Συνέχεια από Πέμπτη, 20 Μαρτίου 2014
Η ΤΡΙΑΔΑ ΣΤΟ «ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ», ΣΛΑΪΕΡΜΑΧΕΡ -ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 2-
Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧXVΙI)
Η ΠΙΣΤΗ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Αρχές και Επίλογος της “Glaubenslehre”, της Διδασκαλίας πίστεως!
Σε κάθε περίπτωση, για τον Σλαϊερμάχερ, η πίστις ή καλύτερα το βίωμα της πίστης προηγείται έναντι του δόγματος, το οποίο παραμένει δευτερεύον. Υποστηρίζει ακριβώς πως «τα κεφάλαια της χριστιανικής πίστης είναι εννοιολογήσεις των χριστιανικών θρησκευτικών βιωμάτων ξεδιπλωμένων στον λόγο». Συνεπώς η θεολογία συγκροτείται ξεκινώντας από την θρησκευτική αυτοσυνειδησία και από την άμεση έκφρασή της. «Τα δόγματα είναι προτάσεις πίστεως του δογματικο-εκθεσιακού είδους στις οποίες κατακτώνται οι πιο υψηλοί βαθμοί ακρίβειας».
«Όλες οι ιδιότητες που αποδίδουμε στον θεό δεν δείχνουν κάτι συγκεκριμένο στον θεό αλλά μόνον κάτι ιδιαίτερο στον τρόπο με τον οποίο αναφέρουμε σ' αυτόν το αίσθημα της απολύτου εξαρτήσεως». Τοποθετώντας λοιπόν, παρότι με υπερβατικό τρόπο, το πρωτείο της “συνειδήσεως” και αναβαθμίζοντας το “αίσθημα” παρότι και αυτό σε μια θρησκευτική προοπτική, προσδιορισμένη σαν “απόλυτη εξάρτηση”, ο Σλαϊερμάχερ, ήταν αναγκασμένος να συλλάβει τα δόγματα σαν ερμηνείες θρησκευτικών συναισθημάτων, εκφράσεις της θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας ιστορικά προσδιορισμένης. Γι' αυτό αδιαφορεί πλήρως για το δόγμα της Τριάδος.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν εντελώς στην περίπτωση του Χριστολογικού δόγματος. Εάν συμφωνήσουμε με το αρχαίο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο στον «Ιησού Χριστό η θεία φύσις και η ανθρώπινη φύσις ήταν ενωμένες σε ένα πρόσωπο», θα ανοίξουμε έναν δρόμο με πάρα πολλές απορίες και αμφιβολίες. Η σχέση ανάμεσα στην Φύση και στο πρόσωπο η οποία ανακοινώνεται εδώ είναι εντελώς αντιφατική με όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις όπου η ίδια Φύση ανήκει σε πολλά άτομα ή πρόσωπα. Εδώ ένα πρόσωπο πρέπει να 'χει μέρος σε δύο φύσεις. Τί σημαίνει όμως ακριβώς πρόσωπο; Ο Σλαϊερμάχερ αποφεύγει να δώσει μια ακριβή απάντηση. Τυχαίως σε κάποιο σημείο μιλά για το πρόσωπο σαν μια «σταθερή μονάδα ζωής» και σαν «ένα εγώ ταυτόσημο σε όλες τις στιγμές που εναλλάσσονται». Παρόλα αυτά κατανοεί ξεκάθαρα πως οι Χριστολογικοί ορισμοί πρέπει να συμφωνούν με τους Τριαδικούς.
Στην χριστολογία ομιλούμε για ενότητα προσώπου και ενότητα Φύσεως, στο τριαδικό δόγμα για τριάδα προσώπων και ουσιώδη (essenza) μονάδα. Παρότι όμως αυτή η διάκριση είναι πολύ σημαντική, καθώς ο όρος essenza (αληθινό Είναι), συμφωνώντας με τον Αυγουστίνο είναι ορθότερος του όρου Φύσις, παρόλα αυτά τίθεται το πρόβλημα της συσχετίσεως μ' αυτή την Ενότητα της Ουσίας. Πώς είναι και στα τρία πρόσωπα, εκείνη που ονομάζουμε στον Χριστό η Θεϊκή Του φύσις, και αν καθένα από τα τρία πρόσωπα, εκτός από τη συμμετοχή του στην θεία ουσία, έχει και μια δική του φύση, ή μήπως αυτό ανήκει μόνον στο δεύτερο πρόσωπο; Μια ικανοποιητική απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να βρεθεί ούτε στην Χριστολογία ούτε στο Τριαδικό δόγμα. Το θέμα γίνεται ακόμη πιο θολό με την άλλη χρήση της λέξεως πρόσωπο που επινοήθηκε για το τριαδικό δόγμα από ολόκληρη την Δυτική δογματική. Έτσι αν μεταφέρουμε και στο τριαδικό δόγμα τις εξηγήσεις που δίνονται συνήθως στην λέξη πρόσωπο, στο σχετικό δόγμα περί του Χριστού (και αυτή η δυνατότης μπορεί να υπάρξει εάν πούμε πως ο Χριστός δεν έγινε πρόσωπο κυρίως λόγω της ενώσεως των δύο φύσεων, αλλά ότι ο Υιός του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπό Του), τα τρία πρόσωπα θα κατέληγαν να συνυπάρχουν και να υπάρχουν ανεξαρτήτως δι' εαυτά. Εάν δε ακόμη κάθε ένα από τα πρόσωπα είναι μια Φύσις φτάνουμε σε τρεις θεϊκές φύσεις για τα τρία θεϊκά πρόσωπα τα οποία συνυπάρχουν σε μια θεϊκή ουσία. Εάν αντιθέτως η ίδια λέξη πρόσωπο πρέπει να σημαίνει στο ένα δόγμα κάτι διαφορετικό από το άλλο, καθώς στο πρόσωπο του Χριστού υπεισέρχεται ακόμη ένα άλλο πρόσωπο, στην άλλη σημασία του όρου, τότε συμπεραίνει ο Σλαϊερμάχερ, το μπέρδεμα μεγαλώνει.
Ο χριστολογικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο στην ενσάρκωση η θεία φύσις προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στην ενότητα του προσώπου του, είναι ανεπαρκής για πολλούς λόγους. Όχι μόνον λόγω του όρου θεϊκή φύσις, αλλά πάνω απ' όλα επειδή παρουσιάζει την προσωπικότητα του Χριστού, εξαρτημένη από την προσωπικότητα του δεύτερου προσώπου στην Θεία Ουσία! «Το χειρότερο όμως είναι πως η ανθρώπινη φύσις μ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να είναι πρόσωπο μόνον με την έννοια που ταιριάζει σ' ένα πρόσωπο της Τριάδος και βρισκόμαστε τοιουτοτρόπως μπροστά στο εξής δίλημμα: ή τα τρία πρόσωπα πρέπει να είναι, όπως τα ανθρώπινα πρόσωπα, άτομα που υφίστανται δι' εαυτόν μ' έναν τρόπο εντελώς ανεξάρτητο, ή ο Χριστός σαν άνθρωπος, δεν υπήρξε ένας αληθινός άνθρωπος, οπότε η φιγούρα του Χριστού χάνεται εντελώς στον Δοκησισμό. Είναι πιο σίγουρο λοιπόν να σταθεροποιήσουμε το δόγμα γύρω από τον Χριστό ανεξαρτήτως του άλλου δόγματος».
Ένα άλλο μεγάλο θέμα είναι το πνευματολογικό. Ο Σλαϊερμάχερ το χειρίζεται μιλώντας πάνω απ' όλα για “κοινό πνεύμα”, εννοώντας μ' αυτό και το Άγιο Πνεύμα της Θεολογίας και την ειδική υποκειμενικότητα της Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας την Έκφραση “κοινό πνεύμα” ο Σλαϊερμάχερ θέλει να μεταφέρει το “εις εαυτόν” του πνεύματος της Τριαδικής προοπτικής στο “για μας” της ιστορικής οικονομίας όπου πραγματοποιείται η θρησκευτική αυτοσυνειδησία. Και σ' αυτή την περίπτωση όμως όπως και στην Χριστολογία, προσπαθεί να ξαναορίσει τα κλασσικά θέματα με τους όρους της δικής του δογματικής συλλήψεως. Έτσι λοιπόν ισχυρίζεται πως δεν μπορούν όλες οι αναπαραστάσεις που σχετίζονται με την τοποθέτηση του Αγίου Πνεύματος στο Τριαδικό δόγμα, να στηριχθούν στην Κ.Δ., όπου το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται μόνον και πάντοτε στους πιστούς. [Στη Βάπτιση του Κυρίου όμως; Το Άγιο Πνεύμα σκέπασε τον Κύριο!]
Απ' αυτήν την άποψη ο Σλαϊερμάχερ ορίζει το Άγιο Πνεύμα σαν την εσώτατη ζωτική εντελέχεια της Ολότητος της Χριστιανικής Εκκλησίας ή ακόμη σαν την ένωση του Θείου Είναι με την ανθρώπινη Φύση στην μορφή του κοινού πνεύματος το οποίο ψυχώνει το σύνολο των πιστών.
Στην Χριστολογία ο Σλαϊερμάχερ είχε αφήσει στην άκρη το πρόβλημα που προέκυπτε από το θείο στοιχείο του Χριστού. Εάν δηλαδή το θείο στοιχείο του Χριστού, ανεξαρτήτως της ενώσεως με την ανθρώπινη Φύση, υπήρξε ή υπάρχει ακόμη, σαν δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, σαν κάτι συγκεκριμένο στο θείο Είναι ή όχι. Τώρα αφήνει μετέωρο το ανάλογο πρόβλημα σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Προτίμησε να αφήσει στον επίλογο του βιβλίου του το συνολικό του όραμα για τις ενδοτριαδικές σχέσεις, ενώ στο θέμα της πνευματολογίας περιορίζεται μόνον στη «σχέση ανάμεσα στο ανώτερο Είναι και στην ανθρώπινη Φύση, στο μέτρο που επηρεάζει με τα αποτελέσματά της την αυτοσυνειδησία μας». Έτσι λοιπόν η Τριαδικότης είναι περισσότερο η ολοκλήρωση της προόδου της συνειδήσεως της Χάριτος!
Συμπερασματικά σ' αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να πούμε πως για τον Σλαϊερμάχερ το κλειδί ολόκληρου του Χριστιανικού δόγματος είναι τα δύο στοιχεία τα οποία ενώνουν την θεία Φύση με την ανθρώπινη! Το ένα που ενώνει την ανθρώπινη Φύση με την Θεία μέσω της προσωπικότητος του Χριστού και το άλλο μέσω του “κοινού πνεύματος”.
Το ουσιαστικό “Τριάδα” βασίζεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός πως οι δύο ενώσεις του θείου Είναι, αυτή του Χριστού και εκείνη του Εκκλησιαστικού πνεύματος επαναλαμβάνονται σε «έναν διαχωρισμό ανεξάρτητο από τις ενώσεις αυτές και με αιώνιο τρόπο, μέσα στο ίδιο το ανώτατο Είναι». Με άλλα λόγια ο Σλαϊερμάχερ ομολογεί πως οι διακρίσεις της αυτοφανέρωσης του νέου στην ιστορία αντιστοιχούν σε διακρίσεις του Θεού στην αιωνιότητα. Η Οικονομική Τριάδα, θα λέγαμε σήμερα, είναι η μόνιμη ενυπάρχουσα Τριάδα και το αντίστροφο! Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να αναφερθούν σε μια άμεση θρησκευτική αυτοσυνειδησία, στην οποία η Τριάδα και η διάκρισή της σε δύο τρόπους δεν έχουν θέση. Η διάκριση ενός Θεού δι' εαυτόν από έναν Θεό ενωτικό, για μας, έρχεται σε δεύτερο χρόνο. Τα κύρια σημεία του Χριστιανικού δόγματος δηλαδή το Είναι του θεού στον Χριστό και στην Εκκλησία, πρέπει να θεωρηθούν ανεξάρτητα από το Τριαδικό δόγμα. Ο Σλαϊερμάχερ δηλώνει απερίφραστα πως δεν θα μπορούσε να βρει καμμιά θέση στην Χριστιανική δογματική ένα Τριαδολογικό δόγμα, το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί από γενικές έννοιες ή έννοιες a priori, χωρίς καμμία αναφορά στην Ιστορική Λύτρωση και χωρίς καμμία αναφορά στις Γραφές.
Το Εκκλησιαστικό Χριστιανικό δόγμα απαιτεί να σκεφτούμε καθένα από τα τρία πρόσωπα ίσο με την θεία Ουσία και τανάπαλιν, και καθένα από τα τρία πρόσωπα ίσο με τα άλλα. Μόνον έτσι η “ένωσή” μας με τον Χριστό είναι αληθινή κοινωνία με τον Θεό. Αυτή η Σωτηριολογική αξία του δόγματος επιβάλλει την πίστη στην Εκκλησιαστική Τριάδα. Παρότι εμείς δεν είμαστε ικανοί και δεν μπορούμε να σκεφτούμε ούτε την Ισότητα κάθε προσώπου με την Θεία Ουσία, ούτε την Ισότητα των προσώπων μεταξύ των. Μπορούμε μόνον να αναπαραστήσουμε τα πρόσωπα σε μια Ιεραρχία και ταυτόχρονα την ενότητα της Ουσίας, μπορούμε να την αναπαραστήσουμε ή μικρότερη των προσώπων ή μεγαλύτερη. Ο Σλαϊερμάχερ δεν μπορεί να κατανοήσει μια θεία γένεση η οποία δεν εμπλέκει μια σχέση εξαρτήσεως και υποταγής του Υιού στον Πατέρα. Ούτε μπορεί να κατανοήσει την Εκπόρευση του Πνεύματος από τον Πατέρα χωρίς αυτή η εκπόρευση να σημαίνει υποταγή του Πνεύματος στον Πατέρα.
Ο Πατήρ επομένως θα ήταν πάντοτε πάνω από όλους, ενώ θα μας έμενε να αποφασίσουμε μόνον εάν τα δύο πρόσωπα είναι μεταξύ τους ίσα ή εάν το ένα είναι κατώτερο του άλλου!
Παρότι δεν μπορούμε να μην εκπλαγούμε ήδη με όσα ομολογεί για το δόγμα της Αγίας Τριάδος, ο Σλαϊερμάχερ κρύβει και άλλες εκπλήξεις. Ισχυρίζεται λοιπόν πως στις δογματικές εκθέσεις συνήθως η Τριάδα αναφέρεται ελάχιστα, αφού δεν θίγονται διόλου η ουσία και οι θείες Ιδιότητες, ούτε στην Χριστολογία ούτε στην Εκκλησιολογία. Βεβαίως ίσως έχει κάποιο δίκηο όταν καταγγέλλει πως το Χριστιανικό δόγμα δεν είναι πάντοτε ελεύθερο από δισταγμούς ανάμεσα στην ισότητα και στην υποταγή, ή ανάμεσα στον τριθεϊσμό και στην ενότητα, τα οποία συσκοτίζουν την αιώνια διάκριση των προσώπων. Γιατί όμως αντιτιθέμενος στον Εκκλησιαστικό τρόπο αναπαραστάσεως της Αγίας Τριάδος, ο Σαβελλιανισμός πρέπει να στέκεται στο ίδιο επίπεδο με τον τρόπο του Μ. Αθανασίου; [Διότι διαθέτει το ίδιο όργανο που διαθέτει και ο Σλαϊερμάχερ, την ΛΟΓΙΚΗ, όπως και όλες οι αιρέσεις, ακόμη και οι σημερινές].
Δεν είχε γράψει ο ίδιος ο Σλαϊερμάχερ πως «για να στερεώσουμε ένα δογματικό σύστημα της πίστεως πρέπει κατ' αρχάς να καθαρίσουμε τον χώρο από κάθε αιρετικό στοιχείο και να κρατήσουμε μόνον τα Εκκλησιαστικά;» Όλως αντιθέτως όμως συμβουλεύει να μην καταδικάζουμε με ευκολία τα λάθη, διότι τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά αντιθέσεις στις τρέχουσες εκφράσεις του Τριαδικού δόγματος. Έτσι λοιπόν συμπεραίνει πως «εμείς μ' αυτή την κατάσταση μπορούμε να εξασφαλίσουμε μόνον την ελευθερία για μια βαθειά κριτική της μορφής του δόγματος, που έχει επικρατήσει μέχρι σήμερα, και από την άλλη μπορούμε να ετοιμάσουμε και να εισάγουμε μια μεταμόρφωση του δόγματος, συνεπή με τις σύγχρονες συνθήκες των δογμάτων που είναι παραπλήσια στην πίστη».
Εάν η σχετική συνείδησή μας έχει βασιστεί στο θείο Είναι του Χριστού και στο “κοινό πνεύμα” της Εκκλησίας, η πρώτη δουλειά του Τριαδικού δόγματος φαίνεται να είναι η προσπάθεια να καθορίσουμε αυτό το ιδιαίτερο Είναι του Θεού, σε κάτι άλλο. Και στην συσχέτισή του με το Είναι του Θεού καθ' εαυτό και με το Είναι του Θεού στην σχέση του με τον κόσμο γενικώς. Το ενδιαφέρον για ένα τέτοιο έργο πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς!
Δεν είναι τελικώς ανησυχητικό ότι ο Σλαϊερμάχερ δηλώνει πως υπάρχει αντίφαση, για να το πούμε με τον Hegel, ανάμεσα στην “έννοια” και στην “αναπαράσταση” της Τριάδος; Γιατί πρέπει οπωσδήποτε οι εξωτερικές πρόοδοι της θεότητος να οδηγήσουν σε εξάρτηση και υποταγή; Δεν λύθηκαν αυτά τα προβλήματα από την εποχή του Αρειανισμού; Το γεγονός πως η εσωτερική ζωή του Θεού είναι άφατη και Μυστηριώδης είναι τόσο υποτιμητικό για τον άνθρωπο;
Για ποιόν άνθρωπο;
(Συνεχίζεται)
ΣΧΟΛΙΟ :
"Σε κάθε περίπτωση, για τον Σλαϊερμάχερ, η πίστις ή καλύτερα το βίωμα της πίστης προηγείται έναντι του δόγματος, το οποίο παραμένει δευτερεύον".
Αυτή είναι η προτεσταντική βάση τού σημερινού κινήματος τής αποτειχίσεως.
Αμέθυστος
Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧXVΙI)
Η ΠΙΣΤΗ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Αρχές και Επίλογος της “Glaubenslehre”, της Διδασκαλίας πίστεως!
Σε κάθε περίπτωση, για τον Σλαϊερμάχερ, η πίστις ή καλύτερα το βίωμα της πίστης προηγείται έναντι του δόγματος, το οποίο παραμένει δευτερεύον. Υποστηρίζει ακριβώς πως «τα κεφάλαια της χριστιανικής πίστης είναι εννοιολογήσεις των χριστιανικών θρησκευτικών βιωμάτων ξεδιπλωμένων στον λόγο». Συνεπώς η θεολογία συγκροτείται ξεκινώντας από την θρησκευτική αυτοσυνειδησία και από την άμεση έκφρασή της. «Τα δόγματα είναι προτάσεις πίστεως του δογματικο-εκθεσιακού είδους στις οποίες κατακτώνται οι πιο υψηλοί βαθμοί ακρίβειας».
«Όλες οι ιδιότητες που αποδίδουμε στον θεό δεν δείχνουν κάτι συγκεκριμένο στον θεό αλλά μόνον κάτι ιδιαίτερο στον τρόπο με τον οποίο αναφέρουμε σ' αυτόν το αίσθημα της απολύτου εξαρτήσεως». Τοποθετώντας λοιπόν, παρότι με υπερβατικό τρόπο, το πρωτείο της “συνειδήσεως” και αναβαθμίζοντας το “αίσθημα” παρότι και αυτό σε μια θρησκευτική προοπτική, προσδιορισμένη σαν “απόλυτη εξάρτηση”, ο Σλαϊερμάχερ, ήταν αναγκασμένος να συλλάβει τα δόγματα σαν ερμηνείες θρησκευτικών συναισθημάτων, εκφράσεις της θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας ιστορικά προσδιορισμένης. Γι' αυτό αδιαφορεί πλήρως για το δόγμα της Τριάδος.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν εντελώς στην περίπτωση του Χριστολογικού δόγματος. Εάν συμφωνήσουμε με το αρχαίο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο στον «Ιησού Χριστό η θεία φύσις και η ανθρώπινη φύσις ήταν ενωμένες σε ένα πρόσωπο», θα ανοίξουμε έναν δρόμο με πάρα πολλές απορίες και αμφιβολίες. Η σχέση ανάμεσα στην Φύση και στο πρόσωπο η οποία ανακοινώνεται εδώ είναι εντελώς αντιφατική με όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις όπου η ίδια Φύση ανήκει σε πολλά άτομα ή πρόσωπα. Εδώ ένα πρόσωπο πρέπει να 'χει μέρος σε δύο φύσεις. Τί σημαίνει όμως ακριβώς πρόσωπο; Ο Σλαϊερμάχερ αποφεύγει να δώσει μια ακριβή απάντηση. Τυχαίως σε κάποιο σημείο μιλά για το πρόσωπο σαν μια «σταθερή μονάδα ζωής» και σαν «ένα εγώ ταυτόσημο σε όλες τις στιγμές που εναλλάσσονται». Παρόλα αυτά κατανοεί ξεκάθαρα πως οι Χριστολογικοί ορισμοί πρέπει να συμφωνούν με τους Τριαδικούς.
Στην χριστολογία ομιλούμε για ενότητα προσώπου και ενότητα Φύσεως, στο τριαδικό δόγμα για τριάδα προσώπων και ουσιώδη (essenza) μονάδα. Παρότι όμως αυτή η διάκριση είναι πολύ σημαντική, καθώς ο όρος essenza (αληθινό Είναι), συμφωνώντας με τον Αυγουστίνο είναι ορθότερος του όρου Φύσις, παρόλα αυτά τίθεται το πρόβλημα της συσχετίσεως μ' αυτή την Ενότητα της Ουσίας. Πώς είναι και στα τρία πρόσωπα, εκείνη που ονομάζουμε στον Χριστό η Θεϊκή Του φύσις, και αν καθένα από τα τρία πρόσωπα, εκτός από τη συμμετοχή του στην θεία ουσία, έχει και μια δική του φύση, ή μήπως αυτό ανήκει μόνον στο δεύτερο πρόσωπο; Μια ικανοποιητική απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να βρεθεί ούτε στην Χριστολογία ούτε στο Τριαδικό δόγμα. Το θέμα γίνεται ακόμη πιο θολό με την άλλη χρήση της λέξεως πρόσωπο που επινοήθηκε για το τριαδικό δόγμα από ολόκληρη την Δυτική δογματική. Έτσι αν μεταφέρουμε και στο τριαδικό δόγμα τις εξηγήσεις που δίνονται συνήθως στην λέξη πρόσωπο, στο σχετικό δόγμα περί του Χριστού (και αυτή η δυνατότης μπορεί να υπάρξει εάν πούμε πως ο Χριστός δεν έγινε πρόσωπο κυρίως λόγω της ενώσεως των δύο φύσεων, αλλά ότι ο Υιός του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπό Του), τα τρία πρόσωπα θα κατέληγαν να συνυπάρχουν και να υπάρχουν ανεξαρτήτως δι' εαυτά. Εάν δε ακόμη κάθε ένα από τα πρόσωπα είναι μια Φύσις φτάνουμε σε τρεις θεϊκές φύσεις για τα τρία θεϊκά πρόσωπα τα οποία συνυπάρχουν σε μια θεϊκή ουσία. Εάν αντιθέτως η ίδια λέξη πρόσωπο πρέπει να σημαίνει στο ένα δόγμα κάτι διαφορετικό από το άλλο, καθώς στο πρόσωπο του Χριστού υπεισέρχεται ακόμη ένα άλλο πρόσωπο, στην άλλη σημασία του όρου, τότε συμπεραίνει ο Σλαϊερμάχερ, το μπέρδεμα μεγαλώνει.
Ο χριστολογικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο στην ενσάρκωση η θεία φύσις προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στην ενότητα του προσώπου του, είναι ανεπαρκής για πολλούς λόγους. Όχι μόνον λόγω του όρου θεϊκή φύσις, αλλά πάνω απ' όλα επειδή παρουσιάζει την προσωπικότητα του Χριστού, εξαρτημένη από την προσωπικότητα του δεύτερου προσώπου στην Θεία Ουσία! «Το χειρότερο όμως είναι πως η ανθρώπινη φύσις μ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να είναι πρόσωπο μόνον με την έννοια που ταιριάζει σ' ένα πρόσωπο της Τριάδος και βρισκόμαστε τοιουτοτρόπως μπροστά στο εξής δίλημμα: ή τα τρία πρόσωπα πρέπει να είναι, όπως τα ανθρώπινα πρόσωπα, άτομα που υφίστανται δι' εαυτόν μ' έναν τρόπο εντελώς ανεξάρτητο, ή ο Χριστός σαν άνθρωπος, δεν υπήρξε ένας αληθινός άνθρωπος, οπότε η φιγούρα του Χριστού χάνεται εντελώς στον Δοκησισμό. Είναι πιο σίγουρο λοιπόν να σταθεροποιήσουμε το δόγμα γύρω από τον Χριστό ανεξαρτήτως του άλλου δόγματος».
Ένα άλλο μεγάλο θέμα είναι το πνευματολογικό. Ο Σλαϊερμάχερ το χειρίζεται μιλώντας πάνω απ' όλα για “κοινό πνεύμα”, εννοώντας μ' αυτό και το Άγιο Πνεύμα της Θεολογίας και την ειδική υποκειμενικότητα της Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας την Έκφραση “κοινό πνεύμα” ο Σλαϊερμάχερ θέλει να μεταφέρει το “εις εαυτόν” του πνεύματος της Τριαδικής προοπτικής στο “για μας” της ιστορικής οικονομίας όπου πραγματοποιείται η θρησκευτική αυτοσυνειδησία. Και σ' αυτή την περίπτωση όμως όπως και στην Χριστολογία, προσπαθεί να ξαναορίσει τα κλασσικά θέματα με τους όρους της δικής του δογματικής συλλήψεως. Έτσι λοιπόν ισχυρίζεται πως δεν μπορούν όλες οι αναπαραστάσεις που σχετίζονται με την τοποθέτηση του Αγίου Πνεύματος στο Τριαδικό δόγμα, να στηριχθούν στην Κ.Δ., όπου το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται μόνον και πάντοτε στους πιστούς. [Στη Βάπτιση του Κυρίου όμως; Το Άγιο Πνεύμα σκέπασε τον Κύριο!]
Απ' αυτήν την άποψη ο Σλαϊερμάχερ ορίζει το Άγιο Πνεύμα σαν την εσώτατη ζωτική εντελέχεια της Ολότητος της Χριστιανικής Εκκλησίας ή ακόμη σαν την ένωση του Θείου Είναι με την ανθρώπινη Φύση στην μορφή του κοινού πνεύματος το οποίο ψυχώνει το σύνολο των πιστών.
Στην Χριστολογία ο Σλαϊερμάχερ είχε αφήσει στην άκρη το πρόβλημα που προέκυπτε από το θείο στοιχείο του Χριστού. Εάν δηλαδή το θείο στοιχείο του Χριστού, ανεξαρτήτως της ενώσεως με την ανθρώπινη Φύση, υπήρξε ή υπάρχει ακόμη, σαν δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, σαν κάτι συγκεκριμένο στο θείο Είναι ή όχι. Τώρα αφήνει μετέωρο το ανάλογο πρόβλημα σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Προτίμησε να αφήσει στον επίλογο του βιβλίου του το συνολικό του όραμα για τις ενδοτριαδικές σχέσεις, ενώ στο θέμα της πνευματολογίας περιορίζεται μόνον στη «σχέση ανάμεσα στο ανώτερο Είναι και στην ανθρώπινη Φύση, στο μέτρο που επηρεάζει με τα αποτελέσματά της την αυτοσυνειδησία μας». Έτσι λοιπόν η Τριαδικότης είναι περισσότερο η ολοκλήρωση της προόδου της συνειδήσεως της Χάριτος!
Συμπερασματικά σ' αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να πούμε πως για τον Σλαϊερμάχερ το κλειδί ολόκληρου του Χριστιανικού δόγματος είναι τα δύο στοιχεία τα οποία ενώνουν την θεία Φύση με την ανθρώπινη! Το ένα που ενώνει την ανθρώπινη Φύση με την Θεία μέσω της προσωπικότητος του Χριστού και το άλλο μέσω του “κοινού πνεύματος”.
Το ουσιαστικό “Τριάδα” βασίζεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός πως οι δύο ενώσεις του θείου Είναι, αυτή του Χριστού και εκείνη του Εκκλησιαστικού πνεύματος επαναλαμβάνονται σε «έναν διαχωρισμό ανεξάρτητο από τις ενώσεις αυτές και με αιώνιο τρόπο, μέσα στο ίδιο το ανώτατο Είναι». Με άλλα λόγια ο Σλαϊερμάχερ ομολογεί πως οι διακρίσεις της αυτοφανέρωσης του νέου στην ιστορία αντιστοιχούν σε διακρίσεις του Θεού στην αιωνιότητα. Η Οικονομική Τριάδα, θα λέγαμε σήμερα, είναι η μόνιμη ενυπάρχουσα Τριάδα και το αντίστροφο! Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να αναφερθούν σε μια άμεση θρησκευτική αυτοσυνειδησία, στην οποία η Τριάδα και η διάκρισή της σε δύο τρόπους δεν έχουν θέση. Η διάκριση ενός Θεού δι' εαυτόν από έναν Θεό ενωτικό, για μας, έρχεται σε δεύτερο χρόνο. Τα κύρια σημεία του Χριστιανικού δόγματος δηλαδή το Είναι του θεού στον Χριστό και στην Εκκλησία, πρέπει να θεωρηθούν ανεξάρτητα από το Τριαδικό δόγμα. Ο Σλαϊερμάχερ δηλώνει απερίφραστα πως δεν θα μπορούσε να βρει καμμιά θέση στην Χριστιανική δογματική ένα Τριαδολογικό δόγμα, το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί από γενικές έννοιες ή έννοιες a priori, χωρίς καμμία αναφορά στην Ιστορική Λύτρωση και χωρίς καμμία αναφορά στις Γραφές.
Το Εκκλησιαστικό Χριστιανικό δόγμα απαιτεί να σκεφτούμε καθένα από τα τρία πρόσωπα ίσο με την θεία Ουσία και τανάπαλιν, και καθένα από τα τρία πρόσωπα ίσο με τα άλλα. Μόνον έτσι η “ένωσή” μας με τον Χριστό είναι αληθινή κοινωνία με τον Θεό. Αυτή η Σωτηριολογική αξία του δόγματος επιβάλλει την πίστη στην Εκκλησιαστική Τριάδα. Παρότι εμείς δεν είμαστε ικανοί και δεν μπορούμε να σκεφτούμε ούτε την Ισότητα κάθε προσώπου με την Θεία Ουσία, ούτε την Ισότητα των προσώπων μεταξύ των. Μπορούμε μόνον να αναπαραστήσουμε τα πρόσωπα σε μια Ιεραρχία και ταυτόχρονα την ενότητα της Ουσίας, μπορούμε να την αναπαραστήσουμε ή μικρότερη των προσώπων ή μεγαλύτερη. Ο Σλαϊερμάχερ δεν μπορεί να κατανοήσει μια θεία γένεση η οποία δεν εμπλέκει μια σχέση εξαρτήσεως και υποταγής του Υιού στον Πατέρα. Ούτε μπορεί να κατανοήσει την Εκπόρευση του Πνεύματος από τον Πατέρα χωρίς αυτή η εκπόρευση να σημαίνει υποταγή του Πνεύματος στον Πατέρα.
Ο Πατήρ επομένως θα ήταν πάντοτε πάνω από όλους, ενώ θα μας έμενε να αποφασίσουμε μόνον εάν τα δύο πρόσωπα είναι μεταξύ τους ίσα ή εάν το ένα είναι κατώτερο του άλλου!
Παρότι δεν μπορούμε να μην εκπλαγούμε ήδη με όσα ομολογεί για το δόγμα της Αγίας Τριάδος, ο Σλαϊερμάχερ κρύβει και άλλες εκπλήξεις. Ισχυρίζεται λοιπόν πως στις δογματικές εκθέσεις συνήθως η Τριάδα αναφέρεται ελάχιστα, αφού δεν θίγονται διόλου η ουσία και οι θείες Ιδιότητες, ούτε στην Χριστολογία ούτε στην Εκκλησιολογία. Βεβαίως ίσως έχει κάποιο δίκηο όταν καταγγέλλει πως το Χριστιανικό δόγμα δεν είναι πάντοτε ελεύθερο από δισταγμούς ανάμεσα στην ισότητα και στην υποταγή, ή ανάμεσα στον τριθεϊσμό και στην ενότητα, τα οποία συσκοτίζουν την αιώνια διάκριση των προσώπων. Γιατί όμως αντιτιθέμενος στον Εκκλησιαστικό τρόπο αναπαραστάσεως της Αγίας Τριάδος, ο Σαβελλιανισμός πρέπει να στέκεται στο ίδιο επίπεδο με τον τρόπο του Μ. Αθανασίου; [Διότι διαθέτει το ίδιο όργανο που διαθέτει και ο Σλαϊερμάχερ, την ΛΟΓΙΚΗ, όπως και όλες οι αιρέσεις, ακόμη και οι σημερινές].
Δεν είχε γράψει ο ίδιος ο Σλαϊερμάχερ πως «για να στερεώσουμε ένα δογματικό σύστημα της πίστεως πρέπει κατ' αρχάς να καθαρίσουμε τον χώρο από κάθε αιρετικό στοιχείο και να κρατήσουμε μόνον τα Εκκλησιαστικά;» Όλως αντιθέτως όμως συμβουλεύει να μην καταδικάζουμε με ευκολία τα λάθη, διότι τις περισσότερες φορές δεν είναι παρά αντιθέσεις στις τρέχουσες εκφράσεις του Τριαδικού δόγματος. Έτσι λοιπόν συμπεραίνει πως «εμείς μ' αυτή την κατάσταση μπορούμε να εξασφαλίσουμε μόνον την ελευθερία για μια βαθειά κριτική της μορφής του δόγματος, που έχει επικρατήσει μέχρι σήμερα, και από την άλλη μπορούμε να ετοιμάσουμε και να εισάγουμε μια μεταμόρφωση του δόγματος, συνεπή με τις σύγχρονες συνθήκες των δογμάτων που είναι παραπλήσια στην πίστη».
Εάν η σχετική συνείδησή μας έχει βασιστεί στο θείο Είναι του Χριστού και στο “κοινό πνεύμα” της Εκκλησίας, η πρώτη δουλειά του Τριαδικού δόγματος φαίνεται να είναι η προσπάθεια να καθορίσουμε αυτό το ιδιαίτερο Είναι του Θεού, σε κάτι άλλο. Και στην συσχέτισή του με το Είναι του Θεού καθ' εαυτό και με το Είναι του Θεού στην σχέση του με τον κόσμο γενικώς. Το ενδιαφέρον για ένα τέτοιο έργο πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς!
Δεν είναι τελικώς ανησυχητικό ότι ο Σλαϊερμάχερ δηλώνει πως υπάρχει αντίφαση, για να το πούμε με τον Hegel, ανάμεσα στην “έννοια” και στην “αναπαράσταση” της Τριάδος; Γιατί πρέπει οπωσδήποτε οι εξωτερικές πρόοδοι της θεότητος να οδηγήσουν σε εξάρτηση και υποταγή; Δεν λύθηκαν αυτά τα προβλήματα από την εποχή του Αρειανισμού; Το γεγονός πως η εσωτερική ζωή του Θεού είναι άφατη και Μυστηριώδης είναι τόσο υποτιμητικό για τον άνθρωπο;
Για ποιόν άνθρωπο;
(Συνεχίζεται)
ΣΧΟΛΙΟ :
"Σε κάθε περίπτωση, για τον Σλαϊερμάχερ, η πίστις ή καλύτερα το βίωμα της πίστης προηγείται έναντι του δόγματος, το οποίο παραμένει δευτερεύον".
Αυτή είναι η προτεσταντική βάση τού σημερινού κινήματος τής αποτειχίσεως.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου