Συνέχεια από Τετάρτη, 10 Απριλίου 2019
Ralph-Rainer Wuthenow
ΓΙΑ
ΤΗ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
( Πρόλογος στη μονότομη έκδοση τού έργου τού Jacob Burckhardt «Ιστορία τού ελληνικού πολιτισμού» )
III.
Επειδή
στους Έλληνες οφείλουμε επίσης τη
θεμελίωση και τις αρχές κάποιων απ’ τις επιστήμες μας, αξίζει να
σταχυολογήσουμε, πώς τις κρίνει, και όχι μόνον αυτές, ο Μπούρκχαρντ. Γιατί δεν
πρόκειται τελικά παρά για την αρχή και τον κανόνα τής σκέψης και της έρευνας,
για «γνώση και θέαση! Με τη γνώση τους για τον κόσμο φωτίζουν, εκτός απ’ την
ίδια τους τη φύση, τη φύση όλων επίσης τών άλλων λαών· χωρίς αυτούς και χωρίς
τούς Ρωμαίους που έγιναν φιλέλληνες δεν θα υπήρχε καμμιά απολύτως γνώση τής
προϊστορικής εποχής, γιατί όλοι οι άλλοι λαοί πρόσεχαν μόνο τον εαυτό τους, τα
βασιλικά τους κάστρα, τους ναούς και τους θεούς τους.
Έκτοτε κάθε αντικειμενική γνώση τού κόσμου εξακολουθεί να υφαίνη στο
ύφασμα που έχουν ξεκινήσει οι Έλληνες».
Στις
διαλέξεις του ο Μπούρκχαρντ πραγματεύεται επίσης ασυνήθιστα θέματα, όπως τη μαγειρική τέχνη τών όψιμων Ελλήνων, την
ομηρική χώρα τών Φαιάκων, τη λεπτή και ‘τρυφερή’ σχέση τών Ελλήνων προς τους
καλλιτέχνες τους. Όταν γίνεται λόγος για φαγητό σε κωμωδίες τής μέσης και σύγχρονης
εποχής, και μάλιστα γεμάτος πνεύμα και αστεϊσμούς, διαπερνά πότε-πότε και η λύπη έναν λαό, που παραδίδεται στην κοινή
‘καλή ζωή’, μη διαθέτοντας πια ελπίδες και ιδανικά και μη γνωρίζοντας καμμιά
πλέον διέξοδο απ’ τον θρήνο και την απειλή τής καθημερινότητας. Ο Μπούρκχαρντ
ανακαλύπτει ένα αντίστοιχο χωρίο στον Αντιφάνη: «Όποιος θεωρεί πως υπάρχει
ακόμα κάτι το σίγουρο στην ζωή, αυτός πλανάται. Γιατί είτε θα του έχουν
λαφυραγωγήσει οι φόροι ολόκληρο το σπίτι, είτε θα έχη συνάψει χρέη προς κάποιον
που διοικεί, ή θα πρέπη να έχη προσφέρει ως δωρητής χρυσά ενδύματα σε χορωδία,
ενώ κυκλοφορεί ο ίδιος με κουρέλια (…), ή θα τον αιχμαλωτίσουν σε κάποιο
θαλασσινό ταξίδι, ή θα τον δολοφονήσουν οι σκλάβοι καθώς περπατά ή κοιμάται.
Τίποτα δεν είναι σίγουρο, εκτός απ’ αυτό που προσπορίζεται κανείς καθημερινά
γι’ αυτόν τον ίδιον. Αλλά μπορεί να έρθη και τότε ακόμα κάποιος και να του
απομακρύνη το ήδη έτοιμο τραπέζι· μόνον όταν έχης τη μπουκιά ανάμεσα στα
δόντια, μπορείς να σκεφτής: αυτό πάντως
είναι σίγουρο μέσα σε όλα τα άλλα».
Πάνω
απ’ τους θεούς και τους ανθρώπους κυριαρχεί η μοίρα, το πεπρωμένο· οι δήθεν
φαιδροί και χαρούμενοι Έλληνες «ήταν
γεμάτοι αγνό, αμιγή απαισιόδοξο θρήνο για την ζωή πάνω στη γη. Μόνο που
δεν αφήνονταν σε έναν απλό ρεμβασμό και
σκεπτικισμό, και δεν παραιτούνταν ποτέ απ’ το να ενεργούν και να θέλουν»,
παρατηρεί ο Μπούρκχαρντ, αναγνωρίζοντας σ’ αυτό ένα θαρραλέο «παρ’ όλ’ αυτά»,
αν και περιγράφει επίσης πολλές αυτοκτονίες.
Ίσως
δεν επιβεβαιώνει το συχνά επαναλαμβανόμενο εγκώμιο της παρακινδυνευμένης
‘ευζωίας’ – τότε που δοξάζεται η χώρα τών Φαιάκων, όπου
και περιγράφει ο Οδυσσέας τα περιπετειώδη
ταξίδια του – παρά μόνο το σημαντικό γεγονός, ότι η πραγματικότητα της
ελληνικής ύπαρξης ήταν κατά βάσιν – λιτά
πάντως αποτυπωμένη – η σχόλη, που
την πληρούσε η αγωνιστική άμιλλα, ή η ενισχυμένη συμμετοχή στην πολιτική ζωή
στα ‘γεράματα’.
Εφ’
όσον υπήρχαν σκλάβοι, «αρμόδιοι» για τη σωματική εργασία, μπορούσε να υποτιμά
κανείς την εργασία, έτσι ώστε να μην εκτιμάται τελικά τόσο πολύ ούτε η ελεύθερη
δραστηριότητα. Το εμπόριο και τα
θαλασσινά ταξίδια δεν απασχολούν μόνο τούς Αθηναίους Έλληνες, και φαίνεται πως
δεν υπήρξε εύκολο να διατηρηθή ένα υπόλοιπο εκτίμησης για τη γεωργία. Τα
επαγγέλματα εκτιμώνται ακόμα πιο χαμηλά, μόνον οι μέτοικοι ενδιαφέρονται γι’
αυτά, η αγγειοπλαστική εγγυάται ωστόσο και παρ’ όλ’ αυτά μιαν επικερδή
εξαγωγική εργασία.
«Ο
πλούτος ήταν σε κάθε εποχή αγαπητός, και μόνο για να αποκτήση κανείς πλούτο
αποφάσιζε να ασχοληθή με κάτι, με την πιο μεγάλη όμως δυσκολία, κυρίως όταν
επρόκειτο για καταπονήσεις που φαίνονταν μη-ευγενείς · κάθε σωματική κούραση
που δεν σχετιζόταν με τη γυμναστική και τον πόλεμο και ήταν καθωρισμένη και
επαναλαμβανόμενη, φαινόταν κατ’ εξοχήν ως εξευτελιστική και δυστυχής». Σ’ αυτήν
τη συνάφεια προέκυψε και η έννοια της βαναυσότητας (Banausentum) ως υποχρέωσης προς εργασία για
χάρη τού κέρδους, μιας διαρκούς άρα καταπόνησης, που καθιστά αδύνατη μιαν
ανώτερη καλλιέργεια (εκλέπτυνση) του σώματος και της ψυχής. Η εργασία δεν
εξευγενίζει λοιπόν, το αντίθετο. Μπορούμε όμως δύσκολα να φανταστούμε ότι οι
αγαλματοποιοί, που τα αγάλματά τους τα θαυμάζουμε ακόμα σήμερα, είχαν προσβληθή ισχυρότατα απ’ αυτήν ακριβώς
την προκατάληψη. Ένας αγαλματοποιός μπορούσε ασφαλώς να αποκτήση μεγάλη φήμη,
τί μπορούσε όμως να τον απαλλάξη απ’ το ότι ζηλόφθονοι προετοίμαζαν την καταστροφή
του; Έτσι λέγεται, πως ο Φειδίας πέθανε στη φυλακή και δηλητηριασμένος. Για
τους αρχιτέκτονες και τους ζωγράφους ήταν καλύτερα τα πράγματα, είχαν λιγότερη
σωματική απασχόληση, ως τεχνίτες, ενώ τη μεγαλύτερη εκτίμηση απολάμβαναν
αντίστοιχα οι ποιητές.
Ακόμα και οι στοχαστές, ερευνητές, ταξιδιώτες, οι θεμελιωτές πρώιμων
επιστημών (που δεν ήταν βέβαια τότε κάποιοι μηχανικά απασχολούμενοι εφευρέτες)
απολάμβαναν, όπως ήδη ο Πυθαγόρας, μιαν εξίσου υψηλή εκτίμηση, εφ’ όσον δεν
περιέπιπταν βέβαια σε διαφωνία με την πολιτεία-κράτος ή δεν φαίνονταν να
παροργίζουν τούς θεούς. «Είναι καλό», μας λέει ο Μπούρκχαρντ, «ότι οι
παρελθόντες καιροί μάς απάλλαξαν απ’ τον κόπο, να περιγράψουμε ποιητικά έναν
ανυψωμένο κόσμο. Γιατί θα σκοντάφταμε χίλιες φορές στα ‘πόδια τού αισθήματός’
μας και θα φιλονικούσαμε αναμεταξύ μας λόγω πολιτικών, θρησκευτικών και
κοινωνικών επονομαζομένων ιδανικών». Ο Όμηρος ήταν ωστόσο σε θέση να περιγράψη
στην «Οδύσσεια», με το βλέμμα στραμμένο στην ειρηνική ζωή τών Φαιάκων, μια
σχετική ευτυχία (που βρισκόταν βέβαια υπό την απειλή τού εξοργισμένου
Ποσειδώνα) – «Οι παρελθόντες καιροί ήταν και σε κάτι καλοί». Στον ‘πίνακα’ της
ζωής τών Φαιάκων ανυψώνεται επανειλημμένα η ήδη ανυψωμένη ζωή τών ηρώων.
Όσον
αφορά στις επιστήμες, παρατηρεί επιγραμματικά ο Μπούρκχαρντ: «Το κρίσιμο και
αποφασιστικό δεν είναι αυτός ή εκείνος ο βαθμός γνώσης που επιτυγχάνεται, αλλά
η ικανότητα για κάθε γνώση». Οι Έλληνες έχουν έτσι να επιδείξουν και γεωγράφους
και ιστοριογράφους, όπως κανένας άλλος λαός πριν απ’ αυτούς, είχαν αναπτύξει
μάλιστα ένα «αντικειμενικό πνεύμα για όλο τον κόσμο». Υπήρχαν ωστόσο, όπως το
βεβαιώνει με πολλούς υπαινιγμούς, και
κάποιοι μεμονωμένοι χωρίς αξίωμα ή δημόσια αποστολή, που δεν πληρώνονταν άρα
από κανέναν και ήταν υπεύθυνοι μόνο για τον εαυτό τους.
Όμως
ο μύθος, για τον οποίον τόσο πολύ μιλήσαμε, ο μύθος που τα περιλαμβάνει και τα
συνενώνει όλα, έπρεπε να γίνη ένας εχθρός τής επιστήμης, ακριβώς επειδή ήταν η
αρχική της μορφή ή αιτία, απ’ την οποίαν και προήλθε η επιστήμη. Στην ποιητική
του μορφή περιελάμβανε ήδη τη θρησκεία και την ιστορία, τη γνώση τής φύσης
καθώς και του ανθρώπου: «Ο μυθικός κόσμος αιωρείτο πάνω από τούς τότε Έλληνες σαν ένα εντελώς ακόμα κοντινό,
μεγαλοπρεπές όραμα. Οικογένειες και ολόκληρα γένη κατάγονταν ακόμα απ’ τους
θεούς· έθιμα και συνήθειες αναφέρονταν ακόμα λόγω τής καταγωγής τους στα μυθικά
χρόνια».
Αλλά ακόμα κι αυτό που
χαρακτηρίζουμε ως ρήξη με τον μύθο, η πρώτη
άρα στροφή προς τη φυσική ως γνώση τού παγκόσμιου οικοδομήματος, ακόμα και τότε
ο μύθος ‘ήξευρε’ να επιζήση όλον αυτόν τον καιρό· έφτανε και επενεργούσε τόσο
μακριά, όπου υπήρχαν Έλληνες, στις αποικίες τής Μικράς Ασίας και της Νοτίου
Ιταλίας, και «επέζησε κατόπιν δίπλα στην επιστήμη μέχρι το τέλος τής
αρχαιότητας, διεισδύοντας επίμονα και συνεχώς στη φυσική επιστήμη και στην
ιστορία, και έγινε ο ίδιος μια επιστήμη, παρατείνοντας ‘βίαια’ την ύπαρξή του
με τη μορφή λόγιων μυθικών συλλογών και παρομοιώσεων». Και θριάμβευσε έτσι
στους Έλληνες ο μύθος ακόμα και πάνω σε κείνους που νόμιζαν ότι τον είχαν
καταστήσει μια για πάντα περιττό. –
Επιμένοντας στη μοναδική σημασία τών Ελλήνων, ‘καταδύεται’ ο Γιάκομπ
Μπούρκχαρντ, παροργισμένος απ’ τον φραστικό δοξασμό αιώνων, και παρουσιάζει την
παρελθούσα τους ζωή σε ένα φως που δεν ωραιοποιεί πια τα πάντα, αποκαλύπτοντας
ακόμα κι εκείνα τα χαρακτηριστικά που μόνο σπάνια είχαν ληφθή μέχρι τότε υπ’
όψιν, τα πιο σκοτεινά, τονίζοντας έτσι σημεία που μας εκπλήσσουν.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου