ΤΟΥ FRANZ VON BAADER.
Θέσεις τής ερωτικής
φιλοσοφίας.
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1828.
Η θρησκεία και η αγάπη, σαν στενοί
συγγενείς, είναι αναντίρρητα τα μέγιστα δώρα τής ζωής και εάν χρησιμοποιηθούν με
σοφία οικοδομούν την τύχη τού ατόμου και της κοινωνίας, ενώ στην άλογη χρήση
τους, δημιουργούν την καταστροφή. Θα έπρεπε να σκεφτόμαστε λοιπόν, μάλλον ότι
τίποτε δέν θα μπορούσε να είναι πιό αγαπητό στον άνθρωπο απο τον διαφωτισμό του
σχετικά μ'αυτά τα αντικείμενα (ή υποκείμενα). Αλλά παρ'όλα αυτά η αγαπημένη
αργία τής ψυχής και του πνεύματος, ενωμένη με την παλιά προκατάληψη, σύμφωνα με
την οποία ο άνθρωπος θα έπαυε να αισθάνεται συναισθήματα μόλις αρχίσει να
σκέφτεται και να γνωρίζει, έγιναν αιτία να διατηρηθεί ο άνθρωπος, σχετικά με
την θρησκεία και την αγάπη, σε μία άγνοια, μεγαλύτερη σε σχέση με οποιοδήποτε
άλλο αντικείμενο της ζωής. Θρησκεία και αγάπη, λέγεται, είναι απλά γεγονότα τής
καρδιάς, και δέν υπάρχει τίποτε να στοχαστούμε γύρω απο αυτά, μάλιστα δέ
προσθέτουν ότι μόνον απέχοντας απο την σκέψη κατακτώνται, ή με άλλα λόγια,
πρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε σαν μία τυφλή εμπειρία. Καμμία απορία λοιπόν εάν
για πολλούς τόσο η αγάπη, όσο και η θρησκεία τοποθετούνται σ'ένα ημίφως τής
λογικής τους!
1. Εάν η ουσία τής αγάπης είναι σωστά
τοποθετημένη στην ενότητα και την ισότητα των ατόμων, στην πληρότητα και την
αμοιβαία ολοκλήρωση μέσω τής εισόδου των και την υποταγή των σ'ένα μοναδικό
κοινό ανώτατο-τον έρωτα-, καθότι κάθε ένωση λαμβάνει χώρα μόνον σε μία υποταγή,
πρέπει τότε να υπολογίσουμε : α) ότι μόνον το διαφορετικό μπορεί να γίνει ίσο
και γι'αυτό έχει ανάγκη, έτσι όπως μόνον διαφορετικοί τονισμοί και όχι του
ιδίου ήχου, να δίνουν μία αρμονία. β) οτι αυτή η συμφωνία, η αρμονία και
συγχορδία δέν λαμβάνει χώρα ούτε πρίν ούτε μετά απο την πραγματοποίηση τής
ισότητος αλλά μόνον σ'αυτή, σαν δραστηριότητος. Και ότι κατά συνέπεια δέν
μπορούμε να κατανοήσουμε την αγάπη έξω απο το αγαπώ, την ενότηα έξω (χωρίς) το
Ένα ή την ζωή χωρίς το ζώντας (το ζώ) Τέλος, γ) σε κάθε είδος αγάπης τού κτίσματος, τόσο για τον κτίστη όσο και
για τα άλλα δημιουργήματα, πρέπει να διακρίνουμε δύο στάδια ή στιγμές, στην
πρώτη των οποίων η ένωση των εραστών είναι ακόμη μία συμφωνία, μία κατάσταση
στην οποία η αγάπη τους δέν δοκιμάστηκε ακόμη, δέν επαληθεύθηκε, και στην οποιά
δέν φαίνεται ακόμη καμμία διαφορά. Αυτή η κατάσταση όμως, κρύβει μέσα της την
δυνατότητα της διαφοράς, της ρήξης ή του θανάτου τής ενώσεως, και είναι αυτή η
δυνατότης η οποία πρέπει να είναι κατ'αρχάς ριζικά μηδενισμένη, ώστε η αγάπη να
μπορέσει να φθάσει το δεύτερο στάδιο, εκείνο της αληθινής συμφωνίας και της
ουσιοποιήσεώς της.
Βεβαίως είναι μία μεγάλη κατάκτηση για
την ερωτική φιλοσοφία η κατανόηση ότι η αγάπη (για τον Θεό όπως και για τους
ανθρώπους) δέν είναι απλώς ένα δώρο ή ένα δωρίζεσθαι, ούτε μία παθητική και
τεμπέλικη απόλαυση, αλλά, σαν αληθινή και γεναιόδωρη αγάπη, είναι ενεργητική,
πραγματοποιείται μόνον στην μεσολάβηση τής αμεσότητος του δώρου και μαζί
πάντοτε με μία ενέργεια εκ μέρους των εραστών. Δηλαδή μία τέτοια αγάπη, η οποία
εξ'αρχής δωρίζεται, παρά την μαγεία και την γοητεία τής αθωότητός της, έχει εν
αυτή τον σπόρο της πτώσεως, του θανάτου μάλλον, του οποίου η ριζική
εξουδετέρωση δέν είναι επομένως ένα δώρο, αλλά ένα πρόβλημα το οποίο οι εραστές
έχουν το χρέος να λύσουν. Επι πλέον η αγάπη καθότι ενότης, προσλαβάνει έναν
διαφορετικό χαρακτήρα σύμφωνα με αυτούς που πρέπει να ενωθούν, εάν βρίσκονται
σε ιεραρχική σχέση ή στο ίδιο επίπεδο. Ξεκινώντας απο αυτό το σημείο έχουμε ήδη
αποκαλύψει μία γενεαλογία τής αγάπης, την σύνδεση δηλαδή της αγάπης, για τον Θεό
για τον άνθρωπο και για την φύση. Τον σύνδεσμο του Cultus(τής λατρείας μέ τήν κουλτούρα. Ίσως
τον δούμε αναλυτικά στο μέλλον).
2. Τώρα πρέπει να αποδείξουμε πώς η
καταστροφή τής δυνατότητος τής διαφοράς, σαν δυνατότης θανάτου τής αμεσότητος
τής αγάπης, της καθαρά φυσικής, είναι εφικτή με δύο τρόπους α) Με το πέρασμα
απο το πρώτο στο δεύτερο στάδιο να φτάνουμε στην πραγματική ρήξη ή στην ψυχρή
εμφάνιση τής διαφοράς ή του χωρισμού, αλλά μόνον στην παρακίνηση αυτής της
ρήξης, η οποία ξεπερνιέται καθαυτή απο τους εραστές οι οποίοι ξεπερνώντας την,
είναι προστατευμένοι για πάντα απο τον πειρασμό και επομένως δέν παρακινούνται
πλέον: Ο πειρασμός λοιπόν είναι αναγκαίος, καθώς επηρεάζει την πραγματοποίηση
της αληθινής αγάπης. β) Οι εραστές δέν αντιστέκονται στον πειρασμό, δέν
ξεπερνούν την παρακίνηση στον χωρισμό, και έτσι μ'αυτόν τον τρόπο εξέρχεται απο
το στάδιο του απλού πειρασμού για να γίνει πραγματικότητα. Σ'αυτή την περίπτωση
(που σηματοδοτείται σαν πτώση των εραστών) πιά δέν είναι πλέον η μόνη δυνατότης
τής διαφοράς να πρέπει να εξαφανιστεί ή να διαγραφεί, αλλά είναι η πραγματική
διαφορά. Αυτή η εξαφάνιση ορίζεται σαν αποκατάσταση!
Όταν η άμεση αγάπη ορίζεται σαν
φυσική, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται σ'αυτό το πλαίσιο, με την ίδια σημασία με
την οποία την χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος όταν δηλώνει ότι ο πρώτος
άνθρωπος, δημιουργημένος αμέσως, είναι ο φυσικός άνθρωπος, απο τον οποίο με το
ξεπέρασμα αυτής της αμεσότητος πρέπει να προκύψει ο πνευματικός άνθρωπος.
Γι'αυτό μόνον εάν μεσολαβηθεί μ'αυτή την σημασία εάν γίνει λοιπόν αληθινός και
πνευματικός, η αγάπη δέν είναι πλέον απλώς φυσική, αλλά υπερφυσική, ελεύθερη απο
την φύση, όχι χωρίς φύση: όπως το ιερό, το οποίο στην ιερουργία είναι ελεύθερο,
χωρίς την αφαίρεση τής φύσης. Γι'αυτό μπορούμε να ορίσουμε επίσης αυτόν τον
δεύτερο τύπο αγάπης σαν αναγεννημένη αγάπη, γεννημένη μία δεύτερη φορά, όπου η
σχέση των εραστών αποδεικνύεται διαφορετική απο αυτή που εμφανιζόταν στο πρώτο
στάδιο. Για παράδειγμα στην αγάπη πρός τον Θεό, σ'αυτό ακριβώς το δεύτερο
στάδιο φανερώνεται ο δημιουργός για πρώτη φορά σαν αυθεντικός Πατέρας για το
δημιούργημα, την πλάση, την κόρη του!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου