Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΟΝΤΕΡΝΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ. Το Μοντέρνο Πνεύμα της Ασίας (13)

Συνέχεια από Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014
Η απομυθοποίηση της ενώσεως των θρησκειών καί τής θρησκειολογίας 
Η πνευματικότητα στην μοντέρνα κοινωνία   
 Κεφάλαιο 3ε
Δημιουργώντας την Θρησκεία της Ανατολής
Ο σύγχρονος οριενταλισμός


Η αποικιακή γνώση και η νέα συγκριτική επιστήμη της θρησκείας

Για να εξηγήσουμε σε ποιο βαθμό η αποικιακή γνώση παίζει κρίσιμο ρόλο στην διαμόρφωση του πεδίου της συγκριτικής θρησκείας, αλλά και σε τι βαθμό αυτή συνδέεται με το εθνικό πλαίσιο στο οποίο η επιστήμη αυτή προκύπτει, θα μας βοηθήσει μια μικρή παράκαμψη στην ακαδημαϊκή αντίληψη περί θρησκείας, στην Ολλανδία του 19ου αιώνα.

Ο Ολλανδός Cornelius Petrus Tiele (1830-1902) αναφέρεται συχνά ως ο ιδρυτής της επιστήμης της θρησκείας (Religionswissenschaften). Η εθνική συσχέτιση είναι σημαντική. Στα πανεπιστήμια της Ολλανδίας, τα θεολογικά μαθήματα τα οποία δίδασκαν καθηγητές τους οποίους είχε ορίσει η Εκκλησία, διδάσκονταν χωριστά από την επιστημονική ιστορία της θρησκείας, που δίδασκαν καθηγητές διορισμένοι από το κράτος. Αυτός ο εκκοσμικευμένος διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας, ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την διαδικασία της θρησκευτικής στράτευσης, που είχε οδηγήσει σε μια μορφή έθνους, η οποία χαρακτηριζόταν από θρησκευτικό consociationalism ή pillarization (μια μορφή διαχωρισμού εξουσίας) και χρηματοδότηση πανεπιστημίων που ανήκαν στους Καλβινιστές (Free University of Amsterdam) και άλλων που ανήκαν στους Καθολικούς (πρώτα στο Nijmegen και αργότερα στο Tilburg).

Ο Tiele δεν ήταν απλώς ο πατέρας της επιστήμης της θρησκείας, αλλά ίσως και ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «παγκόσμια θρησκεία», ως κατηγορία που χαρακτηρίζει «οικουμενικές θρησκευτικές κοινότητες» (universalistic religious communities). Ο Masuzawa επισημαίνει πως ο Tiele συμμετείχε στην συζήτηση, για το εάν το Ισλάμ πρέπει να συμπεριληφθεί στην κατηγορία των παγκόσμιων θρησκειών, εφόσον υπήρχε το επιχείρημα, ότι το Ισλάμ θα μπορούσε να θεωρηθεί, συγκρινόμενο προς τον Βουδισμό, μάλλον αποσπασματικό (particularistic) παρά γενικευτικό (universalistic)18. Προτιμήθηκε το θρησκευτικό μήνυμα του Βουδισμού, παρά του Ισλάμ. Μια τέτοια σύγκριση δεν ήταν φυσικά επιστημονικά ουδέτερη, και δεν περιελάμβανε μόνο επιστήμονες της θρησκείας, αλλά  και τους συναδέλφους τους από γλωσσολογία, αλλά και από τα τμήματα του ιδίου πανεπιστημίου, που ως αντικείμενο έρευνας είχαν τον Βουδισμό, το Ισλάμ και την κινέζικη θρησκεία. Στην Ολλανδία, σημαντική για την παραγωγή της γνώσης του οριενταλισμού, ήταν η αλληλεπίδραση μεταξύ ακαδημαϊκών με εξειδίκευση στην Μέση Ανατολή, Ινδία, Ινδονησία και Κίνα (Kern, Krom, Vogel, Bosch, Snouck Hurgronje, de Groot) και των «επιστημόνων της θρησκείας», που προσπαθούσαν να αναπτύξουν γενικές θεωρήσεις περί θρησκείας (Tiele, Chantepie de la Saussaye, Kuenen). Παρόμοιες αλληλεπιδράσεις μπορούν να βρεθούν σε διάφορα πανεπιστήμια την εποχή εκείνη. Το κρίσιμο στοιχείο ήταν η πρόσβαση στις αποικίες. Για τους Ολλανδούς, όλη η γνώση περί παγκόσμιων θρησκειών σκοπό είχε την υποστήριξη της κατανόησης και κυριαρχίας πάνω στην Ινδονησία. Εφόσον θεωρήθηκε πως ο πολιτισμός της Ινδονησίας είχε ένα Ινδουιστικό-Βουδιστικό υπόβαθρο, αλλά και ένα πιο πρόσφατο ισλαμικό στρώμα και κινέζικα στοιχεία, η μελέτη του Ινδουισμού, του Ισλάμ, του Βουδισμού, του Ταοϊσμού και του Κονφουκιανισμού θεωρήθηκε ως σημαντική για την αποικιοκρατική κυριαρχία εκεί. Για τον λόγο αυτό, η μελέτη τους υποστηρίχτηκε οικονομικά από το υπουργείο αποικιών.

Την ίδια περίοδο που ο Tiele και οι συνάδελφοι του συζητούσαν για τον χαρακτήρα του Ισλάμ, το ολλανδικό υπουργείο αποικιών υποστήριζε την μελέτη του Ισλάμ στην Αραβία, με σαφή σκοπό την συλλογή πληροφοριών για τους Μουσουλμάνους από την Aceh που ζούσαν στην Μέκκα. Η αποικιακή θεωρία του παν-Ισλαμισμού ήταν μια επιχειρησιακή θεωρία, τότε, όπως είναι και σήμερα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι επιστήμονες της θρησκείας θεωρούσαν το Ισλάμ ως ουνιβερσαλιστικό. Ο Christian Snouck Hurgronje (1857-1936) ξεκίνησε το 1874 ως φοιτητής θεολογίας στο πανεπιστήμιο του Leiden, και κατέληξε να είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους ειδικούς στο Ισλάμ. Έμεινε στην Μέκκα την περίοδο 1884-1885, και ήρθε σε στενή επαφή με προσκυνητές από τις Ολλανδικές Ινδίες. Την περίοδο 1891-1892 ήταν σύμβουλος της αποικιακής κυβέρνησης στην Aceh. Η ανάλυση που έκανε για τις τοπικές μορφές διαταραχών, οδήγησε το 1898 στην πιο αιματηρή αποστολή των Ολλανδών στις Ινδίες - κατά τον πόλεμο στην Aceh σκοτώθηκαν 60 με 70 χιλιάδες από τις 500 χιλιάδες πληθυσμού. Ενώ το έργο του Snouck είναι μια καλή απεικόνιση των θέσεων του Said περί οριενταλισμού19, είναι επίσης θεμελιώδες για αποικιοκρατική αντίληψη περί Ισλάμ, ως ενός πιο πρόσφατου θρησκευτικού στρώματος, το οποίο προστέθηκε πάνω σε παλαιότερα και πιο ακίνδυνα στρώματα ινδουιστικού Βουδισμού. Το Ισλάμ θεωρήθηκε μια βίαιη, επικίνδυνη θρησκεία, ενώ οι πολιτισμοί στην Java και το Bali θεωρήθηκαν ως διαποτισμένοι από τον πιο ειρηνικό και μυστικιστικό ινδουιστικό Βουδισμό. Υπάρχει μια περίεργη σύνδεση μεταξύ της ανάγκης των Ολλανδών για μια αποπολιτικοποιημένη έννομη τάξη (ή σύμφωνα με τον Suharto νέα τάξη) και της ερμηνείας του ινδουιστικού βουδιστικού πολιτισμού ως μιας βαθιάς δομής του ησυχαστικού (quietistic) πολιτισμού στις Ολλανδικές Ινδίες20. Η αρχαιολογική αποκάλυψη του Borobudur ως παγκόσμιας σημασίας μνημείου του ινδονησιακού Βουδισμού, το οποίο βρισκόταν κάτω από το πέπλο του επιφανειακού Ισλάμ, είναι χαρακτηριστική για την ως άνω αποικιακή θεωρία. Η γνώση-αρχαιολογική, φιλολογική, εθνογραφική-περί των θρησκειών οι οποίες έγιναν αντικείμενο της επιστήμης της θρησκείας, αποκτήθηκε μέσα στα αποικιακά πλαίσια, κάτω από τον έλεγχο των Ολλανδών στις Ολλανδικές Ινδίες και των Βρετανών στην βρετανική Ινδία.

Αυτό αληθεύει όχι μόνο όσον αφορά στην μελέτη του Ισλάμ, αλλά και για την μελέτη των θρησκειών εν γένει. Σημαντική συνεισφορά στην κατανόηση της κινέζικης θρησκείας έχει κάνει ο Ολλανδός σινολόγος J. J. M. de Groot (1854-1921), ο οποίος είχε μελετήσει τα κινέζικα τελετουργικά στο Amoy (Xiamen) στην Νότιο Κίνα, και μετά πήγε στο Borneo ως αξιωματούχος υπεύθυνος για "Chinese Affairs", με σκοπό να συμβουλεύσει την κυβέρνηση πως να φερθεί στις κινέζικες κοινότητες, γνωστές στο Borneo ως "kongsis". Όταν οι Ολλανδοί είχαν εγκαταστήσει την κυριαρχία τους τις διοικητικές περιφέρειες Malay του Borneo το 1854, είχαν καταστρέψει τις περισσότερες kongsis, εκτός της Langong kongsi, η οποία διαλύθηκε το 1884, όταν ο de Groot ήταν στο Borneo. Όταν είχε επιστρέψει στην Ολλανδία, ήταν διεθνώς αναγνωρισμένος ως ένας από τους μεγαλύτερους ειδικούς στην κινέζικη θρησκεία21. Η παραγωγική σχέση αυτών των τομέων γνώσης, που στηριζόταν σε εργασία πεδίου και μελέτη των κειμένων, και τα διοικητικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι αποικιοκράτες, πρέπει να τα έχουμε σε κεντρική θέση, εάν θέλουμε να καταλάβουμε πως η Δύση προσέγγιζε την θρησκεία κατά τον 19ο αιώνα.

Αυτή η σύντομη παρέκβαση στην περίπτωση της Ολλανδίας, δείχνει την σημασία του εθνικού πλαισίου, τόσο για τον κάτοικο της αποικίας όσο και για τον αποικιοκράτη. Δείχνει την σημασία που έχει η αποικιακή γνώση για την απεικόνιση των εθνικών πολιτισμών. Με το θέμα ασχολούμαστε στο κεφάλαιο 8. Είναι μια παρέκβαση, αφού η περίπτωση της Ολλανδίας είναι απλώς παράλληλη προς την Ινδία και την Κίνα. Πρέπει όμως να αντιληφθούμε πως η οριενταλιστική μελέτη της Ινδονησίας από πλευράς των Ολλανδών, βρισκόταν σε στενή επαφή με το έργο περί Ινδικής και κινέζικης θρησκείας. Πιο άμεσα αναμεμειγμένοι με την διαμόρφωση της ινδικής και κινέζικης θρησκείας ήταν οι ειδικοί στην Βρετανία, την μεγαλύτερη αυτοκρατορία στον κόσμο. Στο επόμενο μέρος θα ασχοληθούμε με αυτούς. 

 Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: