Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (10)


Συνεχίζεται από Κυριακή,16 Μαρτίου 2014

Του Hans – Georg Gadamer

ΙΙΙ. ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ


Συνεχίζοντας όμως θα ήθελα να διευκρινίσω ένα άλλο θέμα που μου ετέθη στην διάρκεια της συζητήσεως. Δεν νομίζω πως είναι σωστό να αντιπαραθέσουμε μια αρνητική διαλεκτική σε μια διαλεκτική θετική. Δεν υπάρχει μια διαλεκτική ολοκληρωτικώς αρνητική. Αυτό είναι το μεγάλο αποτέλεσμα στο οποίο φθάνει ο πλατωνικός Σωκράτης. Βεβαίως εγώ διακρίνω δύο τύπους διαλεκτικής: εκείνον του Χέγκελ και εκείνον του «Παρμενίδη». Παρ’ όλα αυτά ο Πλάτων αποδεικνύει πως η Ελεατική διαλεκτική είναι σε τελευταία ανάλυση μια πλευρά, μια όψη, στην οποία αρθρώνεται η αληθινή φιλοσοφική διαλεκτική. Στον «Παρμενίδη» αναπτύσσεται η διαλεκτική ανάμεσα στην ενότητα και την πολλαπλότητα των εννοιών για να λυθεί το φιλοσοφικό πρόβλημα σχετικά με το ότι μερικές έννοιες συμβιβάζονται μεταξύ τους και άλλες δεν συμβιβάζονται. Αλλά αυτό σημαίνει πως η διαλεκτική των Ελεατών συγχωνεύεται στον σωκρατικό και πλατωνικό διάλογο. Αυτό θα είναι δε, όπως γνωρίζετε, το ιδιαίτερο θέμα του «Σοφιστή». Γι’ αυτό τείνω να πω πως στην σκέψη του Πλάτωνος οι δύο όψεις της διαλεκτικής είναι ενοποιημένες, και πως και ο Αριστοτέλης επίσης δεν είναι τόσο μακρυά από αυτή την διπλή λειτουργία της διαλεκτικής.

Μ’ αυτό το θέμα συνδέεται και το επόμενο: η ανάπτυξη με υποθέσεις, που υιοθετεί ο Πλάτων στον Παρμενίδη, είναι αφομοιώσιμη με την ανάπτυξη των μαθηματικών. Ο όρος υπόθεση προέρχεται, όπως όλοι γνωρίζουμε, από τον Ευκλείδη, και δείχνει αυτό που στο τέλος του στοχασμού αποδεικνύεται, φανερά αποδεδειγμένο. Είναι αυτό που ονομάζουμε στα γερμανικά Beweiss. Ο Πλάτων χρησιμοποιεί αυτή την ανάπτυξη της σκέψεως ήδη από τον Φαίδωνα και τον Μένωνα, λέγοντας πως αυτή είναι ένας τύπος προόδου τον οποίο μαθαίνουμε από τα μαθηματικά. Μέχρις εδώ λοιπόν η απάντηση στην ερώτηση είναι θετική, αλλά το καθοριστικό σημείο είναι να κατανοήσουμε πως αυτή η λειτουργία της γνώσεως που αναγνωρίζεται στα μαθηματικά είναι για τον Πλάτωνα μόνον μια αρχή, μια προετοιμασία, στην πρόοδο της γνώσεως και πως αυτή, κατά κάποιο τρόπο δεν λύνει τα προβλήματα.

Θα ενθυμείστε πως στους διαλόγους στους οποίους ο Πλάτων διακρίνει διαλεκτικά τον σοφιστή από τον φιλόσοφο, ένας από τους συνομιλητές είναι ο Θεαίτητος, μια ιδιοφυία των μαθηματικών – και ένας ήρωας επίσης που πέθανε στην μάχη. Αυτοί οι διάλογοι λοιπόν φανερώνουν πως ένας μαθηματικός δεν μπορεί να κατανοήσει πώς είναι δυνατόν να αποδειχθεί ο,τιδήποτε χρήσιμο και αξιόλογο μόνον με την συζήτηση και την επιχειρηματολογία, χωρίς να καταφύγουμε στο προφανές των μορφών και των αριθμών. Ιδιαιτέρως δε αυτό είναι το θέμα του «Θεαίτητου» όταν φανερώνεται πως ο μαθηματικός Θεαίτητος δεν μπορεί να παρακολουθήσει τον Σωκράτη. Και ο Θεαίτητος ομολογεί τελικώς πως ναι, για την γνώση είναι απαραίτητη και η συζήτηση με επιχειρήματα, ο λόγος, μόνο που αυτός ο λόγος τελικώς καταλήγει να είναι μόνον το αποτέλεσμα των γνωμών μας, της γνώμης μας. Ένα άλλο πρόβλημα που συνδέεται επίσης, είναι πως ο Πλάτων στην συνέχεια πρέπει να δείξει πως η μαθηματική απόδειξη μπορεί να έχει κάποια λειτουργικότητα ακόμη και στο πεδίο της διαλεκτικής του Είναι και του Αγαθού.

Μια άλλη ερώτηση που μας ετέθη αφορά τον νου, και συγκεκριμένα εάν είναι γνώση της ξεχωριστής ιδέας ή των αρχών. Η απάντηση βρίσκεται σε  εκείνη την ξενάγηση της VIIης Επιστολής (341 c – 344 d) και είναι μια αληθινή εισαγωγή στην μελέτη της φιλοσοφίας προς χρήση των σπουδαστών της Ακαδημίας. Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν πρώτα απ’ όλα πως όταν λέγεται: «έστιν των όντων εκάστω», δεν αναφέρεται στο ιδιαίτερο σαν αντίθετο στο καθολικό αλλά στο «τί πράγμα είναι», στο Ουσιώδες. Χρησιμοποιείται το παράδειγμα του κύκλου, αλλά θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο πράγμα. Έτσι λοιπόν και για τον Πλάτωνα ο νους είναι «των αρχώ (αρχών)», όπως θα πει ο Αριστοτέλης. Όμως η γνώση των αρχών δεν αποδεικνύεται όπως συμβαίνει στα μαθηματικό, δεν ερώνται ένα συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε σύμφωνα με τους λόγους της λογικής.

Το γεγονός είναι πως η φιλοσοφία – ή αν θέλουμε ο διάλογος, η συζήτηση – βρίσκεται πάντοτε στην ένταση ανάμεσα στην χρήση των λογικών οργάνων (τα τέσσερα «στοιχεία» που αναφέρονται στο πλατωνικό κείμενο) και την γνώση του πράγματος καθ’ εαυτού. Η χρήση εκείνων των οργάνων (όνομα, ορισμός, εικόνα, γνώση) δεν θα μπορέσει ποτέ, καθ’ εαυτή, να «υποχρεώσει» τον συνομιλητή να κατανοήσει το ίδιο το πράγμα όπως γίνεται κατανοητό από την συζήτηση. Η συνθήκη μιας θετικής χρήσεως εκείνων των οργάνων, των εργαλείων, είναι ο διάλογος, η αμοιβαία συζήτηση, δηλαδή – όπως λέει ο Πλάτων – να τριφτούν τα εν λόγω εργαλεία μεταξύ τους «σε καλοπροαίρετες διαμάχες και σε συζητήσεις χωρίς εχθρότητα». Τότε συμβαίνει το άναμμα του νου.

Αυτό σημαίνει πως ήδη στην πλατωνική διαλεκτική συναντούμε την επίγνωση των ορίων την αποδεικτικής λογικής. Στον Αριστοτέλη αυτά τα όρια παρουσιάζονται καθαρά, και γι’ αυτόν τον λόγο ανακάλεσα στην προσοχή μας τον ρόλο που αναθέτει στην Επαγωγή, στον Επαγωγικό συλλογισμό. Έναν συλλογισμό ο οποίος όπως ξέρουμε εξαρτάται από αρχές οι οποίες πρέπει να είναι ήδη διαθέσιμες. Εάν γνωρίζουμε ήδη πως όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί και πως ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο Σωκράτης αναγκαίως, είναι θνητός, σύμφωνα με την πρώτη μορφή της αριστοτελικής συλλογιστικής. Αυτό όμως προϋποθέτει ένα καθόλου, την έννοια του ανθρώπου, και ένα άλλο καθόλου, της έννοια της θνητότητος και το βάσιμο του συμπεράσματος εξαρτάται από το βάσιμο εκείνων των δύο εννοιών. Αυτό σημαίνει πως η απόδειξη είναι πάντοτε επηρεαζόμενη, εξαρτάται πάντοτε από μια πρό-ταση. Τα αναλυτικά ύστερα ξεκινούν με την δήλωση πως «πάσα διδασκαλία και πάσα μάθησις» εξαρτώνται από μια προϋπάρχουσα γνώση. Έτσι λοιπόν είναι λίγο απλοϊκό να ταυτίσουμε την αριστοτελική σκέψη με τον συλλογισμό και να την εξαντλήσουμε μ’ αυτόν, όπως το συνηθίζουν πολλοί σχολιαστές. Φυσικά, όλοι οι άνθρωποι, όταν σκέφτονται, προσπαθούν να το επιτύχουν σύμφωνα με μια αλυσσιδωτή, ας πούμε, λογική επιχειρημάτων τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, αυτό όμως δεν σημαίνει πως για τον Αριστοτέλης ο λογικός συλλογισμός είναι ένα εργαλείο, ένα όργανο, για να κατανοήσουμε τις Αρχές. Όχι, οι αρχές δεν έχουν πρόσβαση μ’ αυτόν τον τρόπο και γι’ αυτό βρίσκουμε και στον Αριστοτέλη τον ΝΟΥ. Αυτός δεν είναι μια ιδιαίτερη ιδιότητα, σαν εκείνες που βρίσκουμε στην VIIη Επιστολή του Πλάτωνος. Ο Νους είναι γνώση, αλλά μια γνώση που δίνει καρπούς, η ίδια η συνθήκη της γνώσεως. Γι’ αυτό ο νους πρέπει να είναι και λόγος, δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτόν, δεν υπάρχει ο νους χωρίς τον λόγο και αντιστρόφως, και πράγματι εξαρτάται από τον νου ότι στην συζήτηση οι λέξεις δεν είναι απλοί ήχοι, αλλά σημαίνουν κάτι.


Συνεχίζεται 

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: