Συνέχεια από Παρασκευή,10 Μαρτίου 2017
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου(Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
Ο ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
2. «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΟΛΗΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ»
Για να
τοποθετήσουμε σωστά αυτήν την έκφραση, πρέπει να θυμηθούμε ξανά το σημείο
εκκίνησης του Ιωάννη… Στη Λογική μιλάμε για την αλήθεια· στη Θεο-λογική (όμως…) η αλήθεια συνίσταται στην ‘ερμηνεία’ τού Θεού μέσω τού ενανθρωπήσαντος Λόγου: «Εγώ ειμι η αλήθεια» (Ιωάν. 14,
6) . «Γι’ αυτό
γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, για να μαρτυρήσω την αλήθεια» (Ιωάν.
18, 37) (( «…είπεν ουν αυτώ ο Πιλάτος·
ουκούν βασιλεύς εί σύ; απεκρίθη Ιησούς· σύ λέγεις ότι βασιλεύς ειμι εγώ. εγώ
εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία.
πας ο ών εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής…» - Είναι φανερό ότι δεν
διστάζουν να πάρουν μιαν οποιανδήποτε φράση και να την προσαρμόσουν σ’ αυτό που
σκέφτονται… )) . Αυτός με τον οποίον μιλά (ο Πιλάτος…), δεν γνωρίζει περί τίνος
πρόκειται: «Και τί είναι αλήθεια;». Ανήκει σε κείνους που «δεν μπορούν να
υπομείνουν» αυτό που λέει κι αυτό που ακόμα θα πη ο Ιησούς. «Όταν όμως έρθη
εκείνος, το πνεύμα τής αληθείας, θα σας εισάγη σε όλην την αλήθεια· γιατί δεν
θα μιλά απ’ τον εαυτό του, αλλά ό,τι ακούει, αυτό και θα λέη, και θα σας
αναγγείλη όλα τα μελλούμενα. Και θα με δοξάση, γιατί θα πάρη απ’ τα δικά μου
και θα σας τα αναγγείλη. Όλα όσα έχει ο Πατήρ, είναι δικά μου, και γι’ αυτό
είπα, ότι θα πάρη απ’ τα δικά μου και θα σας τα αναγγείλη» (Ιωάν. 16,
12-14) (( Εδώ φανερώνεται η Αγία
Τριάδα, ο Ένας και τριαδικός Θεός, ομοούσια και αχώριστα… Οι άνθρωποι όμως εδώ
θα ξεχωρίσουν οπωσδήποτε το Άγιο Πνεύμα… )) . Σ’ αυτά τα λόγια για τον
Παράκλητο στον αποχαιρετιστήριο λόγο τού Χριστού, βρίσκονται συγκεντρωμένα
(συναθροισμένα… - Summa)
εκείνα που επενεργεί το Άγιο Πνεύμα και με τα οποία γνωστοποιεί έμμεσα την
ύπαρξή του (( ! )) . Από εδώ μπορούν να
κατανοηθούν και οι υπόλοιπες ρήσεις περί Πνεύματος ως διαφωτιστικές
συμπληρώσεις και να φωτίσουν όλο το νόημα.
Φιλολογικά μπορούν να ερευνηθούν ξεχωριστά οι διάφορες εκφράσεις, και να
αναρωτηθούμε για την προέλευση των όρων (π.χ. Παράκλητος), θεολογικά όμως είναι
τόσο ισχυρή η εσωτερική συνάρτηση όλων τών εκφράσεων για το Πνεύμα στον Ιωάννη,
ώστε να θολώνη περισσότερο παρά να φωτίζη τη
συνθετική ματιά τού συγγραφέα (τού
Ιωάννη δηλ.!...) η απομόνωσή τους. Συγκλίνουν δε τόσο ξεκάθαρα οι βασικές
ρήσεις περί Πνεύματος, ώστε δεν είναι δυνατόν να διαβαθμιστούν σωστά παρά μόνον
ως αλληλοσυμπληρούμενες προοπτικές προς το Ένα και μοναδικό Πνεύμα (( Εμπρός λοιπόν, στη δουλειά!... )) .
α) Ο ερμηνευτής
Υπάρχει
στο κείμενο που παραθέσαμε, τρεις φορές η λέξη «αναγγέλλω» (αναγγελείν)· κάτι που μπορεί να
‘παραφρασθή’ (στη δεύτερη ρήση) με το απλό «διδάσκω» (διδάσκειν) ή το πιο ‘εξειδικευμένο’ «θυμίζω» (υπομιμνήσκειν), διασαφηνίζεται όμως άριστα με το «εισάγω», «θέτω
στην σωστή οδό» (οδηγείν). Το πεδίο,
στο οποίο και θα ‘εισαχθούμε’, είναι απερίγραπτα μεγάλο: «όλη (ή: ολόκληρη) η
αλήθεια». Αν ομολογείται δε απ’ τον Ιωάννη ως η «εξήγηση» (1, 18) του Θεού (του
Πατρός) (( Και όχι τής Αγίας Τριάδος…
Διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο μονογενής υιός ο ών εις
τον κόλπον τού πατρός, εκείνος εξηγήσατο»… Είπαμε: κόβουν και ράβουν… )) δια του ενανθρωπήσαντος Υιού η αλήθεια, τότε
μπορεί να ονομαστή δίκαια «Πνεύμα τής αληθείας», σε διαφορετικό μάλιστα κάθε
φορά βάθος (( και πλάτος και μήκος… )) ο εξηγητής αυτής τής αλήθειας: λέει την αλήθεια και μπορεί να τη
«μαρτυρήση», επειδή τη γνωρίζει, και τη γνωρίζει, επειδή βρίσκεται στο
εσωτερικό της, στη σχέση δηλ. ανάμεσα στον Πατέρα, ο οποίος και ‘εξηγείται’,
και τον Υιό που τον ‘εξηγεί’. Το ότι ‘εξηγεί’ «αληθινά» (αληθινώς) ο Υιός οφείλεται (( ! ))
στο ότι δεν εξηγεί τον εαυτό του (όπως οι ψευδοπροφήτες), αλλά έχει
σταλή απ’ τον Πατέρα για να ‘εξηγήση’, και καθώς δεν μένει έτσι να ‘εξηγείται’
απλώς παθητικά ο Πατήρ, αλλά επενεργεί ο ίδιος με την αποστολή την ‘εξήγηση’,
μπορεί να ονομασθή κι αυτός ως ο Αληθινός (Ιωάν. 7, 28 – 17, 3)· στο όνομα
αυτής τής αυτο-αποκαλυπτόμενης αλήθειας αποφαίνεται και ο Ιησούς στους
Ιουδαίους ότι (( ναι, … )) γνωρίζει τον Θεό. Και μπορεί έτσι να είναι,
για να παραπέμψουμε άλλη μια φορά στην Α’ Ιωάν. 5, 20, κατ’ αρχάς ο Θεός, ο
Πατήρ, «ο Αληθινός», τον οποίον και μπορούμε μέσω τού Υιού να ‘κατανοήσουμε’, κι αμέσως μετά (( ! ))
και ο ίδιος ο Υιός («και είμαστε στον Αληθινό, στον Υιό του Ιησού
Χριστό») (( Λέει η Α’ επιστολή:
«…οίδαμεν ότι εκ του Θεού εσμεν, και ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται. οίδαμεν
δε ότι ο υιός τού Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκομεν τον
αληθινόν· καί εσμεν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ. ούτος εστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος» - Είναι φανερό, ότι δεν θέλουν, και
προτιμούν να ‘διαβάζουν’ άλλα αντί άλλων… )) , ενώ μπορεί να εννοείται στην
τρίτη φράση: «Αυτός είναι ο αληθινός Θεός και η αιώνια ζωή», άλλη μια φορά ο
Υιός, ή επίσης και η ενότητα Πατρός
και Υιού (( Το Πνεύμα!... Η Αγία Τριάδα
‘αποτελείται’ από έννοιες!! … )) . Θέτει δε η τελική προειδοποίηση για τα είδωλα (( «Τεκνία,
φυλάξατε εαυτούς από τών ειδώλων. Αμήν.» … )) , δηλαδή τον Αντίχριστο, κατά
τελεσίδικον τρόπο αυτήν τη θεωρητική και ηθικήν αλήθεια υπό το ‘σημείο’ τής
γνήσιας Ενανθρώπησης.
Γιατί
δεν επαρκεί όμως ο Υιός ως ‘ερμηνευτής’, και γιατί χρειάζεται επιπλέον η
αποστολή τού Πνεύματος; (( Θα το
‘εξηγήσουμε’ τώρα με βάση τα δικά μας ‘λογικά’ ή και ‘άλογα’ δεδομένα, παρ’ όλο
που μας προειδοποιούν οι άγιοι, ότι δεν μπορούμε να αναλογισθούμε ανάλογα με
τις δικές μας πραγματικότητες την ‘πραγματικότητα’ της απερινόητης Αγίας
Τριάδας… )) . Πρέπει δε να τεθή εν σχέσει προς τον Ιωάννη το ερώτημα, καθώς
απαιτεί ήδη προκαταρκτικά, και το επιτυγχάνει μάλιστα εν μέρει, να πιστέψουμε,
με την υπόσχεση που δίνει για το Πνεύμα, ότι προέρχεται απ’ τον Θεό ο
Ιησούς. Το ότι διαθέτει ο Ίδιος, πέρα απ’ όλους τούς Προφήτες, «το Πνεύμα
δίχως μέτρο» απ’ τον Πατέρα (3, 34) ((
«…όν γαρ απέστειλεν ο Θεός, τα ρήματα του Θεού λαλεί· ου γαρ εκ μέτρου δίδωσιν
ο Θεός το Πνεύμα. ο πατήρ αγαπά τον υιόν και πάντα δέδωκεν εν τη χειρί αυτού. Ο
πιστεύων εις τον υιόν έχει ζωήν αιώνιον· ο δε απειθών τω υιώ ουκ όψεται ζωήν,
αλλ’ η οργή τού Θεού μένει επ’ αυτόν» … )) , το οποίο και κατήλθε επ’ Αυτόν
κατά τη μαρτυρία τού Βαπτιστού (1, 32), για να «μείνη πάνω σ’ αυτόν» και να τον
εκλέξη έτσι σε Πνευματικό (Pneumatiker) τρόπον τινά, θα εξαρκούσε για
να τον καταστήση εκ των προτέρων δωρητή τού Πνεύματος. Δεν λέει άλλωστε ο
Βαπτιστής, ότι «βαπτίζει ο Ιησούς», σε αντίθεση με κείνον, που βαπτίζει «στο
ύδωρ», «στο Άγιο Πνεύμα» (1, 33); Απέναντι
σ’ αυτό υπάρχει βέβαια η σαφής περιγραφή, ότι προσφέρει ο Ιησούς ρεύματα
ζωντανού ύδατος στους διψασμένους, εννοώντας «μ’ αυτό το Πνεύμα, που θα
υποδεχτούν εκείνοι που θα πιστέψουν σ’ Αυτόν, γιατί δεν ‘ήταν’ ακόμα το Πνεύμα,
επειδή δεν είχε δοξαστή ακόμα ο Ιησούς» (7, 37-39) (( «Εν δε τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη τής
εορτής ειστήκει ο Ιησούς και έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και
πινέτω. ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε
περί τού Πνεύματος ού έμμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν· ούπω γαρ ήν
Πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη»… )) . Διακρίνονται λοιπόν δύο
περίοδοι εδώ: ο χρόνος πριν απ’ τη δόξα τού Σταυρού, και ο προηγούμενος χρόνος·
και μας επιτρέπεται να πούμε, πως είμαστε κοντά στον τρόπο κατανόησης του
Ιωάννη, αν τοποθετήσουμε στη στιγμή εκείνη που γέρνει το κεφάλι του και
«παραδίδει το Πνεύμα» (παρέδωκεν το
πνεύμα – 19, 30) ο Εσταυρωμένος, το ξεκίνημα της δεύτερης περιόδου (( Ο Κύριος ‘παρέδωκε’ το Άγιο Πνεύμα! Οι
άνθρωποι βρίσκονται πλέον και εκτός κάθε ‘ανθρώπινης’ λογικής… )) . Και
κατανοούμε έτσι επίσης, για ποιον λόγο λέει, πριν τους υποσχεθή το Πνεύμα,
στους μαθητές, πως «Θα είχα πολλά ακόμα να σας πω, αλλά δεν μπορείτε να τα
αντέξετε (βαστάζειν) (ακόμα…)» (16,
12) ο Ιησούς: είναι η τελείωση της ύπαρξής του ως Λόγου στον Σταυρό αυτά τα
Πολλά, τα πιο πολλά απ’ όλα στην πραγματικότητα, τα οποία και θα έχη ακόμα να
πη στην ανθρωπότητα – που δεν μπορεί ακριβώς ακόμα να τα ‘βαστάξη’ -· τελείωση
που την ονομάζει επιγραμματικά «ο Λόγος τού Σταυρού» ο Παύλος, και που είναι,
με τη μορφή τής ύψιστης μωρίας, η ύψιστη του Θεού σοφία (Α’ Κορ. 1, 18.25).
Έτσι
όμως είναι δυνατόν να εξηγηθή, το ότι μπορούσε να ‘δώση’ μιαν ‘κεφαλαιώδη’ και
‘αρχική’ αντίληψη πίστεως (και…)
πριν από τον Σταυρό ο Ιησούς: Το ότι βαπτίζει με την παρουσία «τού Αγίου
Πνεύματος» δείχνει, πως είναι ήδη πάντοτε, από την ίδια τη δική του αφθονία
πνεύματος, πηγή τού Πνεύματος. Και το δείχνουν αυτό επίσης, το ότι βλέπουν
(ήδη…) στο πρώτο θαύμα τη δόξα του, και μπορούν «να πιστέψουν σ’ Αυτόν» οι
μαθητές του (2, 11), και το ότι φτάνει τελικά, μετά από όλην εκείνην την
‘παρεξήγηση’ του «ζώντος ύδατος», τελικά στην πίστη και κατανοεί κατά κάποιον
τρόπο τον λόγο για την προσευχή «εν πνεύματι και αληθεία» στον Πατέρα η
Σαμαρείτιδα (4, 23), κι ότι πιστεύει ο Εκατόνταρχος (4, 53), κι ότι πλησιάζουν
στην πίστη οι υπηρέτες τού κριτηρίου (7, 46)
(( «Ήλθον ουν οι υπηρέται προς τους αρχιερείς και Φαρισαίους, και είπον
αυτοίς εκείνοι· διατί ουκ ηγάγετε αυτόν; απεκρίθησαν οι υπηρέται· ουδέποτε
ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος. απεκρίθησαν ουν αυτοίς οι
Φαρισαίοι· μη και υμείς πεπλάνησθε; μή τις εκ των αρχόντων επίστευσεν εις αυτόν
ή εκ των Φαρισαίων;…» - Κι όμως, με τον φανατισμό τους οι Λατίνοι, δεν μπορούν
ποτέ να αποκτήσουν ‘ώτα’ και να ‘ακούσουν’… )) , κι ότι ομολογεί την πίστη του
ο θεραπευμένος τυφλός (9, 35 κ.ε.), το ίδιο και η Μάρθα (11, 27), κι ότι
προσάγει μια γνήσια απόφαση ανάμεσα στην πίστη και την απιστία μιλώντας για τον
άρτο τον ζώντα ο Ιησούς, όπου και αποφασίζει, λέγοντας «εμείς πιστεύουμε και
γνωρίζουμε» (6, 69), γι’ Αυτόν που «έχει λόγους τής αιώνιας ζωής» ο Πέτρος (( «…απεκρίθη ουν αυτώ Σίμων Πέτρος· Κύριε,
προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις· και ημείς πεπιστεύκαμεν και
εγνώκαμεν ότι συ εί ο Χριστός ο υιός τού Θεού τού ζώντος…» )) . Το ότι
διανύθηκε ένας γνήσιος δρόμος με όλα αυτά, δεν μπορεί να αμφισβητηθή, έστω κι
αν λείπη ακόμα σε μεγάλον βαθμό η μεταπασχάλια αντίληψη πίστεως (το ότι μιλά
π.χ. για τον «ναό τού σώματός του» κατά τον καθαρισμό τού ναού ο Ιησούς, το
καταλαβαίνουν κατ’ αρχάς μετά την Ανάσταση, και τότε «πιστεύουν» οι Μαθητές –
2, 22, ενώ παρόμοια συμβαίνει και κατά την είσοδο στην Ιερουσαλήμ – 12, 10)·
και δεν είναι τελικά παρά Ιουδαίοι οι ακροατές τού Ιησού, που συνδέονται με
μιαν Διαθήκη με τον Θεό, ακατανόητη χωρίς μιαν ορισμένη ‘γνωστοποίηση’ θεϊκού
Πνεύματος, λόγω τής οποίας μπορεί και να τους καταμαρτυρηθή, ότι «Αντιστέκεστε
πάντοτε, όπως οι πατέρες σας, έτσι κι εσείς στο Άγιο Πνεύμα» (Πράξ. 7, 51) (( «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία
και τοις ωσίν, υμείς αεί τώ Πνεύματι τω Αγίω αντιπίπτετε, ως οι πατέρες υμών
και υμείς»… )) . Και λόγω τής Διαθήκης με τον Θεό μπορεί να περιμένη κι ο
Ιησούς απ’ τον Νικόδημο, όχι μόνο να καταλαβαίνη τί σημαίνει «να ξαναγγεννηθή
απ’ το Πνεύμα», αλλά και ότι είναι ο ίδιος ο Ιησούς εκείνος που περιεκτικά
αποκαλύπτει τον Πατέρα (3, 36), και εκείνος που πράγματι βαπτίζει άρα στο
Πνεύμα, όπως μάς το φανέρωσε και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Κοιτώντας δε
παράπλευρα (( ! )) και τον Λουκά, βλέπουμε πως υπόσχεται η
προϊστορία τού Ιησού, η αναγγελία δηλ. της γέννησης του Βαπτιστή, σε συνέχεια
προς την Παλαιά Διαθήκη, στο Άγιο Πνεύμα το παιδί που θα γεννηθή (Λουκ. 1, 15.
17), κι ότι «γεμάτος απ’ το Άγιο Πνεύμα προφητεύει» ο Ζαχαρίας (1, 67), όπως κι
η Ελισάβετ κατά τον ασπασμό τής Μαρίας (1, 41), και με μεγάλην έμφαση άλλη μια
φορά ο Συμεών (2, 25. 26. 27).
Όλα
αυτά δεν εμποδίζουν ωστόσο τον απότομο, μέσα απ’ το Πάθος τού Ιησού,
διαχωρισμό (( Όλα στην υπηρεσία τής
αίρεσης… )) : μόνον όταν ‘εξαφανισθή’ (όταν γίνη ‘άφαντος’, και δεν θα
‘φαίνεται’ πια!...) ο Ιησούς, μπορεί να έρθη το Πνεύμα (( Είναι φανερό: δεν μπορούν μαζί!... )) .
Όλες οι ρήσεις για τον Παράκλητο το μαρτυρούν με τον τρόπο τους, μιλώντας για
την αποστολή τού Πνεύματος στο μέλλον (14, 16. 26· 15, 26· 16, 13 κ.ε.),
εντελώς δε χαρακτηριστικά η τέταρτη ρήση: «Αν δεν φύγω, δεν θα έρθη σε σας ο
Παράκλητος· αν όμως φύγω, θα σας τον στείλω εγώ» (16, 7) (( Ας διαβάσουμε άλλη μια φορά ολόκληρο το
‘απόσπασμα’: «…αλλ’ ότι ταύτα λελάληκα υμίν, η λύπη πεπλήρωκεν υμών την
καρδίαν. αλλ’ εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν· συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γάρ
μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς· εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν
προς υμάς· και ελθών εκείνος ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί
δικαιοσύνης και περί κρίσεως, περί αμαρτίας μεν, ότι ου πιστεύουσιν εις εμέ·
περί δικαιοσύνης δε, ότι προς τον πατέρα μου υπάγω και ουκέτι θεωρείτέ με· περί
δε κρίσεως, ότι ο άρχων τού κόσμου τούτου κέκριται»… - Ο Κύριος μιλάει για τον
Θάνατό του και την Ανάσταση, που κρίνει και τις ‘τύχες’ όλων μας… Και οι
‘κύριοι’ εδώ ‘βλέπουν’ μόνον ‘αναχωρήσεις’ και ‘αφίξεις’, σαν να είμαστε σε
σταθμό λεωφορείων! Ήμαρτον… )) . Και ο λόγος δεν είναι, ότι πρέπει να
‘εξαφανισθή’ ως ο σωματικά Παρών, για να παρουσιασθή έτσι η «πνευματικότητά»
του, ο Ιησούς, αλλά ότι μπορεί μόνον τότε, όπως εξάλλου ειπώθηκε, να ‘εξηγηθή’
πλήρως («όλη η αλήθεια»), αφού ‘μιλήθηκε’ εις τέλος: στον θάνατό του και την
Ανάσταση, ο ενσαρκωθείς Λόγος τού Θεού
(( Χωρίς κανένα, αλίμονο, περιεχόμενο!... Κάτι, που τέλος πάντων να μας
αφορά άμεσα, βαθειά στην ψυχή μας, βρε ‘αδερφέ’!... )) . Μας είναι μάλιστα τώρα
αδιάφορο, το αν βλέπη ο Ιωάννης ήδη ως την ύψιστη εξύμνηση του Πατρός τον
θάνατο του Ιησού και να ξεπηδά στον Σταυρό το Πνεύμα (( !!! )) , το οποίο και επιτρέπει (( στο κούφιο μας μυαλό… )) κατόπιν το να πνεύση ήδη την ημέρα τής
Αναστάσεως στην Εκκλησία και τον Κόσμο
(( Θέλει να πη, ότι ‘έφυγε’ απ’ τον Σταυρό, για να ‘μπορέση’ να
ξαναεμφανισθή στην Ανάσταση; Θέλει να πη αυτό; Είναι τόσο «σκληρυμμένες» αυτές
οι ‘καρδιές’;… )) , ή αν ‘αναλύη’ ο Λουκάς στην Ανάσταση και την Ανάληψη το
γεγονός τής εξύμνησης, για να πραγματοποιηθή κατ’ αρχάς με την επιστροφή τού
Ιησού στον Πατέρα, και να ‘επικυρωθή’ έτσι η υπόσχεση για το Πνεύμα (Πράξ. 2,
33) (( Τί λέει το κείμενο; «…προϊδών
ελάλησε περί τής αναστάσεως του Χριστού ότι ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου
ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν. τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, ού πάντες
ημείς εσμεν μάρτυρες. τη δεξιά ουν του Θεού υψωθείς, την τε επαγγελίαν τού
Αγίου Πνεύματος λαβών παρά τού πατρός, εξέχεε τούτο ό νυν υμείς βλέπετε και
ακούετε…» … )) . Μόνο μέσα απ’ την τελείωση της αποστολής τής ενσάρκωσης μπορούμε
πάντως να την επισκοπήσουμε και να την εξηγήσουμε κι εμείς στην ενότητα και το
βάθος της. Γιατί μόνον τώρα πραγματοποιήθηκε με την ‘ιωάννεια’ έννοια και
διατέθηκε έτσι στην ερμηνεία «όλη η αλήθεια». Το πώς ερμηνεύει όμως «όλην την
αλήθεια» το Άγιο Πνεύμα, αυτό μπορούμε να το ‘αναμετρήσουμε’ μόνον, αφού
κοιτάξουμε πρώτα τί σημαίνει «όλη η αλήθεια».
((
Σημ. τ. μετ.: Διαβάσαμε με προσοχή τη ‘θεο-λογική’… Ας δούμε τώρα κι ένα μικρό
απόσπασμα αληθινής θεολογίας, απ’ τον Β’ Λόγο περί εκπορεύσεως του Αγίου
Πνεύματος, του αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά: «… Γιατί όντως πέμφθηκε σε κάποιους
και δόθηκε προς τους μαθητές απ’ τον Υιό (το άγιο Πνεύμα…), που το έλαβε
χρονικά (εν χρόνω…) απ’ τον Πατέρα, και με το να είναι υστερογενέστερη η
αποστολή αυτών που το έλαβαν, και για (κάποιαν ασφαλώς…) αιτία, ή και για
πολλές μάλλον αιτίες· «ίνα μένη», λέει, «μεθ’ υμών εις τον αιώνα», «ίνα υμάς
διδάξη και υπομνήση πάντα ά είπον υμίν», «ίνα μαρτυρήση περί εμού» και
συμμαρτυρήση μαζί σας τα κατ’ εμέ, που τα μαρτυρείτε όλα απ’ την αρχή μέχρι το
τέλος, «ίνα ελέγξη τον κόσμον» ως υπεύθυνο με την αμαρτία (λόγω τής αμαρτίας…),
τον κόσμο που ονόμασε αμαρτία τη
δικαιοσύνη μου· δικαιοσύνη, που εξέβαλε και τον ίδιον τον άρχοντα της
αμαρτίας από την εξουσία του πάνω στους αμαρτωλούς, κατακρίνοντάς τον δίκαια,
για το ότι οδήγησε και τον όντως δίκαιον άδικα κάτω απ’ την ίδια με τους
αμαρτωλούς ευθύνη («εμείς δίκαια πάσχουμε», λέει και ο μετανοών Ληστής στον
Σταυρό…), για να με δοξάση, οδηγώντας σας σε όλην την αλήθεια. Γιατί είναι
«Πνεύμα αληθείας», και «ουκ αφ’ εαυτού λαλεί, αλλ’ όσα αν ακούη παρά τού
Πατρός», «ώσπερ καγώ ουδέν ελάλησα απ’ εμαυτού»· κι επειδή είναι δικός μου ο
Πατήρ (ο Πατήρ εμός) και «πάντα όσα έχει ο Πατήρ εμά», «εκ του εμού λαμβάνει
και αναγγέλλει» (το άγιο Πνεύμα…)· γιατί
είναι κοινά σε μάς και ο πλούτος και οι δωρεές (τα δόματα). – Επέμφθη
λοιπόν απ’ τον Πατέρα και τον Υιό χρονικά και προς κάποιους και για κάποιαν
αιτία· εκπορεύεται δε από μόνον τον Πατέρα δίχως χρόνο και αιτία (αχρόνως και
αναιτίως), έχοντας αυτόν μόνον δική του αιτία, τον μόνον αγέννητον Πατέρα, που
ποιεί τα πάντα εκ μη όντων, λόγω μόνον
τής κοινής σ’ αυτόν και σε κείνους
(τον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα…) αγαθότητας,
έχοντας εξαρχής τον Υιό γεγεννημένο
και το άγιο Πνεύμα εκπορευόμενο»… Τί
κρίμα να μη μελετάμε και να μη γνωρίζουμε τους αγίους πατέρες μας… ))
(
συνεχίζεται, με το υποκεφάλαιο: «Όλη η αλήθεια» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου