Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ (17)-ΕΔΩ ΦΩΤΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ.

Συνέχεια από: Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ 
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ.
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ-ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΗ.
          
Το ξαναδιάβασμα τού Ακινάτη, επεξεργασμένο από την δεύτερη Σχολαστική, προβληματίστηκε με την τοποθέτηση τού Δομηνικανού Θεολόγου, ιδιαιτέρως θεωρώντας αντιφατικές την βεβαίωση τής "φυσικότητος" τής επιθυμίας να δούμε τον Θεό και εκείνη τής χαρισματικής της αντικειμενικότητος! Σ'αυτή την γραμμή έχουν σημασία οι μαρτυρίες συγγραφέων οι οποίοι αρχίζουν να αμφισβητούν την θέση λόγω της οποίας η επιθυμία να δούμε τον Θεό είναι συστατικό μέρος τού ορισμού τού ανθρώπου!
          Γ'αυτό τον λόγο άρχισε να εμφανίζεται η υπόθεση τής υπάρξεως ενός φυσικού τέλους, διακεκριμένου επομένως από την θέα τού Θεού, το οποίο θα ήταν ανάλογο τής ανθρώπινης φύσεως (κατανοημένης χωρίς αναφορά στην οικονομία τής σωτηρίας και επομένως ορισμένης ακριβέστερα σαν "καθαρή φύσις"), σε περίπτωση που ο Θεός δέν θα επέλεγε να καλέσει τον άνθρωπο σ'εκείνη τήν ολοκλήρωση τού εαυτού (υπερφυσικής δωρεάς) τήν οποία διδάσκει η Αποκάλυψη!
          Σ'αυτή την προοπτική εκφράσεις όπως φυσικό τέλος και καθαρή φύσις βρίσκουν μία νομιμοποίηση σημαντική στον Θεολογικό στοχασμό περί του ανθρώπου!
          
ΚΑΘΑΡΗ ΦΥΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΟ ΤΕΛΟΣ!
          
Τα αποτελέσματα αυτής τής εξέλιξης τής σχολαστικής σκέψης αναπτύσσονται με διαύγεια κατά την διάρκεια τών Θεολογικών αντιπαραθέσεων οι οποίες ακολούθησαν την Σύνοδο τού Trento.
          Ιδιαιτέρως στην απάντηση στον Βaio, ο οποίος ηρνείτο την δωρεά τής πρωτογενούς (καταγωγικής) καταστάσεως, η καθολική Θεολογία συνειδητοποίησε την χρησιμότητα τής έννοιας της "καθαρής φύσεως"! Αυτή λοιπόν επέτρεπε την επιβεβαίωση ότι, καθώς κατόρθωσε ο Θεός να δημιουργήσει μία ανθρώπινη φύση χωρίς να την καλέσει στην υπερφυσική κλήση (μία καθαρή, αγνή φύση), η δωρεά τής συνθήκης στην οποία ο Θεός είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο, προικισμένο με αυτή την κλήση, δέν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί με κανένα τρόπο!
          Ξεκινώντας από εδώ η ιστορία πιστοποιεί την γέννηση μίας κάποιας Θεολογίας τού υπερφυσικού επεξεργασμένης στην συνοδεία τής έννοιας τής καθαρής (αγνής) φύσεως και από το προκύπτων διπλό τέλος (σκοπό).
          Μετά τις διαμάχες οι οποίες ακολούθησαν την Σύνοδο τού Trento οι οποίες είδαν για πρώτη φορά τον όρο υπερφυσικό να χρησιμοποιείται σε κείμενα τής δογματικής διδασκαλίας, η μοντέρνα Θεολογία, προοδευτικά έδωσε περισσότερο χώρο στην υπόθεση ενός καθαρά φυσικού τέλους το οποίο ο Θεός κατόρθωσε να χορηγήσει στον άνθρωπο, διαφορετικού από την Θέα τού Θεού, την μακάρια Θέα τού Θεού και συμπίπτοντος με την απλή ενεργοποίηση τών δυνατοτήτων τής γνώσεως και τής αγάπης οι οποίες ανήκουν στην φύση του!
          Η υπονοημένη πρόθεση σ'αυτή τήν θέση υπήρξε χωρίς αμφιβολία η υπογράμμιση τής απολύτου δωρεάς τού υπερφυσικού τέλους τού ανθρώπου, αλλά στην πραγματικότητα ευνόησε κατά παράδοξο τρόπο μια ριζική αντιστροφή τής προοπτικής έτσι ώστε η καθαρή φύσις και η φυσική μακαριότης μπόρεσαν να υπολογισθούν όχι πλέον σαν απλές υποθέσεις, αλλά σαν το πραγματικό σημείο εκκίνησης τού ανθρωπολογικού στοχασμού!
          Έτσι λοιπόν ξεκινώντας από μία σωστή θέση, η Θεολογία προσπάθησε να εκλογικεύσει την παράδοξη διάσταση τής ανθρώπνης υπάρξεως σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος έλαβε ένα τέλος (την χαρισματική μετοχή στην Θεία ζωή) το οποίο υπερβαίνει και ξεπερνά τις ενυπάρχουσες δυνατότητες (φυσικές). Οφείλουμε να προσέξουμε σε δύο από τις πολλές συνέπειες αυτής τής διαδρομής που κάλυψε ο ανθρωπολογικός στοχασμός.
          Κατά πρώτον η πρωτοτυπία τής Χριστιανικής Αποκάλυψης για τον άνθρωπο χάνει την κεντρική της σημασία, έτσι ώστε το περιεχόμενο τού γεγονότος του Ιησού Χριστού δέν είναι πλέον το ανατέλλον σημείο τής απάντησης τής Χριστιανικής Θεολογίας στο ερώτημα περί τού ανθρώπου, αλλά συντάσσεται πολύ συχνά με έναν εξωτερικό τρόπο και συνοδεύει έναν άνθρωπο ο οποίος αντλεί από αλλού τόν πλήρη του καθορισμό (φύσις)  μ'αυτή την έννοια, ο,τιδήποτε ανήκει στο πλαίσιο τού υπερφυσικού τείνει να γίνεται κατανοητό σαν εξωτερικό και προαιρετικό, ακριβώς επειδή κατανοείται σαν μία επιπλέον δυνατότητα η οποία χαρίζεται σε έναν άνθρωπο, ο οποίος υπολογίζεται ήδη ολοκληρωμένος καθαυτός, στην φύση του!
          Κατά δεύτερον όλη η Χριστιανική πρωτοτυπία επειδή ακριβώς κατανοείται σαν υπέρ-φύση, εξηγείται από αυτή την προκατάληψη τής έννοιας τής φύσεως η οποία προσελήφθη σαν ανθρωπολογικώς πλήρης!
          Το διφορούμενο και το ασαφές τού πράγματος γίνεται φανερό πλέον: οι ιδιαίτεροι χαρακτήρες τής κλήσεως τού ανθρώπου εν Χριστώ δέν μπορούν να ορισθούν ξεκινώντας απο την φύση, ούτε δείχνοντας την υπεροχή τους σ'αυτή, ούτε αναδεικνύοντας τήν μή-αναγωγή τους, μή προέλευσή τους, από την κτιστή φύση τού ανθρώπου, όπως υπογραμμιζόταν στην Θεολογία τού υπερφυσικού. Διότι μόνον η αποκάλυψη επιτρέπει να κατανοήσουμε και να γνωρίσουμε μία επικοινωνία τής Θείας ζωής με τον άνθρωπο, όπως έχει αναδυθεί από την Δημιουργία εν Χριστώ!

-ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ-

Η σύγχρονη Θεολογική έρευνα, η οποία αφιερώθηκε στην μελέτη όλης τής διαρθρώσεως αυτής τής πλευράς τού στοχασμού, σήμερα είναι εις θέσιν να προσφέρει μία πειστική και συνθετική αξιολόγηση τής σημασίας που απέκτησε ο διάλογος περί τού υπερφυσικού!
          Βεβαίως η χρήση αυτού του όρου υπήρξε ωφέλιμη, ανάμεσα στις ιστορικές αναταραχές, εν μέσω τών οποίων έγινε η θεωρητική της επεξεργασία, διασώζοντας δύο σημαντικά γεγονότα τής Χριστιανικής εννοιολογήσεως τού ανθρώπου: την δωρεά τής κλήσεως στην μετοχή στην Θεία ζωή και την αντικειμενική θετικότητα τής ανθρώπινης κτίσεως. Αυτό το δεύτερο στοιχείο, η σπουδαιότης τού οποίου φανερώθηκε ιδιαιτέρως μετά την προτεσταντική μεταρρύθμιση, απορρέει σαν άμεσο αποτέλεσμα της απολύτου δωρεάς του υπερφυσικού: εάν η ανθρώπινη φύσις δέν μπορεί να το εισπράξει και να το απαιτήσει με κανένα τρόπο, σημαίνει ότι διαθέτει μία αντικειμενική σύσταση και μία θετικότητα!
          Άλλο τόσο προφανές όμως είναι και ένα στοιχείο, ιδιαιτέρως κριτικό (κρίσιμο): το σχήμα τής σκέψης -φυσικό, υπερφυσικό- κατέστησε την Θεολογία πιό εύκολα διαπερατή στον δυαλισμό τής μοντέρνας σκέψης, καταλήγοντας να αποτελέσει ένα άνοιγμα μέσω τού οποίου η αντίθεση νόηση-πίστη φάνηκε να είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο τής Χριστιανικής αντιλήψεως του ανθρώπου και του κόσμου!
          Όπως το εξηγούμε ήδη, η σύγχρονη στοχαστική κριτική σημείωσε ξεκάθαρα τούς όρους σύμφωνα με τους οποίους η θεολογική ανθρωπολογία πρέπει να υπερβεί τα όρια μιας μοντέρνας συλλήψεως τής πίστεως και τής σκέψης και επομένως επίσης και τής φύσεως και τής χάριτος!
          Η ιστορική πορεία τής Θεολογίας τού υπερφυσικού φανερώνει λοιπόν ότι μία κάποια ερμηνεία τών όρων τής φύσεως και του υπερφυσικού, χρησιμοποιημένοι σαν καθοριστικά στοιχεία για την επεξεργασία μιάς ανθρωπολογικής Θεολογίας, μπορεί να οδηγήσει στον κίνδυνο τής εκλογικεύσεως τού παραδόξου τής ανθρώπινης υπάρξεως.
          Η πορεία τού Intellectus Fidei (τής νοήσεως τής πίστεως) έδειξε επίσης ότι η δυνατότης εμβάθυνσης τών λόγων αυτού τού παραδόξου δέν αναζητάται στην γραμμή μιάς εκλογίκευσης, αλλά μάλλον αναπτύσσοντας το δραματικό περιεχόμενο τής υπάρξεως τού ανθρώπου, στο φώς της ιδιαιτερότητος τού γεγονότος τού Ιησού Χριστού!
          Σ'αυτή την γραμμή ο Θεολογικός όρος τού υπερφυσικού καθαρισμένος από τα ακατάλληλα νοήματα που του απέδωσε μερικές φορές η Θεολογία, παραμένει χρήσιμος για να δείξει -ξαναπροσλαμβάνοντας εδώ την πρόθεση με την οποία εισήχθη στην αρχαία εκκλησία, στο χριστιανικό λεξιλόγιο- την ανάγκη τής αξεπέραστης διακρίσεως ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, στο πλαίσιο εκείνης τής πρωταρχικής πολικότητος η οποία αναγνωρίζεται ανάμεσα στην περίσσεια τής δωρεάς τής χάριτος και την ιδιαίτερη αντιστοιχία την οποία δείχνει αυτή η δωρεά απέναντι στην δραματική μορφή, την τόσο παράδοξη τού ανθρώπινου πλάσματος!
          
2. Η χρήση τού όρου "ανθρώπινη φύσις" στην Θεολογία!
         
          Στο φώς τής πορείας τής Θεολογίας τού υπερφυσικού και τής κριτικής του επανασυστάσεως, την οποία εκθέσαμε με συντομία, είναι δυνατόν να ξεκαθαρίσουμε τώρα καλύτερα το ιδιαίτερο περιεχόμενο το οποίο πρέπει να αποδοθεί στον όρο τής "ανθρώπινης φύσης" στο πλαίσιο ενός  Θεολογικού στοχασμού περί τού ανθρώπου!
          Είναι κατανοητό πλέον ότι αυτός ο όρος δέν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αρχή γύρω από την οποία μπορούμε να επεξεργαστούμε μία κατάλληλη Θεολογική ανθρωπολογία. Όπως τα πιό προβληματικά συμπεράσματα τής ανθρωπολογίας τού "διπλού τέλους" (σκοπού) και τής "καθαρής φύσης" φανέρωσαν πλήρως! Ας θυμηθούμε ότι ιστορικά ο όρος τής φύσεως προσλαμβάνει προοδευτικά την υποχρέωση να φωτίσει την ανάγκη αποφυγής κάθε συγχύσεως ανάμεσα στην σφαίρα τού ανθρώπινου και εκείνη τού Θείου: το δεδομένο αυτό είναι ξεκάθαρο στην Χριστολογία και στην ανθρωπολογία!
          Αξίζει να θυμηθούμε τήν εξέλιξη τού Χριστολογικού στοχασμού ανάμεσα στην Σύνοδο τής Εφέσου (431) και εκείνη τής Χαλκηδόνος (451): ενώ λοιπόν μέχρι την Έφεσο η έκφραση "μία φύση τού Λόγου τού Θεού ενσαρκωμένη" μπορούσε να κατανοηθεί για να βεβαιωθεί ότι στον Ιησού Χριστό ο Θεός και ο άνθρωπος είναι ενωμένοι όχι μόνον ηθικώς, αλλά και οντολογικώς (φυσικώς), όταν έγινε προσπάθεια να περιγραφεί αυτή η ενότης, η Χαλκηδόνα χρειάστηκε να ακριβολογήσει, απαντώντας στον Ευτυχή, ότι μία τέτοια ενότης έπρεπε να προβλέψει τήν διάκριση ανάμεσα στην φύση και στο πρόσωπο, με τον σκοπό νά αποφευχθεί η κατανόηση του Ιησού Χριστού σαν το αποτέλεσμα μιας ανάμιξης ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Έτσι ο όρος τής φύσεως αναλαμβάνει το συγκεκριμένο χρέος τής υπογράμμισης τής διακρίσεως ανάμεσα στο ανθρώπινο και το Θείο, χωρίς την οποία δέν είναι δυνατόν να βεβαιώσουμε την ιδιαίτερη ενότητα τού Ιησού Χριστού, αληθινού Θεού και αληθινού ανθρώπου!
          Ανάλογη πορεία μπορούμε να συλλάβουμε στον διάλογο, ανθρωπολογικό αυτή την φορά, ο οποίος προσπάθησε να ξεκαθαρίσει την σημασία και την χρησιμότητα τής διακρίσεως φύσης-χάρις. Πάνω απ'όλα ξεκινώντας από τον Αυγουστίνο αναπτύσσεται μία χρήση των δύο όρων σύμφωνα με την οποία διακρίνεται όλο και περισσότερο η ανθρώπινη φύση από την χάρη. Αυτή η αλλαγή δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο Θεολόγος της Ιππώνος, αντιδρώντας στην Θεολογία τού Πελάγιου, αισθάνεται την ανάγκη να υπογραμμίσει την συνθήκη, παρηκμασμένη ιστορικά, τού ανθρώπου, στο φώς τού προπατορικού αμαρτήματος για να φέρουν στην επιφάνεια το σωτηριώδες πρωτείο τού σωτηριώδους έργου του Ιησού Χριστού και της απολύτου δωρεάς του!
          Σ'αυτή την προοπτική γίνεται φανερή η ανεπάρκεια τού όρου τής φύσεως, σαν παράγων για την πρόσβαση στην καινοτομία τής χάριτος! Για να κατανοήσουμε αυτή την κρίση είναι αρκετό να παρατηρήσουμε αυτό το δεδομένο: είναι αναμφισβήτητο ότι η κλήση στήν Θεία υιοθεσία εν Χριστώ Ιησού, συμπίπτει με την κλήση στην ύπαρξη τού ανθρώπου (Δημιουργία χάριτι), αλλά είναι εξίσου αληθές ότι το ανθρώπινο πλάσμα καθαυτό και τυπικώς δέν μπορεί να συμπεριλάβει με κανέναν τρόπο το περιεχόμενο αυτής τής κλήσης! Γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο η διάκριση ανάμεσα στην φύση και την χάρη μας επιτρέπει να υπογραμμίσουμε την καινοτομία της Χριστιανικής κλήσεως, αλλά μαζί, δείχνει ξεκάθαρα ότι από την φύση δέν μπορούμε να αναχθούμε χωρίς την διακοπή τής συνέχειας σ'αυτή την καινοτομία!
          Οπωσδήποτε η αναγνώριση ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη για να ζήσει σαν υιός στον Υιό δέν συνεπάγεται καμμία σύμπτωση αναγκαιότητος ανάμεσα στην φύση και την χάρη, μάλιστα δέ αυτό το θεμελιώδες ανθρωπολογικό δεδομένο είναι κατανοητό μόνον στο φώς της απόστασης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό εν Χριστώ Ιησού. Παραμένει όμως άλλο τόσο αληθινό και ότι η δυνατότης προσβάσεως σ'αυτή την διάκριση προέρχεται από την ολότητα τού γεγονότος τού Ιησού Χριστού, στο οποίο τίθεται όλη η αλήθεια τού ανθρώπου και τού κόσμου.
          Μ'αυτή την έννοια ο Θεολογικός όρος τής φύσεως τείνει να αποκτήσει, στο πλαίσιο τής ανθρωπολογικής Θεολογίας, πάνω απ'όλα τον χαρακτήρα μίας τυπικής διαχωριστικής γραμμής και καθαυτός, προσλαμβανόμενος μόνον στο φώς εκείνης της ολότητος η οποία κινούμενη από την πληρότητα της Χριστιανικής αποκαλύψεως, μας επιτρέπει έναν πειστικό στοχασμό περί της κλήσεως και περί της δημιουργημένης συστάσεως του ανθρώπου. Επι πλέον είναι συμφέρον μας να τονίσουμε ότι μόνον αναλογικώς μπορούν να αντιπαρατεθούν οι σημασίες με τις οποίες ο όρος τής φύσεως χρησιμοποιείται στην Θεολογία και την φιλοσοφία!
          Αποκαλύπτεται και σ'αυτή την περίπτωση χρήσιμο να έχουμε προ οφθαλμών την αρχή τής δυαλιστικής αρχής, τής οποίας η γονιμότης φάνηκε στα προηγούμενα, τόσο στην οντολογική πλευρά όσο και στην Χριστολογική και ανθρωπολογική.
          Όπως δέν είναι δυνατόν να αποκτήσουμε πρόσβαση στην αλήθεια τού Ιησού Χριστού και του ανθρώπου παρά μόνον από το εσωτερικό τής δυαλιστικής τους ενότητος, έτσι είναι και για την διακλάδωση φύσεως και χάριτος στην ζωή τού ανθρώπου. Αυτή η διάκριση λοιπόν παραμένει χρήσιμη σαν όργανο για να σημειώσουμε την δωρεά τής σωτηριώδους πρωτοβουλίας τού Θεού, εφόσον δέν ξεχνούμε τον ιδιαίτερο, αινιγματικό και παράδοξο, χαρακτήρα τής ανθρώπινης ύπαρξης!

Πρός τό παρόν τέλος.

ΕΔΩ ΦΑΝΕΡΩΝΟΝΤΑΙ ΠΟΛΛΑ ΜΥΣΤΙΚΑ. 
ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΟΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΚΥΡΙΕΥΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ  ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΕ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ.
ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΘΕΟ, ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΕΣΑΡΚΩΜΕΝΟ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΕΠΤΩΚΥΙΑ ΜΑΣ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ, ΤΟ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΜΑΣ, ΣΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΑ ΦΥΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΛΩΣ ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΣΕ. 
Ο ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΑΝΗΚΕΙ Σ' ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΝΕΟ ΘΕΟ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΕΙΣΗΓΑΓΑΝ ΜΑΖΙΚΩΣ ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΣΥΝΤΗΡΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΕΝ ΠΟΛΛΟΙΣ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟΝ ΘΕΟ.
Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΤΟΝ ΠΡΟΩΘΕΙ ΞΕΚΑΘΑΡΑ, Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΑ, Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΕΥΘΑΡΣΩΣ ΨΕΥΔΟΜΕΝΟΣ. ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΧΟΥΜΕ ΕΝΑΠΟΘΕΣΕΙ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟΝ  ΘΕΟ, ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ.
ΟΛΟΣ Ο ΧΑΙΝΤΕΓKΕΡ ΚΑΙ Ο ΦΑΙΝOΜΕΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ ΦΩΤΙΖΟΝΤΑΙ ΠΛΗΡΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΑΣ ΦΥΣΗΣ. ΔΕΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΚΑΜΜΙΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ.


Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: