνο, που δεν έχει ακόμα, πράγμα αντίθετο στον ορισμό του έσχατου τέλους». Και τα λέει αυτά μεταστρεφόμενος και φρονώντας τα ελληνικά˙ κι ερχόμενος στον εαυτό του, λέει˙ «όσο πιο κοντά είναι κάτι στο τέλος, με τόσο μεγαλύτερη επιθυμία τείνει προς αυτό ˙ γι’ αυτό και βλέπουμε να επιτείνεται κατ’ εξοχήν προς το τέλος η φυσική κίνηση των σωμάτων, είναι δε πιο κοντά στη θεία γνώση οι νόες τών χωριστών ουσιών απ’ ό,τι ο δικός μας νους˙ επιθυμούν λοιπόν κατ’ εξοχήν επιτεταμένα εκείνοι τη γνώση, απ’ ό,τι ακριβώς εμείς». Έχει μεγάλη αναισθησία και αφροσύνη ο Θωμάς. Γιατί αν είναι αδύνατο να είναι το να επιθυμής, έσχατο τέλος, και επιθυμούν επιτεταμένα οι νόες των χωριστών ουσιών τη θεία γνώση, είναι φανερό, πως δεν βρίσκονται στο έσχατο τέλος, αλλ’ είναι ατελείς και προσδεόμενοι. Πώς λέει λοιπόν αυτός ο εμβρόντητος ( παράφρων ) Θωμάς ότι παύονται απ’ τις εφέσεις προς ( σταματούν να επιθυμούν ) τον Θεό οι άγγελοι ;

302. Γιατί έχουν σύμφωνα και μ’ αυτόν αεικίνητες τις εφέσεις, καθώς είναι ελλιπείς και καθώς επιθυμούν τη θεία γνώση, που δεν την έχουν ακόμα. Και πώς δεν ντρέπεται και για κείνο, να συλλογίζεται απ’ τα σωματικά και τα κάτω τα περί των ουρανίων δυνάμεων, και να θέλη, επειδή βλέπουμε να επιτείνεται περισσότερο η φυσική κίνηση των σωμάτων προς το τέλος, να κινούνται παρόμοια και οι χωριστές ουσίες, που είναι λογικές και νοερές και κινούνται κατά προαίρεση, και να επιθυμούν, έχοντας φθάσει πιο κοντά στον Θεό, με μεγαλύτερη ένταση τη θεία γνώση;

303. Κι αν επιθυμούν αυτές που έχουν φθάσει πιο κοντά με μεγαλύτερη ένταση τη θεία γνώση, πώς λες πάλι ότι «αν δεν επιτύχη κανείς μαζί με την ευδαιμονία όμοια και ακίνητα την ηρεμία, δεν είναι ακόμη ευδαίμων, αφού δεν ηρεμεί ακόμη η φυσική του επιθυμία»; Δεν είναι άρα αντίφαση αυτά; Και φαίνεται πως δεν βρίσκονται σε ευδαιμονία οι θείες και ουράνιες εκείνες τάξεις, επειδή επιθυμούν και επιτεταμένα τη θεία γνώση˙ κι αν δεν έχουν ευδαιμονία, δεν έχουν ούτε απόλαυση, ούτε βέβαια μακαριότητα, και κακοδαιμονούν έτσι εκείνες οι τάξεις. Αλλ’ ας στραφή προς τη δική σου, άθλιε, κεφαλή η κακοδαιμονία, που δεν ακολουθεί πλήρως τα νοήματα της ιερής Εκκλησίας, αλλά και τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη.

304. Κι έχοντας γίνει μισοβάρβαρος με τη θέλησή του και μιλώντας αιρετικά στα πιο πολλά και μακριά απ’ τον χορό των θεοσόφων, τόσο πολύ απομακρύνεται ο Θωμάς απ’ την αλήθεια, ώστε να κινείται ενάντια και στον ίδιο τον Θεό και να λέη αυτά που είναι αθέμιτα . Γιατί λέει˙ « παύεται ( σταματά ) λοιπόν κατ’ εξοχήν η έφεση του Θεού και είναι τελειότερη η μακαριότητά του». Αλλίμονο, σε ποιο κακό κατέβηκε, και ποια αιρετικά ξερνάει ο λάρυγγάς του! γιατί ομολογεί ολοφάνερα και χωρίς καμμιάν αμφισβήτηση τρεπτό τον Θεό και μάλιστα στα κράτιστα. Παύεται η έφεση του Θεού! από ποιαν πρόφαση παύθηκε απ’ την έφεση αυτός που παύεται ενώ την έχει και τράπηκε ολοφάνερα κατά την έφεση; κι αν κάνη τελειότερη το να παύεται η έφεση του Θεού τη μακαριότητά του, νά που είναι ολοφάνερα τρεπτός αυτός που δέχτηκε μείωση στην έφεση, και αύξηση στη μακαριότητα. Αλλ’ ας τραπούν στο κεφάλι του Θωμά όλα τα κακά, που λέει για τον Θεό αυτά που δεν τόλμησαν να πουν ούτε οι Σκύθες κι οι βάρβαροι εναντίον του. Και λογαριάζοντας τέτοια και φτάνοντας σε τέτοιον παραλογισμό, μπλέκεται σε μύρια κακά.

305. Και λέει για τους αγγέλους˙ « παύεται ( σταματά ) με τη μακαριότητα κάθε έφεση, επειδή δεν απομένει, μετά την επιτυχία της, τίποτα το επιθυμητό». Κι αυτός που τα λέει αυτά μεταβαίνει σε άλλην έννοια και τρέπεται απ’ την ασέβεια στη δυσσέβεια ο δυστυχής˙ «αυτοί που απέκτησαν την έσχατη ευδαιμονία θεωρώντας τον Θεό, δεν θα αποπέσουν ποτέ από εκείνη˙ γιατί αυτό που άλλοτε μεν υπάρχει, κι άλλοτε όχι, καταμετρείται με τον χρόνο, όπως είναι φανερό στο Δ΄ των Φυσικών. Κι η θεωρία που κάνει μακάριες τις νοερές ουσίες δεν υπάρχει στον χρόνο αλλά στην αϊδιότητα. Είναι αδύνατο άρα να την αποβάλη αυτός που έχει γίνει μιά φορά μέτοχός της». Πες μας όμως, πώς είναι αδύνατο να την αποβάλη˙ γιατί είναι φανερό ότι τα μεν φυσικά δεν κινούνται με τη θέληση, αλλά με τη φύση, τα δε λογικά και με τη νοερή θέληση και αυτεξουσιότητα ˙ είναι δε η θέληση γέννημα της αγάπης , όπως λέει κάπου κι ο Θωμάς˙ γιατί κανείς δεν θέλει αυτό ακριβώς που δεν αγαπά.

306. Αν είναι αδύνατο λοιπόν να αποβάλη τη θεία θεωρία αυτός που έχει γίνει μιά φορά μέτοχός της, είναι φανερό πως αυτό θα συμβή με τη θέληση, όπως λέει σαφέστερα κι ο Θωμάς˙ «δεν μπορεί να μην παρίσταται η θέληση της απόλαυσης αυτής της θεωρίας στη νοερή ουσία που βλέπει τον Θεό, εφόσον κατακτά ( καταλαμβάνει ) την ευδαιμονία της με το να βρίσκεται σ’ αυτήν τη θεωρία, όπως ακριβώς δεν μπορεί να θέλη να μην είναι μακάρια, αλλ’ ούτε και θα σταματήση να βλέπη λόγω αναίρεσης του αντικειμένου˙ γιατί το αντικείμενο, που είναι ακριβώς ο Θεός, έχει πάντα τον ίδιον τρόπο. Είναι αδύνατο άρα να εγκαταλείψουν ποτέ αυτοί που τη βλέπουν τη θεωρία του Θεού που τους κάνει μακάριους».

307. Κι ακόμα˙ «είναι αδύνατο να θελήση ποτέ να στερηθή η νοερη ουσία, που βλέπει τον Θεό, αυτήν τη θεωρία». Κι αν τη θέλη πάντα, είναι φανερό, ότι και την αγαπά πάντα και την επιθυμεί ως ανώτερη περισσότερο απ’ όλα. Έχει πλανηθή άρα και βγαίνει απ’ τις ίδιες του τις φρένες, οποτεδήποτε λέει˙ «δεν φθάνει η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν παύθηκε ( σταμάτησε ) η έφεσή της». Και λέει, ακολουθώντας την ίδια άνοια και παραφρονώντας ˙ « τέλος του κάθε πράγματος είναι αυτό στο οποίο τελειώνει η έφεσή του».

308. Και λέει μετά, σαν να τον άφησε ακριβώς για λίγο το σκοτάδι τού δαίμονα˙ «όπως ακριβώς επιθυμεί από τη φύση της η νοερή κτίση την ευδαιμονία, έτσι επιθυμεί απ’ τη φύση της και την παντοτινή ευδαιμονία. Γιατί αφού είναι αιώνια στην ουσία της η ψυχή, αυτό που επιθυμεί γι’ αυτήν την ίδια κι όχι για κάτι άλλο, επιθυμεί να το έχη παντοτινά». Αλλίμονό σου Θωμά, και στην ταλαίπωρη και κακόδοξη ψυχή σου, αν σου συνέβαινε άρα να φθάσης στο έσχατο τέλος, στον Θεό˙ γιατί αφού θα έχει παυθή η έφεσή σου προς αυτόν και η αγάπη, όπως εσύ νομίζεις, θα σου απομείνη ένα έωλο ( ανούσιο ) πράγμα και αργό απ’ τα αγαθά. Γιατί δεν γνωρίζω, αν αυτός που παύθηκε απ’ την αγάπη και την έφεση προς τον Θεό, αν κουβαλά μαζί του κάποιο αγαθό ˙ που θεωρώντας το και συ κάποτε και κατανοώντας το μέγεθος της ατοπίας αυτών των αποφάσεων, λες μεταβαλλόμενος, όπως ακριβώς συνηθίζεις˙ « αυτό που θεωρείται με θαυμασμό κινεί την επιθυμία, και οράται πάντα με θαυμασμό η θεία ουσία απ’ τον κτιστό νου ˙ γιατί δεν την περιλαμβάνει κανένας κτιστός νους. Είναι αδύνατο άρα να ιλιγγιά η νοερή ουσία περί τη θεία θεωρία ».

309. Πώς κινεί λοιπόν, απωλείας άξιε σοφέ, αυτό που θεωρείται πάντα με θαυμασμό την επιθυμία και οράται πάντα κατ’ εσένα με θαυμασμό ο Θεός και θα παυθούν οι εφέσεις της νοεράς ουσίας, φθάνοντας η νοερά κτίση στο έσχατο τέλος, δηλαδή τον Θεό; Είναι μεγάλη ασχημοσύνη να τα νομίζης αυτά και αποφυγή της ιεράς διδασκαλίας και πίστεως και συμπόρευση και ομόνοια με την ελληνική θρησκεία. Αλλίμονό σου λοιπόν, γιατί ενώ τα γράφεις αυτά, λες ότι γράφεις κατά των Ελλήνων. Και γράφοντας φανερά ένα τόσο μεγάλο ψέμμα, επιγράφεις απ’ την αρχή του ακόμα το βιβλίο σου κατά των Ελλήνων, χωρίς ούτε τον Θεό να φοβάσαι, ούτε να ντρέπεσαι τους ανθρώπους, που πρόκειται να διαβάσουν το υπέρ των Ελλήνων βιβλίο σου! « Ο Θεός » λέει « ονομάζεται έτσι σύμφωνα με τους Έλληνες απ’ το θεάσθαι , που σημαίνει το να επισκέπτεσαι ή να οράς ».

310. Και τα ερμηνεύεις εν τάχει, κάνοντάς τα όλα ουσία, το να θεάσαι, το να επισκέπτεσαι, το να οράς, το να νοής τον Θεό, και μάρτυράς σου ο Αριστοτέλης, κι όχι κάποιος απ’ τους ιεροδιδασκάλους. Και πρόκειται ολοφάνερα για ενέργειες που προέρχονται απ’ τη δύναμη του Θεού. Αλλά καθιστάς εσύ και τις διάφορες ενέργειες με ατολμία θεία ουσία, χωρίς να ακολουθής την ιερά Εκκλησία, που λέει˙ δεν είναι ούτε η θεότητα αυτοουσία του Θεού, αλλά ιδέα ( δόξα )της ουσίας.

Συνεχίζεται.
Σχόλιο: Αυτό είναι τό θεμέλιο τής κατακτήσεως τής δύσεως από τον βουδισμό. Καί γιατί όλες αυτές οι αντιφάσεις; Διότι η λατινική αίρεση  δέχθηκε σάν ανθρωπότητα τού Κυρίου τόν απλό,σάν εμάς άνθρωπο.Μέ τήν πτώση του. Μέ τά πάθη του. Καταργώντας ουσιαστικά από τότε τό Μυστήριο τού βαπτίσματος καί αρνούμενη τήν θεωμένη ανθρωπότητα τού Χριστού.
Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: