Συνέχεια από Σάββατο, 10 Δεκεμβρίου 2016
IGNACE DE LA POTTERIE, S. J.
4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ : ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ 1Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Στον στ. 5,6 της 1η Επιστολής το Πνεύμα και η αλήθεια συνδέονται ακόμη στενότερα από ότι στα προηγούμενα κείμενα. Πρόκειται για ένα από τα πλέον δυσερμήνευτα και αμφιλεγόμενα αποσπάσματα ολόκληρης της Επιστολής: «καὶ τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια». Ας εντάξουμε κατ’ αρχήν τον στίχο στο ευρύτερο νόημα του κειμένου στο οποίο ανήκει.
IGNACE DE LA POTTERIE, S. J.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ : ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ 1Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΙΙ. «Το Πνεύμα είναι η αλήθεια» (1η Επιστολή 5,6)
Στον στ. 5,6 της 1η Επιστολής το Πνεύμα και η αλήθεια συνδέονται ακόμη στενότερα από ότι στα προηγούμενα κείμενα. Πρόκειται για ένα από τα πλέον δυσερμήνευτα και αμφιλεγόμενα αποσπάσματα ολόκληρης της Επιστολής: «καὶ τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια». Ας εντάξουμε κατ’ αρχήν τον στίχο στο ευρύτερο νόημα του κειμένου στο οποίο ανήκει.
1. Το απόσπασμα 5,1-12
Ολόκληρο το απόσπασμα 5,1-12 είναι αφιερωμένο στην πίστη. Το περιεχόμενο αυτής της πίστης είναι σαφώς προσδιορισμένο: στ.1 «Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς»· στ.5 «Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Στα δύο πρώτα μέρη της Επιστολής (1,5-2,28/ 2,29-4,6) ο συγγραφέας της είχε επισημάνει τον κεντρικό ρόλο της χριστιανικής πίστεως, με την διευκρίνιση της διαφοράς ανάμεσα στην ομολογία πίστεως και τις αρνήσεις των αιρετικών: «Τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; …Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει. Πᾶς ὃστις ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι» (2,22-23/ 4,2). Σύμφωνα με τον στ. 2,24 το δόγμα αυτό που αποτελεί αντικείμενο της πιστής των χριστιανών τους παραδόθηκε «ἀπ' ἀρχῆς», δηλαδή κατά την βαπτισματική κατήχηση· και ο Ιωάννης τους παροτρύνει να «μείνουν» στην διδασκαλία που έλαβαν. Το 4ο Ευαγγέλιο επιμένει επίσης σε αυτά τα κεντρικά σημεία του δόγματος: την ενσάρκωση, την θεία υιότητα και την μεσιτεία του Ιησού.
Πριν ξεκινήσουμε την μελέτη των στ. 6-8 ας ερευνήσουμε και πάλι πώς ο Ιωάννης προσεγγίζει την πίστη σε αυτό το απόσπασμα: πρόκειται για την πίστη ως εσωτερική κατάσταση, ως πνευματική προσχώρηση στην ψυχή του Χριστού, ή μάλλον, όπως στα παράλληλα κείμενα που συναντήσαμε προηγουμένως (2,23/ 4,2) για την εκκλησιολογική έξωθεν εκδήλωση αυτής της πίστεως, την ομολογία πίστεως; Το ερώτημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας διότι ακριβώς το Πνεύμα θα αποκληθεί η αλήθεια (5,5-6), στον βαθμό που θα δυνηθεί να ερμηνεύσει την μαρτυρία που βρίσκεται στην βάση αυτής της πίστεως.
Όλες οι ενδείξεις μας οδηγούν στην διαπίστωση ότι ο Ιωάννης σε αυτό το τελευταίο απόσπασμα της Επιστολής δεν θεωρεί πλέον την πίστη ως κάτι ορατό και εξωτερικό, όπως η ομολογία πίστεως. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την μορφή της παράλληλης και σπειροειδούς σύνθεσης ολόκληρης της Επιστολής (1,5-2,2/ 2,29-4,6/ 4,7-5,12)· οι ίδιες έννοιες επανέρχονται αλλά το νόημά τους είναι κάθε φορά βαθύτερο. Τα δύο πρώτα αποσπάσματα εκθέτουν ορισμένα κριτήρια που μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε αυτούς που ζουν σε κοινωνία με τον Θεό: αποφεύγουν την αμαρτία (1,5-2,2/ 2,29-3,10β)· τηρούν τις εντολές, κυρίως το έλεος (2,23-11/ 3,10γ-23)· κατέχουν την αλήθεια και ομολογούν την πίστη τους (2,12-28/ 3,24-4,6). Αλλά το τρίτο απόσπασμα (4,7-5,12) δεν αναφέρεται πλέον καθόλου στην αρνητική όψη, δηλαδή την αποφυγή της αμαρτίας· ομιλεί μόνο για το έλεος και την πίστη. Δεν πρόκειται όμως για μια απλή επανάληψη των προηγουμένων (την διδαχή του ελέους και την ομολογία πίστεως), αλλά για μια νέα εμβάθυνση· όπως ορθά λέγεται ο Ιωάννης εδώ επανέρχεται «στις πηγές του ελέους και της πίστεως». Και είναι πιθανό ότι αναφερόμενος εδώ στην πίστη έχει υπ’ όψη του την ουσιαστική μορφή της: την εσωτερική βεβαιότητα της πίστεως.
Η διαπίστωση αυτή προκύπτει εξ άλλου εμφανώς από μια σύγκριση του τρίτου αποσπάσματος με τα δύο προηγούμενα. Στα 1,5-2,28 και 2,29-4,6 βρισκόμαστε σε ένα καθαρά εκκλησιολογικό επίπεδο: ο Ιωάννης κάθε φορά αντιπαραθέτει την ομολογία πίστεως των αληθινών πιστών στα ψεύδη των αιρετικών (2,18-28/ 4,1-6). Αλλά στο τρίτο απόσπασμα και ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος (αυτό που μελετάμε: 5,1-12) οι αιρετικοί χάνονται από το πεδίο μας· και είναι επίσης φυσικό το ότι δεν επανέρχεται ο όρος της ομολογίας πίστεως που αντιστοιχεί. Το κέντρο του ενδιαφέροντος μετατοπίζεται: η σκέψη του συγγραφέα μετατίθεται περισσότερο προς ένα επίπεδο θεολογικό.
Και ενώ παύουμε να συναντάμε τον όρο ὁμολογεῖν, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τώρα με εντυπωσιακή επιμονή το ρήμα πιστεύειν: διότι το κεντρικό θέμα αυτού του αποσπάσματος είναι ακριβώς η πίστη. Και επιπλέον αυτό το ρήμα δεν χρησιμοποιείται πλέον με το προηγούμενο του νόημα, διότι όπως είναι εμφανές έχει προχωρήσει στην εμβάθυνσή του. Στον 3,23 και 4,1 το ρήμα πιστεύειν συνοδεύτηκε από την δοτική· στο πρώτο από αυτά τα κείμενα σήμαινε την απλή προσχώρηση σε ένα credo. Αλλά στο εδάφιο 5,1-12 αυτό το νόημα εμφανίζεται μόνο στην αρχή, όπου το πιστεύειν συνοδεύεται από το ὅτι και ένα συμπληρωματικό προσδιορισμό. Στη συνέχεια όμως το ρήμα συνοδεύεται σε μόνιμη βάση από το εἰς και αιτιατική (συχνή γραμματική κατασκευή στο 4ο Ευαγγέλιο):
– ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ (5,10α)
– οὐ πεπίστευκεν εἰς τὴν μαρτυρίαν (5,10γ)
– τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (5,13)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε σχέση με τον στ. 3,23, πιστεύειν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ, η έννοια της πίστεως στο εδάφιο 5,10-13 είναι βαθύτερη, ακριβώς την στιγμή που βρισκόμαστε στο συμπερασματικό στίχο 5,13 ολόκληρης της Επιστολής.
Πρέπει να καταλήξουμε ότι στο απόσπασμα 5,1-12, (στο οποίο μπορούμε να προσθέσουμε και τον καταληκτικό στ. 5,13) ο Ιωάννης έχει υπερβεί την θεώρηση του εξωτερικού κριτηρίου της ομολογίας πίστεως· πραγματεύεται άμεσα την πιστή καθαυτή. Και εάν στην αρχή (5,1.5) την αναφέρει ακόμη ως αποδοχή μιας διδασκαλίας (πιστεύειν ὅ τ ι) που αφορά στον Χριστό – την μεσιτεία του και την θεία υιότητα – στους επόμενους στίχους 10-13 προχωρεί εξηγώντας σε τί συνίσταται ακριβώς η χριστιανική πίστη: είναι μια προσωπική παράδωση στον Υιό του Θεού (στ.10)· και προσθέτει ότι η αιώνια ζωή βρίσκεται ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ (στ. 11), και ότι ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν (στ. 12). Εδώ βρίσκεται ολόκληρη η ουσία της χριστιανικής ζωής. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την θεολογική σημασία αυτών των κειμένων: η πίστη αναφέρεται στο ίδιο το πρόσωπο του Υιού του Θεού, διά του οποίου κατακτάται ο ένθεος βίος. Ο Kohler το έχει ορθά διατυπώσει ως εξής: σ’ αυτή την περιγραφή της χριστιανικής πίστεως από τον Ιωάννη «διατυπώνεται ο πλέον προσωπικός χαρακτήρας της πίστεως».
2. Το άμεσο περίγραμμα του στ. 5,6
1. Ο στ. 6 «οὗτός ἐστιν ὁ ἐλθὼν δι' ὕδατος καὶ αἵματος» αποτελεί μια επίμονη αναφορά στους αρνητές της γνωστικής παράδοσης: «οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ' ἐν τῷ ὕδατι καὶ τῷ αἵματι». Όπως και το σύνολο σχεδόν των σχολιαστών διακρίνουμε εδώ την υπενθύμιση των ιστορικών και μεσσιανικών γεγονότων της γήινης παρουσίας του Ιησού (ἐλθών), δηλαδή την βάπτιση στον Ιορδάνη και την σταύρωση που πλαισιώνουν τον δημόσιο βίο του και υπογραμμίζουν το νόημα της σωτηρίας.
Αλλά η διατύπωση «ἐν τῷ ὕδατι καὶ τῷ αἵματι» – που παραπέμπει πιθανότατα σε δύο ξεχωριστά στοιχεία – είναι πολύ ασυνήθιστη και πολύ λακωνική ώστε να προσδιορίζει απλώς γεγονότα· είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πρέπει να αποτελεί ταυτόχρονα υπενθύμιση του αίματος και του ύδατος που εξήλθε από την πλευρά του Ιησού (Ιωάν, 19,34). Αυτή η εξωτερική λεπτομέρεια είχε ήδη μια συμβολική και θεολογική σημασία στο Ευαγγέλιο, διότι χωρίς αυτή δεν θα ήταν κατανοητή η επιμονή του ευαγγελιστή στην μαρτυρία του μαθητή (Ιωάν. 19,35-37): αυτή η μαρτυρία έχει σκοπό να καταδείξει ότι το αίμα και το ύδωρ αποτελούν σημεία του έργου της σωτηρίας που ολοκληρώνεται εκείνη την στιγμή. Ποιος είναι όμως ο ρόλος αυτού του συμβολισμού στο πλαίσιο του ευαγγελικού κειμένου; Οι απόψεις διίστανται· αλλά και η ίδια η αρχαία παράδοση μας διασώζει πολλές διαφορετικές αλληγορικές ερμηνείες. Δεδομένου ότι η σειρά των λέξεων στο Ευαγγέλιο είναι αίμα και ύδωρ και όχι ύδωρ και αίμα μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι είναι απίθανο να αφορά, εκ πρώτης όψεως, το βάπτισμα και την ευχαριστία. Το αίμα είναι πιθανότατα σημείο του σωτηριώδους θανάτου του Ιησού, και το ύδωρ σημάδι της πνευματικής του γονιμότητας, το σύμβολο του Πνεύματος. Υπάρχουν δύο ενδείξεις γι’ αυτή την εκδοχή: πρώτα ο παραλληλισμός αυτού του αποσπάσματος με το εδάφιο 7,37-39, στο οποίο οι ποταμοί ύδατος ζώντος που ρέουν εκ της κοιλίας αυτού αποκαλούνται από τον ίδιο τον Ιωάννη Άγιο Πνεύμα. Αφ’ ετέρου ο στ. 19,34 περιλαμβάνει πιθανότατα και μια αναφορά στα μυστήρια, εξ αιτίας του εκκλησιολογικού προσανατολισμού της σκηνής του Γολγοθά, καθώς και της μυστηριακής απήχησης των λέξεων αίμα (6,53-56) και ύδωρ (3,5). Αλλά η αναφορά αυτή στο βάπτισμα και την ευχαριστία είναι έμμεση και δευτερεύουσας σημασίας.
Αντίθετα στο πλαίσιο του κειμένου της επιστολής, υπάρχει σαφώς μια άμεση αναφορά στα μυστήρια, όπως παραδέχονται σχεδόν όλοι οι σχολιαστές. Πού όμως ακριβώς εντοπίζεται; Στον στ. 5,6α και β ο συγγραφέας αναφέρεται σε σωτηριώδη συμβάντα του παρελθόντος (ελθών)· εδώ δεν αναφέρονται ακόμη άμεσα τα χριστιανικά μυστήρια. Αλλά στο τρίτο σκέλος του στ. 6 («καὶ τὸ Πνεῦμα ἐστι τὸ μαρτυροῦν») το ρήμα δεν βρίσκεται σε παρελθόντα χρόνο αλλά στον ενεστώτα (ἐστι): η μαρτυρία του Πνεύματος γίνεται μια σύγχρονη πραγματικότητα της ζωής της Εκκλησίας. Αλλά η μαρτυρία αυτή παραμένει στενά συνδεδεμένη με τα γεγονότα της ζωής του Ιησού: το αντικείμενό της περιορίζεται στο μεσσιανικό έργο του Ιησού, του οποίου η συμβολική και σωτηριώδης σημασία του υποδεικνύονται από της λέξεις «ύδωρ και αίμα».
2. Γιατί ο Ιωάννης εισάγει εδώ την έννοια της μαρτυρίας; Όπως είδαμε προηγουμένως πρόκειται για έναν όρο νομικό που υπονοεί μια δίκη: Ο Ιωάννης αντιμετωπίζει την ιστορία της σωτηρίας και ιδιαίτερα την ζωή του Ιησού ως μια μείζονα αμφισβήτηση νομικής φύσεως. Γι’ αυτό ακριβώς στον στ. 7 αναφέρει ότι «τρείς είναι οι μάρτυρες»: διότι σύμφωνα με το εβραϊκό δίκαιο είναι απαραίτητη η παρουσία δύο ή τριών μαρτύρων (Ιωάν. 8,16-17)προκειμένου να εκδικασθεί μια υπόθεση. Ο Ιωάννης θέλει να αποδείξει ότι στην υπόθεση του δικαστηρίου που αντιπαραθέτει τον Ιησού στον κόσμο, η μαρτυρία του είναι έγκυρη αφού υποστηρίζεται από τρείς μάρτυρες.
Ποια είναι όμως αυτή η αμφισβήτηση, η εχθρότητα ή η δυσπιστία την οποία αντιμετωπίζει ο συγγραφέας; Αναφέρεται εμφανώς στο κείμενο: στον στ. 6 ο Ιωάννης υπονοεί την παρουσία αρνητών για τους οποίους ο Ιησούς ήλθε «εξ ύδατος» μόνο και όχι και «εξ αίματος»· αυτοί επομένως δεν δέχονται την διά της σταυρώσεώς του σωτηρία· και στους στ. 4-5 αναφέρεται δύο φορές ο «κόσμος» του οποίου οι χριστιανοί θα πρέπει να θριαμβεύσουν δια της πίστεώς τους. Η δογματική αυτή αμφισβήτηση των αιρετικών και του κόσμου, αντιπροσώπευε έναν πραγματικό κίνδυνο για την πίστη: αυτές οι διαστροφικές επιρροές θα μπορούσαν να κλονίσουν τις πεποιθήσεις των χριστιανών· θα μπορούσαν να τους δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την αλήθεια της σωτηρίας που επαγγέλλεται ο δια του σταυρού θάνατος του Ιησού και ως προς τις συνέπειες για την ίδια τη ζωή τους.
Στο σημείο αυτό η μαρτυρία του Πνεύματος αποκτά το νόημά της: ο ρόλος της είναι να ενδυναμώσει την πίστη των χριστιανών. Σε αυτό το μεγάλο απόσπασμα περί της πίστεως (5,1-12), αφού υπενθυμίσει τους κινδύνους που την απειλούν , ο Ιωάννης αποδεικνύει στους πιστούς ότι η μαρτυρία του Πνεύματος αποτελεί ένα σταθερό θεμέλιο: το Πνεύμα είναι αυτό που μαρτυρεί εσωτερικά στις καρδιές των πιστών, εδραιώνοντας τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, που κινδυνεύουν από τα ψεύδη του κόσμου. Δεν είναι παράξενο το ότι αμέσως μετά ο Ιωάννης μεταβαίνει αυθόρμητα στα μυστήρια που τελούνται εντός της Εκκλησίας· διότι το έργο του Χριστού και η πνευματική του γονιμότητα αποτελεί ακριβώς αντικείμενο της πίστεώς τους· δηλαδή αποκτούν την εμπειρία των συνεπειών της με τα χριστιανικά μυστήρια του βαπτίσματος και της ευχαριστίας. Έτσι ο Ιωάννης καταλήγει στην αναφορά των τριών μαρτύρων του έργου της σωτηρίας του Ιησού: το Πνεύμα, το ύδωρ και το αίμα. Οι λέξεις ὕδωρ καὶ αἵμα στο σημείο αυτό δεν μπορούν παρά να υποδεικνύουν τα δύο ουσιώδη μυστήρια της χριστιανικής ζωής.
3. Ένα ακόμη σημείο μένει να διευκρινιστεί. Ποιο είναι το ακριβές νόημα της μαρτυρίας του Πνεύματος, και κυρίως γιατί ο συγγραφέας το συνδέει άμεσα με το ύδωρ και το αίμα; Δεν αρκεί να αναφερόμαστε γενικά στην ενέργεια του Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία, διότι εδώ αυτή συνδέεται άμεσα και με τα μυστήρια. Και είναι λάθος η εκτίμηση ότι το Πνεῦμα υποδεικνύει την χάρη του βαπτίσματος, την δωρεά του Πνεύματος που συμβολίζει το ύδωρ. Διότι στην προκειμένη περίπτωση , το ὕδωρ δεν είναι μόνο ένα σύμβολο, αλλά το ύδωρ του βαπτίσματος. Επιπλέον εάν αυτή η εκτίμηση ευσταθούσε, το Πνεύμα και το ύδωρ δεν θα έπρεπε να παρατίθενται όπως στον στ. 8 διότι κατά την άποψη αυτή δεν θα ήσαν της αυτής τάξεως, διότι το ύδωρ θα αποτελούσε το σημείο, και το Πνεύμα το σημαινόμενο (και επιπλέον δεν θα ήταν δυνατόν να διακρίνονται το ύδωρ και το Πνεύμα ως δύο διαφορετικοί μάρτυρες, αφού θα υποδείκνυαν τελικά την ίδια πραγματικότητα). Τέλος η σειρά διαδοχής των τριών μαρτύρων θα παρέμενε χωρίς νόημα: το Πνεύμα αναφέρεται πρίν το βάπτισμα· δεν μπορεί να αποτελέσει καρπό του βαπτίσματος.
Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια μας οδηγεί πιθανότατα προς την λύση: η ενέργεια του Πνεύματος προηγείται του ύδατος και του αίματος, παρότι συνδέεται στενά μαζί τους. Εάν θυμηθούμε ότι στον στ. 8 «το ύδωρ και το αίμα» αφορούν σε μια συγκεκριμένη συνθήκη εντός της Εκκλησίας, δηλαδή στο βάπτισμά συνοδευόμενο από την ευχαριστία, η όλη διαδικασία αποκτά νόημα, διότι στο πλαίσιο των μυητικών μυστηρίων, συναντάμε ακριβώς την επανειλημμένη αναφορά στο Πνεύμα πριν από το τελετουργικό της κατάδυσης. Ορισμένοι συγγραφείς απέδειξαν ότι υπάρχει μια ολόκληρη παράδοση κατά την οποία το Πνεύμα αναφέρεται πριν από τη βάπτιση και την ευχαριστία. Στα κείμενα του Κουμράν το τελετουργικό της μύησης προέβλεπε τον καθαρισμό δια του πνεύματος της αγιότητας και της αληθείας πριν από την τελετή του καθαρισμού δια του λυτρωτικού ύδατος. Στην 2η προς Κορινθίους Επ. 1,21-22, η οποία πραγματεύεται επίσης την βάπτιση, ο Παύλος αναφέρεται στο χρίσμα δια της πίστεως που τοποθετείται ακριβώς πριν από την σφραγίδα του βαπτίσματος. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται στην Εκκλησία των πρώτων αιώνων, και συγκεκριμένα με την λειτουργική εφαρμογή του συριακού εθίμου που έχει την δική της βαπτιστική τάξη: σ’ αυτήν, σημαντική θέση καταλαμβάνει ένα χρίσμα προ βαπτίσεως, το οποίο δεν σχετίζεται με τον εξορκισμό των υπόλοιπων εκκλησιών, ούτε ασφαλώς με το μετα-βαπτισματικό χρίσμα (το μύρο), τελετουργικό που επισφραγίζει την παρουσία της Εκκλησίας. Και αυτό ακριβώς το χρίσμα που προηγείται της βαπτίσεως σχετίζεται συνηθέστατα με το Άγιο Πνεύμα. Ποιο είναι επομένως το νόημά του; Αποδείξαμε σε άλλη περίπτωση ότι αυτή ακριβώς η συμμετοχή του Πνεύματος πριν από την βάπτιση δεν είναι παρά η εσωτερική αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας στον κατηχούμενο δια του Αγίου Πνεύματος, και επομένως η χάρις της πίστεως. Η ίδια η δωρεά του βαπτίσματος αποτελεί ένα είδος «επισφράγισης αυτής της πίστεως». Επιπλέον σ’ αυτή την παράδοση η ευχαριστία προσφέρονταν αμέσως μετά το βάπτισμα. Συναντάμε λοιπόν μια ακολουθία των τριών τελετουργικών: 1) το χρίσμα του Πνεύματος (ως σύμβολο της δωρεάς της πίστεως)· 2) το βάπτισμα εις το ύδωρ· 3) την ευχαριστία. Έχουμε επομένως στην βαπτισματική ακολουθία μια πραγματική Καθέδρα στη Ζωή του στίχου μας. Επομένως η μαρτυρία του Πνεύματος πριν από το βάπτισμα και την ευχαριστία έχει το ακόλουθο νόημα: στον κατηχούμενο που επιθυμεί να γίνει χριστιανός το Πνεύμα δωρίζει την κατανόηση της αλήθειας, καθώς και την πίστη.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου