Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Α ΜΕΡΟΣ -επανάληψη (10)

O Doctor Angelicus συναντά
τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη

329. « Παραβάλλεται το νοείν προς τον νου, όπως ακριβώς το είναι προς την ουσία, αλλ’ είναι το θείο είναι, η ουσία του˙ είναι άρα το θείο νοείν ο νους του, και είναι ο θείος νους η ουσία του ». Είναι ανάγκη άρα να είναι ο θείος νους η θεία ουσία. Αμαρτάνεις ( πλανάσαι ) πολύ εισάγοντας συλλογισμούς και αποδεικτικές μεθόδους στην απόρρητη θεολογία˙ το να χρησιμοποιής δε και παραλογισμούς και να θέλης, εκούσια ( ώσπερ εκών είναι ), να καλύπτης την αλήθεια, δεν ξεύρω ποιαν αμαρτία δεν ξεπερνά. Γιατί το να νοής είναι ενέργεια του νοούντος, όπως λες κι εσύ, το δε να είσαι δεν είναι ενέργεια της ουσίας, αλλά το ον. Πώς δεν κατανοείς λοιπόν ότι προφανώς αμαρτάνεις ( πλανάσαι ) μ’ αυτά που λες, ότι παραβάλλεται το νοείν προς τον νου, όπως ακριβώς το είναι προς την ουσία ;
330. Αλλ’ επειδή λες κι εσύ, ότι είναι ενέργεια του νοούντος το να νοής, και αποδείχθηκε ήδη πως είναι διαφορετικό το ον και διαφορετικό η ενέργειά του, δεν είναι δε διαφορετικό και  το είναι προς την ουσία, αλλά ταυτίζεται, ψεύδεσαι ολοφάνερα διακηρύττοντας πως είναι το θείο νοείν η θεία ουσία˙ « είναι ενέργεια του νοούντος το νοείν. Αν δεν είναι λοιπόν ο νοών Θεός το νοείν του, είναι ανάγκη να παραβάλλεται προς αυτον, όπως ακριβώς η δύναμη προς την ενέργεια˙ και θα υπάρχη έτσι δύναμη και ενέργεια στον Θεό, που είναι ακριβώς αδύνατο ». Αλλ’ αντίθετα λοιπόν, υπάρχει αληθινά και δύναμη και ενέργεια στον Θεό, γι’ αυτό δεν είναι ο νοών Θεός το νοείν του, αλλ’ είναι ανάγκη να παραβάλλεται προς αυτόν το νοείν, όπως ακριβώς η δύναμη προς την ενέργεια. Είναι διαφορετικό άρα ο Θεός και διαφορετικό το νοείν του˙ γιατί είναι το μεν ο κινών, το δε η κίνηση, όπως προαναφέραμε.

331. « Νοεί με την ουσία του ο Θεός », κι εγώ βλέπω να νοούν και όλες οι νοερές φύσεις με τη δική τους ουσία. « Δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό »˙ « το νοητό είδος, που υπάρχει στον νου, παρά την ( κοντά στην ) ουσία του, είναι συμβεβηκός˙ γι’ αυτό και συγκαταλέγεται και η δική μας σοφία στα συμβεβηκότα. Και δεν μπορεί να είναι κάτι συμβεβηκός στον Θεό, δεν υπάρχει άρα στον θείο νου κάποιο είδος κοντά ( παρά ) στη θεία ουσία ». Έχουν πολλές ατοπίες και παραλογισμούς κι αυτές οι προτάσεις. Γιατί το νοητό είδος, που υπάρχει στον νου και υπάρχει παρά την ( κοντά στην ) ουσία του, θα μπορούσε να είναι ίσως συμβεβηκός, και γνωστά τα της καθ’ ημάς σοφίας στον δικό μας νου˙ να λες δε πως είναι η νόηση και η σοφία ή η λογικότητα, που υπάρχει σε μας, συμβεβηκός, είναι λόγια αυτών που έχουν αποφασίσει να ψεύδονται. 

332. Γιατί όπως είναι ακριβώς αυτά που λογιζόμαστε ( σκεπτόμαστε ) πολλές φορές έξω από μας και συμβεβηκότα σε μας ( μας συμβαίνουν ), όχι όμως κι ο λογισμός ( η σκέψη ), έτσι και η σοφία. Θα έχη μεν αυτά που μπορεί να γνωρίζη ( τα γνωστά ) κατά συμβεβηκός, η δε σοφία δεν είναι συμβεβηκός σε μας, αλλ’ υπάρχει εκ φύσεως, όπως ακριβώς και η λογικότητα βέβαια και η νοερότητα. Και δεν λες πως « δεν μπορεί να υπάρχη κάτι απλώς » στον Θεό, αλλά πως « δεν μπορεί να είναι κάτι συμβεβηκός », και καλά το λες. Αλλά το να συμπεραίνης απ’ αυτό και να λες, ότι δεν υπάρχει άρα στον θείο νου κάποιο είδος κοντά ( παρά ) στη θεία ουσία, είναι ένα ολισθηρό συμπέρασμα˙ γιατί δεν είναι, αν δεν είναι κάτι συμβεβηκός στον Θεό, ουσία του Θεού˙ γιατί η δύναμη και η σοφία κι η αγαθότητα και η πρόνοια του Θεού και τα παρόμοια δεν είναι ούτε συμβεβηκότα στον Θεό, ούτε θεία ουσία, αλλά φυσικά και ουσιώδη του Θεού, όπως έχεις ακούσει απ’ τους αγίους.

333. Και δεν αποκλίνεις μόνο σε ελεεινές αιρέσεις εσύ, αλλά φανερώνεσαι να λες και γελοία, καθώς βιάζεσαι να λες πως « γι’ αυτό και συγκαταλέγεται κι η δική μας σοφία στα συμβεβηκότα ». Κι αν είναι συμβεβηκός η δική μας σοφία, θαυμάζω, τί θα είναι φυσικό τέλος πάντων απ’ τα αγαθά σε μας, η γνώση, η φρόνηση, η διάκριση, η θεωρία, η λογικότητα κι η νοερότητα, όπως ακριβώς έχω πή. Αν είναι αυτά συμβεβηκότα ( Αν έτσι απλώς συμβαίνουν αυτά ), θα αποδειχθή ένα μάταιο πράγμα η ψυχή˙ είναι ψέμμα άρα και φοβερή μανία να τίθεται αυτό που δεν είναι συμβεβηκός στον Θεό ουσία του Θεού και η εκ λόγου φυσικού σε μας σοφία συμβεβηκός. « Δεν συνεπάγεται απ’ το ότι υπάρχει στον Θεό σοφία, πως υπάρχει σ’ αυτόν κάτι το συμβεβηκός, αλλά μόνο κάποια τελειότητα, στην οποία και συνίσταται ο λόγος της σοφίας ». Κι ακόμα˙ « δεν μπορεί να υπάρχη κάτι στον θείο νου κατά συμβεβηκός, αλλά καθ’ εαυτό μόνο ». Βλέπεις, πώς είναι αντίθετα αυτά τα λόγια σε κείνα που έχεις πη προηγουμένως ;

334. « Έφθασαν απ’ αυτά και τα παρόμοια λόγια να υποθέσουν κάποιοι ότι δεν οράται ποτέ η θεία ουσία από κανέναν νου, η οποία βέβαια θέση αναιρεί και τη φυσική μακαριότητα της λογικής κτίσης, που αποδείξαμε ήδη πως υπάρχει σε μόνη τη θεωρία της θείας ουσίας ». Ονομάζει πάλι εδώ κάποιους τους ιεροδιδασκάλους˙ γιατί αυτοί είναι που απέδειξαν με τις ρήσεις τής ιεράς Γραφής πως είναι απερίοπτη και ανέπαφη σε κάθε γενητή φύση η θεία ουσία˙ και τους καταφρονεί μεν εκείνους, έχει δε εμπιστοσύνη στη δική του ταλαίπωρη απόδειξη και νομίζει, πέρα από κάθε λογική και πέρα από κάθε ιερή μαρτυρία, πως είναι φυσική και μόνη μακαριότητα της λογικής κτίσης το να γνωρίζης τον Θεό κατ’ ουσίαν και το να μην συναντήσης αυτή τη γνώση εκπεσμό κι απ’ τη μακαριότητα, παρ’ όλο που ο αγαθός και παντοτινός (απαρόδευτος ) μας διδάσκαλος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, η αυτοαλήθεια, μας δίδαξε βέβαια πολλών τάξεων μακαρισμούς, λέγοντας˙ « μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι πραείς, μακάριοι οι πινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, μακάριοι οι ελεήμονες, μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, μακάριοι οι ειρηνοποιοί, μακάριοι οι δεδιωγμένοι » ( Ματθ. Ε΄3-4 ). Παρατέθηκαν τόσες πολλές ή και περισσότερες οδοί μακαρισμών στον Πατέρα, και καταφρονώντας τον αυτός κι εκείνον, καθ’ όσον μιαρός, θέτει σε τέτοια οδό τον μακαρισμό, στην οποία δεν είναι δυνατό να ανέλθη καμμιά λογική κτίση, για να αποστερήση έτσι εύκολα απ’ τη μακαριότητα όλους τους αγγέλους και τους αγίους σύμπαντες. 
335.Γιατί είναι ο ίδιος που λέει˙ « έφθασαν να υποθέσουν κάποιοι πως δεν οράται ποτέ κι από κανέναν νου η θεία ουσία, η οποία θέση αναιρεί βέβαια και τη φυσική μακαριότητα της λογικής κτίσης ». Καλά κάνει και αθετεί τους ιεροδιδασκάλους, τους οποίους και ονομάζει κάποιους, ακολουθεί δε τους΄Ελληνες και τον Αριστοτέλη, τους οποίους και ονομάζει φιλόσοφους, αυτός που επιγράφει κατά ΄Ελλήνων το επάρατό του βιβλίο και δεν κάνει κανέναν λόγο για τους μακαρισμούς, τους λόγους του Χριστού, που είναι τόσοι πολλοί και τέτοιοι. 

336. « Έχει προαποδειχθή πως επιθυμεί απ’ τη φύση του να θεωρή τη θεία ουσία ο κάθε νους, και δεν μπορεί να υπάρχη μάταια η φυσική έφεση. Μπορεί λοιπόν να φθάση στη θεωρία της θείας ουσίας κάθε κτιστός νους, χωρίς να εμποδίζεται καθόλου σ’ αυτό απ’ την ταπεινότητα της φύσης ». Κι ακόμα˙ « Δεν μπορεί να περιλάβη τη θεία δύναμη, που είναι άπειρη, κανένας κτιστός νους, όπως ακριβώς ούτε και την ουσία του ». Ακόμα˙ « δεν περιλαμβάνει τη θεία ουσία ο κτιστός νους ». Κι ακόμα˙ « είναι αδύνατο άρα να περιλαμβάνη τη θεία ουσία ο κτιστός νους ».

337. Αν μπορή λοιπόν να φθάση στη θεωρία της θείας ουσίας κάθε κτιστός νους, και δεν μπορεί να περιλάβη τη θεία ουσία, είναι ανάγκη ή να θεωρή ένα μέρος της ουσίας και να έχη ένα μέρος απερίληπτο, που είναι ακριβώς αδύνατο και ασεβές, να εννοής τομή στη θεία ουσία, ή, αν θεωρείται μεν, και δεν περιλαμβάνεται, βλέπουμε πάλι διαφορά στη θεία ουσία, το καταληπτό και μη περιληπτό, που είναι ακριβώς άτοπο και ασεβές. 

338. « Η νοερή ουσία που βλέπει την ουσία του Θεού έχει αποκτήσει την έσχατη ακινησία. Αν δεν επιτύχη άρα κανείς μαζί με την ευδαιμονία όμοια και ακίνητα την ηρεμία, δεν είναι ακόμη ευδαίμων, αφού δεν ηρέμησε ακόμη η φυσική του επιθυμία. Όταν επιτύχη λοιπόν κανείς την ευδαιμονία, επιτυγχάνει παρόμοια και την ίδρυση ( εγκατάσταση…) και ηρεμία ». Και τα λέει αυτά ύπουλα και ολισθηρά χωρίς κάποια μαρτυρία των Ιερών Γραφών, για να απομακρύνη πάλι όλες τις νοερές ουσίες κι εμάς απ’ την κατά Θεό επαγγελμένη ευδαιμονία. Γιατί λέει αυτός που δεν καταδέχεται χωρίς τη στάση και ηρεμία στον Θεό την ευδαιμονία, ότι « δεν περιλαμβάνει τη θεία ουσία ο κτιστός νους ». Και πάλι˙ « είναι αδύνατο άρα να περιλαμβάνη τη θεία ουσία ο κτιστός νους ». Κι ακόμα˙ « δεν μπορεί να περιλάβη τη θεία δύναμη, που είναι άπειρη, κανένας κτιστός νους, όπως ακριβώς ούτε την ουσία του ».

339. Από πού λοιπόν και από ποιά πρόφαση θα έχη η νοερή δύναμη και η προς τον Θεόν απερίληπτή της ανάταση τήν ακινησία και ηρεμία, για να είναι ευδαίμων, αφού θα έχη παυθή η φυσική της επιθυμία ; Και ή θα σβησθούν, όπως φαίνεται, τα αγαθά τής ψυχής που έφθασε στον Θεό, το ίδιο δε και των αγγέλων, που είναι ακριβώς άτοπο, ή δεν θα μεθέξουν, αφού θα κινούνται περί τον απερίληπτο Θεό, στην ευδαιμονία. 

340. Και αφαιρεί έτσι πάλι απ’ όλες τις κτιστές νοερές ουσίες την ευδαιμονία και το μακάριο ο Θωμάς˙ « κάθε τι που έφθασε στο έσχατό του τέλος » λέει « ηρεμεί˙ γιατί υπάρχει κάθε κίνηση για να επιτευχθή το τέλος˙ και είναι έσχατο τέλος του νου η θεωρία της θείας ουσίας », την οποία και ονομάζει αλλού απερίληπτη. Και πάλι˙ « δεν φθάνει η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν παύθηκε η έφεσή της ». Τα διακηρύττει αυτά έξω από κάθε λογική ( παρά παν εικός ), γι’ αυτό και δεν προβάλλει καμμιάν αιτία, για την οποία αυτά γίνονται.

341. Κι αν επιλέξη κανείς να λέη τ’ αληθινά, θα πή τα αντίθετα απ’ τα λεγόμενά του˙ όπως, ότι δεν φθάνει η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν κινείται η έφεσή της με τόνο σφοδρό ˙ γιατί θα είναι έτσι, έχοντας φτάσει στον απερίληπτο Θεό, αεικίνητη και ευδαίμων και μακάρια, έχοντας αναπτερούμενες και αναζέουσες τις εφέσεις προς τον Θεό, τον οποίον είναι αδύνατο να περιλάβη, ως άπειρο, σύμφωνα και με τον Θωμά. «Υπάρχει με τη θέληση ( δια θελήσεως ) η νοητή ηδονή. Υπάρχει άρα θέληση στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « αρμόζει κατ’ εξοχήν να έχη θέληση σ’ αυτόν που πρωταρχικά ( πρώτως ) κινεί, δηλαδή στον Θεό». Κι ακόμα˙ « αρμόζει κατ’ εξοχήν να ποιή με τη θέληση σ’ αυτόν που πρωταρχικά ποιεί ». Κι ακόμα˙ « είναι η ουσία του η θέληση του Θεού ». Κι ακόμα˙ « δεν είναι κάτι άλλο απ’ την ουσία του η θέληση του Θεού ». Κι ακόμα˙ « είναι μιά ενέργεια του Θεού το να θέλη { το θέλειν ). Είναι ανάγκη λοιπόν να θέλη σύμφωνα με τη δική του ( ιδίαν ) ουσία ο Θεός ˙ είναι λοιπόν η ουσία του η θέλησή του ». Βλέπετε, σε τί κακό αιρέσεων εμπλέκεται φανερά ; γιατί αν ποιή με τη ( διά ) θέληση ο Θεός, κι είναι ουσία του Θεού η θέλησή του, είναι φανερό, ότι είναι έργο της θείας ουσίας τα κτίσματα. Κι είναι ανυπέρβλητη βλασφημία αυτό και ανταρσία των ιερών αποφάσεων, που λένε, πως είναι έργο της θείας φύσης η προαιώνια ύπαρξη του Θεού, και έργο της θείας θέλησης η πρόοδος ( η εμφάνιση ) των κτισμάτων.

342. Αυτός που νομίζει λοιπόν τη θεία θέληση θεία ουσία συναριθμεί με τα κτίσματα κατά την πρόοδο τον Υιό ˙ και ή νομίζει άναρχα τα κτίσματα κατά τον Υιό, ή να έχη αρχή ( ηργμένον ) ο Υιός κατά τα κτίσματα, που είναι ακριβώς εξαιρετικά άτοπο και αιρετικό. Δεν είναι άρα ουσία η θέληση, αλλά δύναμη φυσική περί την ουσία. « Αν μπορούσαμε να γνωρίζουμε την ίδια τη θεία ουσία καθώς ( έτσι όπως ) είναι και να της προσάπτουμε το δικό της όνομα, θα την φανερώναμε με ένα μόνον όνομα». 

343. Ιδού, που ομολογεί και χωρίς να το θέλη την αλήθεια και αναιρώντας, όπως το συνηθίζει, τα δικά του, και λέει˙ « αυτό είναι υποσχεμένο σε κείνους, που θα τον δουν κατ’ ουσίαν ». Αν και είναι ψέμμα αυτό το «κατ’ ουσίαν», λέει πάντως αληθινά, ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τώρα τη θεία ουσία˙ γι’ αυτό και δεν της προσάπτουμε δικό της όνομα, και δεν την φανερώνουμε με ένα και μόνο όνομα, αλλά με πολλά, όπως δυνατή, σοφή, αγαθή και όσα λέγονται γι’ αυτήν. Είναι φανερό λοιπόν ότι, ομολογώντας πως είναι ενιαία η ουσία, κι είναι πολλά αυτά, απ’ τα οποία φανερώνεται η ουσία, πως θέλει να είναι άλλο αυτά απ’ την ουσία.

344. Και θέλει ο ίδιος να είναι όλα ουσία του Θεού, λέγοντας πως «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Και ονομάζει και τη δύναμη και τη σοφία και την αγαθότητα και κάθε τι, με το οποίο ονομάζεται ο Θεός, ουσία, όπως προαναφέραμε, του Θεού. Και γίνεται έτσι αντίπαλος σε όλα τα δικά του και βαδίζει σε αιρετικές έννοιες και τίθεται μαζί με τους Έλληνες. «Έχει την ίδια φύση, που έχει και ο Πατέρας, και επομένως και την ίδια δύναμη ο Υιός ». Και λέει με αναίσχυντο πρόσωπο και σκοτεινή διάνοια μετά˙ «δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό»˙ «δεν συναντάται καμμιά δύναμη στον Θεό ». Πώς δεν ευλαβείται αυτούς που τον συναντούν; ποιός ανέγνωσε ποτέ τέτοια θεολογία ή μάλλον αστάθεια και μέθη από οίηση χωρίς οίνο; Αλλίμονό σου, Θωμά˙ πώς απώλεσες, με τη θέλησή σου ( ώσπερ εκών είναι ), την ιερή αλήθεια;

345. «Δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Κι αυτός που το λέει αυτό, λέει πάλι αλλάζοντας˙ «υπάρχει το αυτεξούσιο στον Θεό»˙ «υπάρχει ευφροσύνη και χαρά στον Θεό»˙ «υπάρχει αγάπη στον Θεό»˙ «υπάρχει ιδιαιτέρως τέχνη στον Θεό˙ υπάρχει φρόνηση στον Θεό ˙ υπάρχει δικαιοσύνη στον Θεό ˙ υπάρχει γενναιοδωρία στον Θεό ˙ υπάρχει αρετή αλήθειας στον Θεό »˙ «οφείλει να επιγράφεται κατ’ εξοχήν η σοφία στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « είναι φανερό πως υπάρχει ιδιαιτέρως η σοφία στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « κι είναι παραδειγματικές των δικών μας αυτές οι αρετές στον Θεό, όπως ακριβώς το τέλειο του ατελούς ». Είναι άραγες κάποιου που σωφρονεί και υγιαίνει αυτά τα ρήματα; Ποιος μπόρεσε ποτέ να καταργήση τα του Θωμά έτσι, όπως ο ίδιος; «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Κι ενώ υπάρχουν τόσα πολλά και διαφορετικά και σχεδόν άπειρα στον Θεό.

346. Γιατί λέει, αν και απαίδευτα, αλλού˙ «έχει συμπεριλάβει σ’ αυτήν τις αξίες όλων των όντων η θεία ουσία». Κι ακόμα˙ «είναι φανερό ότι μπορεί να λαμβάνεται, καθόσον είναι απολύτως ( απολελυμένως ) τέλεια, ως ιδιαίτερος λόγος του καθενός η θεία ουσία˙ γι’ αυτό και μπορεί να έχη σύμφωνα μ’ αυτήν ιδιαίτερη γνώση για όλα ο Θεός. Κι επειδή διακρίνεται ο ιδιαίτερος λόγος του ενός απ’ τον ιδιαίτερο λόγο του άλλου, και είναι αρχή πλήθους η διάκριση, είναι αναγκαίο να νοούμε κάποια διάκριση και πλήθος των λόγων στον θείο νου. Απομένει λοιπόν να μην είναι περισσότεροι ή διακεκριμένοι οι λόγοι των πραγμάτων στον θείο νου, παρά καθόσον γνωρίζει ο Θεός τα πράγματα, που μπορούν να εξομοιωθούν με περισσότερους και διαφορετικούς τρόπους μ’ αυτόν˙ και γι’ αυτό λέει ο Αυγουστίνος, ότι έχει ποιήσει με διαφορετικό λόγο τον άνθρωπο και με διαφορετικό τον ίππο ο Θεός˙ και λέει πως υπάρχουν ως πλήθος οι λόγοι των πραγμάτων στον θείο νου» (Αυγουστίνου, Lib. Octaginta trium).

347. Αλλά νομίζω ότι, όπως ακριβώς κακώς αντιστάθηκε ο Ευνόμιος στην κακή αίρεση του Σαβέλλιου και αποφεύγοντας τήν άθεη συγχώνευση ( συναλοιφή ) στην Τριάδα έπεσε από απροσεξία στην κακόδοξη διάκριση των προσώπων της Αγίας Τριάδος, έτσι αποφεύγοντας τις ανυπόστατες ιδέες της πλατωνικής πλάνης, μεταπίπτει σε άλλο κακό κι ο Θωμάς, νομίζοντας τις ιδέες όλων των όντων στον Θεό ουσία του Θεού και διακηρύττοντας πως «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό»˙ και ονομάζει κάθε μετοχή των όντων ουσία του Θεού. Και αποφαίνεται ( διακηρύττει ) σύμφωνα μ’ αυτό και όλα τα όντα μέτοχα της θείας ουσίας και λέει φανερά πως «είναι μεθεκτή καθ’ ομοιότητα η θεία φύση»˙ Και πάλι˙ « δεν θα εισρεύση καμμιά ουσία στον νου, παρά μόνον ο Θεός, που υπάρχει σε όλα κατ’ ουσίαν». Και νομίζει έτσι ρευστή και μεθεκτή την ουσία του Θεού και μπλέκεται σε μύριες κακίες αιρέσεων και δεν το κατανοεί, επειδή δεν ακολουθεί την Εκκλησία του Θεού σε όλα. «Είναι αναγκαίο να χορηγή ο Θεός, που είναι τέλειος στον εαυτό του, απ’ τη δική του δύναμη το είναι σε όλα τα όντα». Ξέχασε, που είπε προηγουμένως, ότι δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό. Γιατί αν τα θυμόταν εκείνα, δεν θα τά ’λεγε τώρα αυτά, που είναι άκρως αντίθετα σε κείνα.

348. Αλλά δεν ασεβεί κι αλλιώς καθόλου λιγότερο˙ γιατί λέει κάπου πως « είναι η θεία δύναμη η ουσία του Θεού ». Επειδή δε χορηγεί σύμφωνα μ’ αυτόν σε όλα τα όντα απ’ τη δική του δύναμη το είναι ο Θεός, είναι το ίδιο να πούμε κι απ’ τη δική του ουσία˙ γιατί ταυτίζεται η θεία δύναμη και η ουσία σύμφωνα μ’ αυτόν, κι είναι έτσι μεθεκτή σε όλα τα όντα η θεία ουσία, που ξεπερνά ακριβώς κάθε αιρετική κακία. Λέει πως « δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό ». Και λέει μετά, πως « δεν υπάρχει κάτι, που να μην παίρνη μέρος ( μεταλαγχάνει ) απ’ τον ίδιον τον Θεό», απ’ την ίδια την ουσία του Θεού δηλαδή. Γιατί δεν αφήνει απολύτως τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό, ο δυστυχής, και νομίζει έτσι φανερά μεθεκτή σε όλα τα όντα την ουσία του Θεού. «Συνάπτεται κάτι οικειότερα με τον Θεό, καθόσον αγγίζει ( άπτεται ) κατά κάποιον τρόπο την ουσία του, που γίνεται όταν γνωρίζη κάτι για τη θεία ουσία».

349. Αισχύνομαι ( ντρέπομαι ) με μάρτυρά μου τον Θεό κατανοώντας τις αποφάσεις ( διακηρύξεις ) του τυφλού αυτού φιλοσόφου˙ γιατί οικεία συναφή ( σύνδεση ) του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η θεία έλλαμψη του αγίου Πνεύματος στην καρδιά, άρρητη ενέργεια στην ψυχή, που ενώνει αληθινά και οικεία την ψυχή με τον Θεό. Και μοιάζει με κάποιον που ονειρεύεται ο Θωμάς νομίζοντας πως γίνεται η άρρητη εκείνη και υπερφυής συναφή ( σύνδεση ) της ψυχής προς τον Θεό, «όταν γνωρίζη κάποιος κάτι για τη θεία ουσία». «Όταν» λέει απλώς «κάτι», και το « τί » δεν το αποκαλύπτει.


350. Γιατί είναι βαθύς ( σφοδρός ), αλλά στο να λέη ψέμματα, και ολισθαίνοντας σ’ αυτό αμαρτάνει περισσότερο, λέγοντας˙ «καθόσον αγγίζει ( άπτεται) την ουσία του κατά κάποιον τρόπο». Λέει πάλι κατά κάποιον, και δεν διευκρινίζει τον τρόπο, γιατί δεν έχει και τίποτα να πη ούτε και κανέναν τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο θα άγγιζε κανείς την παντελώς αναφή θεία ουσία, για την οποία λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ « οι μεν ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν σε μας, η δε ουσία του μένει απρόσιτη » (Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον)˙ για την οποία λέν οι θεόσοφοι πατέρες πως είναι απειράκις απείρως υπερεξαιρεμένη (Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου), και δεν έχει ούτε θέση ούτε αφαίρεση ούτε φαντασία ή δόξα ή λόγο ή νόηση, όπως λέει ο μέγας Διονύσιος˙ « δεν είναι ούτε ουσία ως υπερούσιος, κι ούτε υπάρχει επαφή της νοητή ούτε επιστήμη, ούτε και κάτι άλλο απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά σε μας ή σε κάποιο άλλο απ’ τα όντα, κι ούτε υπάρχει καθόλου θέση της ούτε αφαίρεση, αλλά ποιώντας τις θέσεις και αφαιρέσεις αυτών που είναι μαζί της ( των μετ’ αυτήν ), αυτήν ούτε την θέτουμε ούτε την αφαιρούμε, επειδή είναι και πάνω από κάθε θέση η παντελής και ενιαία αιτία των πάντων και πάνω από κάθε αφαίρεση η υπεροχή αυτού που είναι απλώς απολελυμένος απ’ όλα και επέκεινα όλων » ( Περί μυστικής Θεολογίας ). Και καθίσταται έτσι πάνω από κάθε ένωση η αναφής ουσία του Θεού. Αν έδινε πίστη στον απόστολο και είχε ένωση πνευματική ο Θωμάς, θα γνώριζε σαφώς, ότι η γνώση χωρίς τη χάρη φυσιοί (Α΄ Κορινθ. η΄ 1), και δεν θα είχε εννοήσει τα παράλογα και θα έγραφε αυτά τα αιρετικά.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: